Didier Raoult
Πολλοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν τον κόσμο εν διαρκή κινήσει, σε συνεχή εξέλιξη. Σύμφωνα με τον Κάρολο Δαρβίνο (Charles Darwin) όμως, στη βάση του κόσμου και της επιστήμης βρίσκεται η Δημιουργία. Η θεωρία της εξέλιξης θεμελιώνεται σε μια ερμηνεία της Βίβλου, που κυριαρχούσε στην εποχή του, σε συνδυασμό με την αριστοτελική αντίληψη περί προκαθορισμένης φύσης.
Ο Δαρβίνος, όπως κι ο Λαμάρκ (J. B. Lamarck), πρόκριναν την αντίληψη του μεταβαλλόμενου κόσμου, διατηρώντας πάντως την πεποίθηση πως όλοι οι οργανισμοί έχουν κοινή καταγωγή, μια θέση που, μέσω του Αδάμ και της Εύας κυριαρχεί στην θεώρηση της Δημιουργίας -και στη σημερινή εποχή εμφανίζεται με τη μορφή της θεωρίας του «ύστατου παγκόσμιου κοινού προγόνου» (LUCA).Από την Βίβλο προέκυψε και η αντίληψη του «δένδρου της εξέλιξης» αλλά και άλλες βασικές αντιλήψεις όπως ο «γκραντουαλισμός» (η αντίληψη πως η δημιουργία των ειδών δεν συμβαίνει ξαφνικά) ή η ιδέα πως η διαδικασία της φυσικής επιλογής σταδιακά βελτιώνει την προσαρμοστικότητα των ειδών.
Παρά τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα που έθεταν ζητήματα όπως η «παράπλευρη γονιδιακή μεταφορά», η λεγόμενη «ουδέτερη εξέλιξη» και ο χαοτικός χαρακτήρας της φυσικής επιλογής, η δαρβινική αντίληψη του κόσμου συνέχισε να επηρεάζει βαθιά τη βιολογία, ολόκληρο τον 20ό αιώνα.Αλλά πρόσφατες γενετικές έρευνες διαψεύδουν οριστικά τη δαρβινική θεωρία.
Η ζωή είναι πρωτίστως η έκφραση των γενετικών πληροφοριών. Όλοι οι ζώντες οργανισμοί εμφανίζονται ως μωσαϊκά «γενετικών συνδυασμών» (ή υβριδίων, «χιμαιρών») και σήμερα ξέρουμε πως κάθε γονίδιο έχει τη δική του αυτόνομη εξελικτική πορεία! Αυτή η διάταξη είναι ασύμβατη με την δαρβινική αναπαράσταση του «δέντρου της εξέλιξης». Μοιάζει αντιθέτως μάλλον με τα ριζώματα, με ένα υπόγειο σύστημα διακλαδώσεων που κάθε τόσο βγάζει ρίζες και βλαστούς που γίνονται νέα φυτά.
Ξέρουμε πλέον πως το ποσοστό των γονιδίων αυτού του πλανήτη που μπορεί να εντοπισθεί η καταγωγή τους είναι αμελητέο. Επιπλέον, οι γονιδιακές έρευνες αποδεικνύουν πως μόνο το 15% των γονιδίων κατάγονται από τα τρία είδη μικροβίων που θεωρούνται σήμερα πως βρίσκονται στη ρίζα του «δέντρου της εξέλιξης»: τα βακτήρια, τα ευκαρυωτικά κύτταρα και τα αρχαία. Στους ιούς η καταγωγή αυτή αποδεικνύεται και πάλι σε μικρά ποσοστά, της τάξης του 15%-30%.
Αυτή η απροσδιοριστία της γενετικής προέλευσης είναι προβληματική διότι δεν γνωρίζουμε να υπάρχει άλλη γονιδιακή προέλευση πέραν των βακτηρίων, των αρχαίων και των ευκαρυωτικών κυττάρων. Αντιθέτως βλέπουμε μια σειρά από νέα γονίδια, τα αποκαλούμενα ORF («ορφανά» γονίδια) που δημιουργούνται είτε από διαίρεση προϋπαρχόντων γονιδίων, είτε από τη συγχώνευσή τους ή και άλλους, άγνωστους ακόμα, μηχανισμούς. Σύμφωνα όμως με τη δαρβινική αντίληψη, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αδύνατο.
Όσον αφορά τα ανθρώπινα κύτταρα, αυτά έχουν ευκαρυωτική, βακτηριακή, αρχαία και ιογενή προέλευση. Καθώς ο υβριδισμός χαρακτήρας του ανθρωπίνου γονιδιώματος αυξάνει, ευκαιριακά ενσωματώνει γονίδια από μικρόβια που συμβιώνουν στο ανθρώπινο σώμα -όπως συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος μολυνθεί από ερπητοϊούς 6 (HHP-6). Μόλις ενσωματωθούν στο ανθρώπινο γονιδίωμα, αυτά τα γονίδια μεταφέρονται από τους γονείς στα παιδιά τους, καθιστώντας τα μικροβιακά αυτά γονίδια «παππούδες» τους. Η μεταφορά της γενετικής πληροφορίας από τα παράσιτα στους ξενιστές τους μπορεί να αφορά εκατοντάδες γονίδια, από ένα βακτήριο προς πολλούς διαφορετικούς ξενιστές. Αν επί παραδείγματι τα γονίδια του βακτηρίου Wolbachia έχουν ενσωματωθεί σε διαφορετικούς ξενιστές, αράχνες, έντομα, σκουλήκια, οι απόγονοι αυτών των ξενιστών είναι επίσης και απόγονοι τουWolbachia.
Επιπλέον, ως προς το μέγεθος και τη γενετική τους ποικιλομορφία, ορισμένα μικρόβια είναι απολύτως συγκρίσιμα με τα βακτήρια, τα αρχαία ή ορισμένα μικρά ευκαρυωτικά κύτταρα. Πράγματι, ο βίος ορισμένων γιγαντιαίων μικροβίων είναι εξίσου περίπλοκος όσο εκείνος των μικροοργανισμών που έχουν ανάλογο μέγεθος.
Αλλά η σημερινή κατηγοριοποίηση των ειδών ζωής βασίζεται στο ριβόσωμα, τον παραγωγικό μηχανισμό των πρωτεϊνών, κάτι που δεν υπάρχει στους ιούς. Σύμφωνα με τους σχολαστικούς της βιολογίας, οι οργανισμοί που δεν έχουν ριβόσωμα δεν μπορεί να θεωρούνται βιολογικές οντότητες συγκρίσιμες με τα άλλα μικρόβια. Αλλά αυτή είναι μια στενά δογματική προσέγγιση, καθώς οι ιοί είναι απολύτως συγκρίσιμοι με τα υπόλοιπα μικρόβια.
Η θεωρία του Δαρβίνου αξιοποιείται για να υποστηρίξει τη θέση πως παλιότερες μορφές ανθρώπου, ο Νεάντερνταλ, ο Κρο-Μανιόν και ο Ντενισόβα δεν αναμείχθηκαν. Η αλήθεια είναι πως βασισμένοι στις υποθέσεις εργασίας της δαρβινικής θεωρίας, οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι ισχυρίζονται πως οι σημερινοί άνθρωποι είναι απόγονοι του Κρο-Μανιόν και μόνο, που εξολόθρευσαν τους -λιγότερο καλά προσαρμοσμένους- ανταγωνιστές τους. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η ενιαία επιστημονική ονομασία Homo sapiens καλύπτει τόσο τον σημερινό άνθρωπο όσο και τον Κρο-Μανιόν.Αλλά σήμερα γνωρίζουμε πως ο σύγχρονος άνθρωπος είναι υβρίδιο και των τριών προϋπαρχουσών μορφών ανθρώπου.
Αυτή η γνώση απορρίπτει επίσης την (λανθασμένη) υπόθεση της ύπαρξης μιας «μιτοχονδριακής Εύας», της γυναίκας από την οποία υποτίθεται πως κατάγονται όλοι οι άνθρωποι. Όπως δείχνουν οι έρευνες στα ανθρώπινα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας (ΗLA), που εμπλέκονται στην ανοσοποιητική αντίδραση του ανθρωπίνου οργανισμού, τέτοιος κοινός πρόγονος απλά δεν μπορεί να είχε υπάρξει: η συγκεκριμένη ομάδα γονιδίων κατάγεται και από τα τρία γνωστά είδη ανθρώπινων.
Ιδιαιτέρως η γενετική έρευνα χρειάζεται νέα ερμηνευτικά μοντέλα και πληρέστερες επιστημονικές ερμηνείες, που να ανήκουν στον 21ο αιώνα. Σήμερα η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου εμποδίζει μάλλον, παρά διευκολύνει την επιστημονική έρευνα, καθώς έχει μεταβληθεί σε μια σχεδόν θρησκευτική δέσμη πεποιθήσεων που παρεμποδίζει την πλήρη συνειδητοποίηση της σημασίας των τελευταίων ερευνητικών πορισμάτων.
Ο Didier Raoult είναι ερευνητής βιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου