Στάθης Κομνηνός
Ό,τι ακολουθεί αποτελεί παρθενική προδημοσίευση μικρότατου τμήματος ενός άκρως εκτεταμένου έργου, πολυσέλιδου και τρίτομου τουλάχιστον, το οποίο ανατέμνει την πολιτειολογική επιστήμη από τις απαρχές της μέχρι σήμερα και κινείται ερμηνευτικά και προτασιακά σ’ένα εύρος που συμπεριλαμβάνει, πλήν των ελληνοευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων και της ελληνοευρωπαϊκής πολιτικής θεωρίας, τις πολιτικές δομές και θεωρίες της εγγύς Ανατολής και των σλαβικών περιοχών, αλλά και ακροθιγώς σχολιάζει απωανατολικά πολιτικά μορφώματα και θεωρίες. Μία από τις διαστρωματωμένες στοχοθεσίες του, είναι να επανασυστήσει το Αυτονόητα Φυσικό. Πράγμα διόλου αυτονόητο. Εργώδες. Και ουσιωδώς αμελημένο. Καθώς, η οντολογική δυσκολία ερμηνείας του Απλού, Φυσικού και, κατά συνέπεια ίσως, Ταυτολογικού, είναι ανυπέρβλητη και η γιγαντομαχία αυτή ενέχει, εκ μήτρας, a priori, καταγωγικά και αναπόφευκτα τον κίνδυνο να καταλήξει, εκφυλιζόμενη, σε ολοκληρωτισμό (= νηπιώδης αλογία αποφυγής του Συγκεκριμένου, Νοηματισμένου, Περιεχομένου, Διαβαθμισμένου και Πλήρους των Εννοιών,
και καταφυγή στην χρωματική ασάφεια και κενοποίηση υπαρκτών οντολογικοπολιτικών οντοτήτων) - σπερματική ασθένεια τέτοιων άθλων (πρωτογενές παράδειγμα ο Πλάτων), με αιτία της το ευόλισθο της ανθρώπινης φύσης και την πολυωπία (πολύοπον, πολύτρυπον) της ανθρώπινης σκέψης. Ως εκ τούτου, η επιμέρους αυτή στοχοθεσία επιχειρεί να αποκαταστήσει την, κατ’εξακολούθηση και ομαδικά από τις βιαιότητες των ανορθολογικών (=ακρηπίδωτων, ο G. Le Bon πολλά θα είχε να πει γι αυτό…) αντιπροσωπευτικών «δημοκρατιών» κάθε είδους και απόκλισης (αστικών, λαϊκών κλπ), βιασθείσα Λογική, τόσο στο στοιχειώδες της επίπεδο όσο και σε περισσότερο εξελιγμένα της στάδια και μορφές. Η συγκυρία που διερχόμαστε, το αυτονόητο ορισμένων αδιατύπωτων προϋποθετικών αιτημάτων για την εύρυθμη, στοιχειωδώς, λειτουργία θεσμών και κοινωνικών δομών, η αστόχαστη αυτοπαραίτηση και αυτοπαράδοσή μας σε μιαν ανομολόγητη βουλησιοκρατία (!) ( κυριολεκτικά ασχολίαστη και ανερμήνευτη!,…αλλά και θεσμικά αθέσμητη ! ) των θεσμικών λειτουργών, εν είδει πολιτειολογικού κισμέτ και ελέω χ (χρονικής και παντός άλλου είδους) διαθέσεως του χ πολιτικού σχηματισμού ή θεσμικού λειτουργού (!), η ομιχλώδης και ευεπίφορη, για κάθε συνταγματική ή άλλου είδους εκτροπή, διατήρηση ευέλικτων μοχλών πολιτικής διγλωσσίας, παλινωδίας, περιδεούς εφεκτικότητας, κοινωνιοκτόνου αργοπορίας, βαλτώδους στασιμότητας, αοδίας, λαβυρινθώδους συστροφής και περιελίξεως, επί τη βάσει ενός άτυπου νόμω πολιτειολογικού δοκείν εμοί, που αποσαθρώνει συστηματικά (!) κάθε συστημική δομή των κοινωνιών (!), το επιτακτικό του χρόνου για μια άμεση διαφοροποίηση από τα ισχύοντα, ο καημός, απλά, για την Πατρίδα, και η στήριξη της κοπιώδους και δονκιχωτικής προσπάθειας του Αντιφώνου, με ώθησαν να προδημοσιεύσω ένα κείμενο, που θεωρώ πως ακόμη επιζητά πάρα πολύ καιρό για την πολυεπίπεδη ωρίμασή του. Υπογραμμίζω πως η παρακάτω διατύπωση και εκφραστική δεν είναι η οριστική του κειμένου και πως το παρακάτω απόσπασμα του έργου εξήχθη από το κυρίως σώμα με βάση τα συμβαίνοντα στην παρούσα χρονική συγκυρία. Συνεπώς, ζητώ τη μακροθυμία των αναγνωστών και την κατανόησή τους για το πρόωρο και ανώριμο αυτής της δημοσίευσης. «Ανάγκα και ποιητές πείθονται» !
Οντολογική Πολιτειολογία
Η θεσμική σταυροποίηση των δημοσίων λειτουργημάτων και των φορέων τους. (απόσπασμα)
Ο όρος σταυροποίηση επιστρατεύεται εδώ για να υποδηλώσει πως το Νόημα, ο λόγος ύπαρξης της Πολιτικής γενικά και της κάθε πολιτικής ενέργειας ειδικά, οφείλει να θεμελιώνεται σε μιαν ολική θεώρηση, η οποία θα έχει διαπλάσει, διαμορφώσει και θα συνέχει, θεμελιωδώς, το κυριαρχικό μόρφωμα Οντολογικής Ερμηνείας του ζην και των αντίστοιχων αξιών της εκάστοτε ιστορικής εποχής, που εξ αυτών απορρέει, κατ’ ακολουθία, ό,τι αποκαλείται πολιτική πράξη, πολιτικά θέσμια, νομικός πολιτισμός, πολιτισμός γενικά. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι εποικοδόμημα μιάς φιλοσοφίας, μιάς οποιασδήποτε φιλοσοφίας και αυτό απολύτως κατ’ανάγκην, καθώς δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που ο άνθρωπος να μην κρηπιδώνει την Πράξη (εδώ, πλήρης μαρξιστικός υπαινιγμός, υπό την πρωτεύουσα, μαρξιστικά, έννοια της αλλαγής του κόσμου) πάνω στο οποιοδήποτε Νόημα. Ακόμη και στο μηδενισμό, ακόμη στο και μη-νόημα. Ακόμη και στην αδιαφορία για το Νόημα. Ακόμη και στην εχθρότητα προς αυτό ή την αποσιώπηση της ενοχλητικής παρουσίας του. Ακόμη και στην προγραμματική κατάργησή του, που θα οδηγούσε μαθηματικά, ίσως, σ’έναν ιστορικοκοινωνικό σχετικισμό - επίσημο γνώρισμα, νομίζω, των τελευταίων 5 δεκαετιών. Είναι προφανές, λοιπόν, πως με βάση τα παραπάνω, η εποχή μας, συμβατικά αν θέλετε μιλώντας και με όρους επίσημων θέσεων περί… χριστιανικής Ευρώπης…, Μορφοποιείται (ένας πρώτος, εδώ, πλατωνικός αλλά και αριστοτελικός υπαινιγμός…) και κυριαρχείται, αναγκαστικά και αναπόφευκτα, από τη Χριστιανική Μεταφυσική (είτε καταφάσκοντας σ’αυτήν, είτε απαρέσκοντας αυτήν) Νοηματοδότηση του Υπαρκτού - εξ ου και, εδώ, ο όρος σταυροποίηση.
Έτσι, ο όρος αυτός ή οποιοσδήποτε (;) άλλος όρος που θα εμπεριείχε και θα εξέφραζε, σαφέστατα, εργαλειακό ετασμό των πολιτικών αναγκαιοτήτων και λειτουργιών - οι οποίες πρέπει (ιδού ένα πρώτο φυσικό δέον…) a priori να προβλεφθούν και να ικανοποιηθούν επαρκέστατα και πρωτίστως αποτελεσματικά, ώστε να συσταθεί κοινωνία - υποδηλώνει την κυριαρχική χρήση μιάς αξιακής κλίμακας, που οπωσδήποτε χρωματίζει ειδικά (=συγκεκριμένα) το εκάστοτε πολιτειακό σύστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος σταυροποίηση είναι ένας όρος που εμπεριέχει, μεταξύ ίσως άλλων, την αξιακή αποδοχή (και πολιτειολογική, ακολούθως, χρήση) του φαινομένου εκείνου που αποκαλούμε θρησκεία ή σε μια ακριβέστερη, ίσως, γλώσσα, του φαινομένου της μεταφυσικής (εγγενούς λειτουργίας του ανθρώπου από συστάσεώς του), που ως ενέργεια προς εξεύρεση Νοήματος μπορεί, κάλλιστα, να εμπεριέχει και το υπερβατικό νόημα, και κάθε νόημα. Προφανώς, όπως εύκολα μπορεί να διαβλέψει κανείς, η επιλογή της μιας ή τής άλλης αξιακής επισήμανσης, της μιας ή της άλλης μεταφυσικής (και στο πεδίο της συμπεριλαμβάνω, ασφαλέστατα, και τον αντίποδά της : την φυσική. Οι ολοκληρωτισμοί (= θρησκευτικά χρωματισμένες φυσικές μεταφυσικές), τουλάχιστον, του 20ου αιώνα είναι αρκούντως διδακτικοί…), σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει ομοιομορφία, ισοπεδοτισμό και οριζοντιοποίηση των εκάστοτε φαινομένων και των χρωμάτων που εξυπακούουν. Εννοώ, πως δεν είναι ποτέ ίδιες οι εκάστοτε μεταφυσικές. Τουλάχιστον, σε ένα πρώτο, πολιτικό, επίπεδο. Αυτομάτως, η συγκεκριμένη επιλογή συνεπάγεται την επιστράτευση όλων των κατηγορημάτων του όντος (πώς, πού, πόσο, τι, κλπ) υπό συγκεκριμένη ένταση, η οποία θα διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως κάθε κοινωνία «επιλέγει» (ή..την επιλέγει αυτή…) τη Μουσική που της αρέσει και τη συγκεκριμένη ένταση του ήχου αυτής της μουσικής. Εννοώ, πως με άλλη βαρύτητα και αίσθημα ευθύνης και υπό τις αντίστοιχες κοινωνικά προσδοκίες, παίζει κάποιος συμφωνική μουσική και με άλλη συμμετέχει σε μιαν επαρχιακή μπάντα που παίζει σε μικρό νυχτερινό club. Αυτό δεν είναι καθόλου επουσιώδες, αλλά αντιθέτως, συνιστά ιδρυτικό και ακρογωνιαίο στοιχείο της δόμησης των κοινωνιών μέσα στην Ιστορία, καθώς η συγκεκριμένη «τονικότητα» θα επιβάλλει συγκεκριμένες κρίσεις, αποτιμήσεις, τρόπο λειτουργίας υπηρεσιών και θεσμών, απόδοση δικαίου κ.λ.π. και θα διαποτίσει το όλον της κοινωνίας.
Σε άλλη περίπτωση, αν στη θέση του όρου σταυροποίηση χρησιμοποιηθεί ο ομοειδής μεν, κατά μία έννοια, κατά το περιεχόμενο και το νόημα, αλλά κατά πολύ χαλαρότερος, ηπιότερος και επί το βαρύ της μουσικής κλίμακας όρος έλεγχος, εξέταση, κάτι εν πάση περιπτώσει που χρωματικά θα παρέπεμπε στο κοσμικό κράτος (laicite), δηλαδή σε μια αυτονόητη και …φυσική αυτοαναφορικότητα ως Είναι του (πολιτικού, κοινωνικού, ανθρωπολογικού κλπ) είναι ή με άλλα λόγια στην οντική προφάνεια και το εσχατολογικά εν κόσμω ερμηνεύσιμο των κοσμικών οντοτήτων και των γεγονότων τους και θα έστρεφε τα νώτα στην οποιαδήποτε εμφανή υπερβατική νοηματοδότηση του πολιτικού γεγονότος, οι απαιτήσεις για την άψογη ή και τελεία άσκηση - γιατί να μην επιζητούμε παντού και πάντα το αδύνατον και να ανεβάζουμε τον πήχυ στο υψηλότερο σημείο, όπως ακριβώς πράττουμε σε όλο το φάσμα της (ατομικής) ζωής μας ; - αλλά και οι κυρωτικές συνέπειες από την πλημμελή, τουλάχιστον, άσκηση δημοσίων λειτουργημάτων ή την διασάλευση και καταστρατήγιση θεσμών, δικαιωμάτων, νόμων, συνταγμάτων, θα ήταν άλλης (;…) ισχύος, χαρακτήρα και βεληνεκούς. Θα ανέπτυσσε, δηλαδή, άλλη κοινωνική δυναμική και θα διαμόρφωνε, ουσιαστικά, ένα άλλο κοινωνικό πρόσωπο. Οι (αναγκαστικές) απαιτήσεις της κοινωνίας για πρωταθλητική συμπεριφορά σε σχέση με τις ανάγκες της (νόμοι, δίκαιο, αντιπροσώπευση, υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες και αγαθά, πρόνοια, προάσπιση εδαφικής ακεραιότητας, οικονομία και μύρια άλλα) θα ήταν ακριβώς αντίστοιχες και ανά-λογες με την τονικότητα που θα είχε «επιλέξει» στην αξιακή κλίμακα.
Προσβλέποντας κάποιος στη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, δηλαδή στη μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα (καθώς ο όρος αποτελεσματικότητα θα παρέπεμπε κάποιον ή θα τον ωθούσε, ασυνειδήτως, να εννοήσει στεγνή χρησιμοθηρία και ωφελιμισμό, ενώ ο όρος λειτουργικότητα παραπέμπει σε μια κοινωνιοκεντρική, κοινοτική θέαση της κοινωνίας και απωθεί την εμπορευματοποίηση του φαινομένου της), δεν θα είχε μεγάλο πρόβλημα, νομίζω, και δεν θα δίσταζε και πολύ, να «επενδύσει» στο φαντασιακό, στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, (ως και ολότελα πεποιημένο σενάριο), αποσκοπώντας στη μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα των δομών και των θεσμών της. Δεν νομίζω να μην επιστρατεύθηκε αυτή η πρακτική και θέαση, από τις λογής πολιτικές μυθολογίες του 20ου αιώνα και όχι μόνον φυσικά. Καθώς θεωρώ πως ή κοινωνική θέσμιση έχει σύμφυτη συζυγία με ό,τι αποκαλούμε μυθολογία. Και θα ήταν μια πολύ ισχυρή εξασφάλιση σταθερότητας του πρώτου μας βήματος, προς μια γερά θεμελιωμένη κοινωνία, η παραδοχή πως η κοινωνία κινείται και (αυτό το και χωρά πολύ μεγάλη συζήτηση, καθώς θα μπορούσε, ευκολότατα, να μεταμορφωθεί σε μόνο και … όχι μόνον) με μυθολογικά καύσιμα. Συνεπώς, ένα εξαίρετο πεδίο γόνιμης πολιτειολογικής σκέψεως θα μπορούσε να είναι η κριτική αποτίμηση των ποιοτικών στοιχείων κάθε επιμέρους μυθολογίας, αλλά και οι οριοθετήσεις που θα της επέβαλε η κοινωνία, προκειμένου να διατηρήσει το κοσμικό κράτος της και να αποφύγει ενδεχόμενες παθογένειές της.
Οι κοινωνίες ως βιολογικοί οργανισμοί, όπως και η ίδια η ζωή άλλωστε, διασφαλίζονται με την επικράτηση του ισχυροτέρου, όχι με την επιβίωση - πράγμα αφύσικο εξάλλου - ή τη συντήρηση του αδυνάτου, του καχεκτικού, του μη προσοντούχου, του παρασίτου που απομυζά τους κόπους και τα ζωτικά, για τη συντήρηση του οργανισμού της, στοιχεία. Στη συνάφεια αυτή, δεν υπαινίσσομαι έναν φιλεύθερο, κοινωνιομάχο και ατομοκρατούμενο κοινωνικό δαρβινισμό, τον οποίο οφείλει συνεχώς η κοινωνία να περιστέλλει θεσμικά και να επιζητεί την εκτροπή του κοινωνιοκεντρικά, αλλά έναν θεσμοθετημένο δομικά και ελεγχόμενο αυστηρά, από την ίδια την κοινωνία, λειτουργικό και επωφελή για τις ίδιες τις ανάγκες της αξιοκρατικό δαρβινισμό, που θα εγγυάται στο μέγιστο τις αποδόσεις του προς χάριν του κοινωνικού σώματος. Θα τον ονόμαζα κοινωνικά κεντρομόλο θεσμικό δαρβινισμό.
Δεν υπήρξε ιστορικά ποτέ καμιά κοινωνία που να θεσμοθέτησε την ανοχή στις παραπάνω «ιδιότητες» και συμπεριφορές, και από τις δύο όψεις του κοινωνικού νομίσματος, αν το αντικρίσει κανείς. Εννοώ, φερ’ειπείν, πως είτε με την προγραμματική εχθρότητα (απριορική, δηλαδή με μια νηπιώδη, ισοπεδωτική και φαινομενοκρατική ερμηνευτική περί του τί εστί αδύναμος) του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού προς κάθε αδυναμία, καχεξία και παρασιτισμό, είτε με το κοινωνικώς απανταχού ποινικά κολάσιμο της «αδυναμίας» (αυτό που σε άλλη τρέχουσα, ανερυθρίαστα, δημοσιογραφική γλώσσα αποκαλείται, ασχολίαστα, «μέλι») κάποιων μελών της κοινωνίας (και κατά ιστορικό έθος πολύ ισχυρών οικονομικά ή και εξουσιαστικά) να ιδιοποιούνται τους δημόσιους πόρους της ή να καταλύουν «εθνοσωτήρια» τους καταστατικούς χάρτες της, η κοινωνία επέδειξε ανέκαθεν μηδενική ανοχή.
Όμως, για να αναδειχθεί, να επικρατήσει και να θεσμοθετηθεί το άριστο και το αγαθό (=δυνατό, προσήκον, διακονικά εξουσιαστικό…), για να χρησιμοποιήσω και την αρχαιοελληνική ορολογία επί του θέματος, ώστε η κοινωνία να αυτασφαλισθεί με ισχυρά θεμέλια, οφείλει το ίδιο το αγαθό (…) να περνά (κατά a priori κοινωνική πρόβλεψη και θέσμιση) μέγιστους κινδύνους, θανάτους, κακοτοπιές, ανυπέρβλητες δυσχέρειες, να σταυρούται δηλαδή με απλά λόγια, ώστε να αποδείξει ότι κατέχει τη δύναμη να τα υπερβεί όλα (γεγονός που συμβαίνει, φυσικά, τόσο στο βιολογικό ή ατομικό επίπεδο όσο και στο ευρύτερα κοινωνικό, αφού η εξέταση και η απόδειξη προσόντων και ιδιοτήτων είναι αυτονόητα απαιτητά πράγματα από κάθε κοινωνικό και βιολογικό σχηματισμό), να υπερισχύσει και να υπηρετήσει πρωταθλητικά, δηλαδή εξόχως διακονικά, την κοινωνία. Έτσι, η κοινωνία οφείλει απριορικά και θεσμοθετημένα να παρεμβάλλει τα πλέον ανυπέρβλητα εμπόδια, τους πιο θανατερούς κινδύνους, τους πιο εξοντωτικούς ΑΘΛΟΥΣ (κάτι γνώριζε γι αυτό η ηράκλεια μυθολογική εξεικόνιση), στο μέλος της εκείνο που θα διεκδικούσε να την υπηρετήσει, καταλαμβάνοντας δημόσιο αξίωμα και ασκώντας το αντίστοιχο στο αξίωμα αυτό δημόσιο λειτούργημα. Και μια και το πολιτισμικό υπόδειγμα της εποχής μας είναι ο σταυρός, συνακόλουθα και τα εμπόδια θα πρέπει να προσλάβουν χαρακτήρα τραχύτητας, εξευτελισμού, επώδυνου ατομικού (και όχι προσωπικού, προσοχή !) θανάτου.
Μάλιστα, να μην επαναπαυθεί η κοινωνία μετά το ξεπέρασμα όλων αυτών των δυσχερειών και σταυρώσεων από το επιτυχημένο και δυνατό μέλος της, αλλά να του ασκεί συνεχή και εξοντωτικό έλεγχο κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων του. Έτσι, η σταυροποίηση θα συνιστούσε ένα πολιτικό εργαλείο εξέτασης των προθέσεων, των ικανοτήτων, των δεξιοτήτων του δημόσιου λειτουργού.
Αφήνοντας, προς το παρόν, τον ελεγκτικό τρόπο της κοινωνίας προς τον υποψήφιο διάκονο/δούλο της, στρέφομαι στο εξής ερώτημα : ποιό θα ήταν το περιεχόμενο της σταυροποίησης ; Θεωρώ πως κατεξοχήν λυδία λίθος, ώστε να δοκιμασθεί το ποιόν των φιλοδόξων, είναι η αντοχή τους στην ατομική τους σταύρωση, καθότι σε τελευταία ανάλυση, η ανάληψη ενός δημοσίου λειτουργήματος προϋποθέτει, ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ, θυσία και ατομική ταφή, - όχι προνομίες, ευωχίες, ανέσεις, εξαιρέσεις, πλεονεκτήματα, εξασφαλίσεις, ασυλίες.
Με άλλα λόγια, και επί τη βάσει άμεσα ψηλαφητών πρακτικών εφαρμογών και της εξυπηρέτησης της πανσθενούς χρείας και όχι αφηρημένων πολιτικών θεωριών, το εισερχόμενο άτομο στον πολιτικό στίβο προς ΔΙΑΚΟΝΙΑ της κοινωνίας, οφείλει να απεκδυθεί και να θανατώσει τα πάντα, πλην των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του φυσικότατα, αυτοπαραιτούμενο από κάθε ατομική εξασφάλιση, υψηλή πρόσοδο, προνομία, δικαίωμα, κατοχύρωση. Εξηγώ πρακτικά (ο όρος με πλήρες φιλοσοφικό περιεχόμενο…) δίνοντας, σε μια αρκετά πρόχειρη προσέγγιση, κάποια σαφή παραδείγματα και παρουσιάζοντας ρεαλιστικά ένα μέρος του περιεχομένου του όρου σταυροποίηση:
α) οφείλει να μισθοδοτείται κατά πολύ ΛΙΓΟΤΕΡΟ από ό,τι κέρδιζε - αποδεδειγμένα και με βάση τα προσκομισθέντα στο δημόσιο στοιχεία της φορολογικής του δήλωσης - από την εργασία του πριν εισέλθει στο στίβο της διακονίας της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση δε, ο μισθός του δεν μπορεί να είναι υψηλότερος από τον μέσο αστικό μισθό ενός διευθυντή μιας τοπικής δημόσιας υπηρεσίας, έστω κι αν κέρδιζε, αποδεδειγμένα, πολύ περισσότερα στον ιδιωτικό του βίο.
β) Η περίοδος εκτέλεσης των πολιτικών του υποχρεώσεων, η θητεία του δηλαδή, ο χρόνος που διακόνησε τα κοινά, οφείλει να ΜΗΝ προσμετράται στα συντάξιμα έτη του, - και φυσικά, ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει για τη συνταξιοδότηση του διακόνου αυτού, και μάλιστα προνομιακά όπως χείριστα συμβαίνει σήμερα μετά το πέρας της πρώτης ή δεύτερης βουλευτικής θητείας του -, παρά μόνο μετά την τρίτη πολιτική διακονία του και υπό την προϋπόθεση, ασχέτως των πολιτικών εξελίξεων, μεταβολών και της συχνότητας εκλογών, πως οφείλει να έχει συμπληρώσει την 15ετία υποχρεωτικά για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης, αν προκριθεί να του παρασχεθεί τέτοιο δικαίωμα. Και μάλιστα, η σύνταξη αυτή θα αντιστοιχεί στη βάση του μέσου όρου συντάξεως ενός ειδικευμένου εργάτη, που συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα (π.χ. στην 20ετία).
γ) Οφείλει ιδίοις αναλώμασι να ανταποκρίνεται στις οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση που έχει καταλάβει (συντήρηση πολιτικού του γραφείου, εξοπλισμού, επικοινωνίας κλπ κλπ), όπως συμβαίνει και σε οιονδήποτε άλλο πολίτη και σε οιοδήποτε άλλο λειτούργημα που διακονεί την κοινωνική χρεία. Δηλαδή, ο γιατρός έστησε ο ίδιος το ιατρείο του και το συντηρεί ιδιοίς αναλώμασι με τα χρήματα που κερδίζει, το ίδιο και ο δικηγόρος, ο ψαράς, ο λογοτέχνης, ο ποιητής, ο δάσκαλος, ο αστυφύλαξ, ο έμπορος. Όλο το φάσμα των κοινωνικών επαγγελμάτων, όπως πολύ απλά μπορεί να δει κανείς.
δ) Το εργασιακό καθεστώς στο οποίο ΟΦΕΙΛΕΙ να υποταχθεί (και φυσικά να ελέγχεται καθημερινά για τη συνέπειά του στη προσέλευση στο εργασιακό του χώρο (π.χ. κάρτα, υπογραφή προσέλευσης, δικαιολογημένη αποδεδειγμένα απουσία κλπ), καθώς και για τη διεκπεραίωση ικανού όγκου εργασιών επί καθημερινή βάση, αλλιώς να προβλέπεται παύση, τιμωρίες, κυρώσεις και αποζημίωση του δημοσίου, όπως κατά απαράβατο και άτεγκτο κανόνα συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία), λόγω ακριβώς των αυξημένων υποχρεώσεών του προς την κοινωνία και της σοβαρότητάς τους, πρέπει να είναι εξαντλητικό και να υπερβαίνει ωριαία κατά πολύ εκείνο των υπολοίπων μελών της κοινωνίας.
ε) Πριν εισέλθει στον πολιτικό στίβο, οφείλει να έχει νομότυπα υποθηκεύσει στο δημόσιο σύνολη την περιουσία του, για την περίπτωση που προκύψει, μελλοντικά, κακοδιαχείριση δημοσίων πόρων με ευθύνη του και που μέχρι την, ενδεχόμενη, τελεσιδικία του με το δημόσιο, η περιουσία αυτή θα αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτό. Επιπλέον, η δήμευση της περιουσίας του σε περίπτωση ενοχής, λογίζεται αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας. Μάλιστα, οφείλει να έχει αποκληρώσει τα παιδιά του από κάθε δικαίωμα επί της πατρικής ή μητρικής κληρονομίας, μέχρι το πέρας της πολιτικής του θητείας, προς παντελή διασφάλιση της Πολιτείας.
στ) Οφείλει να συγκατατεθεί ενυπόγραφα και με πλήθος νομικές δεσμεύσεις, πως σε περίπτωση έκνομων πράξεών του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τα παιδιά του θα στερηθούν, επιπρόσθετα, των πολιτικών δικαιωμάτων τους, επί μια 20ετία τουλάχιστον και θα εξορισθούν από τη χώρα για μια 10ετία.
ζ) Φυσικά είναι περιττό να πω πως δεν νοείται να υπάρχει οιαδήποτε μορφή ασυλίας, έτσι που ο υποψήφιος δημόσιος λειτουργός θα υπόκειται, φυσιολογικά κατά την ισχύουσα νομολογία, στους ίδιους νόμους και διαδικασίες, όπως και ο τελευταίος πολίτης της χώρας.
η) Το ύψος και η αυστηρότητα των ποινών που θα του επιβληθούν σε απόδειξη, δικαστικά, της ενοχής του, οφείλουν να είναι κατά πολύ αυστηρότερα από εκείνα ομοειδούς ή και παραπλησίου εγκλήματος που διέπραξε οποιοδήποτε άλλο μέλος της κοινωνίας.
θ) Σε περίπτωση ενοχής του, οφείλει να εκτίει το σύνολο της ποινής που θα του επιβληθεί, χωρίς το ενδεχόμενο ουδεμίας ελάφρυνσης ή απονομής χάριτος, όπως μπορει να δικεκδικήσει δικαιωματικά κάθε άλλο μέλος της κοινωνίας.
ι) Οι μετακινήσεις του οφείλουν να επιβαρύνουν τον ίδιο και μόνο και να καλύπτονται από το μισθό του, πλήν εκείνων που ελεγχόμενα και αυστηρότατα (πάντα ο έλεγχος αυτός, όπως θα προβλέπεται θεσμικά, θα ασκείται λαϊκά, δηλαδή από εκτός εξουσίας και κυβερνήσεως φορείς…) θα καλύπτει ο προϋπολογισμός μόνο για μετακινήσεις εκτός της χώρας (πάντα με τα συμβατικά μέσα μεταφοράς, σε κοινά με τους υπόλοιπους πολίτες δρομολόγια και μόνο στις τελευταίες θέσεις). Ακόμη, να μην είναι ανεκτή κοινωνικά, ουδεμία εκζήτηση ή πολυτέλεια στα μέσα και στους τρόπους που χειρίζεται, ώστε να εκτελέσει τη διακονία του. Μάλιστα, το αντίθετο.
Κοντολογής, και για να παύσω στο σημείο αυτό την απαρίθμηση των αυτονόητων σταυρώσεων που οφείλει να επιβάλλει η κοινωνία στο διακρινόμενο μέλος της (ας θυμηθούμε εδώ την επαινετή, απριορική, καχυποψία της αθηναϊκής πολιτείας έναντι του χ …Αριστείδη), οφείλει να έχει ΜΕΙΩΜΕΝΑ δικαιώματα, έναντι όλων των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Θα διατύπωνε κανείς εύλογα το ερώτημα : γιατί αυτή η ανισότητα ; Η απάντηση (μερική προς το παρόν, καθώς υπάρχει πληρέστερη κάλυψη για μια ολοκληρία φαινομένων στο υπόλοιπο μέρος της Οντολογικής Πολιτειολογίας) θα ήταν πολύ εύκολη : Μα, ακριβώς, για να διατηρηθεί πάση θυσία η Ισότητα ! Διασαφηνίζω : αν δεχθούμε πως μια από τις συντεταγμένες του κοσμικού Είναι είναι η κίνηση (ας στρέψουμε, εδώ, λίγο το νου στον Αριστοτέλη), τότε αυτό θα πρέπει να το ενσωματώσουμε πολιτειακά. Δηλαδή, σε κινούμενα, άρα ζωντανά, συστήματα οφείλει να κινείται και η ισότητα. Στην αντίθετη περίπτωση, η πολιτειακή ακινησία θα παρέπεμπε ευθέως σε στείρο, αποστεωμένο και θανατηφόρο δογματισμό, ο οποίος προφανώς αντιστρατεύεται ΦΥΣΙΚΑ το φυσικό κοσμικό/κοινωνικό Είναι. Απλόν. Πώς, στην προκειμένη περίπτωση, κινείται η Ισότητα ; Ιδού : ο δημόσιος λειτουργός αναλαμβάνει εξουσία, δηλαδή κερδίζει ισχύ και επιβολή. Έστω και διακονικά. Συνεπώς, βρίσκεται πάντα ένα βήμα ΜΕΤΑ τον πολίτη. Είναι ό,τι είναι και κάθε άλλος πολίτης ΣΥΝ χ προνόμιο. Άρα παρουσιάζεται Ανισότητα. Ο πολιτικός δεν μπορεί να είναι ίσος πολίτης με όλους τους άλλους, έχοντας αφετηριακά το προνόμιο να υπερτερεί. Η δογματική ισότητα θα τον έφερνε, έτσι, σε πλεονεκτική θέση. Και θα ήταν εγκληματική ακρισία και ασυγχώρητος κρετινισμός εκ μέρους της κοινωνίας να επιτρέψει να υπάρχει ίδια αφετηριακή εκκίνηση για όλους, τη στιγμή που ο δημόσιος λειτουργός, δια της εξουσίας, βρίσκεται αφετηριακά πάντα ένα βήμα μπροστά !
Άρα, του αφαιρείται αφετηριακά ένα μεγάλο μέρος της ισότητας και ισονομίας που διέπει όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, ώστε να εξισορροπηθεί η ανακύπτουσα ανισότητα με την ανάληψη των καθηκόντων του. Αφού, κάθε κοινωνία ΟΦΕΙΛΕΙ να είναι προγραμματικά και αφετηριακά καχύποπτη έναντι εκείνων που φιλοδοξούν να διακονήσουν…«επιβήτορές» της. Η ισχύουσα για όλους δημοκρατία, με όπλο τη σταυροποίηση και ενσωματώνοντας πολιτειακά την κίνηση, όπως προανέφερα, μεταβάλλεται, ΘΕΣΜΙΚΑ, σε λαϊκή μοναρχία προς τον δημόσιο λειτουργό, καθώς με την ανάληψη των καθηκόντων του, κατά θεσμική δόμηση, παύει η ισοτιμία του με όλους τους άλλους πολίτες και γίνεται, μεταβάλλεται σε υφιστάμενο, σε εντολοδόχο του κοινωνικού σώματος, ο οποίος ελέγχεται στυγνά για την άρτια εκπλήρωση της εντολής που ανέλαβε.
Είναι, λοιπόν, προφανές πως ο βουλόμενος να αγωνισθεί στον πολιτικό στίβο, οφείλει να αποδεχθεί τις παραπάνω, και πολλές άλλες που δεν αναφέρω εδώ, αποθαρρύνσεις της κοινωνίας και την θεσμοθετημένη πολιτική της να τον αποτρέψει στην επιθυμία του να την υπηρετήσει, αν θεωρεί πως διαθέτει πρωταθλητικές ικανότητες και προσόντα και αν επιθυμεί από καρδιάς, και με προοπτική το ατομικό του ολοκαύτωμα, να τα θέσει στη διακονία του κοινωνικού σώματος. Κάτι, δηλαδή, που συμβαίνει σε οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό χώρο και στον παραπλήσιο χώρο του επαγγελματικού, ας πούμε, αθλητισμού. Συνεπώς haec civitas haec crux ! Αλλιώς, ας στείλουμε στο κάλαθο των αχρήστων, μετά μεγίστης βδελυγμίας, κάθε πολιτισμική φανφάρα περί σταυρού και πίστεως στο προοίμιο του Συντάγματος, και ορισμού αυτοσυνειδησίας και ιδιοπροσωπίας βάσει των μεταφυσικών μας επιλογών.
Θεώρησα πρόσφορο να αφήσω για το τέλος αυτού του αποσπάσματος από το έργο μου Οντολογική Πολιτειολογία, το ερώτημα, - με βάρος καημού μέσα μου - περί του αποκλεισμού πολιτών (και ποιών, και πώς, και μέχρι πότε κλπ.) από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Φυσικά, παύει να ενδιαφέρει το Νόημα και ο σκοπός αυτού του ερωτήματος, αν προκαταβολικά θεωρούμε αυτο-Νόητο πως όλοι είναι ικανοί για όλα ! Και μάλιστα χωρίς «εσωτερικά» (ας μου επιτραπεί εδώ αυτός ο όρος που παραπέμπει κατευθείαν σε υπαρξιακές φιλοσοφίες. Ακριβέστερος, ίσως, όρος θα ήταν «καθιερωμένα» [με την αρχική, ασκούριαστη, από τη συμβατική συναλλακτική χρήση της, και επισκεπτική/αποκαλυπτική σημασία της λέξης], «δημιουργικά».) προαπαιτούμενα. Αν όμως σπεύσουμε, θεωρητικά, να απαντήσουμε καταφατικά στον αποκλεισμό πολιτών από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, και θεωρήσουμε πως αυτοΝόητα (…) τίθενται ορισμένες προϋποθέσεις για να θεμελιωθεί αυτό το δικαίωμα, τότε αναδύεται άμεσα το ερώτημα σε ποιά βάση δικαιολογείται αυτός ο αποκλεισμός. Κρίνω πως η μοναδική αξιόπιστη, φιλοσοφημένη, πολιτειακώς, κατά κάποιον τρόπο, διασφαλίζουσα και εξόχως αμερόληπτα εταστική βάση είναι αποκλειστικά η ικανότητα η μη, του κτίζειν/δημιουργείν λειτ-ουργικά κάτι εκ του ΜΗΔΕΝΟΣ (δεν υπαινίσσομαι απαραίτητα εδώ κάποια μορφή παρθενογένεσης).
Αν Κτίζειν/Δημιουργείν σημαίνει σε έσχατη ανάλυση Πολίζειν, κατά αμείλικτο ρεαλιστικό αποτέλεσμα αλλά και αμείλικτη ρεαλιστική, πολιτειακά, απαίτηση, τότε αναδύεται αβίαστα ο πολιτειολογικός Νόμος, η θεσμική κονονιστική Αρχή της Πόλεως : ο μη δημιουργός αποκλείεται, αποθαρρύνεται, θεσμικά, να γίνει πολιτικός. Καθώς η οικοδομική-χειρωνακτική απειρία του, θα του επέτρεπε να καταβαραθρώσει την Πόλιν και, ως εκ τούτου, το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι θα επιβαλλόταν να του αφαιρεθεί, μέχρι παρουσιάσεως διαπιστευτηρίων… Αφού Κτίζειν σημαίνει Πολίζειν. Απλά. Συνεπώς, απαγορεύεται πολιτικά αυτώ παίζειν εν ου παικτοίς. Οφείλει, λοιπόν, ο προς εκλογή πολίτης να παρουσιάσει, αποδεδειγμένα, ελεγμένα, στο κοινωνικό Σώμα μια οποιαδήποτε, κατά το παρελθόν, κοινωνικά υιοθετημένη, λειτουργική και κυρίως πρωτότυπη Δημιουργία / Ιδέα του, που το κοινωνικό σώμα επιμαρτυρεί και αναγνωρίζει, επί μακρύ χρονικό διάστημα (τουλάχιστον μια δεκαετία), το κοινωνιοκεντρικά, πρωτότυπα και αποκαλυπτικά ανθρωπολογικό ΆΡΙΣΤΌΝ της. Ασφαλώς, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ εδώ μια απλή (και συμβατικά καλή ή απλώς χρήσιμη) διαχείριση υπαρχόντων έργων και κοινωνικών δομών ή κάποια επιφανειακή τροποποίηση ενός χ υπάρχοντος. Ας πούμε πως μια καλή εικόνα για το τί εννοώ, θα ήταν ό,τι προϋποθέτει η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής. Το πιο σημαντικό όμως εδώ, είναι πως η πρωτότυπη δημιουργία αυτού του πολίτη, οφείλει να έχει λάβει χώρα πριν την έναρξη ανάληψης από τον ίδιον οιουδήποτε θεσμικού αξιώματος, αλλά και αποκλειστικά εκτός πολιτικής δράσεως και εντάξεως σε οιαδήποτε μορφή συλλογικότητας, δηλαδή κατά την περίοδο ιδιωτείας του και με την απόλυτη ατομική του πρωτοβουλία και την ανυπαρξία και της ελάχιστης εξωτερικής στήριξης. Οφείλει ιδίοις αναλώμασι να έχει δημιουργήσει τι. Άρα : Όσοι Δονκιχώτες έλθετε ! Και όσοι θεσιθήρες, γραφειοθήρες προέλθετε ! οι θεσιθήρες προέλθετε. Μη τις των θεσιθήρων ! Ομιλώ για τους…αγγαλομαθείς πολιτικώς φιλόδοξους, που μεταφράζουν μονολιθικά πάντα τον όρο office ως γραφείο ή αξίωμα…
Κοντολογής, θα λέγαμε πως το εφευρίσκειν τι με κοινοτική επιμαρτύρηση αποκαλυπτικής λειτουργικότητας σημαίνει, σηματοδοτεί, άμεση δυνατότητα του εκλέγεσθαι. Αφού πολύ απλά και αυτονόητα, όποιος θέλει να μας πείσει πως γνωρίζει να κτίζει και επιζητεί να αποσπάσει την εμπιστοσύνη μας, πρέπει πρώτα να αποδείξει πως είναι οικοδόμος και πως ό,τι έχει μέχρι τώρα κτίσει, έχει απολαύσει της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ επιβράβευσης και επιβεβαίωσης για την αρτιότητα θεμελίωσης του οικοδομήματος. Καθώς, σε αφηρημένα κτισίματα και αυτόκλητους οικοδόμους, αντιστοιχούν αφηρημένες έωλες πολιτείες και αυτενεργούμενες καταστροφές.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου