Η αυξανόμενη ένταση στη Συρία έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο την πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης της Δύσης στη συγκεκριμένη χώρα. Από στρατιωτικής άποψης, οι πολεμικές ικανότητες των συριακών ενόπλων δυνάμεων είναι τέτοιες που καθιστούν παρόμοια ενέργεια εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Μεταξύ των άλλων, συστήματα παράκτιας άμυνας και αντιαεροπορικά όπλα υψηλής τεχνολογίας μπορεί να προκαλέσουν βαρύτατες απώλειες στους επιτιθέμενους. Αιχμή του δόρατος της συριακής παράκτιας άμυνας είναι το ρωσικό σύστημα K - 300P Bastion με υπερηχητικούς πυραύλους εδάφους - επιφανείας P - 800 Yakhont, το βεληνεκές των οποίων ξεπερνά τα 250 χλμ. Το πιο επικίνδυνο όπλο της Συριακής Αεροπορίας είναι πιθανώς οι, επίσης ρωσικής κατασκευής, υπερηχητικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων Kh - 31A και η αντιραντάρ παραλλαγή τους Kh - 31P (κωδική ονομασία ΝΑΤΟ, AS - 17 ʽKryptonʼ).
Οι τελευταίοι είναι εξειδικευμένοι στο να προσβάλλουν το ραντάρ AN/SPY - 1 του ναυτικού συστήματος αεράμυνας Aegis, το οποίο διαθέτουν τα αμερικανικά αντιτορπιλικά Arleigh Burke και τα καταδρομικά Ticonderoga. Όσον αφορά την αντιαεροπορική άμυνα, πιθανολογείται, χωρίς όμως να είναι επιβεβαιωμένο, ότι οι συριακές δυνάμεις διαθέτουν πυραυλικά συστήματα S - 300, ενδεχομένως δε και στη βελτιωμένη έκδοση PMU - 2. Αυτά που σίγουρα υπάρχουν είναι το BUK M2 με βεληνεκές που ξεπερνά τα 50 χλμ. και το Pantsir S1 με βεληνεκές που φθάνει τα 20 χλμ. αμφότερα ρωσικής κατασκευής. Ιδιαίτερα δε το δεύτερο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και εκτιμάται ότι αποτελεί το πληρέστερο αντιαεροπορικό βραχέως βεληνεκούς (SHORAD) στον πλανήτη, εξειδικευμένο για την αντιμετώπιση αεροσκαφών stealth, χάρη στο εξελιγμένο ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης που διαθέτει. Δεδομένου επίσης και του ότι ο κεντρικός κορμός του Συριακού Στρατού φαίνεται πως διατηρεί τη συνοχή του, πολύ δύσκολα μπορεί να ευδοκιμήσει μια επίθεση «τύπου Λιβύης». Η Συρία δεν είναι Λιβύη και κατά τα φαινόμενα η εμφύλια αντιπαράθεση θα συνεχιστεί.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η συζήτηση όσον αφορά την πιθανότητα δυτικής στρατιωτικής παρέμβασης θα τελείωνε εδώ. Φαίνεται, όμως, ότι ένα κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου έχει επενδύσει σε μια σκληρή αντισηιτική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, επιδιώκοντας να διασπάσει το σηιτικό τόξο Ιράν - Συρία - Χεζμπολάχ και ταυτοχρόνως να επιδείξει «καλή θέληση» στα νέα καθεστώτα των σουνιτικών χωρών της περιοχής, όπως αυτό της Αιγύπτου, αποτρέποντάς τα από το να ολισθήσουν σε μια αντιαμερικανική στρατηγική. Έτσι, είναι πιθανόν οι Ηνωμένες Πολιτείες να επιμείνουν στο ζήτημα της Συρίας, επιδιώκοντας με δυναμικά μέσα την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την άνοδο της σουνιτικής πλειοψηφίας στην εξουσία.
Άρα, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να «ενθαρρυνθεί» η Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά στη Συρία, με την αεροναυτική ισχύ των ΗΠΑ να προσφέρει την καταιγίδα πυρός, κάτω από την κάλυψη της οποίας θα κινηθούν τα τουρκικά στρατεύματα και με τις σουνιτικές πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου (Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν και Κουβέιτ) να καλύπτουν τα έξοδα και πιθανώς και να «ανταμείβουν» την Τουρκία.
Σε μια πιο «διακριτική» εκδοχή αυτού του σεναρίου, η τουρκική παρέμβαση θα μπορούσε να περιορίζεται στη διευκόλυνση εισαγωγής οπλικών συστημάτων και μισθοφόρων στη Συρία, πιθανώς δε και δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων του Τουρκικού Στρατού που θα διεξαγάγουν «μαύρες επιχειρήσεις».
Σε περίπτωση, πάντως, υλοποίησης του πρώτου σεναρίου ή κάποιας παραλλαγής του, οι προκλήσεις που προκύπτουν για την ελληνική γεωστρατηγική είναι πρωτόγνωρες. Κατʼ αρχάς, η Ελλάδα θα κληθεί να προσφέρει τις ΝΑΤΟϊκές υποδομές που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος για την επιτυχή διεξαγωγή της επιχείρησης. Αυτήν τη φορά, όμως, η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να κρυφτεί πίσω από τη δικαιολογία των «ΝΑΤΟϊκών υποχρεώσεων», δεδομένου ότι η επίθεση αυτή, πέραν όλων των άλλων, θα οδηγήσει και σε τρομακτική στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας. Και προκύπτει το αδυσώπητο ερώτημα: Θα δεχθεί να συνεισφέρει η Ελλάδα στην ανεξέλεγκτη ενίσχυση της τουρκικής ισχύος και γεωπολιτικής επιρροής στην περιοχή υπό το κάλυμμα της «ΝΑΤΟϊκής πειθαρχίας»;
Επίσης, εξωτερική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ακόμη και εξαιρετικά «διακριτική», είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει την αντίδραση του Ιράν. Μεταξύ των άλλων, το τελευταίο ενδέχεται να προσπαθήσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, προκαλώντας επικίνδυνη αστάθεια στη διεθνή αγορά ενέργειας, πιθανή σημαντική άνοδο της τιμής του πετρελαίου και συνεπακόλουθη αντίδραση από πλευράς της Κίνας, που είναι και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου. Έτσι, η ένταση ενδέχεται να διεθνοποιηθεί. Για να μη μιλήσουμε για την αντίδραση της Ρωσίας, η οποία δεν θα οφείλεται μόνο στα γεωπολιτικά συμφέροντα που η Μόσχα διατηρεί στη Συρία. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα διαθέτουν στα εδάφη τους μουσουλμανικές σουνιτικές μειονότητες και πολύ δύσκολα θα έβλεπαν με καλό μάτι τη δραστική ενίσχυση της ισχύος και της συνοχής του σουνιτικού κόσμου που ενδέχεται να προκύψει από μια αλλαγή των δεδομένων στη Συρία.
Βέβαια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι δεν μπορούμε να εγκαλούμε την ελληνική κυβέρνηση για πράγματα που δεν έχουν γίνει ακόμη και το πιο πιθανό είναι να μην συμβούν έτσι και αλλιώς. Όμως, η Ελλάδα δεν έχει σε αυτήν την περίπτωση την πολυτέλεια να περιμένει παθητικά τις εξελίξεις και να δεχθεί μοιρολατρικά τις συνέπειες. Πρέπει να δράσει προληπτικά, περιορίζοντας τις πιθανότητες να υλοποιηθεί ένα παρόμοιο σενάριο στρατιωτικής επίθεσης στην περιοχή. Αυτό μπορεί να το κάνει άμεσα, ενισχύοντας και εμβαθύνοντας τον διάλογο με τη Μόσχα και προειδοποιώντας ότι δεν θα επιδείξει τη «συνήθη» ΝΑΤΟϊκή πειθαρχία σε περίπτωση χρησιμοποίησης των υποδομών στο έδαφός της. Η χώρα μας, αν δεν αποτελέσει μέρος της λύσης, θα μεταβληθεί σε μέρος του προβλήματος, κάτι που θα συμβεί νομοτελειακά αν αφεθεί παθητικά να παρασυρθεί από τυχόν ιμπεριαλιστικά σενάρια.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι τελευταίοι είναι εξειδικευμένοι στο να προσβάλλουν το ραντάρ AN/SPY - 1 του ναυτικού συστήματος αεράμυνας Aegis, το οποίο διαθέτουν τα αμερικανικά αντιτορπιλικά Arleigh Burke και τα καταδρομικά Ticonderoga. Όσον αφορά την αντιαεροπορική άμυνα, πιθανολογείται, χωρίς όμως να είναι επιβεβαιωμένο, ότι οι συριακές δυνάμεις διαθέτουν πυραυλικά συστήματα S - 300, ενδεχομένως δε και στη βελτιωμένη έκδοση PMU - 2. Αυτά που σίγουρα υπάρχουν είναι το BUK M2 με βεληνεκές που ξεπερνά τα 50 χλμ. και το Pantsir S1 με βεληνεκές που φθάνει τα 20 χλμ. αμφότερα ρωσικής κατασκευής. Ιδιαίτερα δε το δεύτερο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και εκτιμάται ότι αποτελεί το πληρέστερο αντιαεροπορικό βραχέως βεληνεκούς (SHORAD) στον πλανήτη, εξειδικευμένο για την αντιμετώπιση αεροσκαφών stealth, χάρη στο εξελιγμένο ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης που διαθέτει. Δεδομένου επίσης και του ότι ο κεντρικός κορμός του Συριακού Στρατού φαίνεται πως διατηρεί τη συνοχή του, πολύ δύσκολα μπορεί να ευδοκιμήσει μια επίθεση «τύπου Λιβύης». Η Συρία δεν είναι Λιβύη και κατά τα φαινόμενα η εμφύλια αντιπαράθεση θα συνεχιστεί.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η συζήτηση όσον αφορά την πιθανότητα δυτικής στρατιωτικής παρέμβασης θα τελείωνε εδώ. Φαίνεται, όμως, ότι ένα κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου έχει επενδύσει σε μια σκληρή αντισηιτική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, επιδιώκοντας να διασπάσει το σηιτικό τόξο Ιράν - Συρία - Χεζμπολάχ και ταυτοχρόνως να επιδείξει «καλή θέληση» στα νέα καθεστώτα των σουνιτικών χωρών της περιοχής, όπως αυτό της Αιγύπτου, αποτρέποντάς τα από το να ολισθήσουν σε μια αντιαμερικανική στρατηγική. Έτσι, είναι πιθανόν οι Ηνωμένες Πολιτείες να επιμείνουν στο ζήτημα της Συρίας, επιδιώκοντας με δυναμικά μέσα την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την άνοδο της σουνιτικής πλειοψηφίας στην εξουσία.
Άρα, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να «ενθαρρυνθεί» η Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά στη Συρία, με την αεροναυτική ισχύ των ΗΠΑ να προσφέρει την καταιγίδα πυρός, κάτω από την κάλυψη της οποίας θα κινηθούν τα τουρκικά στρατεύματα και με τις σουνιτικές πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου (Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν και Κουβέιτ) να καλύπτουν τα έξοδα και πιθανώς και να «ανταμείβουν» την Τουρκία.
Σε μια πιο «διακριτική» εκδοχή αυτού του σεναρίου, η τουρκική παρέμβαση θα μπορούσε να περιορίζεται στη διευκόλυνση εισαγωγής οπλικών συστημάτων και μισθοφόρων στη Συρία, πιθανώς δε και δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων του Τουρκικού Στρατού που θα διεξαγάγουν «μαύρες επιχειρήσεις».
Σε περίπτωση, πάντως, υλοποίησης του πρώτου σεναρίου ή κάποιας παραλλαγής του, οι προκλήσεις που προκύπτουν για την ελληνική γεωστρατηγική είναι πρωτόγνωρες. Κατʼ αρχάς, η Ελλάδα θα κληθεί να προσφέρει τις ΝΑΤΟϊκές υποδομές που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος για την επιτυχή διεξαγωγή της επιχείρησης. Αυτήν τη φορά, όμως, η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να κρυφτεί πίσω από τη δικαιολογία των «ΝΑΤΟϊκών υποχρεώσεων», δεδομένου ότι η επίθεση αυτή, πέραν όλων των άλλων, θα οδηγήσει και σε τρομακτική στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας. Και προκύπτει το αδυσώπητο ερώτημα: Θα δεχθεί να συνεισφέρει η Ελλάδα στην ανεξέλεγκτη ενίσχυση της τουρκικής ισχύος και γεωπολιτικής επιρροής στην περιοχή υπό το κάλυμμα της «ΝΑΤΟϊκής πειθαρχίας»;
Επίσης, εξωτερική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ακόμη και εξαιρετικά «διακριτική», είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει την αντίδραση του Ιράν. Μεταξύ των άλλων, το τελευταίο ενδέχεται να προσπαθήσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, προκαλώντας επικίνδυνη αστάθεια στη διεθνή αγορά ενέργειας, πιθανή σημαντική άνοδο της τιμής του πετρελαίου και συνεπακόλουθη αντίδραση από πλευράς της Κίνας, που είναι και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου. Έτσι, η ένταση ενδέχεται να διεθνοποιηθεί. Για να μη μιλήσουμε για την αντίδραση της Ρωσίας, η οποία δεν θα οφείλεται μόνο στα γεωπολιτικά συμφέροντα που η Μόσχα διατηρεί στη Συρία. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα διαθέτουν στα εδάφη τους μουσουλμανικές σουνιτικές μειονότητες και πολύ δύσκολα θα έβλεπαν με καλό μάτι τη δραστική ενίσχυση της ισχύος και της συνοχής του σουνιτικού κόσμου που ενδέχεται να προκύψει από μια αλλαγή των δεδομένων στη Συρία.
Βέβαια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι δεν μπορούμε να εγκαλούμε την ελληνική κυβέρνηση για πράγματα που δεν έχουν γίνει ακόμη και το πιο πιθανό είναι να μην συμβούν έτσι και αλλιώς. Όμως, η Ελλάδα δεν έχει σε αυτήν την περίπτωση την πολυτέλεια να περιμένει παθητικά τις εξελίξεις και να δεχθεί μοιρολατρικά τις συνέπειες. Πρέπει να δράσει προληπτικά, περιορίζοντας τις πιθανότητες να υλοποιηθεί ένα παρόμοιο σενάριο στρατιωτικής επίθεσης στην περιοχή. Αυτό μπορεί να το κάνει άμεσα, ενισχύοντας και εμβαθύνοντας τον διάλογο με τη Μόσχα και προειδοποιώντας ότι δεν θα επιδείξει τη «συνήθη» ΝΑΤΟϊκή πειθαρχία σε περίπτωση χρησιμοποίησης των υποδομών στο έδαφός της. Η χώρα μας, αν δεν αποτελέσει μέρος της λύσης, θα μεταβληθεί σε μέρος του προβλήματος, κάτι που θα συμβεί νομοτελειακά αν αφεθεί παθητικά να παρασυρθεί από τυχόν ιμπεριαλιστικά σενάρια.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου