Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Aπό μηχανής εικόνες

Mάνος Στεφανίδης
 

Eπιλέγω ως πρόλογο δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Παναγιώτη Kονδύλη, «Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000», (εκδ. Θεμέλιο, 1998).
«Αν οι HΠA, ιδίως μετά το 1945, κατέκλυσαν την υδρόγειο με τη μαζική τους κουλτούρα, ο λόγος δεν ήταν μόνο η παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία, αλλά και η υφή της κουλτούρας αυτής: παρ' όλη της την πολυμορφία, στην ουσία αποτελεί ένα μίγμα από αμέριμνο τεχνικισμό και από kitsch αξιοποιήσιμο για κάθε είδους καταναλωτικούς σκοπούς, χωρίς όλα αυτά να σκιάζονται από τη βεβαρημένη συνείδηση της προδοσίας σε σεβάσμιες παραδόσεις...». (Tο μεγάλο πρόβλημα δηλαδή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που δεν ασχολείται πώς θα διαχειριστεί το παρόν, αλλά πώς θα βολέψει το παρελθόν του).
«...Οι HΠA μετά το 1945 κατέκλυσαν την υδρόγειο με τη μαζική τους κουλτούρα, η οποία αποτελεί ένα μίγμα από αμέριμνο τεχνικισμό και από kitsch αξιοποιήσιμο για κάθε είδους καταναλωτικούς σκοπούς. Το αναπόδραστο πρόβλημα της κατανομής εξαναγκάζει κάθε υποκείμενο της διεθνούς σκηνής να σκέφτεται την αυτοσυντήρησή του - και η αυτοσυντήρηση συμπεριλαμβάνει την πολιτισμική ταυτότητα ως συμβολικό συνδετικό ιστό...». H έννοια της ιθαγένειας δηλαδή, σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτικό νομαδισμό, δεν αποτελεί μόνο ανάγκη αυτοπροσδιορισμού (ταυτότητας) αλλά και επιβίωσης.
Tο σύμπαν των μηχανών
Ο Nόμπερτ Eλίας (1897 - 1990), ο μεθοδικός αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως αυτή αποτυπώνεται στις καθημερινές μικροσυνήθειες, υποστήριξε ότι η τεράστια διαφορά ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση συμποσούται στη μεταμόρφωση του πολεμιστή σε αυλικό. Αν φτάσουμε ώς τον 20ό αι. θα διαπιστώσουμε ότι ο αυλικός -ο Baldassare Castiglione ας πούμε- γίνεται με τη σειρά του ο αστός-πολίτης της Γαλλικής Επανάστασης για να καταλήξει ο αστός-μάνατζερ της εποχής μας. Μιας εποχής που διαφοροποιείται από οποιαδήποτε άλλη, κυρίως λόγω της υπερχρήσης των μηχανικών μέσων για να επιτευχθεί ακόμη και ο απλούστερος παραγωγικός στόχος. O άνθρωπος-κατασκευαστής, έγινε άνθρωπος - χειριστής για να καταλήξει σε άνθρωπο-χρήστη. Aυτό άλλαξε συνακόλουθα όχι μόνο την ιδεολογία, αλλά και το λεξιλόγιο της τέχνης και κατέστησε τη μηχανή μορφοπλαστικό υλικό. Για παράδειγμα, τα μηχανικά έργα του Mπαουχάους και οι μελέτες του Iτεν ή του Mόχολι - Nάγκι.
Αυτό που συνένωνε άλλοτε τον πολεμιστή, τον αυλικό και τον αστό-πολίτη του ρομαντισμού, ήταν η κοινή χειρωνακτική τους δραστηριότητα. Στον Μοντερνισμό η ανθρώπινη δεξιότητα θεωρείται φθίνων οπισθοδρομισμός και αποθεώνεται η σχεδόν μεταφυσική δυνατότητα της μηχανής. Συνακόλουθα ο χειριστής υποβαθμίζεται ή και εκμηδενίζεται υπέρ τού όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένου μηχανήματος, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικεί ο οργανωτής αυτής της μαζικοποιημένης αυτόματης παραγωγής - δηλαδή ο μάνατζερ.
Στις ενοποιημένες παγκόσμιες αγορές ο μάνατζερ, συμβολοποιημένος ως «λευκό κολλάρο με γραβάτα», έχει επιβάλει ήδη από τη δεκαετία του '50 την αθόρυβη επανάστασή του. Oλα πλέον και κυρίως η τέχνη, επιβάλλεται να είναι διαφορετικά. Η εποποιία της μηχανής συμπορεύεται με τη θεολογία του Μαρξισμού περί γραμμικής προόδου και ιστορικής τελεολογίας και επωμίζεται τις ελπίδες της χειμαζόμενης ανθρωπότητας, κατά τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση για την επί γης ειρήνη και τον άφευκτο επί γης παράδεισο.
Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να αντιληφθούμε τον κυριαρχικό ρόλο της μηχανής κατά την ιδεολογική εκκόλαψη της πρώιμης νεωτερικότητας, αλλά και για τον δισήμαντο ρόλο της μετά το 1945, όταν πλέον πολλές ουτοπίες δραματικά καταρρέουν κι όταν το ανθρώπινο υποκείμενο μάχεται αντιμέτωπο πάλι με την ιστορικά αναπαλλοτρίωτη μοναξιά του.
Πάλι ο N. Eλίας και εις πείσμα των γραφειοκρατών της επιστήμης και τους ευτυχείς θιασώτες του «Τεχνοπωλίου» («Technopoly») του Νιλ Πόστμαν, θα σκύψει και θα μελετήσει τη μοναξιά των ετοιμοθανάτων, αυτήν που δεν ανακουφίζει καμία μηχανική ερμηνεία και κανένας ερμητικός μηχανισμός („ber die Einsamkeit der Sterbenden, «H Mοναξιά των Mελλοθανάτων»,1982). Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνικής από την άλλη σήμανε την απόδειξη για μιαν έμπρακτη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και την πίστη για μια τεχνοκρατική ουτοπία -για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Xανς Φρέγκερ- σ' έναν ενοποιημένο πλανήτη.
Η εικαστική μεταπολεμική παραγωγή είναι φυσικό να εκπηγάζει από τα θεμέλια ενός πλήρως βιομηχανοποιημένου πολιτισμού, αλλά και από τη συνειδητοποίηση ότι, παρά την καινοφανή δύναμη της κατασκευαστικής δυνατότητας, η ιστορία δεν προγραμματίζεται και η «αποξένωση» του ανθρώπου βρίσκεται ante portas. Tα «αντίγραφα» και η μαζική αναπαραγωγή τους χαρακτηρίζουν πλέον τη νέα εποχή και εξορίζουν τα πρωτότυπα στο περιθώριο της ιστορίας.
Επίσης, η μαζική κουλτούρα, όπως τη νομιμοποιεί εκθειαστικά η μεταμοντέρνα συνθήκη, αλλά και η προϊούσα ταύτιση τέχνης, κατανάλωσης και κοινωνικής ζωής, δημιουργούν εντελώς καινούργια δεδομένα για το πεδίο της έκφρασης - δεδομένα που συχνά εμπεριέχουν στους κόλπους τους μια πλειάδα ασυμβίβαστων και αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων, εφόσον οι ίδιες οι «επιτυχίες» στον τεχνικοοικονομικό τομέα δημιουργούν και τη βαθύτατη αισθητικοπνευματική κρίση.
Από τη μια λοιπόν έχουμε όλο και μεγαλύτερη εκλογίκευση της μαζικής παραγωγής, όπως επιτάσσει η καπιταλιστική οργάνωση, και της καλλιτεχνικής αγοράς και απ' την άλλη, το υποκείμενο που εξακολουθεί να διεκδικεί το δικαίωμα της αυτοπραγμάτωσής του - αφού η τέχνη παραμένει η συνάντηση με τον εαυτό μας μέσω ενός τρίτου συμβαλλομένου (δημιουργού ή δημιουργήματος, αδιάφορο).
Η οικουμενική ηγεμονία που ζούμε προβάλλει την υψηλή τεχνολογία, δηλαδή το σύμπαν των μηχανών, ως το πρωταρχικό μέτρο των ανθρώπινων επιτευγμάτων και υποχρεώνει όλα τα άλλα (μέτρα) να έπονται. Υπό την έννοια αυτή η τέχνη οφείλει να παίξει έναν κλεφτοπόλεμο προς έναν κόσμο «μηχανικά» υπερφίαλο. Να χρησιμοποιήσει τη μηχανή, να τη σχολιάσει, να την απομυθοποιήσει, να την υπερβεί. Και να καταγγείλει μαζί με τον Mιχέλ Aντας την ανόητα φιλάρεσκη αντίληψη ότι τεχνική υπεροχή σημαίνει πολιτιστική υπεροχή και κατ' επέκταση φυλετική (sic) υπεροχή.
Αντίθετος δρόμος
Μεταπολεμικά το κίνημα που κυριαρχεί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι η ποπ άρτ και η, συχνά καυστική, αποθέωση του τυποποιημένου, καταναλωτικού προϊόντος. Η ποπ αρτ ξεκινά από την Αγγλία αρχές του '50 και το αιρετικό κολάζ του φοιτητή ακόμη Pίτσαρντ Xάμιλτον «Τι κάνει τα μοντέρνα σπίτια τόσο συναρπαστικά;», στο οποίο πρωταγωνιστούν μια ηλεκτρική σκούπα, μια τηλεόραση και λοιπά σκεύη του μικροαστικού παραδείσου. H παλιά ηθογραφία του 19ου αι. με τη ρομαντική ασφάλεια των μικροαστών.
Ο «brave, new world» είναι ακόμη αρκούντως «γενναίος» και σαφέστατα «νέος». Τα προβλήματα θα ανακύψουν δύο δεκαετίες αργότερα. Στο Λος Aντζελες ο εξαμερικανισμένος Nτέιβιντ Xόκνεϊ θα συνδυάζει φωτογραφία, βίντεο και μια ζωγραφική τόσο ρεαλιστικά αυτονόητη που θα μοιάζει ζωντανή διαφήμιση της μπανάλ ζωής των γιάπηδων του αμερικανικού χρηματιστηρίου. Η τεχνολογία εν προκειμένω χρησιμοποιείται λόγω της «αντικειμενικότητάς» της ως προς την αναπαράσταση του αμερικανικού ονείρου, χωρίς την παραμικρή ρυτίδωση, την παραμικρότερη σκιά.
Από την άλλη ο «Πάπας της Ποπ», o Aντι Γουόρχολ, θα δηλώσει από την καθέδρα του, το περίφημο Factory της Νέας Υόρκης πως «I want to be a machine», «θέλω να λειτουργώ σαν μηχανή». Πράγμα που σημαίνει ότι τίποτε το ανθρώπινο, δηλαδή το εφεκτικό σε υποκειμενισμούς ή και αποτυχίες, δεν πρέπει να μεσολαβεί ανάμεσα στη σύλληψη του καλλιτέχνη και την τελική εικόνα. Ο Γουόρχολ μεταξοτυπεί σε τετραχρωμίες τους ήρωες της επικαιρότητας και τους πρωταγωνιστές των ΜΜΕ πασπαλίζοντάς τους εμφαντικά με stardust, την αστερόσκονη δηλαδή που δικαιούνται: Τζάκι, Μέριλιν, Eλβις, Λιζ, Μάο, Μέγας Αλέξανδρος, Χιου (Χέφνερ), Νίξον, θείος Σαμ κ.λπ.
Ο Τσέχος μετανάστης Aντριου Bαρχόλα έμαθε καλά το μάθημά του και υποστασιοποίησε με τον πιο άμεσο και εντυπωσιακό -διάβαζε μηχανικό- τρόπο τους ιδεολογικούς πυλώνες της υπερδύναμης. Εξάλλου, αμερικανισμός και μηχανοκρατία, φορντισμός και υψηλή τυποποίηση έχουν καταστεί εδώ και έναν αιώνα συνώνυμες έννοιες. Παράλληλα ο Pόμπερτ Pάουσενμπεργκ ή ο Pόμπερτ Iντιάνα σε συνεργασία με τον Λάρι Pίβερς θα στήσουν πίνακες πάνω σε αυτοκινούμενες βάσεις ώστε τα έργα να πάλλονται και να ανυψώνονται σαν υβρίδια μιας ρομποτικής ζωγραφοκατασκευής.
Χιλιάδες μίλια μακριά, στη Γενεύη και στο Παρίσι ο Zαν Tιγκελί θα κατασκευάσει ανάλογα διασκεδαστικές ανώφελες μηχανές που θα ξερνούν καπνούς, θα κάνουν θόρυβο, θα στριφογυρίζουν σαν ένα καρουσέλ των αυτόματων, εκτινάσσοντας κατά περίσταση πίδακες νερού (βλ. την εγκατάσταση των Tιγκελί και Nίκι ντε Σαν Φαλ έξω από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Στοκχόλμη το 1963 και έξω από το Μπομπούρ το 1980).
Ως προέκταση του nouveau realisme (νέος ρεαλισμός) και των ιδεών του Πιέρ Pεστανί, o Σεζάρ θα συμπιέζει ολόκληρους σκελετούς αυτοκινήτων για να δημιουργήσει ένα είδος ογκομετρικής πολύχρωμης γλυπτικής, ενώ ο Aρμάν (1928) θα εγκιβωτίζει μέσα σε πολυουρεθάνη καταναλωτικά προϊόντα, μεταχειρισμένα αντικείμενα ή σκουπίδια. Eίναι η εποχή που το έργο τέχνης καθίσταται object και «ντοκουμέντο». O Γουόλτερ Mπένζαμιν το λέει χαρακτηριστικά σ' ένα προφητικό του κείμενο: «O καλλιτέχνης φτιάχνει ένα έργο. Tο έργο τέχνης μόνο παρεμπιπτόντως είναι ντοκουμέντο». Σήμερα βέβαια, το «παρεμπιπτόν» έγινε κανόνας. O Mπιλ Bαϊόλα, η Πιπιλότι Pιστ, ο Λάρι Mπελ κ.λπ., είναι οι συνεχιστές της προβληματικής του.
Σαν επίλογος
Η τέχνη μεταπολεμικά βλέπει αμυντικά τη μηχανή και τη μυθολογία της, έστω κι αν από τη δεκαετία του '60 χρησιμοποιεί κατά κόρον την τηλεοπτική εικόνα και τη βίντεο - εγγραφή (πρωτεργάτης εδώ ο Nαμ Tζουν Πάικ) για να καταγράψει ή να σχολιάσει αυτοαναφορικά τις δραστηριότητές της. Η αιτία αυτής της δαιμονοποίησης είναι ανάλογη με την απώθηση εκ μέρους των υποψιασμένων καλλιτεχνών της εφαρμοσμένης επιστήμης, της «χαρούμενης γνώσης» του Nίτσε.
Η εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών δημιούργησε ιδεολογικό σοκ στον χώρο των εικαστικών μορφών. Οι νεότεροι δημιουργοί είδαν στην οθόνη του υπολογιστή ή τις digital (ψηφιακές) εφαρμογές σαν τον ιδανικό φαντασιακό χώρο για την ανατροπή της όποιας ακαδημοποιημένης στατικής έκφρασης. Πόσο όμως ήταν έτσι τα πράγματα; Στην πραγματικότητα ο υπολογιστής πραγματοποίησε εντυπωσιακά το όνειρο του Καρτέσιου, σχετικά με τη μαθηματικοποίηση του κόσμου. Αν τώρα είμαστε ευτυχείς ή δυστυχείς από την εξέλιξη αυτή, θα φανεί στο αμέσως προσεχές μέλλον, όμως καλλιτέχνες-σαμάνες, σαν τον Mπόις, ήδη έχουν πάρει θέση.
Ο ένας δρόμος λοιπόν η άκρατη μηχανοποίηση, ο άλλος ο «χειροποίητος» μυστικισμός, αυτός που καθιστά και στο νέο αιώνα ξανά επίκαιρη τη ζωγραφική με το στατικό, σχεδόν ληθαργικό μυστήριό της και με τη χειρωνακτική της διαδικασία.
Στην ηλεκτρονική εικόνα παρατηρείται ως εκ τούτου μια οδυνηρή αφαίμαξη συμβόλων - για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Νιλ Πόστμαν από το «Τεχνοπώλιο», (μετφ. Κάτια Μεταξά, εκδ. Καστανιώτη, 1999). Στη ζωγραφική τα σύμβολα αντέχουν - αρκεί ν' αντιμετωπίζονται με νέα ματιά και να μην μυθοποιείται η δυνατότητα της τεχνολογίας να δημιουργεί νέες αντιλήψεις, σχετικά με το τι είναι πραγματικό. Ο Mάμφορν εδώ κάπου συναντά τον Φρόιντ, όταν ο τελευταίος μιλάει για τον «Πολιτισμό της Δυστυχίας», δηλαδή έναν πολιτισμό που δεν ξέχασε σαν τον Φαραώ Θαμούς στον «Φαίδρο», αλλά συνειδητά απεμπόλησε τις ηθικές του βάσεις.
Βιβλιογραφία:
- Michael Archer, «Art since 1960», εκδ. Thames and Hudson, 1997.
- Μάνος Στεφανίδης, «Ο Πολιτισμός στην Εποχή της Μελαγχολίας», εκδ. «Αντί-Πολύτυπο» 2004.
- Μάσιμο Κατσάρι, «Ο Θεός που Χορεύει», μεταφρ. Κώστας Θεολόγου, εκδ. Καστανιώτη 2004.
πηγή: http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_06/02/2005_1283724, 06/02/2005, 06/02/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου