Πριν να εκδηλωθεί η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, οι χώρες διέφεραν πολύ η μια από την άλλη όσον αφορά το οικονομικό τους δυναμικό και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Αλλά μετά την έναρξη της κρίσης οι χώρες που εισέρχονται μία-μία στο περιβάλλον της κρίσης ομοιάζουν μεταξύ τους όλο και περισσότερο. Η δημοσιονομική (με τις δύο εκφάνσεις της έλλειμμα και χρέος) και η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα αλληλοενισχύονται. Οι δημοσιονομικές δυσκολίες οδηγούν στη φυγή των κεφαλαίων και η απόσυρση των κεφαλαίων εξασθενεί τις τράπεζες, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε μια εν δυνάμει δημοσιονομική επιβάρυνση. Τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα οδηγούν σε δημοσιονομικά προβλήματα, διότι το κόστος ανάληψης των προβληματικών τραπεζικών ιδρυμάτων επιβαρύνει υπέρμετρα τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η μη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (στο έλλειμμα) όμως ερμηνεύεται από τους επενδυτές, εγχώριους και ξένους, σαν σημάδι ότι οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να προσφέρουν πραγματική υποστήριξη στον χρηματοπιστωτικό τομέα και συνεπώς έχει σημάνει η ώρα να αποχωρίσουν.
Η ιστορία των διαφορετικών εθνικών προελεύσεων της κρίσης που τελικά γίνεται περιφερειακή και στη συνέχεια παγκόσμια είναι πολύ γνωστή και αναφέρεται τόσο στη μεγάλη κρίση του 1929 όσο και στην κρίση των χωρών της Ανατολικής Ασίας του 1997. Η μελέτη των δύο περιόδων μάς οδηγεί σε πολλά κοινά συμπεράσματα για τους λόγους της κρίσης, χωρίς να υπονοείται ότι οι κρίσεις είναι ή θα μπορούσαν να είναι όμοιες. Άλλωστε στην ιστορία αυτό που διαβαίνει από μια στροφή του δρόμου σε μια στιγμή του χρόνου ποτέ δεν μπορεί να είναι το ίδιο σε μια επόμενη στιγμή διαβαίνοντας από την ίδια στροφή. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημείο καμπής. Δηλαδή σε ένα σημείο όπου αναστρέφεται η μέχρι σήμερα τάση.
Κοινή πλέον παραδοχή είναι ότι κάθε ημέρα που περνάει όλο και περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες διάλυσης της Ευρωζώνης. Με δεδομένη την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική η Ευρωζώνη σύρεται, θα τολμούσα να πω, με έναν γνωστό από το παρελθόν τρόπο, αργά αλλά σταθερά πίσω από τις αποφάσεις των περιβόητων χρηματοπιστωτικών αγορών οι οποίες αναδεικνύουν κάθε στιγμή τα κενά και τις ελλείψεις που παρουσιάζει από τη γέννησή της η αρχιτεκτονική δομή του ενιαίου νομίσματος. Δεν είναι σκοπός μας να συζητήσουμε ακόμη μια φορά τα σχετικά ζητήματα. Είναι άλλωστε πασίγνωστα και πολυσυζητημένα. Θέλουμε να επικεντρωθούμε αντίθετα σε ορισμένα ζητήματα που σηματοδοτούν την πλήρη αποτυχία της λογικής της δημιουργίας της Ευρωζώνης η οποία, για όσους ενθυμούνται, δημιουργήθηκε για να δράσει ως «θωρακισμένου οχήματος» με στόχο την προστασία των ευρωπαϊκών λαών αλλά και των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης. Τίποτα από τα παραπάνω δεν επιτεύχθηκε. Οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης έχουν επιβάλει ολοκληρωτικά την κυριαρχία τους στον ευρωπαϊκό χώρο και μάλιστα με τόσο αποφασιστικό τρόπο ώστε η άποψη αυτή να μην επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Τα αόρατα δεσμά της παγκοσμιοποίησης δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μπορεί να μην υπάρχει πλέον ο χρυσός κανόνας του περασμένου αιώνα, που έδενε τις εθνικές οικονομίες χειροπόδαρα, αλλά υπάρχει η «άτεγκτη» λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο «αξιολογεί» κατά τρόπο κυνικό τις οικονομικές διεργασίες της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό τον βασικό περιορισμό που επιβάλλει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, η Ε.Ε. δεν μπορεί να τον υπερβεί ώστε να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο λειτουργίας του συστήματος. Βρίσκεται απολύτως υποταγμένη, ανίκανη και εν πολλοίς συμμέτοχη στη δημιουργία του, στη στερέωσή του και στην εξάπλωσή του. Στην Ε.Ε. υπάρχει το εξής παράδοξο: η Γερμανία ως χώρα με υψηλή παραγωγικότητα, με ευρεία παραγωγική βάση τελικών προϊόντων, με τρομακτικά υψηλή τεχνολογία (τα 25 από τα 50 τελικά προϊόντα παγκοσμίως, που έχουν ενσωματωμένη υψηλότατη τεχνολογία, παράγονται στη Γερμανία), μπορεί εξ αντικειμένου να υποστηρίξει ένα ισχυρό και αποθεματικό νόμισμα, κάτι που επιδιώκει με κάθε τρόπο η χρηματοπιστωτική ορθοδοξία και η συγκεκριμένη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Φυσικά αυτή η δυνατότητα της Γερμανίας να υποστηρίζει ένα ισχυρό νόμισμα συνοδεύεται από μακροοικονομική πολιτική που αρθρώνεται σε δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς και από περιορισμένη ανταμοιβή της εργασίας σε σχέση με την παραγωγικότητα. Δηλαδή, η οικονομική λογική της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία μεγεθύνεται πρωτίστως με «ενδογενή» τρόπο ενώ κάνει λελογισμένη χρήση της βοήθειας - χρέους, συνάδει πλήρως με τη λογική της χρηματοπιστωτικής ορθοδοξίας στο μακροοικονομικό επίπεδο: ισορροπημένος προϋπολογισμός, προσαρμοσμένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αμοιβές κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Όμως η επιβολή του ίδιου υποδείγματος σε σειρά χωρών και με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, με στόχο την εξομοίωσή τους με το πρότυπο, όχι μόνο δεν εξισορροπεί το σύστημα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυξάνει εκθετικά την εντροπία του συστήματος, με αποτέλεσμα να επέρχεται γρηγορότερα η πτώση της αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με μια, αν θέλετε, καθοδική μακροχρόνια τάση, η οποία ανιχνεύεται προ πολλού στην ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της μετατόπισης της οικονομικής αλλά και γεωπολιτικής ισχύος ανατολικότερα. Ο υποτιθέμενος στόχος της διατήρησης της ευημερίας των πολιτών της Ε.Ε. όλο και περισσότερο ξεθωριάζει, για να μην πω έχει ξεχασθεί. Είναι πλέον πασιφανές ότι σιγά-σιγά η Ευρώπη αλλάζει μορφή. Όλο και περισσότερο προσομοιάζει προς μια μαζικοδημοκρατία αμερικανικής εμπνεύσεως. Το γνωστό μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό υπόδειγμα πνέει τα λοίσθια, αν δεν έχει ήδη εκπνεύσει βεβαίως με συνειδητή και πολλαπλή παρέμβαση των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Ο Τόκβιλ φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα.
* Ο Κ. Μελάς είναι οικονομολόγος, διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Η ιστορία των διαφορετικών εθνικών προελεύσεων της κρίσης που τελικά γίνεται περιφερειακή και στη συνέχεια παγκόσμια είναι πολύ γνωστή και αναφέρεται τόσο στη μεγάλη κρίση του 1929 όσο και στην κρίση των χωρών της Ανατολικής Ασίας του 1997. Η μελέτη των δύο περιόδων μάς οδηγεί σε πολλά κοινά συμπεράσματα για τους λόγους της κρίσης, χωρίς να υπονοείται ότι οι κρίσεις είναι ή θα μπορούσαν να είναι όμοιες. Άλλωστε στην ιστορία αυτό που διαβαίνει από μια στροφή του δρόμου σε μια στιγμή του χρόνου ποτέ δεν μπορεί να είναι το ίδιο σε μια επόμενη στιγμή διαβαίνοντας από την ίδια στροφή. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημείο καμπής. Δηλαδή σε ένα σημείο όπου αναστρέφεται η μέχρι σήμερα τάση.
Κοινή πλέον παραδοχή είναι ότι κάθε ημέρα που περνάει όλο και περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες διάλυσης της Ευρωζώνης. Με δεδομένη την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική η Ευρωζώνη σύρεται, θα τολμούσα να πω, με έναν γνωστό από το παρελθόν τρόπο, αργά αλλά σταθερά πίσω από τις αποφάσεις των περιβόητων χρηματοπιστωτικών αγορών οι οποίες αναδεικνύουν κάθε στιγμή τα κενά και τις ελλείψεις που παρουσιάζει από τη γέννησή της η αρχιτεκτονική δομή του ενιαίου νομίσματος. Δεν είναι σκοπός μας να συζητήσουμε ακόμη μια φορά τα σχετικά ζητήματα. Είναι άλλωστε πασίγνωστα και πολυσυζητημένα. Θέλουμε να επικεντρωθούμε αντίθετα σε ορισμένα ζητήματα που σηματοδοτούν την πλήρη αποτυχία της λογικής της δημιουργίας της Ευρωζώνης η οποία, για όσους ενθυμούνται, δημιουργήθηκε για να δράσει ως «θωρακισμένου οχήματος» με στόχο την προστασία των ευρωπαϊκών λαών αλλά και των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης. Τίποτα από τα παραπάνω δεν επιτεύχθηκε. Οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης έχουν επιβάλει ολοκληρωτικά την κυριαρχία τους στον ευρωπαϊκό χώρο και μάλιστα με τόσο αποφασιστικό τρόπο ώστε η άποψη αυτή να μην επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Τα αόρατα δεσμά της παγκοσμιοποίησης δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μπορεί να μην υπάρχει πλέον ο χρυσός κανόνας του περασμένου αιώνα, που έδενε τις εθνικές οικονομίες χειροπόδαρα, αλλά υπάρχει η «άτεγκτη» λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο «αξιολογεί» κατά τρόπο κυνικό τις οικονομικές διεργασίες της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό τον βασικό περιορισμό που επιβάλλει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, η Ε.Ε. δεν μπορεί να τον υπερβεί ώστε να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο λειτουργίας του συστήματος. Βρίσκεται απολύτως υποταγμένη, ανίκανη και εν πολλοίς συμμέτοχη στη δημιουργία του, στη στερέωσή του και στην εξάπλωσή του. Στην Ε.Ε. υπάρχει το εξής παράδοξο: η Γερμανία ως χώρα με υψηλή παραγωγικότητα, με ευρεία παραγωγική βάση τελικών προϊόντων, με τρομακτικά υψηλή τεχνολογία (τα 25 από τα 50 τελικά προϊόντα παγκοσμίως, που έχουν ενσωματωμένη υψηλότατη τεχνολογία, παράγονται στη Γερμανία), μπορεί εξ αντικειμένου να υποστηρίξει ένα ισχυρό και αποθεματικό νόμισμα, κάτι που επιδιώκει με κάθε τρόπο η χρηματοπιστωτική ορθοδοξία και η συγκεκριμένη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Φυσικά αυτή η δυνατότητα της Γερμανίας να υποστηρίζει ένα ισχυρό νόμισμα συνοδεύεται από μακροοικονομική πολιτική που αρθρώνεται σε δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς και από περιορισμένη ανταμοιβή της εργασίας σε σχέση με την παραγωγικότητα. Δηλαδή, η οικονομική λογική της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία μεγεθύνεται πρωτίστως με «ενδογενή» τρόπο ενώ κάνει λελογισμένη χρήση της βοήθειας - χρέους, συνάδει πλήρως με τη λογική της χρηματοπιστωτικής ορθοδοξίας στο μακροοικονομικό επίπεδο: ισορροπημένος προϋπολογισμός, προσαρμοσμένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αμοιβές κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Όμως η επιβολή του ίδιου υποδείγματος σε σειρά χωρών και με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, με στόχο την εξομοίωσή τους με το πρότυπο, όχι μόνο δεν εξισορροπεί το σύστημα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυξάνει εκθετικά την εντροπία του συστήματος, με αποτέλεσμα να επέρχεται γρηγορότερα η πτώση της αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με μια, αν θέλετε, καθοδική μακροχρόνια τάση, η οποία ανιχνεύεται προ πολλού στην ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της μετατόπισης της οικονομικής αλλά και γεωπολιτικής ισχύος ανατολικότερα. Ο υποτιθέμενος στόχος της διατήρησης της ευημερίας των πολιτών της Ε.Ε. όλο και περισσότερο ξεθωριάζει, για να μην πω έχει ξεχασθεί. Είναι πλέον πασιφανές ότι σιγά-σιγά η Ευρώπη αλλάζει μορφή. Όλο και περισσότερο προσομοιάζει προς μια μαζικοδημοκρατία αμερικανικής εμπνεύσεως. Το γνωστό μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό υπόδειγμα πνέει τα λοίσθια, αν δεν έχει ήδη εκπνεύσει βεβαίως με συνειδητή και πολλαπλή παρέμβαση των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Ο Τόκβιλ φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα.
* Ο Κ. Μελάς είναι οικονομολόγος, διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου