Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Μικρό Σχόλιο στην Θυσία του Ταρκόφσκυ

π. Παντελεήμων Μανουσάκης*
Αντίθετα απ’ ό,τι ίσως ο τίτλος του έργου μας παρακινεί να πιστέψουμε, η «θυσία» δεν είναι ένα απο τα κύρια θέματα της ταινίας παρά μόνον κατ’ έναν δευτερεύοντα τρόπο, στον βαθμό που συνδέεται με την σιωπή, την τρέλα και ό,τι θα ονομάζαμε «γεγονότητα» του κόσμου.
Για να το θέσουμε αλλιώς: τί είναι αυτό που γίνεται εμφανές, που φανερώνεται, που φέρεται στο φώς, την στιγμή της θυσίας; Ποιού πράγματος την συνείδηση αποκτά ο κεντρικός ήρωας (και μαζί του ο θεατής) όταν, το επόμενο πρωί, ξυπνά για να ανακαλύψει πως ο κόσμος βρίσκεται (ακόμα) εδώ; Ακριβώς αυτό: το πλέον δεδομένο και γι’αυτό ίσως αναντίληπτο, το ότι ο κόσμος υπάρχει. Αυτό είναι το εκπληκτικό θέαμα το οποίο ανοίγεται χάριν της θυσίας: ο κόσμος, ο κόσμος ο ίδιος, η γυμνή ύπαρξη του υλικού κόσμου.
Τονίζω την υλική διάσταση του κόσμου, καθ’ότι δεν πρόκειται για το κόσμο των ιδεών, ή τον κόσμο μου, τον κόσμο που θέτει σε τάξι η επακριβής ταξινόμηση των εννοιών ή τον κόσμο που προσπαθεί να νοηματοδοτήση η ανθρώπινη εργασία, αλλά πρόκειται για την σκληρή διάσταση του κόσμου, του κόσμου των πραγμάτων, που προυπάρχουν την ανθρώπινης παρουσίας και έπονται αυτής. Ας μην βιαστεί να υποθέσει κανείς αμέσως ότι ο κόσμος αυτός βρίσκεται συνεχώς υπ’όψιν μου, καθώς είναι λιγοστές οι φορές και μέσα απο πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες που συνειδητοποιούμε την ύπαρξη του κόσμου: τρείς είναι οι βασικοί τρόποι μέσα απο τους οποίους ο κόσμος μου φανερώνεται, το σπασμένο, το χαμένο και το παράτερο. Όταν, για παράδειγμα, γράφω με την πένα μου δεν έχω καμμία συνείδησή της καθ’αυτής, απλώς την χρησιμοποιώ. Μόνον όταν η πένα σπάσει ή όταν την χρειαστώ για να γράψω, αλλά δεν την βρίσκω, τότε γίνεται καθ’αυτή το αντικείμενο της συνείδησής μου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της αντίληψής μας τα πράγματα υπάρχουν ως εργαλεία, δηλαδή αναφορικά με κάποια χρησιμότητα που εξυπηρετούν ή όχι, σπάνια γίνονται αντιληπτά καθ’αυτά, ως πράγματα που υπάρχουν πριν απο  την οποιαδήποτε χρήση που τους έχει κατανεμειθεί απο μας.
 
Η πράξη της θυσίας ανοίγει, συνεπώς, στον ήρωα την θέα αυτού του μοναδικού φαινομένου: του κόσμου, ή, ακριβέστερα, της ύπαρξης του κόσμου καθ’αυτής.
 
Ναι, υπό μία έννοια, το σχήμα του Ταρκόφσκυ δεν επαναδιατυπώνει παρά την κοινοτυπία ότι «δεν μπορείς να εκτιμήσεις κάτι που έχεις» ότι «εκτιμάς (τα πράγματα, τους ανθρώπους) μόνον όταν κινδινεύεις να τα χάσεις». Ο κίνδυνος της πυρηνικής καταστροφής—μνήμες αυτού του μέλλοντος παρεμβάλλονται διακόπτοντας την ροή της αφήγησης—είναι ο απόλυτος κίνδυνος αφού δεν απειλεί με εξαφάνιση αυτό ή εκείνο το πράγμα αλλά το σύνολο των πραγμάτων, δηλ. την πραγμα-τικότητα την ίδια. Όταν ο κίνδυνος αποτρέπεται (το επόμενο πρωί τα πράγματα είναι ακόμη εδώ όπως ήταν και χθές) το «θαύμα» ή, καλύτερα, το «μυστήριο» δεν είναι η αποτροπή ενός ολοκληρωτικού κινδύνου, αλλά η ύπαρξη του κόσμου, ότι τώρα και μόνον τώρα (αφού πίστεψα ότι ο κόσμος ολόκληρος μπορεί πραγματικά να χαθεί) αντιλαμβάνομαι το μυστήριο ότι ο κόσμος είναι.
 
Αυτές είναι, λοιπόν, οι δύο στιγμές, ριζικά διάφορες, γύρω απο τις οποίες εστιάζεται η αφήγηση του έργου: η στιμγή πριν την θυσία και η στιγμή μετά την θυσία. Η στιγμή πρίν την θυσία είναι η στιγμή του Έχειν— η στιγμή μετά την θυσία του Είναι. Πριν την θυσία έχω (η μάλλον κατ-έχω) τον κόσμο, μετά την θυσία ο κόσμος μου αποκαλύπτεται ως αυτό που είναι.
 
Το αξίωμα, λοιπόν, την Θυσίας περιγράφει την διπολική αντιπαλότητα μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων. Το Έχειν είναι αντιστρόφως ανάλογο του Είναι. («Όσο περισσότερο έχεις τόσο λιγότερο είσαι»).
 
Όταν ο κίνδυνος της απώλειας (της απόλυτης απώλειας) ρίχνει την σκιά του πάνω στον κόσμο, ο κόσμος, ξαφνικά, μου αποκαλύπτεται ως κάτι δοσμένο: δεδομένο και μαζί δώρο. Και μετά την θυσία εξακολουθώ να έχω τον κόσμο, αλλά τότε τον προσλαμβάνω όχι ως κάτι που μου ανήκει (άλλωστε κινδύνεψα να τον χάσω, πώς μπορώ να υποθέσω ότι τον έχω;) αλλά ως αυτό ακριβώς που μου έχει δωθεί, το δώρο που μου δίνεται δωρεάν.
 
Η παράδοση που ο Ταρκόφσκυ χρησιμοποιεί εδώ, αυτής του Ανατολικού Χριστιανισμού, γνωρίζει δύο αλληλένδετες «θέσεις», την απόφαση και την κατάφαση. Μια κατάφαση του κόσμου δίχως απόφαση θα τον έτρεπε σε είδωλο με το οποίο η μόνη σχέση που θα μπορούσα να έχω είναι αυτή της φετιχιστικής λατρείας. Η απόφαση του κόσμου που δεν συνδιάζεται και με την κατάφασή του οδηγεί στην άρνηση του κόσμου, στον Γνωστικό δυαλισμό.
 
Η σιωπή, η τρέλα και η θυσία είναι μορφές απόφασης. Η σιωπή είναι η έρημος του λόγου, η τρέλα η ερημία του Λογικού. Η αναχώρηση στην έρημο (όπως αυτής των αναχωρητών πατέρων που σίγουρα ο Ταρκόφσκυ έχει υπ’ όψιν του, όπως και την διανοητικής ερήμωσης των «δια Χριστόν σαλών») αν και συνιστούσε «άρνηση» και «απώλεια» του κόσμου («θυσία» εν προκειμένω) ήταν μερική άρνηση αυτού του κόσμου για χάριν ενός καλύτερου. Δεν εννοώ, ενός υπερβατικού κόσμου—ο καλύτερος κόσμος που κατέφασκε η ασκητική πρακτική ήταν και πάλι ο κόσμος μέσα στον οποίο κανείς ζει, κυρίως σωματικώς.
 
Πώς θα μπορούσε να αποπειραθεί κανείς μιά εικαστική απόδοση της Θυσίας;
 
Για μία εικαστική, λοιπόν, προσέγγιση, θα πρότεινα μία κατασκευή που θα αναπαριστούσε την κατάφαση του κόσμου. Τί θα μπορούσε να ήταν αυτό; Μα ο,τιδήποτε—κανείς αισθάνεται τον πειρασμό να πεί «άμορφη ύλη», η ύλη καθ’αυτή—φυσικά άμορφη ύλη είναι ακριβώς το όριο που ανθίσταται στην εμμονή της τέχνης να μορφοποιεί την ύλη. Άλλα ο,τιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνυποδηλώνει την ύλη εν γένει θα εξέφραζε ακριβώς την γεγονότητα των πραγμάτων, όχι αυτού ή εκείνου του πράγματος αλλά της πραγμα-τικότητος στο ανεξάντλητο και απροσδιόριστο σύνολό της.  Το έργο θα μπορούσε να ονομαστεί Μάζα θα μπορούσε να συνίσταται ακριβώς απ’ αυτό, μιά μάζα οποιουδήποτε υλικού. Θα πρέπει να καταβάλλει κανείς ιδιαίτερη προσπάθεια να αποδώσει όσο το δυνατόν λιγότερο χαρακτηριστικά σ’αυτήν την μάζα.
Δεν θα πρέπει να μοιάζει με τίποτα προκειμένου να τα εκφράζει όλα. Η αρχέγονη μάζα πριν απο την δημιουργία, η δυνατότητα στην δημιουργία, η μάζα αυτή θα απ-εικονίζει όχι τον εν ενεργεία κόσμο (την ειδικοποίηση του κοσμου) αλλά την απειρότητα της δυνατότητας του κόσμου. Σκέψου, για παράδειγμα, το μάρμαρο που ο Μιχαήλ-Αγγελος (σκόπιμα υποστηρίζεται τώρα) άφησε ατελές και ανεπεξέργαστο στην Πιετά του. Οι μορφές της Πιετάς αναδύονται μέσα απο την μάζα του άμορφου μαρμάρου όπως ο πρώτος άνθρωπος μέσα απο την αρχέγονη ύλη.
 
Τέλος, το πιό σημαντικό σημείο, για μέναν, θα ήταν η κατασκευή αυτή (ό,τι κι αν καταλήξει να είναι) να στηθεί κατ’αυτόν τον τρόπο ώστε να αποτρέπει την θέασή της απο τον θεατή σαν να βρισκόταν εκείνος εκτός του θεάματος. Αν θα πρέπει να υπάρχει μια σχέση με τον κόσμο, όπως αναφερθήκαμε σ’αυτόν παραπάνω, θα πρέπει να τονιστεί η ενθαδικότητα του κόσμου, βρίσκομαι πάντα και ήδη μέσα στον κόσμο, εντός του κόσμου, και όχι «εκτός» αυτού σαν ο κόσμος να ήταν το αντικείμενο ενός θεάματος. Συνεπώς, φαντάζομαι μια κατασκευή που θα περιέβαλλε τον θεατή, εντός της οποίας ο θεατής θα αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως ενυπάρχοντος μαζί με αυτήν, ως μέρος αυτής. Ένας πίνακας, για παράδειγμα, κρεμασμένος στο τοίχο είναι αντι-κείμενο, προσφέρεται στο βλέμμα μου, μεταξύ μας υπάρχει ένα κάποιο διάστημα, μια απόσταση. Αντίθετα, στην περίπτωση ενός γλυπτού ή ακόμη περισσότερο μιας κατασκευής, μπορώ να φανταστώ ένα έργο τέτοιο ώστε να με περικλύει, ώστε να βρίσκομαι συνεχώς εντός του και όχι απέναντι του. Ακόμα καλύτερα, εάν η κατασκευή δεν γινόταν αμέσως αντιληπτή ως τέτοια, εάν ο επισκέπτης της έκθεσης δεν μπορούσε να διακρίνει μετάξύ του «εκθέματος» και του υπόλοιπου κόσμου—αυτό θα σήμανε την επιτυχία του έργου εφ’όσον το έργο θα είχε πετύχει στο να γίνει ένα ακόμη πράγμα ανάμεσα στα πράγματα.
*επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο College of the Holy Cross και Επίτιμος Εταίρος (Honorary Fellow) Θεολογίας και Φιλοσοφίας του Australian Catholic University.
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου