Πιστεύαμε, παλιότερα, ότι η δράση της Χρυσής Αυγής έπλητε κυρίως τους μετανάστες. Μετά, και άλλες ομάδες: ρομά, ομοφυλόφιλους, «αντιφρονούντες». Έπειτα, τη δημοκρατία, την κοινωνία, τον πολιτισμό μας. Σήμερα, απειλεί την ίδια τη ζωή. Δεν είναι σχήμα λόγου, επιβεβαιώνεται καθημερινά, από τις εφόδους και τα μαχαιρώματα μέχρι το τραγικό περιστατικό της Σπάρτης (τραγικό, όχι μόνο λόγω του νεκρού, αλλά και επειδή, αν δεν υπήρχε αυτός ο νεκρός, ίσως να είχαμε περισσότερους). Κίνδυνος Θάνατος, λοιπόν.
Όμως, αν από τη μια συμφωνούμε εύκολα ότι χρειάζεται άμεση δράση εναντίον του ακροδεξιού αφηνιασμού, από την άλλη δυσκολευόμαστε να πούμε ποια πρέπει να είναι αυτή. Ασφαλώς, τη δυσκολία αυτή δεν μπορούμε να την προσγράψουμε στα δυνατά μας χαρτιά, ωστόσο, μερικές φορές, η αναγνώρισή της μπορεί να είναι πιο δημιουργική από τις έτοιμες ρετσέτες. Σ’ αυτό αποσκοπούν και οι σκέψεις που ακολουθούν.
Το λάθος έγκειται, πρωτίστως, στο ότι δεν υπάρχει ένα αδιατάρακτο ιστορικό και ιδεολογικό συνεχές. Κάποιες κρίσιμες στιγμές, ορισμένα ρεύματα γίνονται ηγεμονικά — και μετά δεν ξεμπερδεύεις εύκολα μαζί τους: κατεξοχήν παράδειγμα, οι αριστερές ιδέες στα χρόνια της Αντίστασης. Έτσι, οι ρατσιστικές ιδέες προσλαμβάνουν εντελώς άλλη δυναμική όταν παύουν να είναι διάχυτες και αποκτούν συγκεκριμένο πολιτικό, ιδεολογικό, πρακτικό οργανωτή: μια συμμορία με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και απήχηση. Με λίγα λόγια, το 7% που ψήφισε (και το 10 ή 12% που λέει ότι θα ψηφίσει) Χρυσή Αυγή δεν είναι (όλοι) φασίστες, μπορεί όμως κάλλιστα να γίνουν. Αυτό, άλλωστε, είναι το στοίχημα, και για τη Χρυσή Αυγή και για εμάς: όχι μόνο αν οι τετρακόσιες χιλιάδες ψηφοφόροι γίνουν πεντακόσιες και εννιακόσιες χιλιάδες, αλλά και αν αυτές οι χιλιάδες γίνουν ακροδεξιοί, Χρυσαυγίτες, φασίστες (και δεν το εννοώ οργανωτικά). Η Χρυσή Αυγή θα επιδιώξει, με κάθε τρόπο, να αποκτήσει δεσμούς μ’ αυτό τον κόσμο, κι εμείς πρέπει, επίσης με κάθε τρόπο, να τους διαρρήξουμε.
Σημείο δεύτερο. Ασφαλώς χρειάζεται συζήτηση για τον χαρακτήρα και τους λόγους της ανόδου της Χρυσής Αυγής, ειδικά αν αντιλαμβανόμαστε ότι όσα κάνουμε είναι ανεπαρκή και ενίοτε αναποτελεσματικά. Ωστόσο, η κουβέντα δεν πρέπει να παραλύει τη δράση. Απαιτείται μια μίνιμουμ συμφωνία σε ένα πρόγραμμα άμεσων ενεργειών. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε πρώτα σε όλα, όπως δεν έπρεπε να διαθέτει κανείς μια ενδελεχή ανάλυση για τον γερμανικό ναζισμό, για να είναι, να αισθάνεται και να δρα ως αντιφασίστας.
Σημείο τρίτο. Η αντιφασιστική δράση πρέπει να είναι πολυεπίπεδη, όπως ακριβώς είναι η δράση των φασιστών: οι συμμαχίες, η παρέμβαση στις γειτονιές και τα σχολεία, η θεσμική απεύθυνση, η πίεση στο κράτος (όσο αντικρατιστής κι αν είναι κανείς, και παρά τη ακροδεξιά διάβρωση της Αστυνομίας, δεν μπορεί να προσπεράσει, λ.χ., το ζήτημα των διωκτικών μηχανισμών, ειδικά όταν μιλάμε για μια εγκληματική συμμορία) είναι μερικά από τα μεγάλα κεφάλαια. Περιορίζομαι σήμερα στο πρώτο.
Λέω κατευθείαν την άποψή μου: πλατιές συμμαχίες. Ενώ τον κορμό θα τον αποτελέσει η Αριστερά, χρειάζεται πλατιές συμμαχίες, ακόμα κι απ’ αυτές που μέχρι σήμερα δεν έχει κάνει.[1] Μπορούμε, πιστεύω, αφενός να συγκρουόμαστε μετωπικά με την κυβέρνηση (και για τη συνολική πολιτική της, αλλά και για τον «Ξένιο Δία», τις ξενοφοβικές δηλώσεις υπουργών κ.ά., που στρώνουν το χαλί στην ακροδεξιά) και ταυτόχρονα να αναζητούμε συμμαχίες στο εσωτερικό της. Και δεν εννοώ τη ΔΗΜΑΡ — αυτό είναι το εύκολο. Εννοώ την καθαυτό Δεξιά. Εξηγούμαι.
α) Μια καμπάνια κατά της Χρυσής Αυγής, ακριβώς λόγω των διαστάσεων που έχει σήμερα η δράση της, πρέπει, πέραν του αριστερού-αντιεξουσιαστικού χώρου, να αγγίζει το ευρύτερο δημοκρατικό, ακόμα και το δεξιό-συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας — κομμάτια δηλαδή πολύ μεγάλα ή και πλειοψηφικά. Χωρίς αυταπάτες ότι τέτοια κομμάτια θα γίνουν μπροστάρηδες του αντιφασιστικού αγώνα, είναι σημαντικό να φτιάξουμε συμμαχίες, προσδοκώντας, αν μη τη άλλο, να αποκοπούν από τη Χρυσή Αυγή, να ανακοπεί η πορεία φασιστικοποίησής τους. Για μια τέτοια απεύθυνση, έχουν σημασία και τα συνθήματα (το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» μάλλον δεν είναι το καταλληλότερο) και ένας λόγος πλατύς, δημοκρατικός, ανθρωπιστικός, αλλά και οι συμμαχίες.
Είναι σπουδαίο, λοιπόν, που ο παπα-Δημήτρης από τη Φθιώτιδα έγραψε ένα θαρραλέο κείμενο κατά του νεοφασισμού http://e-theologia.blogspot.gr/2012/06/blog-post_12.html). Και θα ήταν επίσης σπουδαίο αν κάποιος μητροπολίτης (αντί να αγκαλιάζει τους Χρυσαυγίτες, όπως ο Κονίτσης Ανδρέας) έλεγε ότι ο χριστιανισμός δεν διαχωρίζει τους ανθρώπους με βάση το χρώμα τους, ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα είναι αποτρόπαια. Σπουδαίο, και επειδή θα ακουγόταν από ανθρώπους που δεν ακούν τη δική μας φωνή (είτε επειδή δεν φτάνει ποτέ στ’ αυτιά τους είτε επειδή τα έχουν ορθόκλειστα), αλλά και επειδή η Χρυσή Αυγή πρέπει να απογυμνωθεί, όσο γίνεται, από τέτοια ερείσματα.
β) Όπως σε μια καμπάνια κατά του πάλαι ποτέ «υπαρκτού» ήταν καθοριστικό να μετέχουν αριστεροί, αντίστοιχα, σε μια εκστρατεία κατά της ακροδεξιάς πρέπει να ενταχθούν και συντηρητικοί άνθρωποι. Χρειαζόμαστε μια διεισδυτική τακτική, ρήγματα και ανοίγματα. Ας μην ξεχνάμε τις διαφορές μας, αλλά ας μην είναι ο αντιφασισμός το πεδίο που θα τις λύσουμε. Σημειώνω ένα σημαντικό άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν, με τον εύγλωττο τίτλο «Αντιφασιστικό μέτωπο και “μεταρρυθμιστικός” σεχταρισμός» (http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=11996). Απευθυνόμενος προς μεταρρυθμιστές και εκσυγχρονιστές, επισημαίνει πως, αντί να εργάζονται, όπως θα έπρεπε, για ένα αντιφασιστικό μέτωπο, «άλλος θυμάται τα ΚΝΑΤ, άλλος τον Φωτόπουλο, άλλος τα γιαουρτώματα κι όλοι μαζί τον Τσίπρα». Αξίζει να το σκεφτούμε και από τη δική μας πλευρά.
γ) Υπάρχει, και μ’ αυτό τελειώνω, μια κρίσιμη παράμετρος: η θεωρία της ανομίας, των «δύο άκρων». Προχθές, η Καθημερινή εξομοίωνε τα επεισόδια στη Χαλκιδική με τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Το ζήτημα είναι διπλά κρίσιμο. Αφενός, η προσέγγιση αυτή είναι εγκληματικά επικίνδυνη, και όποιος την υιοθετεί (φτάνοντας να εξομοιώνει «ακόμα και το γιαούρτι με τα τάγματα εφόδου», όπως γράφει ο Σ. Βαλντέν) δεν καταλαβαίνει (και δεν θέλει να καταλάβει) τίποτα, πριμοδοτώντας την ακροδεξιά. Αφετέρου, αν κάποιοι εκσυγχρονιστές, μεταρρυθμιστές, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι ή δεξιοί θεωρούν κύριο εχθρό τη Χρυσή Αυγή, χωρίς συμψηφισμούς και θέλουν να συμπράξουν μαζί μας, τότε αρνούνται, εμπράκτως, τη θεωρία των «δύο άκρων». Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει λυδία λίθο για τις συμμαχίες.
ENΘΕΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου