Δεν ξέρω αν η πιθανολογούμενη διεύρυνση της επιρροής της Χρυσής Αυγής στην κοινή γνώμη είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ευγενική χορηγία των καθεστωτικών ΜΜΕ, ή καρπός της όλο και πιο προκλητικής δράσης της φασιστικής οργάνωσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό. Υπάρχουν πάμπολλα ιστορικά προηγούμενα που καταδεικνύουν ότι μια διευρυμένη κοινωνική καταστροφή, όπως αυτή που συντελείται διά χειρών τρόικας εσωτερικού και εξωτερικού, γίνεται εύφορο έδαφος για τη γιγάντωση φασιστικών μορφωμάτων.
Φυσικά, δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός σʼ αυτήν την εξέλιξη. Δεν υπάρχει κάποια «φυσική ροπή» μικροαστικών και φτωχών στρωμάτων που πλήττονται βάναυσα από την κρίση σε ρατσιστικές, ξενοφοβικές, φασίζουσες συμπεριφορές και αντιλήψεις. Υπάρχει, όμως, μια αρκετά καλά σχεδιασμένη τακτική από την πλευρά της ίδιας της Χρυσής Αυγής με στόχο το μεγάλο ακροατήριο. Επί της ουσίας, η φασιστική οργάνωση παίζει σε δύο ταμπλό: από τη μια πλευρά εμφανίζεται ως «αντισυστημική» δύναμη, με ρητορική καταγγελίας του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, με καταγγελία της ίδιας της καταρρακωμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας, με διακηρύξεις κατά του Μνημονίου, των δανειστών, της διαπλοκής, αλλά και με εγκληματικό ακτιβισμό εις βάρος των μεταναστών, και όχι μόνο αυτών. Από την άλλη συμπεριφέρεται ως καθόλα συστημικό κόμμα, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία προβολής που της δίνουν τα καταγγελλόμενα «μέσα της διαπλοκής», οργανώνοντας προπαγάνδα «αλληλεγγύης» στους αναξιοπαθούντες του Μνημονίου, χτίζοντας δεσμούς με κοινωνικούς φορείς και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς -όπως συνέβη με τις κινητοποιήσεις κατά των κέντρων κράτησης μεταναστών- και επιβάλλοντας τελικά την ξενοφοβική της ατζέντα.
Αυτό το απλό στη σύλληψη και εκτέλεσή του σχέδιο της «αντισυστημικής» Χρυσής Αυγής ενισχύεται από τους διαύλους επικοινωνίας της με τον διακριτό και ενισχυμένο ακροδεξιό πόλο της «συστημικής» Ν.Δ. Και πολύ περισσότερο από την επιλογή της κυβέρνησης να αναδείξει σε μείζονα προτεραιότητα -τη μόνη ενδεχομένως εκτός άμεσου ελέγχου της τρόικας- την «εκκαθάριση» της χώρας από τους λαθρομετανάστες, συνδέοντας την «ενοχλητική» παρουσία τους με την έξαρση της εγκληματικότητας, το έλλειμμα ασφάλειας και την υποβάθμιση της ζωής στα αστικά κέντρα. Η επιλογή αυτή υπονοεί ότι οι καταστρεπτικές επιπτώσεις του Μνημονίου, που γίνονται αποδεκτές ως φυσικό φαινόμενο, ενδεχομένως θα είναι πιο ανεκτές αν φύγουν από τη μέση οι ανεπιθύμητοι «εισβολείς». Κι η υπόρρητη αυτή κυβερνητική επιχειρηματολογία, που νομιμοποιεί απολύτως την ελαφρώς πιο ακατέργαστη ανάλυση της Χρυσής Αυγής, απογειώνεται διά στόματος υπουργού Δημόσιας Τάξης που αποκαλεί και επίσημα «εισβολή» την παρουσία των μεταναστών, την ώρα που η λοιπή κυβέρνηση συνομολογεί με την τρόικα την εκχώρηση και των τελευταίων ιχνών εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές.
Είναι υπόθεση της κοινωνικής ψυχολογίας η διεργασία μέσα από την οποία οι αλλεπάλληλες ατομικές και συλλογικές προσβολές που δέχεται μια κοινωνία εκτονώνονται στους πλησιέστερους «άλλους» - αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, αλλόδοξους, διαφορετικούς. Πέραν της διεργασίας αυτής, εδώ προσφέρεται μια έτοιμη, βολική ερμηνεία της μνημονιακής ατομικής και συλλογικής καταστροφής, την οποία η Χρυσή Αυγή δανείζεται από τον ιδεολογικό ζόφο του ναζιστικού μυστικισμού. Και, πολύ περισσότερο, υπάρχει ένα μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, στην πράξη απλώς εγκληματικής, που στα αδιέξοδα της επίσημης πολιτικής, στην αναποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής και συλλογικής δράσης, αντιπαραθέτει την αυτενέργεια και την αποτελεσματικότητα των «ταγμάτων εφόδου». Τα κρούσματα τέτοιων συμπεριφορών τις τελευταίες ημέρες, με θύματα κυρίως μετανάστες και με πρωταγωνιστές όχι απαραίτητα χρυσαυγίτες, αποτελούν άκρως ανησυχητικές ενδείξεις υπόγειων ρευμάτων εκφασισμού της κοινωνίας.
Η δημοσιογράφος του "Independent" Λόρι Πένι επεσήμανε προ ημερών ότι οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και της Ελλάδας εμφανίζονται πρόθυμες να ανεχτούν μια τέτοια εξέλιξη ως κόστος μιας συνεχιζόμενης συναίνεσης λιτότητας, όπως οι προπολεμικές κυβερνήσεις πολύ μετά την ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τους ναζί, και ορισμένες μέχρι τις παραμονές του πολέμου, παρέμεναν πιο ανήσυχες για το ενδεχόμενο μιας σοσιαλιστικής Γερμανίας και μη αποπληρωμής των γερμανικών χρεών, παρά για το ενδεχόμενο μιας φασιστικής Γερμανίας. «Οι ιστορικοί παραλληλισμοί στην περίπτωση αυτή δεν είναι απλή ρητορική», καταλήγει η Βρετανίδα δημοσιογράφος.
Προσυπογράφω την παρατήρηση, κι ας ακούγεται κοινότοπη. Όσοι ευαγγελίζονται ότι η αναπόφευκτη έκρηξη υπό το βάρος των νέων μέτρων θα αποδώσει καλοδεχούμενες πολιτικές ανατροπές θα πρέπει να πάρουν υπόψη ότι δεν είναι οι πια αποκλειστικοί υποδοχείς της κοινωνικής οργής, φιλτραρισμένης από πάμπολλες ιδεολογικές παραμορφώσεις. Πολύ περισσότερο που μέρος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ φαίνεται διατεθειμένο να αναλάβει το ρίσκο μιας φασίζουσας εκτροπής της. Αλλά για την Αριστερά, διακεκριμένο και διακηρυσσόμενο στόχο πια του νεοναζιστικού σχεδίου, είναι ανεπίτρεπτο να ανεχτεί το ρίσκο αυτό. Η αντιμνημονιακή ατζέντα της πρέπει επειγόντως να εμπλουτιστεί με την ιδέα και την πρωτοβουλία ενός ευρύτατου αντιφασιστικού, αντιρατσιστικού μετώπου που, μεταξύ άλλων, θα απογυμνώνει και θα εκθέτει κρυφούς συνομιλητές, ιδεολογικούς συγγενείς και συνενόχους των νέων μελανοχιτώνων.
Φυσικά, δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός σʼ αυτήν την εξέλιξη. Δεν υπάρχει κάποια «φυσική ροπή» μικροαστικών και φτωχών στρωμάτων που πλήττονται βάναυσα από την κρίση σε ρατσιστικές, ξενοφοβικές, φασίζουσες συμπεριφορές και αντιλήψεις. Υπάρχει, όμως, μια αρκετά καλά σχεδιασμένη τακτική από την πλευρά της ίδιας της Χρυσής Αυγής με στόχο το μεγάλο ακροατήριο. Επί της ουσίας, η φασιστική οργάνωση παίζει σε δύο ταμπλό: από τη μια πλευρά εμφανίζεται ως «αντισυστημική» δύναμη, με ρητορική καταγγελίας του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, με καταγγελία της ίδιας της καταρρακωμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας, με διακηρύξεις κατά του Μνημονίου, των δανειστών, της διαπλοκής, αλλά και με εγκληματικό ακτιβισμό εις βάρος των μεταναστών, και όχι μόνο αυτών. Από την άλλη συμπεριφέρεται ως καθόλα συστημικό κόμμα, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία προβολής που της δίνουν τα καταγγελλόμενα «μέσα της διαπλοκής», οργανώνοντας προπαγάνδα «αλληλεγγύης» στους αναξιοπαθούντες του Μνημονίου, χτίζοντας δεσμούς με κοινωνικούς φορείς και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς -όπως συνέβη με τις κινητοποιήσεις κατά των κέντρων κράτησης μεταναστών- και επιβάλλοντας τελικά την ξενοφοβική της ατζέντα.
Αυτό το απλό στη σύλληψη και εκτέλεσή του σχέδιο της «αντισυστημικής» Χρυσής Αυγής ενισχύεται από τους διαύλους επικοινωνίας της με τον διακριτό και ενισχυμένο ακροδεξιό πόλο της «συστημικής» Ν.Δ. Και πολύ περισσότερο από την επιλογή της κυβέρνησης να αναδείξει σε μείζονα προτεραιότητα -τη μόνη ενδεχομένως εκτός άμεσου ελέγχου της τρόικας- την «εκκαθάριση» της χώρας από τους λαθρομετανάστες, συνδέοντας την «ενοχλητική» παρουσία τους με την έξαρση της εγκληματικότητας, το έλλειμμα ασφάλειας και την υποβάθμιση της ζωής στα αστικά κέντρα. Η επιλογή αυτή υπονοεί ότι οι καταστρεπτικές επιπτώσεις του Μνημονίου, που γίνονται αποδεκτές ως φυσικό φαινόμενο, ενδεχομένως θα είναι πιο ανεκτές αν φύγουν από τη μέση οι ανεπιθύμητοι «εισβολείς». Κι η υπόρρητη αυτή κυβερνητική επιχειρηματολογία, που νομιμοποιεί απολύτως την ελαφρώς πιο ακατέργαστη ανάλυση της Χρυσής Αυγής, απογειώνεται διά στόματος υπουργού Δημόσιας Τάξης που αποκαλεί και επίσημα «εισβολή» την παρουσία των μεταναστών, την ώρα που η λοιπή κυβέρνηση συνομολογεί με την τρόικα την εκχώρηση και των τελευταίων ιχνών εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές.
Είναι υπόθεση της κοινωνικής ψυχολογίας η διεργασία μέσα από την οποία οι αλλεπάλληλες ατομικές και συλλογικές προσβολές που δέχεται μια κοινωνία εκτονώνονται στους πλησιέστερους «άλλους» - αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, αλλόδοξους, διαφορετικούς. Πέραν της διεργασίας αυτής, εδώ προσφέρεται μια έτοιμη, βολική ερμηνεία της μνημονιακής ατομικής και συλλογικής καταστροφής, την οποία η Χρυσή Αυγή δανείζεται από τον ιδεολογικό ζόφο του ναζιστικού μυστικισμού. Και, πολύ περισσότερο, υπάρχει ένα μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, στην πράξη απλώς εγκληματικής, που στα αδιέξοδα της επίσημης πολιτικής, στην αναποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής και συλλογικής δράσης, αντιπαραθέτει την αυτενέργεια και την αποτελεσματικότητα των «ταγμάτων εφόδου». Τα κρούσματα τέτοιων συμπεριφορών τις τελευταίες ημέρες, με θύματα κυρίως μετανάστες και με πρωταγωνιστές όχι απαραίτητα χρυσαυγίτες, αποτελούν άκρως ανησυχητικές ενδείξεις υπόγειων ρευμάτων εκφασισμού της κοινωνίας.
Η δημοσιογράφος του "Independent" Λόρι Πένι επεσήμανε προ ημερών ότι οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και της Ελλάδας εμφανίζονται πρόθυμες να ανεχτούν μια τέτοια εξέλιξη ως κόστος μιας συνεχιζόμενης συναίνεσης λιτότητας, όπως οι προπολεμικές κυβερνήσεις πολύ μετά την ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τους ναζί, και ορισμένες μέχρι τις παραμονές του πολέμου, παρέμεναν πιο ανήσυχες για το ενδεχόμενο μιας σοσιαλιστικής Γερμανίας και μη αποπληρωμής των γερμανικών χρεών, παρά για το ενδεχόμενο μιας φασιστικής Γερμανίας. «Οι ιστορικοί παραλληλισμοί στην περίπτωση αυτή δεν είναι απλή ρητορική», καταλήγει η Βρετανίδα δημοσιογράφος.
Προσυπογράφω την παρατήρηση, κι ας ακούγεται κοινότοπη. Όσοι ευαγγελίζονται ότι η αναπόφευκτη έκρηξη υπό το βάρος των νέων μέτρων θα αποδώσει καλοδεχούμενες πολιτικές ανατροπές θα πρέπει να πάρουν υπόψη ότι δεν είναι οι πια αποκλειστικοί υποδοχείς της κοινωνικής οργής, φιλτραρισμένης από πάμπολλες ιδεολογικές παραμορφώσεις. Πολύ περισσότερο που μέρος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ φαίνεται διατεθειμένο να αναλάβει το ρίσκο μιας φασίζουσας εκτροπής της. Αλλά για την Αριστερά, διακεκριμένο και διακηρυσσόμενο στόχο πια του νεοναζιστικού σχεδίου, είναι ανεπίτρεπτο να ανεχτεί το ρίσκο αυτό. Η αντιμνημονιακή ατζέντα της πρέπει επειγόντως να εμπλουτιστεί με την ιδέα και την πρωτοβουλία ενός ευρύτατου αντιφασιστικού, αντιρατσιστικού μετώπου που, μεταξύ άλλων, θα απογυμνώνει και θα εκθέτει κρυφούς συνομιλητές, ιδεολογικούς συγγενείς και συνενόχους των νέων μελανοχιτώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου