Αντώνης Παπαγιάννης
Το ότι η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό είναι αναντίρρητο. Οι έννοιες της βιολογίας μας βοηθούν να το εννοήσουμε Η γλώσσα της κάθε εποχής είναι άλλο πράγμα, όπως ο κάθε απόγονος είναι διαφορετικός από τον κάθε πρόγονό του, μοναδικός και ανεπανάληπτος. Ας προσπαθήσουμε να φαντασθούμε έναν άνθρωπο του χρυσού αθηναϊκού αιώνα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Μπορεί βέβαια να ‘έπιανε’ λέξεις και ίσως φράσεις απ’ όσα θα άκουγε, αλλά θα δυσκολευόταν τόσο να καταλάβει τους γύρω του, όσο κι ένας σημερινός Έλληνας να κατανοήσει την περιπατητική διδασκαλία του Αριστοτέλη ή μια δημηγορία του Περικλή ή την απαγγελία των Ομηρικών επών (άλλωστε το ίδιο συμβαίνει στον σύγχρονο Ελλαδίτη όταν βρεθεί να μιλάει με γηγενείς του Πόντου, της Κύπρου ή της ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας). Όπως όμως ένας άνθρωπος φέρει στο γονιδίωμά του λιγότερα ή περισσότερα βιολογικά χνάρια όλων των προγόνων του, έτσι και η γλώσσα του φέρει ανάλογα λεκτικά ‘γονίδια’ από όλους τους προγόνους της. Όσο η απόσταση των γενεών μεγαλώνει, τόσο οι ‘απόγονοι’ διαφέρουν από τους απόμακρους ‘προγόνους’, και τόσο περισσότερο δυσκολεύονται να τους καταλάβουν, όπως και οι γονείς τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παύουν να έχουν μεταξύ τους δεσμούς αίματος. Ή καλύτερα γονιδίων.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα κείμενα, οι γλωσσικές εκφράσεις της κάθε εποχής, δεν μπορούν εύκολα να μεταγραφούν σε μια διαφορετική ιστορική μορφή της ίδιας μητέρας γλώσσας, χωρίς να χάσουν πολλά ή λίγα από τα ιδιαίτερά τους γνωρίσματα. Ο Όμηρος στη νεοελληνική δεν είναι ακριβώς Όμηρος, όσο καλή και ποιητική κι αν είναι η απόδοσή του. Δεν μπορούμε να ανταλλάξουμε αμοιβαία τα γλωσσικά ιδιώματα του Ρωμανού του Μελωδού και του Διονυσίου Σολωμού, του Σιμωνίδη του Κείου και του Πτωχοπρόδρομου, του Θουκυδίδη και του Παπαδιαμάντη, του Μακρυγιάννη και του Καζαντζάκη, χωρίς να ‘προδώσουμε’, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τα νοήματα και τα συναισθήματα που ο κάθε δημιουργός προσπάθησε να εκφράσει με το έργο του. Ακόμη και αν δεν κατανοούμε κατά λέξιν κείμενα άλλων εποχών, μπορούμε να τα απολαμβάνουμε αισθητικά και να προσπαθούμε να τα συλλάβουμε νοηματικά, αρκούμενοι όμως στη γνώση ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι τέλειο, αλλά ‘εκ μέρους’, όπως και η οποιαδήποτε μετάφρασή τους. Αυτή άλλωστε είναι και η ομορφιά της γλώσσας, σε κάθε φάση της ατέρμονης εξέλιξής της, και η ‘εκ μέρους’ κατανόηση δεν πρέπει να μας αποτρέπει από το να διδάσκουμε και να διαβάζουμε τα πρωτότυπα κείμενα.
Ωστόσο, ως λαός αρεσκόμαστε να παθιαζόμαστε με τη γλώσσα μας, διότι την θεωρούμε ως ένα από εκείνα τα συνεκτικά στοιχεία της φυλής μας, μαζί με το ‘όμαιμον’ και τα ‘θεών ιδρύματα κοινά και θυσίας, ήθεά τε ομότροπα’ [Ηρόδοτος], αλλά συχνά και ως στοιχείο πολιτισμικής ανωτερότητος έναντι όλων των άλλων φυλών και γλωσσών. Από συστάσεως του ελληνικού κράτους έχουν γίνει πολλές και ιστορικές μάχες, σε επίπεδο σχεδόν εμφυλίου πολέμου, μεταξύ οπαδών (κάποιας μορφής) ‘καθαρεύουσας’ και (κάποιας μορφής) ‘δημοτικής’, ενώ κάθε τόσο εγείρεται νέα υποψία για μια πραγματική ή φανταστική επιβουλή κατά της ελληνικής γλώσσης (όπως πρόσφατα με τη Γραμματική του Δημοτικού). Εδώ η ιστορία αναπόφευκτα μπλέκεται με τη μυθολογία και τα όρια ρεαλισμού και συνωμοσίας είναι συχνά ασαφή. Οι ‘αστικοί μύθοι’ αφθονούν και διαιωνίζονται με την βοήθεια και των συγχρόνων ηλεκτρονικών βοηθημάτων, και όλοι (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και των δημοσιογράφων) γίνονται περίπου ειδικοί και στο θέμα αυτό, όπως και σε τόσα άλλα.
Αυτό δείχνει ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα συμβατικό εργαλείο αμοιβαίας κατανόησης και κοινής συνεννόησης (όπως π.χ. τα μαθηματικά σύμβολα). Οι λέξεις και οι φράσεις, προφορικές ή γραπτές, φορτίζονται εννοιολογικά και συναισθηματικά, μεταδίδουν στους ακροατές ή τους αναγνώστες τους το πάθος ενός ρήτορα, την πίστη ενός ιεροκήρυκα, τον λαϊκισμό ενός δημαγωγού, και μπορεί να σηκώσουν επαναστάσεις που διέπονται είτε από ενθουσιασμό είτε από μίσος. Οι λέξεις και οι φράσεις αποκτούν ιερότητα με τη μορφή κειμένων που δεν τολμά κανείς να θίξει ή να αλλοιώσει χωρίς να προκαλέσει τουλάχιστον θύελλα. Οι λέξεις και οι φράσεις χρησιμοποιούνται ως ‘λογότυπα’ και κατατεθειμένα σήματα πολιτικών και άλλων φατριών, και συχνά τοποθετούν τους χρήστες τους στο ιδεολογικό φάσμα με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Οι λέξεις και οι φράσεις, σε ένα πιο πρωτόγονο επίπεδο, παίρνουν μαγικές διαστάσεις και γίνονται ξόρκια και κατάρες. Αποτέλεσμα είναι όχι σπάνια η γλώσσα από μέσο συνεννόησης να γίνεται διαχωριστικός μεσότοιχος, κάτι που χιουμοριστικά διατύπωσε ο George Bernard Shaw για την αγγλική (‘Αμερική και Αγγλία είναι δυο χώρες που χωρίζονται από μια κοινή γλώσσα’).
Κοντά σε όλα τα παραπάνω, υπάρχει και η αμοιβαία καχυποψία, όχι πάντα αδικαιολόγητη, ότι καθένας που υποστηρίζει μια (οποιαδήποτε) άποψη για τη γλώσσα έχει κάτι άλλο στο νου του, μια ‘κρυφή ατζέντα’, έναν απώτερο σκοπό. Δεν είναι απαραίτητο αυτή να είναι πολιτική ή ιδεολογική. Ακόμη και οι ‘αυθεντίες’, οι επιστήμονες γλωσσολόγοι, κάποια σκοπιμότητα εξυπηρετούν, έστω και αμιγώς ακαδημαϊκή, υπερασπιζόμενοι το γνωστικό τους αντικείμενο και τη δική τους θέση στον ιδιότυπο διάλογο. Και λησμονώντας συχνά ότι άλλο είναι η επιστήμη και άλλο η διδασκαλία και η χρήση της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας και έκφρασης. Μια πρόχειρη αντιδιαστολή που μου έρχεται στο μυαλό: τα βιβλία της γλώσσας (του Δημοτικού) γράφονται από φιλολόγους, αλλά διδάσκονται από δασκάλους και απευθύνονται σε μικρά παιδιά, που πρέπει να μάθουν καταρχήν να μιλούν και να γράφουν ελληνικά και όχι να ξεχωρίζουν τη διαφορά φθόγγων, φωνημάτων και φωνηέντων. Είναι προφανές ότι άλλες είναι οι προτεραιότητες και τα ενδιαφέροντα της κάθε ομάδας, και η προσέγγιση για την επίτευξη αμοιβαίας κατανόησης δεν είναι πάντα αυτονόητη. Για να φέρω ένα ανάλογο παράδειγμα από τη δουλειά μου, πολλές φορές οι άρρωστοι παραπονούνται ότι δεν καταλαβαίνουν τις εξηγήσεις που τους δίνουν οι γιατροί, διότι οι τελευταίοι μιλούν σε γλώσσα ‘τεχνική’ και δύσκολη. Όταν ενημερώνω τους ασθενείς μου για το πρόβλημα της υγείας τους πρέπει να κατέβω στο δικό τους επίπεδο: δεν μπορώ να τους μιλήσω με την ίδια γλώσσα που θα χρησιμοποιούσα για μια διάλεξη σε συναδέλφους, και αυτό δεν γίνεται αυτόματα, αλλά χρειάζεται κατάλληλη παιδεία.
Για να ξαναγυρίσουμε σε όσα προαναφέραμε: μπορούμε να κατεδαφίσουμε τον ‘μεσότοιχον του φραγμού’; Αν και μη ειδικός, δύσκολο το βλέπω, με δεδομένη την ιστορία των γλωσσομαχιών στην Ελλάδα. Θα χρειαζόταν πολλή νηφαλιότητα και ώριμη σκέψη για να συναποδεχθούμε ότι το διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα του άλλου δεν είναι δείγμα πολιτικής αντιπαλότητας ούτε τον κατατάσσει αυτόματα στα ‘μιάσματα’ ή τους αιρετικούς. Θα χρειαζόταν όμως και αντίστοιχη βούληση να αποδεχθούμε, επιστήμονες και μη, την φυσική εξέλιξη και πορεία της ζωντανής γλώσσας χωρίς απόπειρες βιασμού και αυθαίρετης αποκοπής από τις ρίζες και την ιστορική της συνέχεια. Με δεδομένη τη δυσκολία συνεννόησης για ελάσσονα θέματα (όπως π.χ. η διατύπωση και εφαρμογή μιας πραγματικά εθνικής πολιτικής) το μείζον αυτό φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο.
Υ.Γ. Είχα γράψει από πολλές μέρες τις σκέψεις αυτές όταν διάβασα εκτενή επιστολή του Ακαδημαϊκού Α.Ν. Κουνάδη στην ‘Καθημερινή’ (Η Νέα Γραμματική, 22/8/2012) που διατυπώνει παραπλήσιες απόψεις [http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/08/2012_493037 ].
* Ο Αντώνης Παπαγιάννης είναι ιατρός πνευμονολόγος. Το βιβλίο του ‘Μιλώντας με τον άρρωστο: εισαγωγή στην κλινική επικοινωνία’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου