Γιάννης Ιωαννίδης
Η κοινωνία τού θεάματος είναι, όπως γνωρίζετε, ο τίτλος ενός βιβλίου που θεωρείται οτι ξεκίνησε να γράφει γύρω στα 1963 ο Γκυ Ντεμπόρ, συνιδρυτής και εξέχον μέλος τής καταστασιακής Διεθνούς, και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1967, λίγο πριν τον περίφημο «Μάη του ΄68».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, το βιβλίο αυτό διατυπώνει μια επαναστατική θεωρία, εντελώς απαραίτητη για όσους «θέλουν πραγματικά να ανατρέψουν μια κατεστημένη κοινωνία»× μια θεωρία, η οποία «εξηγεί σε βάθος αυτή την κοινωνία ή τουλάχιστον δίνει την εντύπωση» οτι το κάνει× και η οποία πέτυχε «να διακηρύξει οτι το ίδιο το κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου είναι κακό, αποκαλύπτοντας την ακριβή του φύση» (Πρόλογος στην τέταρτη ιταλική έκδοση τής Κ.τ.Θ, 1979).
Με άλλα λόγια, ο Γκυ Ντεμπόρ θεωρούσε πως μάς προσέφερε μια πλήρη αλήθεια επί τής ουσίας τού υπάρχοντος κόσμου, και βεβαίως γι’ αυτό τόνιζε πως, όσα έγραφε εκεί το 1967, θα ισχύουν «μέχρι το τέλους αυτού τού αιώνα [τού 20ού] κι ακόμα πιο πέρα» (στο ίδιο) – προφανώς δηλαδή και για το 2004 και για όσο αυτός ο υπάρχων κόσμος και το κέντρο του παραμένουν όρθια.
Αυτό σημαίνει πως η όποια συζήτηση για την επικαιρότητα τής θεωρίας του, οφείλει να τοποθετείται κατ’ αρχήν πάνω σ’ αυτή τη θεμελιώδη αξίωση με την οποία την φόρτισε ο ίδιος ο συγγραφέας της.
Ο Γκυ Ντεμπόρ πέτυχε διάνα; Η θεωρία τού «θεάματος» εξηγεί πράγματι «ικανοποιητικά την κατεστημένη κοινωνία»; Φανερώνει και κατονομάζει την «ακριβή φύση» τού «ίδιου τού κέντρου τού υπάρχοντος κόσμου»; Είναι απαραίτητο ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, ώστε να συζητήσουμε σοβαρά για την «κοινωνία τού θεάματος σήμερα».
Επιπλέον, τα ερωτήματα αυτά, όποια κι αν είναι η τελική μας απάντηση, πρέπει να μάς απασχολούν πάντοτε, εάν δεν θέλουμε «η κριτική έννοια τού θεάματος να εκχυδαϊστεί σε κάποια κενή φόρμουλα τής κοινωνιολογικοπολιτικής ρητορείας, για να εξηγεί και να καταγγείλει αφηρημένα τα πάντα» (Κ.τ.Θ. § 203).
Η προϊστορία τής έννοιας «θέαμα» στη σκέψη τού Γκυ Ντεμπόρ
Για ν’ απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, θεωρώ πως πρέπει να εξετάσουμε τη διαμόρφωση και μετεξέλιξη τής έννοιας «θέαμα» μέσα στη σκέψη τού Ντεμπόρ, διότι ο όρος αυτός εμφανίζεται στη σκέψη του πολύ νωρίτερα από το 1967, νωρίτερα ακόμα κι από το 1963. Μόνο που, τότε, τον συσχετίζει μεν με την κατεστημένη αλλοτρίωση αλλά δεν τού αποδίδει ακόμα την ιδιότητα να κατονομάζει «το ίδιο το κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου».
1957
Πράγματι, το 1957, στην Έκθεση πάνω στην κατασκευή καταστάσεων – κατά κάποιον τρόπο ιδρυτικό κείμενο τής Κ.Δ. --, συσχετίζει άμεσα την «κατασκευή καταστάσεων» με το «θέαμα» ως εξής: «Η κατασκευή καταστάσεων αρχίζει με την κατάρρευση τού σύγχρονου θεάματος. Είναι εύκολο να δει κανείς σε ποιό βαθμό η ίδια η αρχή τού θεάματος – η μη-παρέμβαση – συνδέεται με την αλλοτρίωση τού παλιού κόσμου. Συνεπώς τα πλέον οξυδερκή επαναστατικά πειράματα στο πεδίο τής κουλτούρας πρέπει να αποσκοπούν στο σπάσιμο τής ψυχολογικής ταύτισης τού θεατή με τον ήρωα, ώστε να τον σπρώξουν να δραστηριοποιηθεί προκαλώντας τις ικανότητές του να επαναστατικοποιήσει την ίδια του τη ζωή».
Εδώ το «θέαμα» προσδιορίζεται ως η αρχή τής «μη-παρέμβασης», όπως το 1967 θα κατονομαστεί μεταξύ άλλων και σαν «το αντίθετο τού διαλόγου» (Κ.τ.Θ., § 18). Ναι μεν «συνδέεται με την αλλοτρίωση τού παλιού κόσμου», αλλά δεν φιλοδοξεί να περιγράφει ούτε αυτή την ίδια την αλλοτρίωση επακριβώς ούτε «το ίδιο» το κέντρο τού «παλιού κόσμου». Περιγράφει απλώς την αρχή τής αλλοτρίωσης, που ισχύει για το αποκλειστικό πεδίο τής κουλτούρας.
1960
Το ίδιο συμβαίνει και με το κείμενο Προκαταρκτικές σημειώσεις για τον προσδιορισμό ενός ενιαίου επαναστατικού προγράμματος, που έγραψε ο Ντεμπόρ το 1960 μαζί με τον Πιέρ Κανζουέρ, στέλεχος τής ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Το «θέαμα» αφορά και εδώ στο αποκλειστικό πεδίο τής κουλτούρας.
Διαβάζουμε: «Όλες οι μορφές τής καπιταλιστικής κοινωνίας σήμερα βασίζονται σε τελική ανάλυση στη γενικευμένη και – στο επίπεδο τών μαζών – σταθερή διαίρεση μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών, μεταξύ εκείνων που δίνουν εντολές κι εκείνων που τις εκτελούν […] Έξω από την εργασία [Προσέξτε: έξω από την εργασία], το θέαμα είναι ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Μόνο μέσω τού θεάματος ο λαός αποκτά μια (πλαστοποιημένη) γνώση κάποιων γενικών όψεων τής κοινωνικής ζωής, από τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα έως τούς κυρίαρχους τρόπους συμπεριφοράς και τις ενορχηστρωμένες συνδιασκέψεις τών διεθνών αρχηγών κρατών. Η σχέση μεταξύ δημιουργών και θεατών είναι μόνο μια μετάθεση τής σχέσης μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών».
Το «θέαμα» λοιπόν δεν αφορά, ούτε εδώ, το «κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου» αλλά την κουλτούρα. Είναι ο κυρίαρχος τρόπος σχέσης «έξω από την εργασία», μια μετάθεση στο πεδίο τής κουλτούρας τής διαίρεσης μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών.
1961
Το 1961, στα πλαίσια τής συνεργασίας του με την ομάδα «Εργατική Εξουσία», που είχε προέλθει από το «Σ.ή.Β», ο Ντεμπόρ γράφει το κείμενο Για να κρίνουμε επαναστατικά την τέχνη, με αφορμή την ταινία «Με κομμένη την ανάσα», τού Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που είχε εντυπωσιάσει το κοινό εκείνη την εποχή.
Εκεί, ο Ντεμπόρ επανέρχεται στην έννοια τού «θεάματος» ως εξής: «Τη σχέση ενός θεάματος με τα προβλήματα τής κοινωνίας δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις επιφανειακές σημασιοδοτήσις του, αλλά στο επίπεδο τής λειτουργίας του ως θέαμα».
Αμέσως μετά παραθέτει το απόσπασμα από την Έκθεση…, που προανέφερα, και παρακάτω συνεχίζει: «Η συγγένεια ανάμεσα στην πρωτοκαθεδρία τού θεάματος στην κοινωνική ζωή και την πρωτοκαθεδρία μιάς τάξης διευθυνόντων (που αμφότερες θεμελιώνονται στην αντιφατική ανάγκη μιάς παθητικής συναίνεσης), δεν είναι ένα παράδοξο, μιά παραδοξολογία. Είναι μια εξίσωση γεγονότων, που χαρακτηρίζουν αντικειμενικά το σύγχρονο κόσμο. Εδώ συναντούνται η πολιτιστική κριτική, που αντλεί την εμπειρία της από την αυτοκαταστροφή τής μοντέρνας τέχνης, και η πολιτική κριτική, που αντλεί την εμπειρία της από την καταστροφή τού εργατικού κινήματος από τις δικές του αλλοτριωμένες οργανώσεις».
Το «θέαμα» αφορά λοιπόν, και εδώ, τη σφαίρα τής κουλτούρας και τής πολιτιστικής κριτικής έξω από την εργασία, ενώ η διαίρεση διευθυνόντων-εκτελεστών (θέση τής ομάδας «Σ. ή Β.» από κάμποσα χρόνια πριν) αφορά το πεδίο τής εργασίας και την πολιτική κριτική. Υπάρχει μεν «συγγένεια» και «εξίσωση γεγονότων» μεταξύ τους, αλλά το «θέαμα» δεν κατονομάζεται ως κέντρο ή κεντρικότερο.
Την ίδια χρονιά, στην ομιλία του Προοπτικές για συνειδητές τροποποιήσεις μέσα στην καθημερινή ζωή (Internationale Situationniste, τχ 6), ο Ντεμπόρ γράφει: «Αυτή η κοινωνία τείνει ν’ απομονώνει τους ανθρώπους σαν μεμονωμένους καταναλωτές [προσέξτε: σαν καταναλωτές, δηλαδή και πάλι «έξω από την εργασία»], ν’ απαγορεύει την επικοινωνία. Έτσι η καθημερινή ζωή είναι επίσης ιδιωτική ζωή, τόπος τού διαχωρισμού και τού θεάματος […] το προλεταριάτο οφείλει να απαρνηθεί ο,τιδήποτε υπερβαίνει την καθημερινή ζωή, ή μάλλον ισχυρίζεται οτι την υπερβαίνει: το θέαμα, τις ‘ιστορικές’ λέξεις ή χειρονομίες, το ‘μεγαλείο’ τών διευθυνόντων, το μυστήριο τών εξειδικεύσεων, την ‘αθανασία’ τής τέχνης και την εξωτερική προς τη ζωή σπουδαιότητά της».
Έως εδώ λοιπόν ο Ντεμπόρ δεν θεωρούσε οτι η κοινωνία βασίζεται στο «θέαμα» αλλά στο διαχωρισμό «διευθυνόντων-εκτελεστών» μέσα στην εργασία. Θεωρούσε οτι το «θέαμα» και η κριτική τού θεάματος αφορά την πολιτιστική σφαίρα και τη σφαίρα τής «καθημερινής ζωής», ενώ ο «διαχωρισμός διευθυνόντων-εκτελεστών» και η κριτική του αφορά την πολιτική σφαίρα – τη σύνδεση τών οποίων έθετε σαν ζητούμενο στη βάση τής «συγγένειας» μεταξύ τού πολιτιστικού «θεάματος» και τού «διαχωρισμού διευθυνόντων-εκτελεστών» μέσα στην παραγωγή.
Έτσι, η ίδια η κοινωνία δεν κατονομάζεται ως «κοινωνία τού θεάματος».
1963
Δύο χρόνια αργότερα, το 1963, συναντάμε – αλλά χωρίς καμμιά επεξήγηση – τον όρο «κοινωνία τού θεάματος» στο κείμενο Κυριαρχία τής φύσης, ιδεολογία, τάξεις, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση I.S. (τχ 8) Το κείμενο αυτό, που ασφαλώς συνυπογράφει ο Ντεμπόρ, επαναλαμβάνει το μαρξικό σχήμα περί αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, με τη διευκρίνηση οτι “αυτή η αντίφαση πρέπει τώρα να αναγνωσθεί ως η καταδίκη τής ποταπής και ταυτόχρονα επικίνδυνης ανάπτυξης που επιφυλάσσει για τον εαυτό της η αυτο-ρύθμιση αυτής τής παραγωγής, σε σχέση με τη μεγαλειώδη δυνατή ανάπτυξη που μπορεί να στηριχτεί στην παρούσα οικονομική υποδομή».
Εδώ, στηριγμένοι στο σχήμα τής ομάδας «Σ.ή.Β.» περί «διευθυνόντων-εκτελεστών», οι καταστασιακοί και ο Ντεμπόρ το προεκτείνουν προς τις πιο οικείες τους περιοχές. Πράγματι εξηγούν πως, «προλετάριοι είναι εκείνοι που δεν έχουν καμμιά δυνατότητα να μετασχηματίσουν τον κοινωνικό χωρόχρονο που η κοινωνία τούς δίνει να καταναλώσουν» (ιδέα που ξανασυντάμε στην Κ.τ.Θ., § 114), ενώ «οι διευθύνοντες είναι εκείνοι που οργανώνουν αυτό το χωρόχρονο κι έχουν ένα περιθώριο προσωπικής επιλογής». Μάλιστα, αυτό το διαχωρισμό τον θεωρούν, εδώ, κεντρικό αυτού τού κόσμου: «Με δεδομένη αυτή τη διαίρεση, όλες οι άλλες διαφορές κοινωνικής θέσης πρέπει να θεωρούνται σαν δευτερεύουσες».
Άρα, κεντρικό στον υπάρχοντα κόσμο δεν είναι το «θέαμα» αλλά ο διαχωρισμός μεταξύ «διευθυνόντων-οργανωτών» τού κοινωνικού χωρόχρονου και «εκτελεστών-διευθυνόμενων» καταναλωτών του.
Εκτός αυτού, εκείνο που, στο παραπάνω κείμενο, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για το θέμα που συζητάμε, είναι η σαφής και αποκλειστική σύνδεση τής έννοιας «θέαμα» με την ιδεολογία και την προπαγάνδα.
Αφ’ ενός, με βάση μια ιδέα τού Ραούλ Βανεγκέμ (Βασικές κοινοτοπίες, I.S. τχ 7, 1962), η ιδεολογία προτείνεται εδώ σαν ένα «αναλγητικό, υπνωτικό, ηρεμιστικό» και σαν «ναρκωτικό» -- «το θέαμα είναι ένα ναρκωτικό για σκλάβους», θα διαβάσουμε τρία χρόνια αργότερα. Αφ’ ετέρου, οι καταστασιακοί εξηγούν την αξία ενός βιβλίου τού Ζακ Ελύλ για την προπαγάνδα («περιγράφει την ενότητα τών διαφόρων μορφών παραγωγής εξαρτημένων ανακλαστικών» και « δείχνει οτι αυτή η διαφήμιση-προπαγάνδα είναι κι ένα φάρμακο σε μια κοινωνία σφαιρικά άρρωστη, το οποίο μάς επιτρέπει να ανεχόμαστε την αρρώστεια χειροτερεύοντάς την»), και καταλήγουν: «Οι άνθρωποι είναι σε μεγάλο βαθμό συνένοχοι τής προπαγάνδας, τού κυρίαρχου θεάματος, επειδή δεν θα μπορούσαν να το απορρίψουν παρά αμφισβητώντας ολοκληρωτικά την κοινωνία» (η υπογράμμιση δική μου).
Συνεπώς, έως εδώ, τίποτα δεν μάς επιτρέπει ακόμα να σκεφτούμε πως ο Ντεμπόρ θεωρούσε το «θέαμα» σαν «το ίδιο το κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου». Ίσα-ίσα, η έννοια αυτή εξακολουθούσε να μένει στο πεδίο τής κουλτούρας, τής ιδεολογίας, ή ακόμα πιο περιορισμένα τής διαφήμισης και τής προπαγάνδας.
1966
Έστω όμως οτι το 1963 είναι ακόμη μακρυά από το 1967, και οτι στα μεταξύ τους τέσσερα χρόνια μετεξελίχθηκε η σκέψη τού Ντεμπόρ πάνω στο «θέαμα». Απολύτως θεμιτό. Ωστόσο, όσα έλεγε από το 1957 έως το 1963, τα επαναλαμβάνει ατόφια και το 1966, δηλαδή ένα μόλις χρόνο πριν από την κυκλοφορία τού Η κοινωνία τού θεάματος. Εννοώ βεβαίως το κείμενο Η παρακμή και η πτώση τής θεαματικής-εμπορευματικής οικονομίας, που γράφτηκε από τον ίδιον το Ντεμπόρ, όπως θεωρείται, με αφορμή την εξέγερση στο Λος Άντζελες την προηγούμενη χρονιά (I.S. τχ 10).
Σ’ αυτό το κείμενο μάλιστα ο Ντεμπόρ επεξηγεί για πρώτη φορά εκτεταμμένα τη σχέση μεταξύ «θεάματος» και εμπορεύματος, κι είναι σημαντικό να δούμε πώς το έκανε τότε.
Η εξέγερση εκείνη περιγράφεται ως «εξέγερση [Προσέξτε: όχι κατά τού «θεάματος» αλλά] κατά τού εμπορεύματος, κατά τού κόσμου τού εμπορεύματος και τού εργαζόμενου-καταναλωτή που είναι ιεραρχικά υποταγμένος στα μέτρα και σταθμά τού εμπορεύματος». Πιο συγκεκριμένα, ο Ντεμπόρ θεωρεί πως η εξέγερση στο Λος Άντζελες οφειλόταν στο γεγονός οτι οι Μαύροι τής αμερικανικής κοινωνίας «παίρνουν κατά γράμμα την προπαγάνδα τού σύγχρονου καπιταλισμού, τη διαφήμισή του περί αφθονίας [Προσέξτε: την «προπαγάνδα», τη «διαφήμιση» τού σύγχρονου καπιταλισμού] και γι’ αυτό θέλουν αμέσως όλα αυτά τα εμπορεύματα που δείχνονται και είναι αφηρημένα διαθέσιμα [Προσέξτε: «δείχνονται» και «αφηρημένα διαθέσιμα»], επειδή θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν» (στο ίδιο).
Οπότε: «Οι αμερικανοί Μαύροι είναι το προϊόν τής σύγχρονης βιομηχανίας, όπως και η ηλεκτρονική, τη διαφήμιση, το κύκλοτρον. Φέρουν κι αυτοί τίς αντιφάσεις του. Είναι οι άνθρωποι που ο θεαματικός παράδεισος οφείλει ταυτόχρονα ν’ αφομοιώνει και ν’ απωθεί. Έτσι, μέσω αυτών, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο θέαμα και τη δραστηριότητα τών ανθρώπων φανερώνεται ολοκληρωτικά. Το θέαμα είναι οικουμενικό όπως και το εμπόρευμα. Αλλά επειδή ο κόσμος τού εμπορεύματος θεμελιώνεται πάνω σε μια ταξική αντίθεση, το εμπόρευμα είναι και το ίδιο ιεραρχικό. Η υποχρέωση που έχει το εμπόρευμα, συνεπώς και το θέαμα που πληροφορεί τον κόσμο τού εμπορεύματος [Προσέξτε: «πληροφορεί»], να είναι ταυτόχρονα οικουμενικό και ιεραρχικό, οδηγεί σε μια οικουμενική ιεράρχηση […] Το θέαμα είναι ένα ναρκωτικό για σκλάβους. Δεν εννοεί να το παίρνει κανείς κατά γράμμα, αλλά να το ακολουθεί από κάποια ελάχιστη απόσταση (εάν δεν υπάρχει αυτή η καθυστέρηση, τότε φανερώνεται ο φενακισμός)» (στο ίδιο).
Είναι λοιπόν σαφέστατο οτι ακόμα και έως το 1966 ο Ντεμπόρ, όχι μόνο δεν προσδιορίζει το «θέαμα» ως το «κέντρο τής υπάρχουσας κοινωνίας» αλλά, συγκεκριμενοποιώντας κατά κάποιον τρόπο τις προηγούμενες ιδέες του για το ρόλο τού «θεάματος» στη σφαίρα τής κουλτούρας, το προσδιορίζει κυρίως ως ιδεολογία, προπαγάνδα, πληροφόρηση και διαφήμιση τού κόσμου τού εμπορεύματος και τού καπιταλισμού.
Ελάχιστη σχέση έχουν όλα αυτά με τις διατυπώσεις του στην Κοινωνία τού θεάματος, την αμέσως επόμενη χρονιά, σύμφωνα με τις οποίες το «θέαμα» δεν αφορά αποκλειστικά στο πεδίο τής κουλτούρας, ούτε τής ιδεολογίας και τής προπαγάνδας ή τής πληροφορίας τού κόσμου τού εμπορεύματος, αλλά κάτι πολύ περισσότερο και ουσιαστικότερο, δηλαδή το «ίδιο το κέντρο τής υπάρχοντος κόσμου».
Όπως θα προσπαθήσω να δείξω, αυτή η διαφορά δεν είναι απλώς «εννοιολογικού βάθους» αλλά θέτει ένα καίριο πρόβλημα στην ίδια την έννοια τού «θεάματος», όπως μάς τη δίνει το βιβλίο τού 1967.
Το πρόβλημα τής ντεμπορικής έννοιας «θέαμα»
Συγκεκριμένα:
1. Εάν, όπως μάς λέει ο Ντεμπόρ μεταξύ 1957 με 1966, ο κόσμος μας βασίζεται στη διαίρεση μεταξύ «διευθυνόντων» και «εκτελεστών»×
2. εάν η κεντρική του αντίφαση συνίσταται στο διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που οργανώνουν το χωρόχρονο κι εκείνων που τον καταναλώνουν «παθητικά», δηλαδή χωρίς δυνατότητα να τον μετασχηματίσουν×
3. εάν, συνεπώς, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο υπάρχουν κάποιοι, εκείνοι που τον διευθύνουν και οργανώνουν, οι οποίοι μάλιστα «έχουν ένα περιθώριο προσωπικής επιλογής» πάνω στο πώς θα οργανώσουν τον κοινωνικό χωρόχρονο, αποκλείοντας τον υπόλοιπο κόσμο από αυτή την κεντρική δραστηριότητα×
4. εάν ο όρος «θέαμα» περιγράφει την «αρχή τής μη-παρέμβασης» -- δηλαδή την «αρχή» τής οργανωμένης από κάποιους παρεμπόδισης στους υπολοίπους να «παρέμβουν» στα πράγματα×
5. εάν, έτσι, υπάρχει μεν «συγγένεια αρχής» μεταξύ τού διαχωρισμού διευθυνόντων-εκτελεστών και «θεάματος» αλλά
6. στο επίπεδο τής κεντρικής αντίφασης τού υπάρχοντος κόσμου η «ακριβής φύση» αυτής τής αρχής είναι ο αποκλεισμός,
7. ενώ το «θέαμα» είναι «ένα ναρκωτικό για σκλάβους», δηλαδή η ιδεολογία που «πληροφορεί τον κόσμο τού εμπορεύματος» τυλίγοντας σ’ ένα πέπλο ομίχλης την κεντρική αντίφαση τού υπάρχοντος κόσμου,
τότε είναι προφανές οτι η αρχή και η έννοια τού «θεάματος» δεν περιγράφει όλο τον υπάρχοντα κόσμο, δεν επεξηγεί ικανοποητικά όλη την κατεστημένη κοινωνία, ούτε πολύ περισσότερο το «κέντρο» της.
Πολύ απλά: εάν υπάρχουν σ’ αυτό τον κόσμο κάποιοι που τον διευθύνουν και τον οργανώνουν, έχοντας μάλιστα «ένα περιθώριο προσωπικής επιλογής», τότε αυτοί οι διευθύνοντες-οργανωτές δεν είναι θεατές – ούτε κάν σκλάβοι! Και βέβαια, ο όρος «θέαμα» και «ναρκωτικό για σκλάβους» δεν κατονομάζει τη δραστηριότητά τους, που ασκείται ακριβώς στο κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου, έστω κι αν αυτοί οργανώνουν τον κόσμο έτσι ώστε οι υπόλοιποι άνθρωποι να μην έχουν δυνατότητα παρέμβασης και να καταντούν, έτσι, «θεατές».
Επιπλέον εάν, όπως λέει ο Ντεμπόρ μεταξύ 1957 με 1966, η υπάρχουσα κοινωνία θεμελιώνεται στον αποκλεισμό τής μεγάλης πλειοψηφίας τών ανθρώπων από τις διαδικασίες «οργάνωσης και μετασχηματισμού τής ζωής» τους, τότε είναι επόμενο αυτοί οι αποκλεισμένοι άνθρωποι να βρίσκονται στη θέση τού θεατή ως προς αυτές τις διαδικασίες. Αυτό όμως σημαίνει οτι πρώτα αποκλείονται, δηλαδή στέλνονται στην «κερκίδα» τής ζωής, και έτσι, έπειτα, γίνονται «θεατές» τού υπάρχοντος κόσμου ή «κόσμου τού εμπορεύματος».
Συνεπώς, με βάση αυτά τα δεδομένα:
· το «θέαμα» είναι ένα δευτερεύον αποτέλεσμα τού αποκλεισμού τών ανθρώπων από τίς διαδικασίες οργάνωσης και μετασχηματισμού τής ζωής τους×
· πρωτεύων, άρα κεντρικός στην υπάρχουσα κοινωνία, είναι αυτός ο αποκλεισμός τών «εκτελεστών-σκλάβων» από τούς «διευθύνοντες-κυρίους», με διακυβευόμενο αντικείμενο την οργάνωση και μετασχηματισμό τών συνθηκών ζωής× ενώ
· το «θέαμα» ακολουθεί, έπεται, στη σφαίρα τής κουλτούρας, τής καθημερινής ζωής, τής ιδεολογίας, τής διαφήμισης-προπαγάδας, σαν «πληροφόρηση τού κόσμου τού εμπορεύματος» και «ναρκωτικό για σκλάβους».
Αυτά μάς λένε οι χρήσεις κι επεξηγήσεις τής έννοιας «θέαμα» από τον Ντεμπόρ μεταξύ 1957 με 1966. Κι όλα αυτά συνιστούν, σαφώς, μια πολιτική, άρα θεσμική, σκέψη και τοποθέτηση, η οποία – εάν την ακολουθήσουμε – μάς καλεί να τοποθετηθούμε πρωταρχικά, όχι πάνω στο «θέαμα» αλλά πάνω στον αποκλεισμό.
Ο κόσμος ως «σκηνοθεσία»
Μήπως όμως θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πως η κεντρική δραστηριότητα αυτών τών μη-θεατών και μη-σκλάβων διευθυνόντων-οργανωτών τού κόσμου είναι η «παραγωγή θεάματος», οπότε δικαίως ο Ντεμπόρ θεώρησε πως η έννοια τού «θεάματος» περιγράφει το ίδιο το κέντρο αυτού τού κόσμου;
Ασφαλώς και όχι! Εάν η κεντρική δραστηριότητα τών μη-θεατών και μη-σκλάβων διευθυνόντων-οργανωτών αυτού τού κόσμου συνίσταται στην «παραγωγή θεάματος», τότε η κεντρική αυτή δραστηριότητά τους – η οποία στήνει την υπάρχουσα κοινωνία και συνεπώς αποτελεί το «κέντρο» της -- δεν θα πρέπει να περιγράφεται με τον όρο «θέαμα» αλλά με τον πολύ πιο ακριβή όρο «σκηνοθεσία» … και οι ίδιοι να μην κατονομάζονται πλέον σαν «διευθύνοντες-οργανωτές» απλώς, αλλά σαν «σκηνοθέτες» τού υπάρχοντος κόσμου!
Εάν προσέξουμε τα κείμενα που έγραψε αργότερα ο Γκυ Ντεμπόρ, από τον Πρόλογο στην ιταλική έκδοση τής «Κ.τ.Θ.» το 1979 κι έπειτα, θα δούμε πως αυτή η … φαντασμαγορική ιδέα περί τού κόσμου ως «σκηνοθεσία» και περί «σκηνοθετών» του, όχι μόνον δεν απουσιάζει αλλά αντίθετα επιβάλλεται όλο και περισσότερο! Τι άλλο πράγματι υπονοούν όλες αυτές οι περίπου «συνωμοσιολογικές» απόψεις του που διαβάζουμε εκεί;
Ωστόσο, παρά τη μερική αλήθεια τους – διότι, βεβαίως, συνομωσίες υπήρξαν και υπάρχουν ανέκαθεν, μόνο που δεν φτιάχνουν αυτές την ανθρώπινη ιστορία, είτε προέρχονται από «αντιδραστικούς» είτε από «επαναστάτες» --, αυτές οι ύστερες απόψεις τού Ντεμπόρ είναι άκρως απογοητευτικές. Και θεωρητικά, και πολιτικά, και φιλοσοφικά, και υπαρξιακά ακόμη.
Εάν ο υπάρχων κόσμος χαρακτηρίζεται κεντρικά από το «διαχωρισμό μεταξύ διευθυνόντων-εκτελεστών», αυτοί οι διευθύνοντες και οργανωτές τής ζωής δεν σκηνοθετούν τον κόσμο. Αποκλείουν. Και δεν αποκλείουν εκτοξεύοντας «εικόνες αποσπασμένες από κάθε όψη τής ζωής» και «θεάματα»! Πώς είναι δυνατόν ν’ αποκλειστεί κάποιος από την «οργάνωση και το μετασχηματισμό τής ζωής» του μόνο και μόνον επειδή κάποιοι άλλοι τού σερβίρουν «εικόνες» και «θεάματα»; Εάν οι διευθύνοντες-οργανωτές αποκλείουν, το κάνουν πρωταρχικά με άλλους τρόπους, όπως εκείνοι λ.χ. που περιέγραψε ο Μαρξ στην Πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου. Και αφού αποκλείσουν τούς υπολοίπους, τότε φέρνουν τούς αποκλεισμένους στην «κερκίδα» και στην κατάσταση τού «θεατή». Ε, άμα είσαι στην κερκίδα, θέλεις και πασατέμπο … αλλά δεν είναι ο πασατέμπος που σε βαστάει εκεί! Για το τι τρέχει στην «κερκίδα» έκανε τόση φασαρία ο Ντεμπόρ μιλώντας περί «θεάματος»;
Σ’ αυτή την απογοητευτική σκέψη μάς οδηγεί όμως, εκ τών πραγμάτων, η τοποθέτηση τής έννοιας «θέαμα» αντί τής έννοιας «αποκλεισμός» στο «κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου».
«Η κοινωνία τού θεάματος»
Μήπως όμως την απάντηση σε όλα τα παραπάνω προβλήματα, μάς τη δίνει το θεωρούμενο ως το ώριμο και πιο ολοκληρωμένο έργο του, Η κοινωνία τού θεάματος τού 1967;
Στο βιβλίο αυτό συναντούμε, πράγματι, μια μετεξέλιξη σε σχέση με όλους τούς μέχρι και το 1966 ορισμούς του τής έννοιας «θέαμα». Το κατά πόσον αυτή η μετεξέλιξη είναι και πρόοδος -- δηλαδή αποσαφηνίζει καλύτερα την «ακριβή φύση» τού υπάρχοντος κόσμου -- ή όχι, θα το εξετάσω ευθύς αμέσως.
Τώρα πλέον, στην Κοινωνία τού θεάματος, το «θέαμα» δεν προσδιορίζεται απλώς ως ιδεολογία, έστω και οπτικοακουστική, αλλά ως «υλοποιημένη ιδεολογία»× δεν περιγράφει απλώς τον «τρόπο κατά τον οποίο οργανώνει τη ζωή ο καπιταλισμός», ούτε μόνο την «πληροφορία τού κόσμου τού εμπορεύματος», δηλαδή την «προπαγάνδα» και τη «διαφήμισή» του× δεν είναι πλέον απλώς ένα «ναρκωτικό για σκλάβους», αλλά «παρουσιάζεται σαν η ίδια η κοινωνία, σαν ένα μέρος τής κοινωνίας και σαν όργανο ενοποίησης» (Κ.τ.Θ., § 3).
Βεβαίως, και εδώ το «θέαμα» προσδιορίζεται σε μέγιστο βαθμό ως ιδεολογία και προπαγάνδα. Δεν θα σάς κουράσω με πολλές παραθέσεις αποσπασμάτων. Ας θυμίσω μόνο: «[Το θέαμα] είναι η πανταχού παρούσα επιβεβαίωση τής επιλογής που έχει ήδη γίνει μέσα στην παραγωγή και η αντίστοιχη κατανάλωσή της» (§ 6). « Το θέαμα είναι ο μή-διακοπτόμενος λόγος, που η παρούσα τάξη πραγμάτων επιφυλάσσει για τον εαυτό της, ο εγκωμιαστικός της μονόλογος» (§ 24). «Το θέαμα εκφράζει αυτό που η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να κάνει, μέσα όμως σ" αυτή την έκφραση το επιτρεπτό αντιτίθεται απολύτως στο εφικτό» (§ 25).
«Ο ταυτόχρονα παρών και απών κόσμος, που το θέαμα μάς δείχνει, είναι ο κόσμος τού εμπορεύματος, ο οποίος κυριαρχεί σε ό,τι είναι βιωμένο» (§ 37). «Το θέαμα είναι ένας διαρκής πόλεμος τού οπίου για να μάς αναγκάσει ν΄ αποδεχτούμε την ταύτιση τών αγαθών με τα εμπορεύματα και την ταύτιση τής ικανοποίησης με την επιβίωση» (§ 44).
Ωστόσο, κατά τον Ντεμπόρ, το «θέαμα» είναι τώρα κάτι πολύ περισσότερο από ιδεολογία και προπαγάνδα, κι αυτό υποτίθεται οτι θέλει επί τής ουσίας να μάς πει Η κοινωνία τού θεάματος όταν το τοποθετεί στο «ίδιο το κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου», θεωρώντας οτι περιγράφει «την ακριβή φύση του ».
Πώς όμως στηρίζει κάτι τέτοιο; Πώς είναι δυνατόν το «θέαμα» να είναι κάτι περισσότερο από ιδεολογία-προπαγάνδα, έστω και οπτικοακουστική; Πώς είναι δυνατόν να κατονομάζει και να περιγράφει κάτι περισσότερο από αυτό που συμβαίνει στην «κερκίδα»; Πώς είναι δυνατόν το «κέντρο» τής υπάρχουσας κοινωνίας να είναι το «θέαμα» και όχι ο, εκ μέρους μιάς μειοψηφίας, πρωτεύων και καθοριστικός αποκλεισμός τής μεγάλης πλειοψηφίας τών ανθρώπων από τις διαδικασίες οργάνωσης και μετασχηματισμού τής ζωής τους, δηλαδή από τούς θεσμούς και την παραγωγή θεσμών; Πώς είναι δυνατόν το «θέαμα» να μην είναι πλέον απλώς και μόνον η «πληροφόρηση τού κόσμου τού εμπορεύματος» κι «ένα ναρκωτικό για σκλάβους»; Πώς είναι δυνατόν να κατονομάζει το κέντρο τής υπάρχουσας κοινωνίας;
Λογικά, αυτό είναι δυνατόν μόνον εάν υποθέσουμε οτι όλοι μα όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνον οι «εκτελεστές-οργανωνόμενοι» αλλά και οι «διευθύνοντες-οργανωτές», έχουν περιέλθει στην κατάσταση τού θεατή, στην κατάσταση τού σκλάβου, στην κατάσταση τού ανθρώπου τής κερκίδας τής ζωής. Αυτό είναι δυνατόν εάν υποθέσουμε οτι όλοι μα όλοι οι άνθρωποι αποκλείονται από την οργάνωση και το μετασχηματισμό τής ζωής τους. Με άλλα λόγια, μόνον εάν υποθέσουμε οτι ο διαχωρισμός μεταξύ «διευθυνόντων-οργανωτών» και «εκτελεστών-οργανωνόμενων» έχει πάψει να είναι κεντρικός στην υπάρχουσα κοινωνία, και όλοι μα όλοι έχουν περιέλθει στην κατάσταση τού «θεατή».
Το πρόβλημα αυτό είναι τόσο σαφές, τόσο στη θεωρητική, τη φιλοσοφική όσο και στην πολιτική του διάσταση, που ο Ντεμπόρ δεν μπορούσε βέβαια να το αγνοήσει. Πώς τού απάντησε λοιπόν στην Κ.τ.Θ. ;
Η « οικονομία που αναπτύσσεται για τον εαυτό της »
Η ιδέα μιάς τόσο γενικευμένης και καθολικής «σκλαβιάς», όπως αυτή που εννοούν ρητά οι αξιώσεις τής έννοιας «θέαμα» στην Κ.τ.Θ., δεν μπορεί να στηριχτεί και να υποστηριχθεί παρά με την ιδέα οτι κάποια έξω-ανθρώπινη «δύναμη» έχει επιβληθεί στους ανθρώπους, σε όλους τούς ανθρώπους.
Προσέξτε: αυτό το «έξω-ανθρώπινη» δεν υπονοεί κάποια … εξωγήινη-UFO δύναμη ! Υπονοεί μιά παντελώς μη-συνειδητοποιημένη ή «ασυνείδητη» aντικειμενική απρόσωπη δύναμη, η οποία, επιπλέον, έχει καταλάβει ολόκληρη τη συνείδηση όλων τών ανθρώπων ανεξαιρέτως – όπως το λέει απερίφραστα λ.χ. ο Άνσελμ Γιάπε στο βιβλίο του για τον Ντεμπόρ, μιλώντας περί ολοκληρωτικής κατάληψης τού συνειδητού από την «αφαίρεση».
Βέβαια, ένα καυτό ερώτημα εδώ είναι: εάν έχει υπάρξει τέτοια ολοκληρωτική κατάληψη τού συνειδητού από την ασυνείδητη «αφαίρεση», τότε πώς κάποιοι άνθρωποι, λ.χ. ο Ντεμπόρ ή ο Γιάπε, τη συνειδητοποίησαν; Πώς βρέθηκαν «έξω» από αυτήν, ώστε να την κατονομάζουν και καταγγέλουν; Μυστήριο !
Ας θέσουμε λοιπόν μιά πιο πρωταρχική ερώτηση : ποιά θα μπορούσε άραγε να είναι αυτή η έξω-ανθρώπινη, ασυνείδητη απρόσωπη αντικειμενική «δύναμη» μέσα στην ανθρώπινη ιστορία;
Για ν’ απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, ο Ντεμπόρ καταφεύγει, όπως και ο Μαρξ, σε μια κυρίαρχη επιστημονίζουσα «λαϊκή δοξασία» τού 19ου αιώνα. Αυτή η απρόσωπη αντικειμενική «δύναμη», που σκλαβώνει ανεπίγνωστα τη σύμπασα ανθρωπότητα, «διευθύνοντες» και «διευθυνόμενους», μετασχηματίζοντας την κοινωνία σε « κοινωνία τού θεάματος », είναι η οικονομία.
Ιδού : «Η ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων υπήρξε η πραγματική ασυνείδητη ιστορία, που οικοδόμησε και τροποποίησε τις συνθήκες ύπαρξης τών ανθρώπινων ομάδων σαν συνθήκες επιβίωσης και επέκτασης αυτών τών συνθηκών : η οικονομική βάση όλων τους τών προσπαθειών […] Η οικονομική ανάπτυξη απελευθερώνει τις κοινωνίες από τη φυσική πίεση, που απαιτούσε τον άμεσο αγώνα τους για επιβίωση, αλλά μ' αυτόν τον τρόπο υποτάσσονται στον απελευθερωτή τους» (Κ.τ.Θ § 40).
Έτσι, «το θέαμα υποτάσσει τούς ζωντανούς ανθρώπους στο μέτρο που η οικονομία τούς έχει ολοκληρωτικά καθυποτάξει. Δεν είναι τίποτε άλλο από την οικονομία που αναπτύσσεται για τον εαυτό της» (Κ.τ.Θ. § 16). Το «θέαμα» είναι «η νίκη τής αυτόνομης οικονομίας» (Κ.τ.Θ. § 51).
Να λοιπόν πώς θεμελιώνεται το «θέαμα», ως το «κέντρο τής υπάρχουσας κοινωνίας» και «καθολική» αλλοτρίωση.
Η βιολογικοποίηση τού κοινωνικοπολιτικού
Αυτή η επιστημονίζουσα «λαϊκή δοξασία» τού 19ου αιώνα περί «οικονομίας» εξακολουθούσε στα χρόνια και στους κύκλους τού Γκυ Ντεμπόρ – και σήμερα ακόμα -- να είναι τόσο βαθιά, που το περί «θεάματος» οικοδόμημα, το οποίο όπως είδαμε στήριξε σε αυτήν, μοιάζει πράγματι αριστοτεχνικό και ακλόνητο. Δεν είναι όμως αριστοτεχνικό κι ακλόνητο επειδή εμβαθύνει όντως στα πράγματα, αλλά επειδή στηρίζει τα επιχειρήματά του σε μια ευρέως διαδεδομένη κι αποδεκτή «λαϊκή δοξασία». Ας την παρακολουθήσουμε.
Πράγματι, για να δικιολογηθεί η παντοκρατορία τής οικονομίας, και άρα τού «θεάματος», πάνω στούς ανθρώπους, η ιδέα περί «ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων» προβλήθηκε έως το απώτατο παρελθόν τής ανθρωπότητας. Έτσι θεμελιώθηκε η υπόθεση οτι υπήρξε κάποτε ένα «σημείο μηδέν», ένα σημείο μηδενικής ανάπτυξης τών ασυνείδητων, αντικειμενικών κι απρόσωπων «παραγωγικών δυνάμεων», ένα σημείο «πρωταρχικής υλικής ή φυσικής σπάνης» κατά το Μαρξ, το οποίο ακολούθησε αναγκαία μια περαιτέρω «αυτόματη», δηλαδή εξίσου ασυνείδητη-αντικειμενική-απρόσωπη επαύξησή τους. Έτσι η ιστορία θεμελιώθηκε σαν μια πρόοδος αυτής τής επαύξησης έως την τελική «αφθονία», υποτιθέμενο θεμέλιο ενός επίγειου παραδείσου. Έστω κι αν αυτή η «πρόοδος» εμπεριέχει συγκρούσεις (ταξικές, κ.α.), αυτή προηγείται ως «οικοδόμημα»× αυτές έπονται, ως «μορφή» ή «εποικοδόμημα».
Σ’ αυτό το γραμμικό ποσοτικό σχήμα περικλείστηκε ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία ή «προϊστορία», και ο σκοπός και το νόημά της× και σ’ αυτό στηρίζει τα επιχειρήματά του και ο Ντεμπόρ όταν ορίζει το «θέαμα» ως τη στιγμή τής πλήρους «αυτονόμησης τής οικονομίας», ως «νίκη τής αυτόνομης οικονομίας».
Ωστόσο, από το δεκαετία τού 1960 κι έπειτα, τα πορίσματα τής σύγχρονης εθνολογίας και ανθρωπολογίας υπήρξαν συντριπτικά γι’ αυτή τη λαϊκή δοξασία. Δεν έχω εδώ το χρόνο ν’ αναφερθώ διεξοδικότερα στο εμπεριστατωμένο έργο εκείνων τών εθνολόγων και ανθρωπολόγων που κλόνισαν συθέμελα τις μαρξιστικές – και κατ’ επέκταση ντεμπορικές – ιδέες περί «οικονομίας». Θ’ αναφέρω μόνο το Πολιτισμός και πρακτικός λόγος, τού Μάρσαλ Σάλινς, το Βία και ιερό, τού Ρενέ Ζιράρ, και βέβαια το Η αρχαιολογία τής βίας. Ο πόλεμος στις πρωτόγονες κοινωνίες, τού Πιέρ Κλαστρ.
Εκείνο που κατέδειξαν όλοι αυτοί, είναι κατ’ αρχήν πως ουδέποτε «η ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων υπήρξε η πραγματική ασυνείδητη ιστορία, που οικοδόμησε και τροποποίησε τις συνθήκες ύπαρξης τών ανθρώπινων ομάδων σαν συνθήκες επιβίωσης και επέκτασης αυτών τών συνθηκών », όπως ισχυριζόταν ο Ντεμπόρ.
Κατέδειξαν επίσης οτι η περίφημη «επιβίωση», δεν υπήρξε ούτε «συνειδητό» ούτε κι «ασυνείδητο» μέλημα τών πρωτόγονων κοινωνιών. Ο Πιέρ Κλαστρ, για παράδειγμα, αποδεικνύει πως, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο και μάλιστα όπως το επικαλείται ο Ντεμπόρ και οι μαρξιστές γενικότερα, τότε η πρωτόγονη κοινωνία δεν θα ξόδευε τόσο αφειδώς τις δυνάμεις της στο πόλεμο, όπως δείχνουν όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα. Πολύ δε περισσότερο που δεν πολεμούσαν διεκδικώντας «υλικά αγαθά», π.χ. για το ποιός θα φάει πρώτος το αγριογούρουνο, αλλά για λόγους που ανήκουν σε μια εντελώς άλλη τάξη πραγμάτων : στην επιβεβαίωση και διατήρηση τής «πολιτικής» αυτονομίας τους, δηλαδή στην επιβεβαίωση τών θεσμών-δεσμών τους.
Τέλος, σε συνάρτηση με αυτό, εκείνο που κατέδειξαν πληθωρικά οι σύγχρονοι αυτοί εθνολόγοι και ανθρωπολόγοι, είναι οτι όλη αυτή η δοξασία περί «οικονομίας», «ικανοποίησης τών υλικών αναγκών», «επιβίωσης» (με τα συμπαρομαρτούντα τους περί «ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων», κ.ο.κ.), συνιστούν μια επαίσχυντη απόπειρα βιολογικοποίησης τού κοινωνικού και τού πολιτικού -- αυτήν ακριβώς τη βιολογικοποίηση που υπάρχει στην Κοινωνία τού θεάματος και που ο Άνσελμ Γιάπε, στα βήματα τού Μπορντίγκα, τράβηξε στα άκρα της ισχυριζόμενος οτι, τελικώς, οι ιδέες τού Ντεμπόρ παρέχουν «τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα για το απελευθερωτικό σχέδιο : για πρώτη φορά μπορεί να κινητοποιήσει προς όφελός του το ένστικτο τής επιβίωσης» (Γκυ Ντεμπόρ, σελ. 187).
Αυτή την απόπειρα βιολογικοποίησης τού κοινωνικο-πολιτικού την αποκάλεσα ακριβώς επαίσχυντη, διότι όλες αυτές οι δοξασίες περί «οικονομίας» τυλίγουν το κοινωνικό-πολιτικό-θεσμικό ζήτημα με τον αδιαπέραστο μανδύα μιάς «τυφλής μοίρας», κι αυτό ανεξάρτητα από το εάν κάποιος την αποδέχεται παθητικά ή επιδιώκει να τη γκρεμίσει εξεγερτικά.
Η θεωρία τού «θεάματος» σαν ομίχλη
Αντίθετα από αυτές τις δοξασίες τού 19ου αιώνα, πρέπει να γνωρίζουμε πως «η ανθρώπινη κοινωνία δεν ανήκει στη φυσική αλλά στην πολιτισμική τάξη× η ανθρώπινη κοινωνία εκδιπλώνεται στο σύμπαν τού κανόνα και όχι στο σύμπαν τής ανάγκης× στον κόσμο τού θεσμού και όχι στον κόσμο τού ενστίκτου» (Πιέρ Κλαστρ, Η αρχαιολογία τής βίας).
Αυτό άλλωστε μπορεί να γίνει κατανοητό και από μια φράση τού ίδιου τού Μαρξ, την οποία ωστόσο άφησε ανεκμετάλλευτη: «Παράγοντας, οι άνθρωποι δεν σχετίζονται μόνο με τη φύση. Δεν παράγουν παρά εφόσον συνεργαστούν μ’ έναν ορισμένο τρόπο και ανταλλάξουν τις δραστηριότητές τους» (Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, 1849). Ανάλογα είπε και στη Γερμανική ιδεολογία, αλλά ούτε κι ο ίδιος τα άκουσε.
Τι σημαίνει αυτό εάν δεν το δούμε με το μάτι τών «οικονομικών» δοξασιών; Σημαίνει οτι, ακόμα και για ν’ αντιμετωπίσουν τη «φυσική πίεση» (που λέει ο Ντεμπόρ), οι άνθρωποι οφείλουν πρωτίστως να συνεργαστούν, δηλαδή να οργανωθούν αναμεταξύ τους ως άνθρωποι. Σημαίνει δηλαδή οτι, στον άνθρωπο, ακόμα και η ικανοποίηση τής πείνας, περνάει από τον κόσμο τών θεσμών-δεσμών και τής πολιτισμικής τάξης – όχι από τον κόσμο τής ανάγκης και τού ενστίκτου. Σημαίνει πως η ποιότητα μιάς ανθρώπινης κοινωνίας δεν συναρτάται με το «επίπεδο ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων» και τής «οικονομίας» της, αλλά με την ποιότητα τών θεσμών-δεσμών που έχει διαπλάσει και διαπλάθει.
Πού λοιπόν βρίσκεται ο κόσμος τών θεσμών, το θεσμικό ζήτημα, μέσα στη ντεμπορική θεωρία τού «θεάματος», κατά την οποία «η οικονομία» και η «ασυνείδητη ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων» μάς έχει «ολοκληρωτικά καθυποτάξει»; Δεν βρίσκεται πουθενά! Τα πάντα είναι «θέαμα» ή, αργότερα, τα πάντα είναι «σκηνοθεσία»! Το πώς ακριβώς πραγματοποιείται, θεσμικά-κοινωνικά-πολιτικά, ο αποκλεισμός τών ανθρώπων από την οργάνωση και το μετασχηματισμό τής ζωής, τυλίγεται κάτω από ένα πέπλο ομίχλης εντυπωσιακών λέξεων και συνθηματολογικών φράσεων.
Έτσι όμως η Κοινωνία τού θεάματος δεν αποκαλύπτει την «ακριβή φύση» τού υπάρχοντος κόσμου, αλλά μάλλον την προδιάθεση και λειτουργία τού ίδιου τού Ντεμπόρ ως διανοουμένου-δημαγωγού, δηλαδή ενός ανθρώπου που ανακατεύει ποικίλες ιδεολογικές κατασκευές και δοξασίες σε ένα αμάλγαμα με αξιώσεις απόλυτης αλήθειας, ώστε να παράσχει στις μάζες οδοδείκτες για εύκολο προσανατολισμό.
Επικοινωνία, διάλογος, γιορτές και καταστάσεις
Αυτό θα γίνει ίσως ακόμα πιο σαφές, εάν παρατηρήσουμε το εξής: τυλίγοντας τον κόσμο τών θεσμών-δεσμών με την ομίχλη τού «θεάματος», ο Ντεμπόρ άφησε κατά κάποιον τρόπο ορφανά και αδικαίωτα, μέσα στο βιβλίο του, όλα όσα έλεγε κι εκεί και αλλού περί «επικοινωνίας», «διαλόγου», «γιορτής» και «κατασκευής καταστάσεων» -- και δίνοντας έτσι το δικαίωμα στον Άνσελμ Γιάπε να τα πετάει όλ’ αυτά διαμιάς στον κάλαθο τών αχρήστων σαν «οντολογικές» κι «αριστερίστικες» παραφυάδες και παρεκλίσεις.
Πράγματι, εάν και για όσο η οικονομία συνιστά «ασυνείδητα» τη «βάση» τών ανθρώπινων προσπαθειών στην ιστορία, τότε η μόνη επικοινωνία, ο μόνος διάλογος και οι μόνες «καταστάσεις» που αξίζουν κι έχουν νόημα, είναι ασφαλώς εκείνες που μάς βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε αυτή την «ασυνείδητη βάση». Να συνειδητοποιήσουμε όμως τι; Οτι οι ανθρώπινες κοινωνίες και προσπάθειες καθορίζονται από τη «φυσική πίεση» και την «επιβίωση»; Να συνειδητοποιήσουμε οτι μάς λείπουν οι επαρκείς «υλικοτεχνικές υποδομές»; Μα τότε, τό μόνο που μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτή τη συνειδητοποίηση είναι να παλέψουμε για την … «πλέρια ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων», ούτως ώστε να απαλλαγούμε από τη «φυσική πίεση» και την «επιβίωση». Κοντολογίς, η δικαίωση τής «επικοινωνίας», τού «διαλόγου», τής «γιορτής» και τών «καταστάσεων» βρίσκεται έξω από αυτές, …στις αντικειμενικές κι απρόσωπες υλικοτεχνικές «υποδομές». Ζήτω η βιομηχανία κι ο σταχανοβισμός!
Ο μόνος λόγος που ο Ντεμπόρ δεν υιοθετεί αυτό το σύνθημα, είναι – εκτός από τη δηλωμένη απέχθειά του για την εργασία βεβαίως – οτι θεωρεί πως οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν πλέον αναπτυχθεί τόσο πολύ, ώστε μπορούμε λ.χ. να φτιάχνουμε «καταστάσεις» χωρίς να νοιαζόμαστε για μια περαιτέρω ανάπτυξή τους. Έτσι όμως, παρά τα φαινόμενα, η δικαίωση τής «κατασκευής καταστάσεων», τής επικοινωνίας και τού διαλόγου, τοποθετείται και πάλι έξω από αυτές – στην «αυτοματοποίηση».
Τοποθετώντας στο κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου το «θέαμα», αντί τού αποκλεισμού, και μάλιστα το «θέαμα» ως «θρίαμβο τής αυτόνομης οικονομίας», ο Ντεμπόρ – όπως και ο Μαρξ – αφ’ ενός μεν βιολογικοποίησε κι έκανε έτσι αδιαπέραστο το μόνο πραγματικά «κεντρικό» ζήτημα τού κόσμου, το ζήτημα τής πολιτισμικής τάξης και τών θεσμών. Αφ’ ετέρου, άφησε έτσι αδικαίωτο, τόσο στο παρελθόν όσο και στο σήμερα, όλο εκείνο το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο κομμάτι τής καταστασιακής και γενικά τής ανθρώπινης εμπειρίας, που έχει να κάνει άμεσα με το κεντρικό ζήτημα τής πολιτισμικής τάξης και τών θεσμών-δεσμών και την ποιότητά τους, με τα οποία συναρτάται η ποιότητα και το νόημα τής «επικοινωνίας», τού «διαλόγου» και τής «γιορτής».
Έτσι όμως άφησε αδικαίωτη και κάθε προσπάθειά μας να βρούμε, να ελέγξουμε και να στηρίξουμε την ποιότητα και το νόημα τών συναντήσεών μας, τών συζητήσεών μας, τών συνεργασιών μας, ακόμα κι αυτής εδώ τής συνάθροισης ετούτη τη στιγμή.
Ο κόσμος σαν έρμαιο και σαν φάντασμα
Αυτή η τόσο άδοξη κατάληξη τής τόσο πολλά υποσχόμενης ντεμπορικής θεωρίας τού «θεάματος» – κατάληξη που συνδέεται άλλωστε άμεσα με το γεγονός οτι αυτή η θεωρία κατάντησε εν πολλοίς, παρά τις προειδοποιήσεις τού Ντεμπόρ, να εκχυδαϊστεί σε μια «κενή φόρμουλα κοινωνιολογικοπολιτικής ρητορείας για να εξηγήσει και να καταγγείλει αφηρημένα τα πάντα» (Κ.τ.Θ. § 203) --, φέρνει στην επιφάνεια ένα πραγματικά καυτό ζήτημα, που έχει να κάνει με όλες τις διανοητικές θεωρητικοποιήσεις αυτού τού είδους.
Το ζήτημα αυτό έχει να κάνει άμεσα με την ανάγκη αυτών τών θεωρητικοποιήσεων να παράσχουν μια ακλόνητη θετική-αντικειμενική-απρόσωπη αλήθεια, δηλαδή εύκολους οδοδείκτες για τις λαϊκές μάζες.
Για το σκοπό αυτό, ετούτες οι θεωρητικοποιήσεις, κατά τρόπο ανάλογο τής αστρολογίας, προτείνουν και θεμελιώνουν την ιδέα οτι:
· ο κόσμος, η ζωή και η ιστορία δεν είναι, «σε τελική ανάλυση», παρά έρμαιο κάποιων απρόσωπων αντικειμενικών δυνάμεων, μεταξύ τών οποίων εξέχουσα θέση κατέχει, από το 19ο αιώνα κι έπειτα, η επιστημονικοφανής «οικονομία» (όπως παλιότερα τα «άστρα)×
· οι σκέψεις μας, οι αγωνίες μας, οι συναντήσεις μας, οι συζητήσεις μας, οι συνεργασίες μας, οι καταστάσεις μας και οι γιορτές μας, δεν είναι παρά εν πολλοίς παραπλανημένες «υπερδομές» ή «εποικοδομήματα» αυτών τών απρόσωπων αντικειμενικών «υποδομών», … δηλαδή «πράγματα» αδικαίωτα×
· ουσιαστικά, αυτό που έχουμε να σκεφτούμε και να κάνουμε, αυτό για το οποίο έχουμε να αγωνιούμε σαν άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων, δεν βρίσκεται στην ποιότητα τών θεσμών-δεσμών μας αλλά σε κάποιες τις απρόσωπες αντικειμενικές «υπερδομές», δηλαδή
· στη «συνειδητοποίησή» τους, είτε τις ονομάζουμε «άστρα», είτε «επίπεδο ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων», είτε «αυτόνομη οικονομία» και «θέαμα».
Έτσι όμως, και παρά τα φαινόμενα, δεν τίθεται ουσιαστικά ζήτημα αλλαγής τού κόσμου. Αντίθετα, το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι, είτε ν’ αποδεχτούμε ολοκληρωτικά τον κόσμο, είτε να τον απορρίψουμε ολοκληρωτικά. Αλλά ένας κόσμος που θα πρέπει είτε να τον αποδεχτείς ολοκληρωτικά είτε να τον απορρίψεις ολοκληρωτικά, δεν είναι πλέον ένας πραγματικός, ζωντανός κόσμος. Είναι μια φαντασμαγορική ιδέα περί τού κόσμου, ένας κόσμος-φάντασμα.
Δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ στις μανιχαϊστικές και γνωστικιστικές καταβολές αυτού τού τρόπου σκέψης και αντίληψης τού κόσμου, τής ιστορίας και τής ζωής. Εκείνο που θα υπογραμμίσω μόνον, είναι οτι, έτσι και παρά τα φαινόμενα, δεν τίθεται ουσιαστικά ζήτημα ούτε αλλαγής τού εαυτού μας, δηλαδή «κριτικής τής καθημερινής ζωής» όπως έλεγαν οι πρώτοι καταστασιακοί. Αντίθετα, τό μόνο ζήτημα που τίθεται σ’ αυτό το επίπεδο είναι, είτε ν’ αποδεχτούμε ολοκληρωτικά τον εαυτό μας, είτε να τον απορρίψουμε ολοκληρωτικά.
Συγκεκριμένα μάλιστα, εκείνο που παρατηρούμε στην περίπτωση συναρπαγής από τέτοιου είδους θεωρητικοποιήσεις είναι, μια ολοκληρωτική απόρριψη τού εαυτού στην περίπτωση ολοκληρωτικής αποδοχής τού κόσμου, και μια ολοκληρωτική αποδοχή τού εαυτού σε περίπτωση ολοκληρωτικής απόρριψης τού κόσμου. Ο «αυτο-πανηγυριζόμενος» Γκυ Ντεμπόρ υπήρξε ασφαλώς το υπόδειγμα αυτής τής δεύτερης εκδοχής.
Μόνο που, ένας εαυτός που θα πρέπει είτε να τον αποδεχτείς ολοκληρωτικά είτε να τον απορρίψεις ολοκληρωτικά, δεν είναι ένας πραγματικός, ζωντανός εαυτός, με πνεύμα, σάρκα και οστά. Είναι μια φαντασμαγορική ιδέα περί εαυτού, ένας εαυτός-φάντασμα, ένας εαυτός που είτε θα πρέπει να τσαλακώσεις σαν παλιόχαρτο άνευ αξίας προς χάριν τής ολοκληρωτικής αποδοχής τού κόσμου-φάντασμα, είτε θα πρέπει ν’ αποθαυμάσεις σαν άλλο «πορτραίτο τού Ντόριαν Γκρέι» προς χάριν τής ολοκληρωτικής απόρριψης τού κόσμου-φάντασμα.
Επίλογος
Τι μπορούμε λοιπόν, έπειτα απ’ όλα αυτά, να πετάξουμε και τι να συγκρατήσουμε για το θέμα μας «η κοινωνία τού θεάματος σήμερα»;
Κατά τη γνώμη μου, και με βάση όσα σάς είπα, θα πρέπει να πετάξουμε το βιβλίο Η κοινωνία τού θεάματος και τη θεωρία τού «θεάματος» που μάς προτείνει. Δεν επεξηγεί ικανοποιητικά την κατεστημένη κοινωνία, δεν αποκαλύπτει το κέντρο τού υπάρχοντος κόσμου, δεν κατονομάζει την ακριβή φύση του, δεν πρόκειται καν περί αληθινής θεωρίας, αλλά περί απλής συνθηματολογίας, με μόνη έγνοια την παροχή εύκολων οδοδεικτών για τις λαϊκές μάζες.
Μπορούμε όμως να συγκρατήσουμε εκείνα που ο Γκυ Ντεμπόρ προσπάθησε να πει για το «θέαμα» στις προηγούμενες απόπειρές του, όταν εστίαζε ακόμη στο ζήτημα τού αποκλεισμού.
Μπορούμε να συγκρατήσουμε οτι, εστιάζοντας στο ζήτημα τού αποκλεισμού – δηλαδή στο ζήτημα τής σχέσης κάθε ανθρώπου ή ομάδας με το Άλλο --, είναι δυνατόν να ξανα-εστιάσουμε στο κατ’ εξοχήν ανθρώπινο ζήτημα τής πολιτισμικής τάξης και τών θεσμών-δεσμών.
Μπορούμε ακόμα να συγκρατήσουμε οτι, ξανα-εστιάζοντας εκεί, δεν έχουμε τίποτε να πάρουμε από τον Ντεμπόρ τού 1967 κι εντεύθεν αλλά έχουμε ίσως κάτι να πάρουμε από τον Ντεμπόρ τού 1957 και τού 1963, τον Ντεμπόρ που απασχολούνταν ακόμα με το ζήτημα τής «επικοινωνίας», τού «διαλόγου», τής «γιορτής» και τής «κατασκευής καταστάσεων».
Μπορούμε επίσης, ξανασκύβοντας σ’ εκείνες τις πρώτες απόπειρες τού Ντεμπόρ και τών καταστασιακών, να δούμε όχι μόνο πόσο αδικαίωτες έμειναν στη συνέχεια από τον ίδιο, αλλά και πόσο πρωτόλειες, αδούλευτες κι αποσπασματικές υπήρξαν και παρέμειναν ουσιαστικά.
Τέλος μπορούμε, ξαναεστιάζοντας στο θεσμικό ζήτημα τού «αποκλεισμού», ν’ αναρωτηθούμε εάν είναι ποτέ δυνατόν να το επιλύσουμε υιοθετώντας σκέψεις, ιδέες, οργανωτικές μορφές και πρακτικές κάθε λογής (κι ανεξάρτητα από το επαναστατικό ή μη ιδεολογικό τους περίβλημα) που διαιωνίζουν τον αποκλεισμό, αντικαθιστώντας κάποιες παλιότερες μορφές του με κάποιες άλλες, νεότερες και … επαναστατικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου