Η κρίση στην περιφέρεια της Ευρωζώνης αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή της. Είναι μια κρίση που αναδύθηκε όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 εξέθεσε την ελαττωματική αρχιτεκτονική του συστήματος του ευρώ με την ενεργοποίηση της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ελλάδα, αλλά έχει ήδη αποδειχθεί πιο απειλητική ακόμα και από την ίδια τη χρηματοπιστωτική κρίση: υπονομεύει ολόκληρο το θεμέλιο της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, αυξάνει επικίνδυνα το χάσμα μεταξύ βόρειων και νότιων ευρωπαϊκών οικονομιών, διαμορφώνει πολιτικές ευκαιρίες για εξτρεμιστικές πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις, και δημιουργεί σοβαρές απειλές για την παγκόσμια ανάκαμψη.
Ωστόσο, παρά τις επιμέρους υποχωρήσεις προς τους νότιους στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 28-29 Ιουνίου, η Γερμανία και οι θεσμικοί ηγέτες της Ε.Ε. δεν φαίνεται να πτοούνται από αυτούς τους κινδύνους. Προφανώς πεπεισμένοι ότι η ασωτία βρίσκεται στη ρίζα της κρίσης, δείχνουν να είναι ικανοποιημένοι τα δύο τελευταία χρόνια με το να κατηγορούν τους Έλληνες και τους μεσογειακούς λαούς γενικότερα για το χάος στην περιφέρεια της Ευρώπης αλλά και πεπεισμένοι ότι η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας είναι άκρως αναγκαία για τη σταθεροποίηση της κρίσης. Tο νέο γερμανο-εμπνευσμένο δημοσιονομικό σύμφωνο είναι η τελευταία ένδειξη του πόσο διεστραμμένη είναι η σημερινή νοοτροπία της οικονομικής πολιτικής που κυριαρχεί στην Ευρωχώρα. Γι' αυτό και η κατάρρευση του σημερινού ευρωσυστήματος είναι πλέον ζήτημα χρόνου.
Παρόλα αυτά, η κρίση στην περιφέρεια της Ευρωζώνης μπορεί να υποδηλώνει ότι πιο συγκεκριμένες διαδικασίες βρίσκονται σε λειτουργία από την κακή αρχιτεκτονική σύλληψη του ευρωσυστήματος και τις ανισορροπίες που προέκυψαν από του υποκείμενους μηχανισμούς. Εξετάζοντας λεπτομερώς την κατάσταση, διαπιστώνεται ότι πίσω από τη σημερινή κρίση στον ευρωπαϊκό νότο υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ πολιτικών καθεστώτων, κοινωνικών πολιτικών και του εθνικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος -- αλλά όχι με τον τρόπο που συνήθως παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, και τους απανταχού νεοφιλελεύθερους τσαρλατάνους. Αντί υπερβολικά γενναιόδωρων καθεστώτων, έχουμε κυβερνήσεις που επί δεκαετίες επεδίωκαν επιθετικά την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ενώ υστερούσαν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη σε ανθρώπινες και κοινωνικές υπηρεσίες, σε επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης, σε προγράμματα απασχόλησης, σε επιδόματα ανεργίας, στη συλλογή των κρατικών εσόδων, κοκ. Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη, οι συνολικές κυβερνητικές πολιτικές σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της κρίσης στη νότια Ευρώπη, ήταν οπισθοδρομικές παρά προοδευτικές.
Εν ολίγοις, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης είναι οικονομικής φύσεως, αλλά έχουν πολιτικές ρίζες.
Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι χώρες που δεν υπάγονται στον αστερισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και οι πολιτικές που ακολούθησαν από την ανάδυσή τους ως κοινοβουλευτικές δημοκρατίες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (και οι τρεις χώρες έχουν μακρά παράδοση αυταρχικής διακυβέρνησης) είναι αρκετά οπισθοδρομικές σε σύγκριση με άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ακόμη και η εφαρμογή των μέτρων σκληρής λιτότητας που έχουν επιβληθεί σήμερα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία αποτελούν μέρος της συνέχισης των αντιδραστικών πολιτικών που ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης αυτών των αυταρχικών κρατικο-καπιταλιστικών καθεστώτων. Δεδομένου ότι εντάχθηκαν αρκετά αργά στην τροχιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της δημοκρατικής νομιμοποίησης, δεν ανέπτυξαν ποτέ ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και οι παθολογίες του λαϊκισμού (η διάδοση των εύκολων λύσεων για δύσκολα προβλήματα), η «στασιμότητα» (αντίδραση στην αλλαγή ώστε τα οργανωμένα συμφέροντα να μπορούν να απολαμβάνουν ορισμένα διαστρεβλωμένα προνόμια), και το σύνδρομο του «ανήθικου οικογενειασμού» διαμόρφωσαν την πολιτική κουλτούρα.
Η νότια Ευρώπη εμφανίζει, επίσης, πολύ μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες από τον βορρά. Δεκαετίες ολόκληρες σοσιαλιστικής εξουσίας απέτυχαν να διαμορφώσουν τα απαραίτητα προγράμματα επανακατάρτισης και επαγγελματικής εκπαίδευσης που είναι τόσο διαδεδομένα και καλά χρηματοδοτούμενα στη βόρεια Ευρώπη, παρά τα επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας που παραδοσιακά αντιμετωπίζουν οι χώρες αυτές. Ο λόγος γι' αυτό οφείλεται στο ότι τα καθεστώτα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία έβλεπαν το πρόβλημα της ανεργίας μέσα από το πρίσμα της εκλογικής διαδικασίας, και η φροντίδα των πιστών των κομμάτων ήταν πάντα η πρώτη προτεραιότητα.
Οι εθνικές οικονομικές στρατηγικές δεν είχαν χώρο στο σύμπαν της νότιας ευρωπαϊκής πολιτικής, τη θέση των οποίων είχε καταλάβει η «λατρεία του αρχηγού», όπως στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, του Μάριο Σοάρες στην Πορτογαλία, και του Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία. Όσον αφορά τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας στη νότια Ευρώπη, η κρατική χρηματοδότησή τους ήταν πενιχρή, αλλά αυτό ήταν μέρος μιας ευρύτερης προσέγγισης στη χάραξη πολιτικής. Οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες ήταν συνήθως πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., η φοροδιαφυγή ήταν εθνικό χόμπι, και η συλλογή των κρατικών εσόδων για τις τρείς παρίες της σοσιαλδημοκρατίας υστερούσε σημαντικά από τα επίπεδα συλλογής κρατικών εσόδων στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, αντανακλώντας με αυτό τον τρόπο την οργανική φύση των πολιτικών διασυνδέσεων μεταξύ κράτους, οικονομικής ελίτ, και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Και στις τρεις χώρες, τα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται στην εξουσία για όλη τη δεκαετία του 1980 και για τη μεγαλύτερη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000 (στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ανέρχεται στην εξουσία μέσα στη δεκαετία του 1970). Αλλά η διάκριση μεταξύ σοσιαλιστικών και συντηρητικών κομμάτων στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία αρχίζει ήδη να καταρρέει από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Στην Πορτογαλία, ο «σοσιαλιστής» Σοάρες αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει στη χώρα του στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με άνοιγμα προς το ΔΝΤ, καθιστώντας την Πορτογαλία την πρώτη χώρα μέλος του ΟΟΣΑ που ασπάζεται το Δόγμα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και υιοθετεί τη θεραπεία-σοκ του Μίλτον Φρίντμαν και των οικονομολόγων της Σχολής του Σικάγο (και δείχνοντας ταυτόχρονα και το μέλλον του «σοσιαλισμού στη Νότια Ευρώπη!). Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που προωθεί ο Γκονζάλες στην Ισπανία από το τέλος της δεκαετίας του 1980 έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνο της Θάτσερ στη Βρετανία, με τους Ισπανούς σοσιαλιστές να μετατρέπονται ουσιαστικά στη Νέα Δεξιά. Στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ ξεκινά τη σταδιακή υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού από το 1985, καταλήγοντας τελικά επί εποχή Σημίτη από ένα αμιγώς κλεπτοκρατικό λαϊκίστικο κόμμα σε ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα που διακηρύσσει τις αρετές της ελεύθερης αγοράς, ενώ συνεχίζει τις πρακτικές της μαζικής διαφθοράς μέσω της κρατικής εξουσίας.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα κυβέρνησαν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, και την Ισπανία για πολλά χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της ένταξης των χωρών αυτών στην Ευρωζώνη.
Είχαν μια ιστορική ευκαιρία να στρέψουν τα έθνη τους σε μια προοδευτική πορεία προς την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, σύμφωνα με τις λαϊκές εντολές που είχαν επανειλημμένα λάβει από την κάλπη. Αντί αυτού, πρόδωσαν τις ιστορικές ευκαιρίες που ήταν στη διάθεσή τους, καταρράκωσαν την έννοια του πολιτικού βίου, διέφθειραν το νόημα της προοδευτικής κοινωνικής αλλαγής, και, με γνώμονα τον νεοφιλελευθερισμό, οικοδόμησαν κοινωνικές και πολιτικές τάξεις βυθισμένες στη διαφθορά και οικονομίες με σαθρά θεμέλια. Στην Ελλάδα, οι «σοσιαλιστές» κατέστρεψαν ακόμα και τον αγροτικό τομέα, ένας από τους παραδοσιακά ισχυρούς τομείς της οικονομίας.
Από τη στιγμή που εντάχθηκαν στην αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης ήταν να καλλιεργήσουν την αυταπάτη της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε ένα περιβάλλον έντονου και άνισου οικονομικού ανταγωνισμού μέσω μη βιώσιμων οικονομιών φούσκας και μαζικού δανεισμού. Οι ανισορροπίες με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους και οι χώρες της περιφέρειας μετατράπηκαν σταδιακά σε δορυφόροι της μητρόπολης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Και όταν η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση έφτασε στις ακτές της Ευρώπης, οι αδύναμες οικονομίες ήταν οι πρώτες που βυθίστηκαν. Δεκαετίες ψευτοσοσιαλιστικής κληρονομιάς είχαν προετοιμάσει το έδαφος για τα αποτελέσματα που ακολούθησαν.
* Ο Χ.Ι. Πολυχρονίου είναι Ερευνητής και Εταίρος Πολιτικής στο Levy Economics Institute στη Νέα Υόρκη. Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος ενός πρόσφατα δημοσιευμένου κειμένου στην επιθεώρηση Economic and Political Weekly, τόμος XLVII, No. 21 ( 26 Μαΐου 2012).
Ωστόσο, παρά τις επιμέρους υποχωρήσεις προς τους νότιους στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 28-29 Ιουνίου, η Γερμανία και οι θεσμικοί ηγέτες της Ε.Ε. δεν φαίνεται να πτοούνται από αυτούς τους κινδύνους. Προφανώς πεπεισμένοι ότι η ασωτία βρίσκεται στη ρίζα της κρίσης, δείχνουν να είναι ικανοποιημένοι τα δύο τελευταία χρόνια με το να κατηγορούν τους Έλληνες και τους μεσογειακούς λαούς γενικότερα για το χάος στην περιφέρεια της Ευρώπης αλλά και πεπεισμένοι ότι η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας είναι άκρως αναγκαία για τη σταθεροποίηση της κρίσης. Tο νέο γερμανο-εμπνευσμένο δημοσιονομικό σύμφωνο είναι η τελευταία ένδειξη του πόσο διεστραμμένη είναι η σημερινή νοοτροπία της οικονομικής πολιτικής που κυριαρχεί στην Ευρωχώρα. Γι' αυτό και η κατάρρευση του σημερινού ευρωσυστήματος είναι πλέον ζήτημα χρόνου.
Παρόλα αυτά, η κρίση στην περιφέρεια της Ευρωζώνης μπορεί να υποδηλώνει ότι πιο συγκεκριμένες διαδικασίες βρίσκονται σε λειτουργία από την κακή αρχιτεκτονική σύλληψη του ευρωσυστήματος και τις ανισορροπίες που προέκυψαν από του υποκείμενους μηχανισμούς. Εξετάζοντας λεπτομερώς την κατάσταση, διαπιστώνεται ότι πίσω από τη σημερινή κρίση στον ευρωπαϊκό νότο υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ πολιτικών καθεστώτων, κοινωνικών πολιτικών και του εθνικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος -- αλλά όχι με τον τρόπο που συνήθως παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, και τους απανταχού νεοφιλελεύθερους τσαρλατάνους. Αντί υπερβολικά γενναιόδωρων καθεστώτων, έχουμε κυβερνήσεις που επί δεκαετίες επεδίωκαν επιθετικά την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ενώ υστερούσαν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη σε ανθρώπινες και κοινωνικές υπηρεσίες, σε επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης, σε προγράμματα απασχόλησης, σε επιδόματα ανεργίας, στη συλλογή των κρατικών εσόδων, κοκ. Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη, οι συνολικές κυβερνητικές πολιτικές σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της κρίσης στη νότια Ευρώπη, ήταν οπισθοδρομικές παρά προοδευτικές.
Εν ολίγοις, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης είναι οικονομικής φύσεως, αλλά έχουν πολιτικές ρίζες.
Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι χώρες που δεν υπάγονται στον αστερισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και οι πολιτικές που ακολούθησαν από την ανάδυσή τους ως κοινοβουλευτικές δημοκρατίες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (και οι τρεις χώρες έχουν μακρά παράδοση αυταρχικής διακυβέρνησης) είναι αρκετά οπισθοδρομικές σε σύγκριση με άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ακόμη και η εφαρμογή των μέτρων σκληρής λιτότητας που έχουν επιβληθεί σήμερα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία αποτελούν μέρος της συνέχισης των αντιδραστικών πολιτικών που ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης αυτών των αυταρχικών κρατικο-καπιταλιστικών καθεστώτων. Δεδομένου ότι εντάχθηκαν αρκετά αργά στην τροχιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της δημοκρατικής νομιμοποίησης, δεν ανέπτυξαν ποτέ ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και οι παθολογίες του λαϊκισμού (η διάδοση των εύκολων λύσεων για δύσκολα προβλήματα), η «στασιμότητα» (αντίδραση στην αλλαγή ώστε τα οργανωμένα συμφέροντα να μπορούν να απολαμβάνουν ορισμένα διαστρεβλωμένα προνόμια), και το σύνδρομο του «ανήθικου οικογενειασμού» διαμόρφωσαν την πολιτική κουλτούρα.
Η νότια Ευρώπη εμφανίζει, επίσης, πολύ μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες από τον βορρά. Δεκαετίες ολόκληρες σοσιαλιστικής εξουσίας απέτυχαν να διαμορφώσουν τα απαραίτητα προγράμματα επανακατάρτισης και επαγγελματικής εκπαίδευσης που είναι τόσο διαδεδομένα και καλά χρηματοδοτούμενα στη βόρεια Ευρώπη, παρά τα επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας που παραδοσιακά αντιμετωπίζουν οι χώρες αυτές. Ο λόγος γι' αυτό οφείλεται στο ότι τα καθεστώτα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία έβλεπαν το πρόβλημα της ανεργίας μέσα από το πρίσμα της εκλογικής διαδικασίας, και η φροντίδα των πιστών των κομμάτων ήταν πάντα η πρώτη προτεραιότητα.
Οι εθνικές οικονομικές στρατηγικές δεν είχαν χώρο στο σύμπαν της νότιας ευρωπαϊκής πολιτικής, τη θέση των οποίων είχε καταλάβει η «λατρεία του αρχηγού», όπως στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, του Μάριο Σοάρες στην Πορτογαλία, και του Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία. Όσον αφορά τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας στη νότια Ευρώπη, η κρατική χρηματοδότησή τους ήταν πενιχρή, αλλά αυτό ήταν μέρος μιας ευρύτερης προσέγγισης στη χάραξη πολιτικής. Οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες ήταν συνήθως πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., η φοροδιαφυγή ήταν εθνικό χόμπι, και η συλλογή των κρατικών εσόδων για τις τρείς παρίες της σοσιαλδημοκρατίας υστερούσε σημαντικά από τα επίπεδα συλλογής κρατικών εσόδων στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, αντανακλώντας με αυτό τον τρόπο την οργανική φύση των πολιτικών διασυνδέσεων μεταξύ κράτους, οικονομικής ελίτ, και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Και στις τρεις χώρες, τα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται στην εξουσία για όλη τη δεκαετία του 1980 και για τη μεγαλύτερη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000 (στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ανέρχεται στην εξουσία μέσα στη δεκαετία του 1970). Αλλά η διάκριση μεταξύ σοσιαλιστικών και συντηρητικών κομμάτων στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία αρχίζει ήδη να καταρρέει από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Στην Πορτογαλία, ο «σοσιαλιστής» Σοάρες αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει στη χώρα του στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με άνοιγμα προς το ΔΝΤ, καθιστώντας την Πορτογαλία την πρώτη χώρα μέλος του ΟΟΣΑ που ασπάζεται το Δόγμα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και υιοθετεί τη θεραπεία-σοκ του Μίλτον Φρίντμαν και των οικονομολόγων της Σχολής του Σικάγο (και δείχνοντας ταυτόχρονα και το μέλλον του «σοσιαλισμού στη Νότια Ευρώπη!). Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που προωθεί ο Γκονζάλες στην Ισπανία από το τέλος της δεκαετίας του 1980 έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνο της Θάτσερ στη Βρετανία, με τους Ισπανούς σοσιαλιστές να μετατρέπονται ουσιαστικά στη Νέα Δεξιά. Στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ ξεκινά τη σταδιακή υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού από το 1985, καταλήγοντας τελικά επί εποχή Σημίτη από ένα αμιγώς κλεπτοκρατικό λαϊκίστικο κόμμα σε ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα που διακηρύσσει τις αρετές της ελεύθερης αγοράς, ενώ συνεχίζει τις πρακτικές της μαζικής διαφθοράς μέσω της κρατικής εξουσίας.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα κυβέρνησαν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, και την Ισπανία για πολλά χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της ένταξης των χωρών αυτών στην Ευρωζώνη.
Είχαν μια ιστορική ευκαιρία να στρέψουν τα έθνη τους σε μια προοδευτική πορεία προς την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, σύμφωνα με τις λαϊκές εντολές που είχαν επανειλημμένα λάβει από την κάλπη. Αντί αυτού, πρόδωσαν τις ιστορικές ευκαιρίες που ήταν στη διάθεσή τους, καταρράκωσαν την έννοια του πολιτικού βίου, διέφθειραν το νόημα της προοδευτικής κοινωνικής αλλαγής, και, με γνώμονα τον νεοφιλελευθερισμό, οικοδόμησαν κοινωνικές και πολιτικές τάξεις βυθισμένες στη διαφθορά και οικονομίες με σαθρά θεμέλια. Στην Ελλάδα, οι «σοσιαλιστές» κατέστρεψαν ακόμα και τον αγροτικό τομέα, ένας από τους παραδοσιακά ισχυρούς τομείς της οικονομίας.
Από τη στιγμή που εντάχθηκαν στην αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης ήταν να καλλιεργήσουν την αυταπάτη της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε ένα περιβάλλον έντονου και άνισου οικονομικού ανταγωνισμού μέσω μη βιώσιμων οικονομιών φούσκας και μαζικού δανεισμού. Οι ανισορροπίες με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους και οι χώρες της περιφέρειας μετατράπηκαν σταδιακά σε δορυφόροι της μητρόπολης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Και όταν η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση έφτασε στις ακτές της Ευρώπης, οι αδύναμες οικονομίες ήταν οι πρώτες που βυθίστηκαν. Δεκαετίες ψευτοσοσιαλιστικής κληρονομιάς είχαν προετοιμάσει το έδαφος για τα αποτελέσματα που ακολούθησαν.
* Ο Χ.Ι. Πολυχρονίου είναι Ερευνητής και Εταίρος Πολιτικής στο Levy Economics Institute στη Νέα Υόρκη. Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος ενός πρόσφατα δημοσιευμένου κειμένου στην επιθεώρηση Economic and Political Weekly, τόμος XLVII, No. 21 ( 26 Μαΐου 2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου