Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ρεαλισμός και αντιρεαλισμός στην Φιλοσοφία της Επιστήμης

Χρήστος Πεχλιβανίδης
Στις ποικίλες διατυπώσεις του έργου και του σκοπού της επιστήμης, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας επιβεβαιώνουν ή αλλάζουν και πάντως καθοδηγούν τις φιλοσοφικές αντιλήψεις αναφορικά με όλα εκείνα τα θέματα που τοποθετούνται πέρα και πάνω από το στενό πλαίσιο της καθαυτό επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις που γίνονται αποδεκτές σε ευρεία κλίμακα -δηλαδή καθιερώνονται-, επενεργούν σε μεγάλο βαθμό στην πορεία ανάπτυξης και προόδου της επιστημονικής δραστηριότητας.1 Τουλάχιστον αυτό επιμαρτυρούν η εξέλιξη των ιδεών τόσο στην επιστήμη όσο και στην φιλοσοφία, και ειδικότερα η εμφάνιση και η ανέλιξη των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων που πραγματώθηκαν μέσα από την κριτική επεξεργασία και την εμβάθυνση των επιστημονικών πορισμάτων.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της αλληλενέργειας μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης -μίας ακόμη εφαρμογής της θεωρίας των συγκοινωνούντων δοχείων- εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε από την εποχή των Προσωκρατικών και του Αριστοτέλη έως και τις μέρες μας ένα πλήθος ανταγωνιστικών μεταξύ τους φιλοσοφικών ρευμάτων, των οποίων οι διενέξεις στην βάση προσέγγισης και ερμηνείας των επιστημονικών στοιχειοθετήσεων συνόδευαν κάθε νέα αντίληψη για την φυσική πραγματικότητα, τις πραγματώσεις και τους μηχανισμούς της.

Η διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και εμπειρισμού αποτέλεσε ιστορικά μίαν από τις πιο δημοφιλείς αντιπαραθέσεις στην Ιστορία και την Φιλοσοφία της Επιστήμης. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου φιλοσοφικού προβληματισμού μεταξύ επιστημόνων και φιλοσόφων. Τα ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες θεματικές κατηγορίες:
- κριτήρια οριοθέτησης της φυσικής πραγματικότητας
- δυνατότητα προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης
- εγκυρότητα της επιστημονικής μεθόδου
- αλήθεια και αποδοχή των επιστημονικών θεωριών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διαμάχη αυτή εντάθηκε από την στιγμή που η επιστημονική έρευνα έφερε στο φως έναν ολόκληρο κόσμο οντοτήτων που δρουν και αλληλεπιδρούν στο θεμελιώδες επίπεδο σύστασης της ύλης, τον μικρόκοσμο. Από την στιγμή εκείνη, η επιστήμη άρχισε να τροφοδοτεί την φιλοσοφική κοινότητα με ένα πρωτογενές υλικό μηχανισμών και δομών που αποκάλυπτε σταδιακά η ποικιλία των μορφών της ύλης στο μικροφυσικό επίπεδο.
Οι φιλόσοφοι, από την πλευρά τους, βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση να καταδυθούν στον κόσμο των στοιχειωδών σωματίων και να προσεγγίσουν με εργαλείο τον φιλοσοφικό στοχασμό την νέα πραγματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, των νέων δυνατοτήτων που ανοίγονται για την φιλοσοφική σκέψη, εντάσσεται και η σύγχρονη αντιπαράθεση μεταξύ ρεαλισμού και αντιρεαλισμού στον ευρύτερο χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης.


Ρεαλισμός και επιστημονικός ρεαλισμός


Το ζήτημα του ρεαλισμού και, πιο συγκεκριμένα, του επιστημονικού ρεαλισμού αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, με αποκορύφωμα ίσως την σύγχρονη αντιπαράθεση ανάμεσα στον επιστημονικό ρεαλισμό και τον αντιρεαλισμό. Σε αυτή την σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση, αιχμή του δόρατος αποτελεί η ερμηνεία της επιστήμης ως ολότητας, αλλά και ειδικότερα η σκεπτικιστική στάση που υιοθετούν οι αντιρεαλιστές (φαινομεναλιστές, εμπειριστές, θετικιστές, ινστρουμενταλιστές και κονστρουκτιβιστές) απέναντι στο ζήτημα της αντικειμενικότητας της φύσης, της αλήθειας των επιστημονικών θεωριών, αλλά και απέναντι στο ζήτημα της πραγματικότητας ή μη των θεωρητικών οντοτήτων - ζητήματα που συνδέονται στενά με τον πυρήνα του σύγχρονου επιστημονικού ρεαλισμού.

Γενικά, όμως, ως ρεαλισμό θα χαρακτήριζε κάποιος την βασική οντολογική θέση κατά την οποία ο κόσμος είναι πραγματικός, έχει αντικειμενική υπόσταση και δεν είναι μόνο παράσταση ή κατασκεύασμα του ανθρώπινου νου. Τα αντικείμενα, δηλαδή, υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από την νόηση και την συνείδησή μας.
Ως προς το ζήτημα του ρεαλισμού, θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστεί πως ο τελευταίος διακρίνεται καταρχήν σε απλοϊκό και κριτικό. Ο απλοϊκός ή αφελής ρεαλισμός (réalisme naïf) δέχεται χωρίς κριτική την ύπαρξη του υλικού κόσμου και των συνειδητών υποκειμένων. Μπορούμε να συλλάβουμε άμεσα τα όντα ή τα πράγματα που διαφέρουν από το υποκείμενο, διά των αισθήσεών μας. Κατά συνέπεια, η γνώση που αποκτούμε είναι μια πιστή φωτογραφία ή απεικόνιση της πραγματικότητας.2 Με λίγα λόγια, θα έλεγε κανείς πως ο αφελής ρεαλισμός είναι ο κοινός νους ή η φυσική αντίληψη του ανθρώπου, η απλοϊκή πίστη στην φυσική πραγματικότητα.
Είναι όμως πράγματι ο φυσικός κόσμος έτσι όπως μας τον εμφανίζουν οι αισθήσεις μας ή μήπως υπάρχει και η νόηση, η οποία, μέσα από την επεξεργασία της εμπειρίας, εξετάζει και ελέγχει τα αισθητηριακά δεδομένα και, τελικά, με την διανοητική αυτή διαδικασία γνωρίζουμε τον φυσικό κόσμο; Εδώ ακριβώς εισέρχεται η έννοια της συνείδησης. Ό,τι αισθανόμαστε, νιώθουμε και αντιλαμβανόμαστε υπάρχει πραγματικά ή μήπως οι ιδιότητες και ποιότητες των πραγμάτων που γνωρίζουμε είναι προϊόντα της συνείδησής μας;

Αυτομάτως, λοιπόν, εισάγεται η διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες των πραγμάτων. Το χρώμα, η οσμή, η γεύση κ.λπ. είναι ιδιότητες υποκειμενικές και απατηλές, δημιουργήματα των αισθήσεών μας, που δεν συνδέονται με την πραγματική ύπαρξη των φυσικών όντων και άρα δεν υπάρχουν αντικειμενικά: θέση την οποία υποστηρίζει ο κριτικός ρεαλισμός. Ο κριτικός ρεαλισμός δέχεται την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από την συνείδησή μας, χωρίς όμως να εμπιστεύεται τυφλά την πραγματικότητα που μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις.

Μεταφέροντας όμως την συζήτηση για τον ρεαλισμό στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, περνάμε στο θέμα του επιστημονικού ρεαλισμού, ο οποίος αναφέρεται στις επιστημονικές θεωρίες. Μέσα από μιαν απλή περιδιάβαση στην διεθνή βιβλιογραφία γύρω από το θέμα του επιστημονικού ρεαλισμού έρχεται κανείς αμέσως αντιμέτωπος με ένα πλήθος επιθετικών προσδιορισμών που μετέρχονται φιλόσοφοι και στοχαστές, προκειμένου να ορίσουν αυτό που ονομάζουμε ρεαλισμό: κριτικός ρεαλισμός, μεταφυσικός ρεαλισμός, επιστημικός ρεαλισμός, συγκλίνων ρεαλισμός, εσωτερικός ρεαλισμός κ.ά. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί αφενός καταδεικνύουν το έντονο ενδιαφέρον που υπάρχει αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα και αφετέρου εξυπονοούν την ύπαρξη των διαφόρων αντιρεαλιστικών ρευμάτων που έχουν κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πυροδοτώντας την συζήτηση σχετικά με τον σκοπό της επιστήμης και τον χαρακτήρα των επιστημονικών θεωριών.

Θα μπορούσαμε εκ προοιμίου να σημειώσουμε πως αυτό που ονομάζουμε επιστημονικό ρεαλισμό συνιστά σε γενικές γραμμές μια τάση στην Φιλοσοφία της Επιστήμης, κατά την οποία οι επιστημονικές θεωρίες προσπαθούν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν το πώς είναι ο κόσμος στην πραγματικότητα. Ακολούθως, αληθείς μπορούν να χαρακτηριστούν εκείνες οι θεωρίες που κατανοούν και εξηγούν σωστά την ανεξάρτητη από την συνείδηση και την βούλησή μας εξωτερική πραγματικότητα, ενώ ψευδείς χαρακτηρίζονται οι θεωρίες που την κατανοούν και την εξηγούν λανθασμένα.


Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο επιστημονικός ρεαλισμός συνδέεται άρρηκτα με τις έννοιες της αντικειμενικότητας και της αλήθειας, και αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους κρίνονται και οι επιστημονικές θεωρίες. Από την άλλη πλευρά, σκιαγραφείται ο σκοπός κάθε επιστημονικού εγχειρήματος ως προσπάθειας για μιαν αληθή, ή τουλάχιστον κατά προσέγγιση αληθή, περιγραφή του φυσικού κόσμου, ενός κόσμου προσδιορισμένου γνωσιακά, τόσο παρατηρήσιμου όσο και μη παρατηρήσιμου.

Εμπειρισμός και θετικισμός
Στην θεμελιώδη αυτήν αρχή του επιστημονικού ρεαλισμού έχουν αντιπαρατεθεί διάφορες εμπειριστικές-αντιρεαλιστικές φιλοσοφικές σχολές, με κυριότερη ίσως την αναλυτική φιλοσοφία του λογικού θετικισμού του Κύκλου της Βιέννης, η οποία αντλεί τα επιχειρήματά της από την εμπειριστική παράδοση, αλλά και την λογική ανάλυση, την γλωσσολογία και τα μαθηματικά. Κοινές συνιστώσες όλων των τάσεων του σύγχρονου εμπειριστικού-αντιρεαλιστικού ρεύματος αποτελούν η προσπάθεια μετατόπισης από την οντολογική στην γνωσιολογική όψη του προβλήματος και η έμφαση στην τυπική όψη της αλήθειας. Τα οντολογικά προβλήματα καταδικάζονται ως ψευδοπροβλήματα, ενώ καταγράφεται μια συστηματική προσπάθεια σύνδεσης του ρεαλισμού με την μεταφυσική -χαρακτηριστικός είναι ο όρος μεταφυσικός ρεαλισμός που συχνά χρησιμοποιείται- προκειμένου να υπογραμμιστεί και να δειχθεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην σύγχρονη αυστηρά μαθηματική και λογικά θεμελιωμένη επιστήμη και σε κάθε είδους ρεαλιστική προσέγγισή της. Το ρεύμα του λογικού εμπειρισμού (ή λογικού θετικισμού ή νεοθετικισμού) του Κύκλου της Βιέννης αλλά και όλες οι σχολές και τα ρεύματα που πρόσκεινται στον εμπειρισμό υποστηρίζουν την εμπειρική θεμελίωση της λογικής της επιστήμης, απαλλαγμένης από τις αντιφάσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής. Γενικότερα, όμως, κοινά χαρακτηριστικά των εμπειριστικών θεωριών είναι η υψηλή εκτίμηση των φυσικών επιστημών, η δικαιολόγηση, η νομιμοποίηση και η επικύρωση της επιστήμης ανεξάρτητα από φιλοσοφικές και άλλες ερμηνείες και, κυρίως, η αποστασιοποίηση από την μεταφυσική ή και η καταδίκη της.

Συγκεκριμένα, η φιλοσοφία του Κύκλου της Βιέννης είχε στόχο την επεξεργασία μιας επιστημονικής εικόνας του κόσμου, όπου δογματικοί ισχυρισμοί και ακατάσχετες θεωρητικολογίες δεν έχουν καμία θέση. Οι αυστηρές αρχές της επιστημονικής σκέψης -καθαρότητα, σαφήνεια σκέψης και λόγου, λογική αυστηρότητα και επαρκής αιτιολόγηση- πρέπει να εφαρμοστούν και να ισχύσουν και στην φιλοσοφία. Η αναζήτηση, από την πλευρά της φιλοσοφίας, κάποιου κρυμμένου και ανεπίγνωστου θεμελίου του κόσμου την οδηγεί στην οριστική απώλεια του περιεχομένου της. Κατά τους λογικούς θετικιστές, η αντίθεση προς την «δογματική-ενατενιστική» μεταφυσική πρέπει να αποτελεί βασική αρχή αλλά και υποχρέωση κάθε φιλοσόφου που επιδιώκει την εξέλιξη και την πρόοδο του φιλοσοφικού στοχασμού. Η τελευταία θα πρέπει να απορριφθεί και να εξοβελιστεί από παντού.3

Ο σκοπός της επιστήμης: Ρεαλισμός ή αντιρεαλισμός;


Για τους αντιρεαλιστές, λοιπόν, φιλοσόφους της επιστήμης, η επιστημονική δραστηριότητα στοχεύει στην παρατήρηση των σχέσεων και των δεσμών που συνδέουν τα φαινόμενα, με άμεσο στόχο την περιγραφή και την πρόβλεψή τους, εξασφαλίζοντας έτσι την επιτυχημένη δράση του επιστήμονα. Οι επιστημονικές θεωρίες συνοψίζουν τους εμπειρικούς νόμους, περιγράφουν και ταξινομούν τα φυσικά φαινόμενα. Έργο και σκοπός της επιστήμης δεν είναι η αναζήτηση της βαθύτερης πραγματικότητας οντοτήτων, δυνάμεων και δομών που προκαλούν όσα συμβαίνουν στον φυσικό κόσμο· δεν είναι δηλαδή η εξήγηση, αλλά η κατά το δυνατόν απλή, πλήρης και ακριβής περιγραφή των φυσικών φαινομένων.

Από την άλλη πλευρά, κατά τον επιστημονικό ρεαλισμό, έργο της επιστήμης είναι η κατανόηση και η εξήγηση του φυσικού κόσμου, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνον εφόσον αποφασίσουμε πως πρέπει να βαδίσουμε σε μια πορεία από την επιφάνεια στο βάθος, πίσω και πέρα από το υλικό της αισθητηριακής εποπτείας.
Όσο για το ερώτημα ποιος βγαίνει κερδισμένος από την διαμάχη ανάμεσα στον επιστημονικό ρεαλισμό και τις αντιρεαλιστικές προσεγγίσεις της επιστήμης, αυτό κατά κανόνα δεν μπορεί να απαντηθεί με μιαν απόφανση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, αν και θεωρούμε πως η ρεαλιστική θεώρηση προσφέρει μια δυναμική και περισσότερο γόνιμη αντίληψη της επιστημονικής μεθοδολογίας και πρακτικής.

Το βέβαιο είναι πως τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται εκατέρωθεν ενδυναμώνουν την Φιλοσοφία της Επιστήμης καθιστώντας την έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τομείς του σύγχρονου φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού.

Σημειώσεις
1 Βλ. Α. Einstein και L. Infeld, H εξέλιξη των ιδεών στη Φυσική, μτφρ.-συμπλ. Ε. Μπιτσάκης, Αθήνα: εκδ. Δωδώνη, 1978, σ. 57.
2 Βλ. Α. Lalande, Λεξικόν της Φιλοσοφίας, τόμ. Γ΄, επιμ.-μτφρ. Ε. Φικιώρης, Αθήνα: εκδ. Πάπυρος, 1955, σ. 1274.
3 Βλ. V. Kraft, Ο Κύκλος της Βιέννης και η γένεση του νεοθετικισμού, μτφρ. Γ. Μανάκος, Αθήνα: εκδ. Γνώση, 1986, σ. 25-26.
πηγή: http://www.onassis.gr/enim_deltio/38_07/article_1.php

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου