Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Τέχνη και χρόνος

Λάκης Προγκίδης
Σκέψεις με αφορμή δύο πρόσφατα δοκίμια του Λάμπρου Καμπερίδη
Το 2010 θα μείνει σίγουρα στη μνήμη μου σαν ένα από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου. Χάρη σε τρία σημαντικά λογοτεχνικά γεγονότα. Το πρώτο, η έκδοση στα γαλλικά, εδώ στο Μοντρεάλ, από τις εκδόσεις Boréal, του μυθιστορήματος του Νίκου Καχτίτση, Ο Ηρωας της Γάνδης. Το δεύτερο, η αναγγελία της έκδοσης στα γαλλικά, στο Παρίσι, του μυθιστορήματος του Γιάννη Κιουρτσάκη, Σαν Μυθιστόρημα. Και το τρίτο, η δημοσίευση των δύο δοκίμιων του Λάμπρου Καμπερίδη στα οποία είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδυά.
Μιλώ για ένα συναίσθημα προσωπικής ικανοποίησης γιατί νιώθω ότι έχω κατά κάποιο τρόπο συμβάλει στην δημιουργία αυτών των γεγονότων. Οσον αφορά τον Καχτίτση, είχα την τύχη να βοηθήσω στο να παρθεί η απόφαση της έκδοσης του έργου του. Οσον αφορά τον Κιουρτσάκη και τον Καμπερίδη, είχα και έχω την τύχη να είμαι φίλος τους. Και θέλω να πιστεύω –αλλιώς γιατί να υπάρχει η φιλία;– ότι τα έργα τους είναι κάπως καρπός και της σχέσης μας.
Ομως, πέρα από το προσωπικό συναίσθημα, θέλω κυρίως, ξεκινώντας, να διερμηνεύσω τη χαρά και την περηφάνεια όλων μας, εννοώ όλων εμάς των Ελλήνων, εντός και εκτός συνόρων, μπροστά σε τέτοιου είδους επιτεύγματα. Γιατί τούτη η ανάγκη; Διότι σε μια στιγμή όπου η πατρίδα μας βρίσκεται στο κέντρο του χρηματιστικού ληστρικού τυφώνα ο οποίος απειλεί την υφήλιο, κάποιοι άνθρωποι, κάποιες μεμονωμένες φωνές, αποδεικνύουν έμπρακτα ότι η συμμετοχή μας στην παγκόσμια διαφθορά δεν είναι μονόδρομος –αρκεί να παρθεί στα σοβαρά η αγωνία του σύγχρονου άνθρωπου για το παρόν και το μέλλον του.

Αυτοί που βυθίζουν τον κόσμο μας στο σκοτάδι, τη μιζέρια και τη βία μιλούν συχνά για ελπίδα. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα ακολουθήσουμε τις συμβουλές τους. ΄Ητοι με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσουμε να σκάβουμε από μόνοι μας τον λάκο μας. Και βέβαια υπάρχει ελπίδα. Η μόνη αυθεντική. Είναι τα έργα του Καχτίτση, του Κιουρτσάκη, του Καμπερίδη και των συναδέλφων τους σε όλο τον κόσμο.
Εκτός όμως από το αισιόδοξο μήνυμα που ενσταλάζουν μέσα μας τα έργα των τριών συμπατριωτών μας, θα ήθελα να υπογραμμίσω έναν βαθύτερο και ουσιαστικότερο δεσμό τους: έχουν γραφτεί από ανθρώπους που κατάφεραν να μετουσιώσουν το προσωπικό τους δράμα του ξεριζωμού σε ακτίνα φωτός για τον κάθε άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται πάνω σε τούτη τη γη, σ’όποιον θεό κι αν εμπιστεύεται τη μοίρα του. Ας μη το ξεχνάμε: Το να είσαι θύμα και να γράφεις για τη δυστυχία σου είναι τελείως φυσικό. Το να είσαι θύμα και να σκέφτεσαι με συμπάθεια τους άλλους ανθρώπους, ελάχιστοι το έχουν καταφέρει.

Ο λόγος όμως περί Καμπερίδη. Ειδικότερα για τα δύο τελευταία δοκίμιά του. Το πρώτο, με τίτλο Ο Ιππεύς ο ΄Ιππος ο Δράκων, είναι αφιερωμένο στους Αη-Γιώργηδες του Πέρη Ιερεμιάδη. Πρόκειται για μία σειρά πινάκων με θέμα τον Αη-Γιώργη που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ενώ υπέφερε ήδη από τον καρκίνο. Το δεύτερο, με τίτλο ...με εντάφια κτερίσματα, αφορά τον «μεταφραστή» Παπαδιαμάντη. Από μία πρώτη ματιά θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο ξεχωριστούς συγγραφείς. Στο ένα βιβλίο, ο Καμπερίδης μιλάει σαν κριτικός τέχνης, στο άλλο, σαν φιλόλογος. Θα μπορούσα λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου να σχολιάσω τα δύο βιβλία χωριστά, εστιάζοντας τη ματιά μου, διαδοχικά, στους δύο αυτούς διακεκριμένους συγγραφικούς ρόλους. ΄Εχοντάς τα όμως διαβάσει σχεδόν ταυτόχρονα και έχοντας ακόμα νωπό στη μνήμη μου το προηγούμενο δοκίμιο του Λάμπρου Καμπερίδη, Δος μοι τούτον τον ξένον, βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρον ν’ασχοληθώ με το ζήτημα της ενότητάς τους.

Δεν αρνούμαι, εννοείται, την αυτονομία τους. Δεν παραβλέπω την ιδιαίτερη και μοναδική αξία του καθενός δοκιμίου. Σημειώνω επιγραμματικά: Στον Ιππέα ο κριτικός τέχνης Καμπερίδης μας κάνει να καταλάβουμε ότι η ανανέωση της καλλιτεχνικής μορφής –γιατί, όπως βλέπετε, οι Αη-Γιώργηδες του Ιερεμιάδη δεν ταυτίζονται με τους τυπικούς Αη-Γιώργηδες των εικόνων–, δεν είναι αυθαίρετη επιλογή, δεν είναι καπρίτσιο του ατομικού δημιουργού, αλλά επιταγή που εκπορεύεται από τα βάθη της ίδιας της παράδοσης. Και εξ ίσου επιγραμματικά: με το δοκίμιό του για το τεράστιο σε έκταση μεταφραστικό έργο του Παπαδιαμάντη, ο φιλόλογος Καμπερίδης έρχεται να προσθέσει μία ματιά πρωτότυπη, ρηξικέλευθη, και κατά τη γνώμη μου τη μόνη καρποφόρα αισθητική ματιά, σε σχέση βέβαια πλήρη με τις δύο προϋπάρχουσες επί του θέματος ματιές. Εννοώ αυτή του Παπαδιαμάντη «μεταφραστή» για βιοποριστικούς λόγους, με όλα τα λάθη τα οποία συνεπάγεται μια τέτοια επιχείρηση, και αυτή του λογοκριτή μεταφραστή που «διορθώνει» το πρωτότυπο σύμφωνα με την ορθόδοξη ηθική και αισθητική. ΄Οχι, λέει πειστικότατα ο Καμπερίδης, έργο μεταφραστικό και έργο πεζογραφικό πρέπει κάποτε ν’αρχίσουμε να τ’αντιμετωπίζουμε σαν ένα συνολικό λογοτεχνικό έργο που βγήκε από το εργαστήρι του ενός και μοναδικού τεχνίτη Παπαδιαμάντη.

Την ίδια λοιπόν σκέψη που κάνει ο Λάμπρος Καμπερίδης μπροστά στα δύο συγγραφικά πρόσωπα του Παπαδιαμάντη κάνω κι εγώ σήμερα μπροστά στα δικά του βιβλία και ιδιαίτερα μπροστά στα δύο του τελευταία δοκίμια. Ψάχνω δηλαδή να βρω τα στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να τα δούμε σαν ένα ενιαίο έργο, έργο που βγήκε από το ίδιο εργαστήρι, ανεξάρτητα από τις τεράστιες διαφορές που παρουσιάζουν, τόσο σε σχέση με το θέμα όσο και με τη μέθοδο. Λέω «στοιχεία» και αμέσως αμφιβάλλω για την επιλογή της λέξης. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ψάχνω για στοιχεία εξωτερικά, κοινά σε όλα τα βιβλία του Καμπερίδη, στοιχεία που θα μπορούσαν να εντοπιστούν εύκολα και να ομαδοποιηθούν με την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Στο μυαλό μου έχω τα νήματα που διαπερνούν όλη τη συγγραφική δουλειά του Καμπερίδη. Τα νήματα ή, καλύτερα, τα νάματα που βρίσκονται πίσω από τη σκέψη του, πίσω από την ευαισθησία του, πίσω από την εκάστοτε έμπνευση.

Τέσσερα μου φαίνεται ότι είναι τούτα τα νήματα. Πρώτο νήμα, η τέχνη ως διάψευση των εξελικτικών θεωριών. Δεύτερο, η ανανέωση της επαφής με την παράδοση ως μόνος δρόμος που μας οδηγεί ξανά και ξανά στον άνθρωπο. Τρίτο, η δημιουργία ως έργο ατελεύτητο. Και τέταρτο, ο θάνατος ως δοκιμασία και όχι ως δυσάρεστο συμβάν. Θα μιλήσω στη συνέχεια για το κάθε νήμα ξεχωριστά με τον φόβο πάντα ότι μια τέτοια σχηματοποίηση μπορεί να εκληφθεί σαν μείωση του νοηματικού και μορφικού πλούτου των έργων του Καμπερίδη. Η πρόθεσή μου πάντως είναι τελείως άλλη. Θα ήθελα, σχολιάζοντας τους αμετακίνητους άξονες στους οποίους οφείλουν την ύπαρξή τους, να δείξω ότι αυτά τα έργα, παρ’όλο που αφορούν θέματα πολύ ειδικά, όπως αυτό της αξιολόγησης μιας ζωγραφικής δουλειάς του Ιερεμιάδη ή όπως αυτό της κατανόησης της λογικής που διέπει το μεταφραστικό έργο του Παπαδιαμάντη, ξεπερνούν τα στενά όρια της γνώσης και της μάθησης και θίγουν, με χίλιους-δυο τρόπους, το ευρύτερο πρόβλημα του ανθρώπου και της ελευθερίας του, πρόβλημα εσκεμένα παραμελημένο ή, για ν’ακριβολογώ, κουκουλωμένο από τον κυρίαρχο λόγο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, λόγο τον οποίο σύσσωμη η Δύση φαίνεται να έχει υιοθετήσει και τον οποίο προσπαθεί να επιβάλει με το στανιό σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

*
Τέχνη και εξέλιξη

Φέτος το καλοκαίρι ο φίλος μου ο Λάμπρος μου έστειλε ένα κείμενο μιας Καναδέζας καθηγήτριας πανεπιστημίου. Με τίτλο «Preserving humanity» («Να διασώσουμε την ανθρώπινη διάστασή μας»), η καθηγήτρια εξεγειρόταν κατά της τάσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των Βορειο-αμερικάνων πανεπιστημιακών των λεγόμενων επιστημών του ανθρώπου υπέρ της κατάργησης του διαχωρισμού του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα. Πρόκειται, ισχυρίζονται αυτοί οι πανεπιστημιακοί εγκέφαλοι, για μια διάκριση απαράδεκτη για τη φύση, για μια διάκριση που επέβαλε ο άνθρωπος αυθαίρετα για ηγεμονικούς και μόνο λόγους. Βέβαια η πρώτη μας σκέψη, του Λάμπρου και εμένα, ήταν να χαιρετίσουμε αυτή τη διαμαρτυρία, αυτή τη μοναδική φωνή που τόλμησε να πάει κόντρα στο ρεύμα. Παρατηρώντας όμως πιο προσεκτικά τα επιχειρήματα τα οποία επικαλούνταν η διαφωνούσα καθηγήτρια για ν’αντικρούσει την ολοφάνερη ηλιθιότητα των συναδέλφων της, καταλήξαμε αμέσως στο συμπέρασμα ότι αργά ή γρήγορα το ρεύμα της απαξίωσης του ανθρώπου θα την συμπαρέσυρε και την ίδια. Γιατί; Διότι δεν διανοήθηκε ν’αμφισβητήσει το θεμελιώδες αξίωμα των υποτιθέμενων αντιπάλων –ότι δηλαδή ο άνθρωπος προέρχεται γενετικά, βιολογικά, από τον πίθηκο και ότι, κατά συνέπεια, ως προϊόν αυτής της φυσικής διαδικασίας δεν δικαιούται να αυτοχριστεί σημαντικότερος και αξιοπρεπέστερος του γεννήτορά του.

Το συγγραφικό εγχείρημα του Λάμπρου Καμπερίδη βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Εκεί όπου ο άνθρωπος δεν δέχεται να κατανοήσει την ύπαρξή του με βάση και μόνο τους νόμους που διέπουν τη φυσική ζωή. Εκεί όπου ο άνθρωπος δεν αυτο-υποβιβάζεται σε απλό βιολογικό οργανισμό. Βέβαια, η «οικονομία» και η «επιστήμη» του σημερινού κόσμου επιδιώκουν να εξαλείψουν την οντολογική ιδιαιτέροτητα του ανθρώπου στο εσωτερικό του ζωϊκού βασιλείου. Το για ποιό λόγο ξεπερνάει τα όρια τούτης της παρέμβασης. Χρειάζεται όμως να έχουμε στο μυαλό μας τη συνολική επίθεση της σύγχρονης βιοτεχνολογίας κατά του ανθρώπου για ν’αντιληφθούμε το κύριο μέλημα του Λάμπρου Καμπερίδη.

Θα μπορούσε βέβαια ο Λάμπρος Καμπερίδης, σαν χριστιανός ιερέας που είναι, ν’αντιπαρέλθει αυτή την υποβάθμιση επαναλαμβάνοντας τις θεμελιώδεις αρχές της πίστης του. Δεν το κάνει. ΄Οχι γιατί  κλονίζεται ο ίδιος όσον αφορά τη δύναμη και τη γνησιότητα αυτής της πίστης. Αλλά γιατί θεωρεί, μου φαίνεται, ότι στον σημερινό κόσμο αυτό το οποίο πράγματι διακυβεύεται δεν είναι η πίστη σ’ένα Δημιουργό, αλλά η αίσθηση ότι είμαστε άνθρωποι.

Δεν μας οδηγεί η πίστη μας στο Θεό στην αποδοχή της μοναδικής και αναντικατάστατης αξίας του ανθρώπου, μοιάζει να λέει ο συγγραφέας του Ιππέα. Το αντίθετο, επειδή νοιώθουμε ότι είμαστε άνθρωποι, επειδή αισθανόματε την ανθρωπιά μας, επειδή, όσον αφορά την ιδιαιτερότητα μας, αισθανόμαστε ότι είμαστε ακριβώς ένα και το αυτό με τον άνθρωπο που ζωγράφιζε το μαμούθ στα σπήλαια του Λασκώ, φτάνουμε ν’αποδεχτούμε την ύπαρξη του Δημιουργού.

Πίσω λοιπόν από τον κριτικό της τέχνης και πίσω από τον φιλόλογο, στα βιβλία του Λάμπρου Καμπερίδη θα βρούμε τον άνθρωπο ο οποίος, είτε ατενίζοντας τους πίνακες του Ιερεμιάδη είτε σκύβοντας στα μεταφραστικά ευρήματα του Παπαδιαμάντη, αισθάνεται –και καταφέρνει να μας την μεταδώσει– την ίδια ακριβώς συγκίνηση μπροστά στο θαύμα της τέχνης που αισθάνθηκε και ο μακρινός μας πρόγονος παρ’όλο που δεν ήξερε τι θα πει ούτε η λέξη βιολογία ούτε η λέξη εξέλιξη.

Παράδοση

Πριν μερικούς μήνες χρειάστηκε να πάμε με την γυναίκα μου στην Alpha Bank της οδού Πανεπιστημίου στην Αθήνα. Η γυναίκα μου προχώρησε προς το γκισέ, στο βάθος. Εγώ έμεινα να περιμένω στον κυρίως χώρο, μπροστά. Κάθησα. Απέναντι μου, δύο σειρές γραφεία με τους υπαλλήλους να συνδιαλέγονται με πελάτες ή να εργάζονται μόνοι. Το βλέμμα μου δεν άργησε να πέσει στον πίνακα που κάλυπτε σχεδόν όλο τον τοίχο πίσω από τα γραφεία. Δεν νομίζω να πέφτω πολύ έξω αν πω ότι είχε ύψος τέσσερα μέτρα και πλάτος οκτώ. Τί παρίστανε; Τίποτα. ΄Ηταν ένα παιγνίδι γύρω από δυο-τρεις αποχρώσεις ενός βίαιου πράσινου. ΄Ενιωσα άσχημα. ΄Εσκυψα το κεφάλι μου. ΄Ενιωσα μιαν απέραντη ταπείνωση, μοναξιά και ανημπόρια.

Εξηγούμαι. Βρισκόμουν στο εσωτερικό ενός ιδρύματος που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου μου. Αυτό το ίδρυμα και τα παρόμοιά του ενέχονται τα τελευταία χρόνια για την οικονομική κρίση που μαστίζει τις κοινωνίες μας. Και αυτό το ίδρυμα, με το που δρασκελίζω το κατώφλι του, βιάζει με τούτον τον τεράστιο πίνακα τις αισθήσεις μου, απομονώντας με ταυτόχρονα από τους άλλους ανθρώπους. ΄Οχι μόνον με εκμεταλλεύεται, αυτό είναι το λιγότερο κακό, αλλά μου λέει κατάμουτρα ότι για την τέχνη που πριμοδοτεί και διαφεντεύει, η αίσθησή μου του ωραίου δεν έχει πια πέραση, ότι δεν συμμετέχω στην εικόνα του κόσμου μου (μόνο στην οικονομία του), ότι είμαι χωρίς συνάνθρωπο. Χωρίς συνάνθρωπο όχι μόνο γύρω μου, κι αυτό το γεγονός είναι επίσης το λιγότερο κακό, αλλά χωρίς συνάνθρωπο μέσα στο έργο που βγήκε από τα χέρια του «ζωγράφου». Σ’αυτόν εδώ τον πίνακα δεν αναπαριστάται κανένας κοινός ανθρώπινος τόπος, καμιά κοινή ανθρώπινη ιστορία, καμιά κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Τίποτα σε τούτο το χρωματικό παιγνίδι δεν υπερβαίνει τη θέληση του «σύγχρονου καλλιτέχνη» για την επιβολή στους άλλους (τους υποτιθέμενους θεατές) ενός καθαρά ατομικού καπρίτσιου. Και όσο συγχρωτίζομαι μαζί του, τόσο μετατρέπομαι με τη σειρά μου σε καθαρό άτομο με τα δικά του καπρίτσια, σε περίκλειστη βιολογική μονάδα, ξέχωρη, μοναδική και οικτρά όμοια με όλες τις άλλες μονάδες που έχουν τα ίδια βιολογικά χαρακτηριστικά με τα δικά μου.

΄Εσκυψα το κεφάλι. Προσπάθησα να σκεφτώ. Με μιας μου ήρθαν στο μυαλό τα βιβλία του Λάμπρου Καμπερίδη. Πλημμύρισε ο νους μου από συντρόφους. Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στους Αη-Γιώργηδες του Ιερεμιάδη, στον Παπαδιαμάντη του που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στάθηκε ικανός να αφομοιώσει όλα τα αισθητικά πρότυπα των συγκαιρινών του, στον Ακροπολίτη, τον Βυζαντινό ποιητή που έδωσε τον τίτλο στο άλλο δοκίμιο του Καμπερίδη για την ξενιτειά, στον ΄Ομηρο με τον οποίο είναι ζυμωμένη η ευαισθησία του.

Από τις πρώτες σελίδες του Λάμπρου Καμπερίδη πάνω σ’ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη που διάβασα κάποτε, πάνε τώρα είκοσι χρόνια, αναρωτιόμουν πάντα τί είναι αυτό που τον κάνει να παραμένει τόσο προσκολλημένος στην αισθητική παράδοση του λαού μας. Μου φαίνεται ότ το βρήκα εκεί, σ’εκείνη τη γυάλινη φυλακή της Alpha Bank.

Πριν από μισό και πάνω αιώνα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, συγκλονισμένος από την ηθική και αισθητική παρακμή στην οποία βυθιζόταν ο δυτικός πολιτισμός, μας καλούσε να ξαναβρούμε στην παράδοση το «χαμένο κέντρο» μας. Στα χρόνια του Καμπερίδη, στα χρόνια μας, όλα τα «κέντρα» και όλες οι «περιφέρειες» του κόσμου, όλοι οι πάλαι ποτέ πολιτισμοί έχουν ήδη διανύσει το στάδιο της παρακμής και έχουν μπει στο στάδιο της απανθρωποποίησης. Μέσα λοιπόν σ’αυτόν τον συγκεκριμένο κόσμο, τον κόσμο της «ανθρωπολογικής χωματερής», σύμφωνα με τα λόγια του Θόδωρου Ζιάκα, ο Καμπερίδης προσφεύγει στην παράδοση όχι σαν σ’ένα σταθερό και ακλόνητο κέντρο από το οποίο μπορούμε ν’αδραχτούμε αλλά σαν τη μόνη κιβωτό του ανθρώπου.

Η δημιουργία έργο ατελεύτητο

Θα έγινε ίσως ήδη αντιληπτό: τον Λάμπρο Καμπερίδη κι εμένα μας απασχολεί βαθύτατα ο κίνδυνος να εκπέσει ο άνθρωπος σε απλό άβουλο πλάσμα ανίκανο να δει στον εαυτό του άλλη ιδιότητα έξω από αυτή του καταναλωτή. Μια τέτοια ανθρωπολογική συρρίκνωση θα έχει σα συνέπεια να μη μπορεί ο άνθρωπος να ενδιαφερθεί για άλλα πράγματα έξω από εκείνα που του υπαγορεύουν οι επιθυμίες του –διάβαζε τα ένστικτά του– του καταναλωτή. Οπότε, είτε θα μιλούσαμε για άνθρωπο είτε για ζώο, θα ήταν περίπου ένα και το αυτό. Ρώτησα λοιπόν μια μέρα τον φίλο μου αν το χριστιανικό βάπτισμα δεν σημαίνει ακριβώς ότι ο άνθρωπος γεννιέται δύο φορές κι όχι μία, μία πρώτη σαν βιολογικός οργανισμός και μία δεύτερη σαν οντότητα  που έρχεται κατά κάποιο τρόπο σε ρήξη με την πρωταρχική βιολογική του συνθήκη, σαν άλλος άνθρωπος –και στην περίπτωση του χριστιανισμού σαν χριστιανός.
Δεν είναι δύο, μου απάντησε, οι γεννήσεις του ανθρώπου αλλά τρεις και η σημαντικότερη είναι η τρίτη. Με την δεύτερη, ας το πούμε έτσι, συνέχισε, χρίζεται από την κοινωνία του, από την χριστιανική του κοινωνία, υποψήφιος αυτής της τρίτης γέννησης. Ποιά είναι αυτή; Μα η ίδια του η ζωή. ΄Ολη του η ζωή είναι, πρέπει να είναι, μία διαρκής πάλη για να γεννηθεί ως πρόσωπο ελεύθερο, ως ξεχωριστή και αναντικατάστατη ψυχή, ως έργο μοναδικό της ύπαρξης, ως δημιουργία επί της δημιουργίας, ως δημιούργημα που έλκει την υπόστασή του όχι από αυτό το οποίο είναι στο κάθε παρόν, αλλά από αυτό το οποίο ψυχανεμίζεται ότι μπορεί να είναι η ζωή του στα έσχατα. Μ’αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η τρίτη γέννηση συμπίπτει με τον θάνατο. Μέχρι αυτή τη στιγμή είμαστε διαρκώς εν γεννέσει, ανοιχτές ανθρώπινες εκδοχές, ελεύθερες υπάρξεις, έργα ατέλειωτα.

Και ο χριστιανισμός, τον ρώτησα, η χριστιανική θρησκεία δεν είναι άραγε έργο κλειστό και τελειωμένο; ΄Οχι βέβαια, έσπευσε να μου απαντήσει. Κυρίως αυτό το έργο δεν είναι τελειωμένο.
Παίρνω το θάρρος ν’αναφερθώ σε τούτη την προσωπική στιχομυθία γιατί νομίζω ότι μας διευκολύνει τα μέγιστα στο να καταλάβουμε ότι τα έργα του Καμπερίδη δεν είναι, για να χρησιμοποιήσω την τεχνοκρατική γλώσσα των καιρών μας, απλές εφαρμογές της πίστης του, αλλά έργα με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή δημιουργήματα που πλουτίζουν, ανανεώνουν, αναγεννούν την ίδια του την πίστη.
Παράδειγμα. ΄Οταν στον Ιππέα, σχολιάζοντας την ζωγραφική του Ιερεμιάδη, γράφει,

Εδώ, με τη μάχη εναντίον του κακού που αναλαμβάνουν οι ιππείς ΄Αγιοι, τα πράγματα επανέρχονται στην αρχική μορφή αρμονίας, τότε που ο Αδάμ ονομάτιζε τα ζώα και τον πίθηκο, μέσα σε εκείνη την ποικίλη σύνθεση που πήγαζε από την απλότητά τους. Τα πράγματα ως στοιχεία στην στοιχειώδη τους μορφή. Το χώμα να βγαίνει μέσα από το χρώμα, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Το συλλογικό όνομα της ανθρωπότητας, Αδάμ, να βγαίνει μέσα από το κοκκινόχωμα αντάμα. Το κόκκινο μέσα στο αρχικό του στοιχείο, το χρώμα μέσα στο χώμα, και ο άνθρωπος μέσα σε αυτά τα δύο χοϊκά στοιχεία, όπως το κόκκινο μέσα στο μαύρο και στο φαιοκόκκινο.

ναι, όταν ο Λάμπρος Καμπερίδης γράφει τούτα τα λόγια, ο χριστιανισμός φαίνεται ν’αγκαλιάζει συνάμα τη γη και τον άνθρωπο μ’ένα τρόπο που απ’ό,τι μπορώ να ξέρω δεν έχει ξαναγίνει.

Αλλο παράδειγμα. Γράφει ο μελετητής του «μεταφραστή» Παπαδιαμάντη:

Χρειάστηκε να κάνομε όλην αυτή τη μακρά περιπλάνηση για να την εντοπίσομε [τη χάρη του Θεού] μέσα από το σκοτάδι του ζώνεκρου κιβουριού του βρυκόλακα, μέσα από τη μετάφραση του Δράκουλα, που θα ήταν παράδοξο να μη μας βάλει σε σκοτεινές σκέψεις, και να την βρούμε στις μελανές σελίδες των γραφτών ενός ανθρώπου που τον μοίραναν κάτω από τα βασιλικά φυλλώματα τους νύμφες Δρυάδες με το χρίσμα του προφητάνακτα του λόγου, του ανθρώπου που έπλευσε κάποτε κρατώντας στην εφηβική αγκαλιά του τη μαγική ναύν των ονείρων του, τη νεράιδα που του χάρισε την ονειρική λαλιά του.
Ο λόγος για τη μετάφραση από τον Παπαδιαμάντη του Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ και τις υποτιθέμενες αλλοιώσεις του πρωτοτύπου από τον συγγραφέα της Φόνισσας.

Τί βρίσκουμε σ’αυτές τις γραμμές; Βρίσκουμε βέβαια αυτό που ήδη ανέφερα πιο πάνω, ότι ο Καμπερίδης διαβλέπει, μέσα από τις μεταφραστικές «παρερμηνείες» του Παπαδιαμάντη, τον άνθρωπο που μπολιάζει το ξένο έργο με την καταδική του αισθητική. ΄Ομως εμείς οι αναγνώστες του Καμπερίδη βλέπουμε και κάτι ακόμα. Βλέπουμε ότι για τον Καμπερίδη η αισθητική δεν είναι ένας απλός τεχνοκριτικός όρος αλλά η ίδια η χάρη του Θεού. Η χάρη που κατέρχεται μέχρι τα κατάβαθα του καλλιτέχνη και που ερχόμενη σε προστριβή με τον άνθρωπο «που έπλευσε κάποτε κρατώντας στην εφηβική αγκαλιά του τη μαγική ναυν των ονείρων του» θα ξαναγεννηθεί ανανεωμένη για όλους μας.

Δοκίμιο θανάτου
 
Θα περίμενε κανένας να βρει στα βιβλία του Λάμπρου Καμπερίδη όλη τη χριστιανική φιλολογία για τον προσωπικό θάνατο. Κα βέβαια θα την βρει. Αλλά το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Τα πατροπάραδοτα και κεκτημένα για την ηθική και πνευματική συγκρότηση του ατόμου, επανατοποθετούνται, ερευνώνται και σχολιάζονται σύμφωνα με τον κίνδυνο που διατρέχουμε πια όλοι μας, στις μέρες μας: να απεμπολίσουμε, στρουθοκαμηλικότατα, την κρίση του θανάτου. Αλλά το θέμα δεν τελειώνει ούτε εδώ. Μάλιστα μόλις αρχίζει. Γιατί το πιο γερό νήμα που «δένει» τα γραπτά του Καμπερίδη είναι η αγωνία του μπροστά στον θάνατο ενός ολόκληρου πολιτισμού, μιας ολόκληρης ανθρωπότητας, του ίδιου του ανθρώπου. Ας τον ακούσουμε:

Τρεις αιώνες αγωνίζεται ο άνθρωπος να κατασκευάσει μια δική του φύση που θα αντικαταστήσει τη φύση του Θεού, για να αποδείξει στον εαυτό του πως αυτός ο ίδιος είναι ο θεός, πως κανένας άλλος δεν χωράει στο ατομικό του σύμπαν εξόν του εαυτού του. Τρεις αιώνες χρειάστηκε ο άνθρωπος των φώτων για να χωρέσει τον άδειο του εαυτό στα πάντα, στις τέχνες, στις επιστήμες, στις ανθρωπιστικές σπουδές, στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, συμπλήρωσε το μεγάλο φαύλο κύκλο της προόδου για να ολοκληρώσει την καταστροφή της φύσης και της φυσικής έννοιας των πραγμάτων, να αποδομήσει τη φύση και τον εαυτό του, να βρωμίσει τα νερά και τον αέρα της, να εκπορνέψει το χώμα, να βεβηλώσει τη γη (γαίας ατίμωσις το έλεγε ο Πικιώνης), τα σωθικά και τις πηγές της. Τώρα που έχει κατασκάψει και καταφάει τα σωθικά και το φλοιό της γης, και έχει επιβάλει τη βάρβαρη τυραννία του σε κάθε ζώο πάνω στη φαρμακωμένη γη, σε κάθε πλεούμενο στη μαγαρισμένη θάλασσα, στα λερωμένα ποτάμια και στις τοξικές λίμνες, σε κάθε πετούμενο στο μολυσμένο αέρα, θέλει να μεταφέρει το μίασμα και την ατίμωση και στο διάστημα, στο φεγγάρι και σε άλλους πλανήτες. ΄Ολα αυτά για την καταπολέμηση της άγνοιας, για να θριαμβέψει το φως του άνθρωπου πάνω στη δεισιδαιμονία που γεννάει η πίστη, η πίστη της ανθρωπότητας που προχωρούσε με την ελπίδα πως μπορεί να νικήσει το κακό με θεϊκή βοήθεια, ψάχνοντας την πηγή του καλού έξω από την ατομική της αυτάρκεια και γνώση.

Το απόσπασμα είναι παρμένο από τον Ιππέα του. Τις ίδιες σκέψεις θα τις βρούμε διάχυτες σε όλα του τα βιβλία. ΄Ομως ποτέ σαν στεγνές και αφηρημένες σκέψεις. Πάντα σε σχέση με τα έργα αυτών που μας φώτισαν: Ιερεμιάδης, Παπαδιαμάντης, Ακροπολίτης, ΄Ομηρος...
«Για ένα συναξάρι του καιρού μας» χαρακτηρίζει ο Λάμπρος Καμπερίδης την αντάμωσή του με τον άνθρωπο Ιερεμιάδη και την τέχνη του. Νομίζω ότι ο ίδιος, από μόνος του, βρήκε τη φράση η οποία ταιριάζει απόλυτα σε όλη του τη δουλειά, σε όλη του την τέχνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου