ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΤΡΑΝΟΥ*
Σήμερα, την ώρα που η κοινωνία των πολιτών προσπαθεί να υψώσει οδοφράγματα κατά της επελαύνουσας βαρβαρότητας, μια μερίδα της δημοσιογραφικής ελίτ της χώρας μετατρέπει συστηματικά το κάποτε πολυποίκιλο μιντιακό τοπίο σε μονόπρακτο πολιτικής πορνογραφίας.
Αυτοί που επιδίδονται με αρρωστημένο πάθος στη συστηματική συκοφαντία όλων όσα αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από την ιδεολογία του επιθετικού ατομικισμού που επέβαλαν ως κοινωνικό μονόδρομο οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ, και μάλιστα τη στιγμή που αυτή η ιδεολογία αποσυντίθεται σε φασιστική ιδεοληψία, συνεχίζουν να προπαγανδίζουν ασύστολα ως «σκληρά αλλά αναγκαία» τα νέα καταστροφικά μέτρα.
Όμως η Ιστορία υψώνει πλέον το χέρι της. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο ορεινός Χορτιάτης πλήρωσε το βαρύ τίμημα για τη συμπάθειά του στην Αντίσταση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό. Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη σε μια ένοπλη συμπλοκή στην περιοχή Καμάρα μεταξύ ανταρτών και Γερμανών ήταν μόνο η αφορμή που ζητούσαν οι κατοχικές δυνάμεις.
Λίγη ώρα αργότερα οι γερμανικές δυνάμεις και οι ορδές ταγματασφαλιτών που τις συνοδεύουν εφαρμόζουν ένα παρανοϊκό, προμελετημένο σχέδιο. Δολοφονούν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Τελικά συγκεντρώνουν όσους κατοίκους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στον φούρνο του Γκουραμάνη και το σπίτι του Νταμπούδη και μετατρέπουν τους δύο χώρους σε κρεματόρια.
Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 βρέφη και παιδιά κάτω των 18 ετών. Ο Χορτιάτης, που έχει ζήσει ήδη ένα Ολοκαύτωμα, αποτελεί σήμερα το παράδειγμα μαρτυρικού τόπου, που γνώρισε τη φρίκη, την καταστροφή και τον θάνατο, αλλά δεν εξαφανίστηκε από την ιστορική μνήμη. Αντίθετα έγινε ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης, αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Προχθές ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου, τιμώντας το λειτούργημά του, προτίμησε να παραθέσει στη σύντομη ομιλία του στη μαζικότερη εκδήλωση μνήμης του Ολοκαυτώματος των τελευταίων χρόνων αυτούσια τη συγκλονιστική προφορική μαρτυρία της δεκάχρονης τότε Ελένης Νανακούδη, που κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή.
"(...) Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. [...] Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της οι ταγματασφαλίτες και άκουσα που να της λένε "κυρία μου πού πας;" και τη μαχαίρωσαν. Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και δεν με είδανε. [...] Πού να πάω;
Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. [...] Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός, ποιος ήταν νεκρός. [...] Άρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί”.
«Πίσω από το όμορφο ορεινό τοπίο αναζητώ τα βουνά από τα θαμμένα πτώματα, πίσω από τους εγκληματίες υπάρχουν οι συνοδοιπόροι τους που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Η Ιστορία, παρότι νεκρή και επιμελώς θαμμένη, υψώνει από τον τάφο το χέρι της» έλεγε σε συνέντευξή της το 2004 η προγραμμένη από τους νεοναζί της χώρας της Ελφρίντε Γέλινεκ, η νομπελίστρια συγγραφέας που αντιπαρατέθηκε με πάθος στη συνεργασία της αυστριακής Δεξιάς με την ακροδεξιά του Γκέοργκ Χάιντερ. Το 2000 η συνεργασία αυτή τελικά οδήγησε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο τους νεοναζί στην εξουσία μιας ευρωπαϊκής χώρας.
«Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» έλεγε ο Τζωρτζ Σανταγιάνα. Σήμερα η διδασκαλία και η μελέτη της προφορικής ιστορίας μέσα στο σχολείο, χωρίς αποσιωπήσεις και εκπτώσεις, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ.
* Ο Τρ. Τρανός είναι εκπαιδευτικός, πρόεδρος Γ' ΕΛΜΕ-Θ
Σήμερα, την ώρα που η κοινωνία των πολιτών προσπαθεί να υψώσει οδοφράγματα κατά της επελαύνουσας βαρβαρότητας, μια μερίδα της δημοσιογραφικής ελίτ της χώρας μετατρέπει συστηματικά το κάποτε πολυποίκιλο μιντιακό τοπίο σε μονόπρακτο πολιτικής πορνογραφίας.
Αυτοί που επιδίδονται με αρρωστημένο πάθος στη συστηματική συκοφαντία όλων όσα αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από την ιδεολογία του επιθετικού ατομικισμού που επέβαλαν ως κοινωνικό μονόδρομο οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ, και μάλιστα τη στιγμή που αυτή η ιδεολογία αποσυντίθεται σε φασιστική ιδεοληψία, συνεχίζουν να προπαγανδίζουν ασύστολα ως «σκληρά αλλά αναγκαία» τα νέα καταστροφικά μέτρα.
Όμως η Ιστορία υψώνει πλέον το χέρι της. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο ορεινός Χορτιάτης πλήρωσε το βαρύ τίμημα για τη συμπάθειά του στην Αντίσταση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό. Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη σε μια ένοπλη συμπλοκή στην περιοχή Καμάρα μεταξύ ανταρτών και Γερμανών ήταν μόνο η αφορμή που ζητούσαν οι κατοχικές δυνάμεις.
Λίγη ώρα αργότερα οι γερμανικές δυνάμεις και οι ορδές ταγματασφαλιτών που τις συνοδεύουν εφαρμόζουν ένα παρανοϊκό, προμελετημένο σχέδιο. Δολοφονούν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Τελικά συγκεντρώνουν όσους κατοίκους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στον φούρνο του Γκουραμάνη και το σπίτι του Νταμπούδη και μετατρέπουν τους δύο χώρους σε κρεματόρια.
Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 βρέφη και παιδιά κάτω των 18 ετών. Ο Χορτιάτης, που έχει ζήσει ήδη ένα Ολοκαύτωμα, αποτελεί σήμερα το παράδειγμα μαρτυρικού τόπου, που γνώρισε τη φρίκη, την καταστροφή και τον θάνατο, αλλά δεν εξαφανίστηκε από την ιστορική μνήμη. Αντίθετα έγινε ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης, αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Προχθές ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου, τιμώντας το λειτούργημά του, προτίμησε να παραθέσει στη σύντομη ομιλία του στη μαζικότερη εκδήλωση μνήμης του Ολοκαυτώματος των τελευταίων χρόνων αυτούσια τη συγκλονιστική προφορική μαρτυρία της δεκάχρονης τότε Ελένης Νανακούδη, που κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή.
"(...) Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. [...] Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της οι ταγματασφαλίτες και άκουσα που να της λένε "κυρία μου πού πας;" και τη μαχαίρωσαν. Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και δεν με είδανε. [...] Πού να πάω;
Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. [...] Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός, ποιος ήταν νεκρός. [...] Άρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί”.
«Πίσω από το όμορφο ορεινό τοπίο αναζητώ τα βουνά από τα θαμμένα πτώματα, πίσω από τους εγκληματίες υπάρχουν οι συνοδοιπόροι τους που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Η Ιστορία, παρότι νεκρή και επιμελώς θαμμένη, υψώνει από τον τάφο το χέρι της» έλεγε σε συνέντευξή της το 2004 η προγραμμένη από τους νεοναζί της χώρας της Ελφρίντε Γέλινεκ, η νομπελίστρια συγγραφέας που αντιπαρατέθηκε με πάθος στη συνεργασία της αυστριακής Δεξιάς με την ακροδεξιά του Γκέοργκ Χάιντερ. Το 2000 η συνεργασία αυτή τελικά οδήγησε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο τους νεοναζί στην εξουσία μιας ευρωπαϊκής χώρας.
«Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» έλεγε ο Τζωρτζ Σανταγιάνα. Σήμερα η διδασκαλία και η μελέτη της προφορικής ιστορίας μέσα στο σχολείο, χωρίς αποσιωπήσεις και εκπτώσεις, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ.
* Ο Τρ. Τρανός είναι εκπαιδευτικός, πρόεδρος Γ' ΕΛΜΕ-Θ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου