Η ζημιογόνος δραστηριότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ICAP (Ελληνικός Οικονομικός Οδηγός) για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των 22.573 ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων το 2011 (σε σύγκριση με αυτά του 2010), προσφέρονται για την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων για την πορεία της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου από το 2008 και μέχρι σήμερα, αλλά και για τις τάσεις υπέρβασής της, σε συνάρτηση με την ασκούμενη κυρίαρχη μνημονιακή πολιτική, ιδιαίτερα αυτήν του 3ου Μνημονίου, που στο μεγαλύτερο μέρος του αφορά την περικοπή μισθών και συντάξεων του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Έτσι, η ανάλυση αυτών των οικονομικών στοιχείων καταδεικνύει από μια πρώτη ματιά τη δυσμενή εξέλιξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον βαθμό που η συνολική τους εικόνα (σε έναν ενιαίο ενοποιημένο ισολογισμό όλων των επιχειρήσεων) εμφανίζει για το 2011 ζημίες της τάξης των 7,62 δισ., σχεδόν ακριβώς διπλάσιες από εκείνες του 2010 που ανέρχονταν στα 3,83 δισ., τη στιγμή που το λειτουργικό περιθώριο κέρδους τους, ενώ ήταν θετικό το 2010 (2,50 δισ.), μετατράπηκε σε αρνητικό (-4,26 δισ.). Κι αυτό όταν με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων εμφάνιζε κέρδη προ φόρων της τάξης των 4,00 δισ.
Η κατακόρυφη αυτή μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η μετάβαση σε οικονομικές χρήσεις επιδείνωσης και ζημιών είναι ακριβώς που αντιπροσωπεύει την καρδιά της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, δηλαδή την αδυναμία του κεφαλαίου να αναπαραχθεί με όρους επαρκούς αποδοτικότητας. Άλλωστε και οι δείκτες αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων εμφανίζονται αρνητικοί και σε καθοδική πορεία (από -3,36 το 2010 σε -6,80 το 2011). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η εγγενής ανεπάρκεια του καπιταλιστικού συστήματος και να συγκρατηθούν τα κέρδη ή να περιοριστούν οι ζημίες, επιστρατεύονται οι μαζικές απολύσεις προσωπικού (το ύψος της ανεργίας υπερτριπλασιάστηκε την τελευταία τετραετία, από 7,5% στο 25%) από τη μία πλευρά και από την άλλη η εκκαθάριση των επιμέρους κεφαλαίων (κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων) που δεν μπορούν να υπεραξιωθούν.
Η πλευρά της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών μέσα στην κρίση
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν αυτό τον ισχυρισμό αφορούν τη σταθερότητα της επιχειρηματικής δράσης τόσο στο επίπεδο των καθαρών παγίων (176,73 δισ. το 2010 και 174,54 δισ. το 2011), τον μηχανικό τους εξοπλισμό (43,99 δισ. το 2010 και 42,43 δισ. το 2011), του κύκλου εργασιών τους, δηλαδή των πωλήσεων (από 165,90 δισ. το 2010 σε 164,13 δισ. το 2011), ακόμη και το περιθώριο μεικτού τους κέρδους (από 32,14 δισ. το 2010 στα 29,30 δισ. το 2011). Όταν δηλαδή όλες οι άλλες οικονομικές παράμετροι του συνόλου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραμένουν σχετικά σταθερές, ή με ελάχιστες διακυμάνσεις (κυρίως πάγια κεφάλαια και πωλήσεις), το μέγεθος που επιδεινώνεται ραγδαία είναι αποκλειστικά η κερδοφορία, τόσο στο επίπεδο του κέρδους προ φόρου εισοδήματος, όσο και του κέρδους EBITDA (προ φόρων, χρηματοδοτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων) που από 10,92 δισ. (2010) έπεσε στα 7,60 δισ. (2011).
Βέβαια, μέσα στο σύνολο των 22.573 επιχειρήσεων, πέρα από το ζημιογόνο τμήμα τους, οι 10.468 εταιρείες (46,4% του συνόλου) ήταν κερδοφόρες παρά τη σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης που πλήττει την ελληνική οικονομία. Μάλιστα μόλις οι πέντε από αυτές (ΟΠΑΠ, Regency Εntertainment - Ψυχαγωγική και τουριστική, Cosmote, Motor Oil και ΕΛΠΕ) εμφάνισαν αθροιστικά κέρδη 1,86 δισ. το 2011, έναντι κερδών 1,23 δισ. το 2010, καταγράφοντας μια αύξηση της κερδοφορίας τους κατά 51,6%. Και οι κεδροφόρες επιχειρήσεις καταγράφονται σʼ όλους τους παραγωγικούς τομείς: Στη βιομηχανία (ΕΛΠΕ , ΜΕΤΚΑ κ.λπ.), στο εμπόριο (Α.Β. Βασιλόπουλος, Colgate Palmolive κ.ά.), στις υπηρεσίες (ΟΠΑΠ, Cosmote κλπ.), στις τεχνικές κατασκευές (ΤΕΡΝΑ, Ρόκας κ.ά.) και στις τουριστικές επιχειρήσεις (Olympia, ΣΑΝΗ κ.λπ.).
Κατά συνέπεια, η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου της τελευταίας τετραετίας δημιουργεί ζημιογόνα αποτελέσματα, εκκαθαρίσεις και καταστροφή ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων (εργασίας) σʼ ένα μεγάλο φάσμα εταιρειών που αδυνατούν να αναπαραχθούν με όρους κερδοφορίας, ενώ από την άλλη πλευρά συμβαδίζει με την αναπαραγωγή και τη διεύρυνση της αποδοτικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων στους πέντε παραγωγικούς τομείς που συγκρατούν και, ακόμη περισσότερο, αυξάνουν την κερδοφορία τους. Επειδή τώρα τα λειτουργικά έξοδα στο σύνολο των καπιταλιστικών εταιρειών είναι υψηλά (32,64 δισ. το 2011) και έφτασαν να ξεπερνούν το μεικτό κέρδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας (29,30 δισ. το 2011), επιδιώκεται η κατακόρυφη μείωση του εργατικού και κοινωνικού κόστους του απασχολούμενου δυναμικού, προκειμένου αφενός να συγκρατηθεί η ζημιογόνος επιχειρηματική δράση και αφετέρου να ενισχυθεί η κερδοφόρος καπιταλιστική παραγωγική δραστηριότητα.
Μνημονιακή πολιτική και καπιταλιστική επιχειρηματική δραστηριότητα
Οι οδοί διαφυγής από την κρίση για τον ελληνικό καπιταλισμό θα μπορούσαν να ήταν είτε βαθιές τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις (που βέβαια θα αύξαναν το κόστος παραγωγής και θα μείωναν μεσοπρόθεσμα τα περιθώρια κερδοφορίας), είτε επέκταση σε καινούργιες αγορές είτε γεωγραφικού χαρακτήρα είτε παραγωγής νέων προϊόντων. Ωστόσο, αυτές οι διέξοδοι δεν λειτουργούν στις σημερινές συνθήκες, και λόγω της αδυναμίας εμπορικής επέκτασης σε ασιατικές ή αμερικανικές αγορές, και εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι τα «λιμνάζοντα κεφάλαια» που προκύπτουν από την κρίση υπερσυσσώρευσης προτιμούν, μέσα στο σκηνικό γενικευμένης οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας, να μετατρέπονται σε τραπεζικές καταθέσεις, σε ελληνικά ή ελβετικά πιστωτικά ιδρύματα, σε βαθμό που σήμερα το σύνολό τους υπολογίζεται σε επίπεδα τριπλάσια του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας.
Άρα η μοναδική μεταβλητή που παραμένει ανοιχτή την τελευταία τετραετία, και επιχειρείται να επεκταθεί στα επόμενα χρόνια, είναι η απροσμέτρητη μείωση του εργατικού κόστους και του κοινωνικού μισθού, με την εφαρμογή των αλλεπάλληλων Μνημονίων γενικευμένων περικοπών σε βάρος των μισθωτών εργαζομένων, με την παράλληλη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων (που από το παλαιότερο 45% τείνει σήμερα στο 15%). Μέσα απʼ αυτή την ονομαζόμενη πλέον «κινεζοποίηση» της ελληνικής εργατικής τάξης και μόνον και ταυτόχρονα της συνέχισης της φορολογικής ασυλίας των περισσότερων μερίδων του κεφαλαίου, επιδιώκεται αποκλειστικά (χωρίς οποιαδήποτε σχέση με αποπληρωμή του δημόσιου χρέους ή κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων) η συγκράτηση των ζημιών και η ενίσχυση των κερδών των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Βέβαια, στην περίπτωση που η σημερινή τρικομματική διακυβέρνηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού κατορθώσει να επιτύχει την κοινοβουλευτική επικύρωση και την οικονομική εφαρμογή του 3ου Μνημονίου των 11,9 δισ. περικοπών που αυξάνονται συνέχεια, θα επέλθει η ολοσχερής κοινωνική καταστροφή της μισθωτής εργασίας, πράγμα που θα συμβάλει στη σχετική ανάκαμψη του κεφαλαίου από την κρίση στην οποία έχει βυθίσει την οικονομία. Έτσι, θα αντιστρέψει την πορεία μείωσης της αποδοτικότητας των ζημιογόνων κεφαλαίων και ενίσχυσης των διαδικασιών υπεραξίωσης των κερδοφόρων επιχειρήσεων, πράγμα που επιδιώκεται να έχει τα χαρακτηριστικά μιας «οικονομικής ανάπτυξης» που θα αφορά αποκλειστικά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα η παρατεινόμενη ύφεση και η διογκούμενη ανεργία θα την τοποθετούν σʼ ένα περιβάλλον πλήρους κοινωνικού ολοκαυτώματος.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ICAP (Ελληνικός Οικονομικός Οδηγός) για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των 22.573 ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων το 2011 (σε σύγκριση με αυτά του 2010), προσφέρονται για την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων για την πορεία της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου από το 2008 και μέχρι σήμερα, αλλά και για τις τάσεις υπέρβασής της, σε συνάρτηση με την ασκούμενη κυρίαρχη μνημονιακή πολιτική, ιδιαίτερα αυτήν του 3ου Μνημονίου, που στο μεγαλύτερο μέρος του αφορά την περικοπή μισθών και συντάξεων του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Έτσι, η ανάλυση αυτών των οικονομικών στοιχείων καταδεικνύει από μια πρώτη ματιά τη δυσμενή εξέλιξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον βαθμό που η συνολική τους εικόνα (σε έναν ενιαίο ενοποιημένο ισολογισμό όλων των επιχειρήσεων) εμφανίζει για το 2011 ζημίες της τάξης των 7,62 δισ., σχεδόν ακριβώς διπλάσιες από εκείνες του 2010 που ανέρχονταν στα 3,83 δισ., τη στιγμή που το λειτουργικό περιθώριο κέρδους τους, ενώ ήταν θετικό το 2010 (2,50 δισ.), μετατράπηκε σε αρνητικό (-4,26 δισ.). Κι αυτό όταν με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων εμφάνιζε κέρδη προ φόρων της τάξης των 4,00 δισ.
Η κατακόρυφη αυτή μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η μετάβαση σε οικονομικές χρήσεις επιδείνωσης και ζημιών είναι ακριβώς που αντιπροσωπεύει την καρδιά της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, δηλαδή την αδυναμία του κεφαλαίου να αναπαραχθεί με όρους επαρκούς αποδοτικότητας. Άλλωστε και οι δείκτες αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων εμφανίζονται αρνητικοί και σε καθοδική πορεία (από -3,36 το 2010 σε -6,80 το 2011). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η εγγενής ανεπάρκεια του καπιταλιστικού συστήματος και να συγκρατηθούν τα κέρδη ή να περιοριστούν οι ζημίες, επιστρατεύονται οι μαζικές απολύσεις προσωπικού (το ύψος της ανεργίας υπερτριπλασιάστηκε την τελευταία τετραετία, από 7,5% στο 25%) από τη μία πλευρά και από την άλλη η εκκαθάριση των επιμέρους κεφαλαίων (κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων) που δεν μπορούν να υπεραξιωθούν.
Η πλευρά της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών μέσα στην κρίση
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν αυτό τον ισχυρισμό αφορούν τη σταθερότητα της επιχειρηματικής δράσης τόσο στο επίπεδο των καθαρών παγίων (176,73 δισ. το 2010 και 174,54 δισ. το 2011), τον μηχανικό τους εξοπλισμό (43,99 δισ. το 2010 και 42,43 δισ. το 2011), του κύκλου εργασιών τους, δηλαδή των πωλήσεων (από 165,90 δισ. το 2010 σε 164,13 δισ. το 2011), ακόμη και το περιθώριο μεικτού τους κέρδους (από 32,14 δισ. το 2010 στα 29,30 δισ. το 2011). Όταν δηλαδή όλες οι άλλες οικονομικές παράμετροι του συνόλου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραμένουν σχετικά σταθερές, ή με ελάχιστες διακυμάνσεις (κυρίως πάγια κεφάλαια και πωλήσεις), το μέγεθος που επιδεινώνεται ραγδαία είναι αποκλειστικά η κερδοφορία, τόσο στο επίπεδο του κέρδους προ φόρου εισοδήματος, όσο και του κέρδους EBITDA (προ φόρων, χρηματοδοτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων) που από 10,92 δισ. (2010) έπεσε στα 7,60 δισ. (2011).
Βέβαια, μέσα στο σύνολο των 22.573 επιχειρήσεων, πέρα από το ζημιογόνο τμήμα τους, οι 10.468 εταιρείες (46,4% του συνόλου) ήταν κερδοφόρες παρά τη σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης που πλήττει την ελληνική οικονομία. Μάλιστα μόλις οι πέντε από αυτές (ΟΠΑΠ, Regency Εntertainment - Ψυχαγωγική και τουριστική, Cosmote, Motor Oil και ΕΛΠΕ) εμφάνισαν αθροιστικά κέρδη 1,86 δισ. το 2011, έναντι κερδών 1,23 δισ. το 2010, καταγράφοντας μια αύξηση της κερδοφορίας τους κατά 51,6%. Και οι κεδροφόρες επιχειρήσεις καταγράφονται σʼ όλους τους παραγωγικούς τομείς: Στη βιομηχανία (ΕΛΠΕ , ΜΕΤΚΑ κ.λπ.), στο εμπόριο (Α.Β. Βασιλόπουλος, Colgate Palmolive κ.ά.), στις υπηρεσίες (ΟΠΑΠ, Cosmote κλπ.), στις τεχνικές κατασκευές (ΤΕΡΝΑ, Ρόκας κ.ά.) και στις τουριστικές επιχειρήσεις (Olympia, ΣΑΝΗ κ.λπ.).
Κατά συνέπεια, η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου της τελευταίας τετραετίας δημιουργεί ζημιογόνα αποτελέσματα, εκκαθαρίσεις και καταστροφή ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων (εργασίας) σʼ ένα μεγάλο φάσμα εταιρειών που αδυνατούν να αναπαραχθούν με όρους κερδοφορίας, ενώ από την άλλη πλευρά συμβαδίζει με την αναπαραγωγή και τη διεύρυνση της αποδοτικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων στους πέντε παραγωγικούς τομείς που συγκρατούν και, ακόμη περισσότερο, αυξάνουν την κερδοφορία τους. Επειδή τώρα τα λειτουργικά έξοδα στο σύνολο των καπιταλιστικών εταιρειών είναι υψηλά (32,64 δισ. το 2011) και έφτασαν να ξεπερνούν το μεικτό κέρδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας (29,30 δισ. το 2011), επιδιώκεται η κατακόρυφη μείωση του εργατικού και κοινωνικού κόστους του απασχολούμενου δυναμικού, προκειμένου αφενός να συγκρατηθεί η ζημιογόνος επιχειρηματική δράση και αφετέρου να ενισχυθεί η κερδοφόρος καπιταλιστική παραγωγική δραστηριότητα.
Μνημονιακή πολιτική και καπιταλιστική επιχειρηματική δραστηριότητα
Οι οδοί διαφυγής από την κρίση για τον ελληνικό καπιταλισμό θα μπορούσαν να ήταν είτε βαθιές τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις (που βέβαια θα αύξαναν το κόστος παραγωγής και θα μείωναν μεσοπρόθεσμα τα περιθώρια κερδοφορίας), είτε επέκταση σε καινούργιες αγορές είτε γεωγραφικού χαρακτήρα είτε παραγωγής νέων προϊόντων. Ωστόσο, αυτές οι διέξοδοι δεν λειτουργούν στις σημερινές συνθήκες, και λόγω της αδυναμίας εμπορικής επέκτασης σε ασιατικές ή αμερικανικές αγορές, και εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι τα «λιμνάζοντα κεφάλαια» που προκύπτουν από την κρίση υπερσυσσώρευσης προτιμούν, μέσα στο σκηνικό γενικευμένης οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας, να μετατρέπονται σε τραπεζικές καταθέσεις, σε ελληνικά ή ελβετικά πιστωτικά ιδρύματα, σε βαθμό που σήμερα το σύνολό τους υπολογίζεται σε επίπεδα τριπλάσια του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας.
Άρα η μοναδική μεταβλητή που παραμένει ανοιχτή την τελευταία τετραετία, και επιχειρείται να επεκταθεί στα επόμενα χρόνια, είναι η απροσμέτρητη μείωση του εργατικού κόστους και του κοινωνικού μισθού, με την εφαρμογή των αλλεπάλληλων Μνημονίων γενικευμένων περικοπών σε βάρος των μισθωτών εργαζομένων, με την παράλληλη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων (που από το παλαιότερο 45% τείνει σήμερα στο 15%). Μέσα απʼ αυτή την ονομαζόμενη πλέον «κινεζοποίηση» της ελληνικής εργατικής τάξης και μόνον και ταυτόχρονα της συνέχισης της φορολογικής ασυλίας των περισσότερων μερίδων του κεφαλαίου, επιδιώκεται αποκλειστικά (χωρίς οποιαδήποτε σχέση με αποπληρωμή του δημόσιου χρέους ή κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων) η συγκράτηση των ζημιών και η ενίσχυση των κερδών των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Βέβαια, στην περίπτωση που η σημερινή τρικομματική διακυβέρνηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού κατορθώσει να επιτύχει την κοινοβουλευτική επικύρωση και την οικονομική εφαρμογή του 3ου Μνημονίου των 11,9 δισ. περικοπών που αυξάνονται συνέχεια, θα επέλθει η ολοσχερής κοινωνική καταστροφή της μισθωτής εργασίας, πράγμα που θα συμβάλει στη σχετική ανάκαμψη του κεφαλαίου από την κρίση στην οποία έχει βυθίσει την οικονομία. Έτσι, θα αντιστρέψει την πορεία μείωσης της αποδοτικότητας των ζημιογόνων κεφαλαίων και ενίσχυσης των διαδικασιών υπεραξίωσης των κερδοφόρων επιχειρήσεων, πράγμα που επιδιώκεται να έχει τα χαρακτηριστικά μιας «οικονομικής ανάπτυξης» που θα αφορά αποκλειστικά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα η παρατεινόμενη ύφεση και η διογκούμενη ανεργία θα την τοποθετούν σʼ ένα περιβάλλον πλήρους κοινωνικού ολοκαυτώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου