Οι εξελίξεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα είναι αναμφίβολα πυκνές και κρίσιμες. Η Ε.Ε. βρίσκεται στα όρια των πιέσεων που προκαλούν οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης αναφορικά με την ύφεση. Η ευρωπαϊκή οικονομία και τυπικά θα είναι σε ύφεση, εάν για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, εντός του 2012, έχει οριακή συρρίκνωση.
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως επισημοποιήθηκε χθες, είναι δεδομένη, προκειμένου όχι μόνο να ελεγχθούν οι αγορές ομολόγων των υπερχρεωμένων οικονομιών του Νότου, αλλά και να σταθεροποιηθεί η οικονομία έναντι του κινδύνου της περαιτέρω ύφεσης.
Αυτό το μείγμα οικονομικής πολιτικής αναμένεται να συνεχιστεί, χωρίς δραματικές αλλαγές, το 2013. Θα προστεθούν κάποιες ρυθμίσεις για την ενοποίηση της επιτήρησης του τραπεζικού συστήματος προς το τέλος του χρόνου που θα καλύπτουν τις βασικές εθνικές τράπεζες και όχι και τις τοπικές, που η Γερμανία δεν επιθυμεί να εμπλακούν. Τέλος θα αναβληθούν, μάλλον οριστικά, τα θέματα της ανάπτυξης, με περιορισμό σε μία αύξηση των πόρων που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Για την Ελλάδα οι επιλογές αυτές είναι ουδέτερες. Ο διακρατικός χαρακτήρας του χρέους θέτει την Ελλάδα εκτός των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που αφορούν την παρέμβαση της ΕΚΤ στις δευτερογενείς αγορές. Η ρήτρα των Μνημονίων και της εμπλοκής του ΔΝΤ θα είναι περισσότερο τυπικές για χώρες σαν την Ισπανία και την Ιταλία. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, με πιο έντονα χαρακτηριστικά της μεικτής κρίσης, χρέους και τραπεζών δηλαδή, θα αποκομίσουν πιθανότατα κάποια οφέλη.
Συνεπώς η Ελλάδα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση. Με ένα πρόγραμμα που είναι υπερβολικά σκληρό, εκτός τροχιάς αναφορικά με την δημοσιονομική σταθεροποίηση, λόγω της επιταχυνόμενης ύφεσης, και χωρίς καμία απολύτως πιθανότητα να καταστήσει το χρέος βιώσιμο.
Το ελληνικό πρόγραμμα εκ των πραγμάτων θα ξανασχεδιαστεί μέσα στο 2013. Η διαπίστωση θα είναι απλή. Το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών έχει ήδη αντιμετωπιστεί λόγω της συρρίκνωσης της κατανάλωσης και των εισαγωγών. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού, παρά τα σκληρά μέτρα τριών διαδοχικών χρόνων, θα έχει μειωθεί από το 8% (οι τόκοι ήταν επιπρόσθετα 6%) που ήταν το 2009, μετά δυσκολίας στο 3% το 2012.
Η ισοσκέλιση θα μεταφερθεί για το 2013, ίσως το 2014. Η υπόσχεση δε για πλεόνασμα 11 δισ. ετησίως, που θα πληρώνει τους τόκους από το 2015 και μετά, μπορεί να μεταφερθεί στον αέναο χρόνο των μελλοντικών γενεών. Το ίδιο και οι ιδιωτικοποιήσεις που θα προσκομίζουν μηδενικά έσοδα στο Δημόσιο (βλ. ΑΤΕ, Τ.Τ.) και αμφίβολες ή έωλες επενδύσεις.
Η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας θα τεθεί εκ των πραγμάτων, για λόγους πολιτικής υποστήριξης και μακροημέρευσης της παρούσας κυβέρνησης και για λόγους διαχείρισης του ευρωπαϊκού προβλήματος. Συνεπώς οι Ευρωπαίοι εταίροι και κυρίως το ΔΝΤ θα προσκομίσουν κάποια αναπροσαρμογή του ελληνικού προγράμματος, που θα κρατά το πρόγραμμα φαινομενικά, ή πραγματικά, εντός τροχιάς. Ταυτόχρονα θα υπάρξει μία πιο ισορροπημένη μέριμνα για την κινητοποίηση επενδυτικών πόρων ευρωπαϊκής προέλευσης.
Το χρέος θα γίνει βιώσιμο με νέο κούρεμα. Η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επεκταθεί για λίγο. Το κομβικό όμως σημείο είναι αυτό των μισθών και των συντάξεων. Η αρχική σκέψη της τρόικας ήταν για βασικό μισθό λίγο πάνω από τον πορτογαλικό (480 ευρώ) και μείωση του μέσου μισθού από 1.550 σε 1.100. Αντίστοιχη προσαρμογή προβλεπόταν για τις συντάξεις.
Υπό τις σημερινές συνθήκες και με δεδομένη την έκταση της ύφεσης (20%) στα τρία χρόνια, το Μνημόνιο βρίσκεται αντιμέτωπο με το μείζον πολιτικό και οικονομικό δίλημμα: Ή θα προχωρήσει στη βίαιη προσαρμογή των μισθών και των συντάξεων, με περαιτέρω εκτίναξη της ύφεσης και εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών, ή θα αναζητήσει τον αναγκαίο συμβιβασμό με την εγκατάλειψη, ή έστω την προσαρμογή, ενός από τα βασικά αδήλωτα στοιχεία του Μνημονίου.
Η αναζήτηση του σημείου σταθεροποίησης παραμένει πλέον το διακύβευμα μιας πολιτικής που επένδυσε στην ύφεση, τη μείωση των εισοδημάτων και την ανεργία, χάνοντας όμως πλήρως το σημείο μεταστροφής, μαζί και το σύνολο των δηλωμένων στόχων.
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως επισημοποιήθηκε χθες, είναι δεδομένη, προκειμένου όχι μόνο να ελεγχθούν οι αγορές ομολόγων των υπερχρεωμένων οικονομιών του Νότου, αλλά και να σταθεροποιηθεί η οικονομία έναντι του κινδύνου της περαιτέρω ύφεσης.
Αυτό το μείγμα οικονομικής πολιτικής αναμένεται να συνεχιστεί, χωρίς δραματικές αλλαγές, το 2013. Θα προστεθούν κάποιες ρυθμίσεις για την ενοποίηση της επιτήρησης του τραπεζικού συστήματος προς το τέλος του χρόνου που θα καλύπτουν τις βασικές εθνικές τράπεζες και όχι και τις τοπικές, που η Γερμανία δεν επιθυμεί να εμπλακούν. Τέλος θα αναβληθούν, μάλλον οριστικά, τα θέματα της ανάπτυξης, με περιορισμό σε μία αύξηση των πόρων που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Για την Ελλάδα οι επιλογές αυτές είναι ουδέτερες. Ο διακρατικός χαρακτήρας του χρέους θέτει την Ελλάδα εκτός των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που αφορούν την παρέμβαση της ΕΚΤ στις δευτερογενείς αγορές. Η ρήτρα των Μνημονίων και της εμπλοκής του ΔΝΤ θα είναι περισσότερο τυπικές για χώρες σαν την Ισπανία και την Ιταλία. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, με πιο έντονα χαρακτηριστικά της μεικτής κρίσης, χρέους και τραπεζών δηλαδή, θα αποκομίσουν πιθανότατα κάποια οφέλη.
Συνεπώς η Ελλάδα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση. Με ένα πρόγραμμα που είναι υπερβολικά σκληρό, εκτός τροχιάς αναφορικά με την δημοσιονομική σταθεροποίηση, λόγω της επιταχυνόμενης ύφεσης, και χωρίς καμία απολύτως πιθανότητα να καταστήσει το χρέος βιώσιμο.
Το ελληνικό πρόγραμμα εκ των πραγμάτων θα ξανασχεδιαστεί μέσα στο 2013. Η διαπίστωση θα είναι απλή. Το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών έχει ήδη αντιμετωπιστεί λόγω της συρρίκνωσης της κατανάλωσης και των εισαγωγών. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού, παρά τα σκληρά μέτρα τριών διαδοχικών χρόνων, θα έχει μειωθεί από το 8% (οι τόκοι ήταν επιπρόσθετα 6%) που ήταν το 2009, μετά δυσκολίας στο 3% το 2012.
Η ισοσκέλιση θα μεταφερθεί για το 2013, ίσως το 2014. Η υπόσχεση δε για πλεόνασμα 11 δισ. ετησίως, που θα πληρώνει τους τόκους από το 2015 και μετά, μπορεί να μεταφερθεί στον αέναο χρόνο των μελλοντικών γενεών. Το ίδιο και οι ιδιωτικοποιήσεις που θα προσκομίζουν μηδενικά έσοδα στο Δημόσιο (βλ. ΑΤΕ, Τ.Τ.) και αμφίβολες ή έωλες επενδύσεις.
Η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας θα τεθεί εκ των πραγμάτων, για λόγους πολιτικής υποστήριξης και μακροημέρευσης της παρούσας κυβέρνησης και για λόγους διαχείρισης του ευρωπαϊκού προβλήματος. Συνεπώς οι Ευρωπαίοι εταίροι και κυρίως το ΔΝΤ θα προσκομίσουν κάποια αναπροσαρμογή του ελληνικού προγράμματος, που θα κρατά το πρόγραμμα φαινομενικά, ή πραγματικά, εντός τροχιάς. Ταυτόχρονα θα υπάρξει μία πιο ισορροπημένη μέριμνα για την κινητοποίηση επενδυτικών πόρων ευρωπαϊκής προέλευσης.
Το χρέος θα γίνει βιώσιμο με νέο κούρεμα. Η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επεκταθεί για λίγο. Το κομβικό όμως σημείο είναι αυτό των μισθών και των συντάξεων. Η αρχική σκέψη της τρόικας ήταν για βασικό μισθό λίγο πάνω από τον πορτογαλικό (480 ευρώ) και μείωση του μέσου μισθού από 1.550 σε 1.100. Αντίστοιχη προσαρμογή προβλεπόταν για τις συντάξεις.
Υπό τις σημερινές συνθήκες και με δεδομένη την έκταση της ύφεσης (20%) στα τρία χρόνια, το Μνημόνιο βρίσκεται αντιμέτωπο με το μείζον πολιτικό και οικονομικό δίλημμα: Ή θα προχωρήσει στη βίαιη προσαρμογή των μισθών και των συντάξεων, με περαιτέρω εκτίναξη της ύφεσης και εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών, ή θα αναζητήσει τον αναγκαίο συμβιβασμό με την εγκατάλειψη, ή έστω την προσαρμογή, ενός από τα βασικά αδήλωτα στοιχεία του Μνημονίου.
Η αναζήτηση του σημείου σταθεροποίησης παραμένει πλέον το διακύβευμα μιας πολιτικής που επένδυσε στην ύφεση, τη μείωση των εισοδημάτων και την ανεργία, χάνοντας όμως πλήρως το σημείο μεταστροφής, μαζί και το σύνολο των δηλωμένων στόχων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου