Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Ενεργειακός Τομέας: Η κρίσιμη μάχη για την επιβίωση της κοινωνίας

Μετά τη μάχη που δόθηκε στο κομμάτι των κρατικών χρεών και στα προγράμματα λιτότητας, έφτασε και η μάχη για το ποιος ελέγχει τον ενεργειακό τομέα και κυρίως με ποιο σκοπό. Αν και από παντού ανακοινώνεται ότι η ενέργεια είναι προσοδοφόρο έδαφος για επενδύσεις - μεταξύ άλλων βέβαια κεντρικών παραγωγικών τομέων και υποδομών που ιδιωτικοποιούνται βιαίως στη φάση αυτή της οικονομικής και πολιτικής κρίσης-, αυτό που αποκρύπτεται είναι το γεγονός ότι έχουμε μπει σε περίοδο ριζικών αλλαγών του ενεργειακού συστήματος, τόσο ως προς την τεχνολογία και τις πηγές ενέργειας όσο και ως προς την ιδιοκτησία και τον έλεγχό τους. Η πρόσβαση στην ενέργεια για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αμφισβητείται με οδυνηρές συνέπειες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Ειδικά στην Ευρώπη της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας των κομισάριων και των επιτρόπων, και δη στην Ελλάδα των ξεπεσμένων εκπροσώπων αυτών, τα σχέδια για πώληση της ΔΕΗ μάς εισάγουν στην επόμενη φάση της παγκόσμιας σύγκρουσης γύρω από τον έλεγχο των βασικών μέσων παραγωγής και επιβίωσης.

Ο τρόπος με τον οποίο η εγχώρια προπαγάνδα επιχειρεί να παρουσιάσει την κατάσταση ειδικά για τη ΔΕΗ βασίζεται σε μια σειρά από μύθους και ψεύδη, τόσο στο πολιτικό-οικονομικό κομμάτι της συζήτησης όσο και στο τεχνικό κομμάτι σχετικά με τις ανάγκες και την πορεία του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα.

Ο μύθος του ανταγωνισμού στον ενεργειακό τομέα
Οι λόγοι οι οποίοι παρατίθενται για την απελευθέρωση διαφόρων αγορών αφορούν τα οφέλη του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το κλασικό οικονομικό μοντέλο, η ελεύθερη αγορά, αντίθετα με τα μονοπώλια, επιτυγχάνει ταυτόχρονα την αύξησή της διαθέσιμης ποσότητας του προιόντος και την πτώση των τιμών. Σε κάθε βιβλίο οικονομικών όμως, αυτή η παρατήρηση συνοδεύεται από έναν ευδιάκριτο αστερίσκο που παραπέμπει στις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό. Στην περίπτωση που αυτές δεν πληρούνται, είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ανταγωνισμός θα βοηθήσει τους καταναλωτές. Η κεντρική μας θέση είναι ότι η αγορά ηλεκτρισμού συσσωρεύει πολλά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που αποτρέπουν την εκπλήρωση των απαραίτητων αυτών συνθηκών.

Σε πρώτο επίπεδο, για να αποδώσει οφέλη η απελευθέρωση απαιτείται το μοίρασμα της παραγωγής σε αρκετές διαφορετικές εταιρείες προκειμένου καμία από αυτές να μην έχει κυρίαρχο, μονοπωλιακό ρόλο ώστε να μπορεί να χειραγωγήσει τις τιμές του ηλεκτρισμού. Η παραγωγή ηλεκτρισμού όμως διακρίνεται από εκτεταμένες οικονομίες κλίμακας και απαιτεί τεράστια επενδυτικά κεφάλαια: οι θερμικοί σταθμοί, όπως οι λιγνιτικοί της ΔΕΗ, έχουν σημαντικά μεγαλύτερη αποδοτικότητα (efficiency) όσο αυξάνεται το μέγεθός τους. Στη χώρα μας η κατασκευή και λειτουργία τέτοιων θερμικών σταθμών βάσης, δηλαδή σταθμών που καλύπτουν τις μόνιμες ανάγκες της κατανάλωσης, έχει γίνει μόνο από τη ΔΕΗ. Χαρακτηριστικά, η νέα μονάδα που προγραμματίζει να κατασκευάσει η ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα, η μονάδα 5, η οποία θα αντικαταστήσει αντι-οικονομικές και ρυπογόνες μονάδες της, έχει προϋπολογισθεί σε 1 δισ. 400 εκατ. ευρώ. Το γεγονός ότι η εγκατεστημένη ισχύς (capacity) παραγωγής των βασικών θερμικών σταθμών δεν μπορεί να είναι αποδοτική κάτω από ένα όριο, σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί η διάσπαση αυτής της παραγωγής σε πολλούς «παίκτες», όπως απαιτεί μια ανταγωνιστική αγορά. Αντιθέτως, θα οδηγηθούμε σε ένα ολιγοπωλιακό σκηνικό, το οποίο είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα από το σημερινό ολιγοπώλιο της ΔΕΗ.
Το παράδειγμα της Καλιφόρνια το 2000-01 δείχνει τα προβλήματα που δημιουργεί μια τέτοια αγορά, όπου εταιρείες όπως η Enron εσκεμμένα δημιουργούσαν ελλείψεις στην αγορά ώστε να ωθήσουν τις τιμές στα ύψη.

Επιπλέον, άλλη μια προϋπόθεση του ανταγωνισμού, η ελεύθερη είσοδος και έξοδος εταιρειών από την αγορά ηλεκτρισμού, δυσχεραίνεται περαιτέρω από τη δημιουργία ολιγοπωλιακής αγοράς. Αγορές με τέτοια χαρακτηριστικά τείνουν να ακολουθούν πρακτικές καρτέλ και αθέμιτου ανταγωνισμού, με παροδικές μειώσεις τιμών που έχουν στόχο την εκδίωξη των νεοεισελθόντων στην αγορά. Πρακτικά, λόγω της κλίμακας αυτής της αγοράς, η απελευθέρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν οδήγησε στην είσοδο νέων παικτών στην παραγωγή ενέργειας, όπου οι περισσότερες χώρες έχουν νέες 1-4 εταιρειών παραγωγής, όπως και η χώρα μας. Σε άλλες χώρες, η αύξηση των εταιρειών σε εθνικό επίπεδο συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη μείωση στο ευρωπαϊκό, καθώς π.χ. η γαλλική EDF και η γερμανική Ε.ΟΝ επιδόθηκαν στην εξαγορά και το μοίρασμα των μονοπωλίων άλλων κρατών. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ψευδαίσθηση διάσπασης των μονοπωλίων, ενώ στην πραγματικότητα η δύναμη των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών μεγάλωσε και η συγκέντρωση των μεριδίων αγοράς αυξήθηκε.

Στον τομέα της εμπορίας, το γεγονός ότι ο ηλεκτρισμός είναι ομοιογενές προϊόν, γεγονός που σημαίνει ότι ανταγωνιστικές υπηρεσίες δεν μπορούν να προσφέρουν πραγματικά διαφορετικά 'πακέτα', όπως στον χώρο των τηλεπικοινωνιών, οδηγεί τις εταιρείες κυρίως στον ανταγωνισμό μέσω marketing και διαφήμισης, επιφέροντας πρόσθετο κόστος στην βιομηχανία που μετακυλίεται στους καταναλωτές και ακυρώνει σε κάποιο βαθμό τα υποτιθέμενα οφέλη από την υιοθέτηση ανταγωνιστικού πλαισίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην εμπορία δεν έχει οδηγήσει σε καμία χώρα στη μείωση των τιμών ή στη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος (ηλεκτρισμού) για τον καταναλωτή, τα οποία είναι η βασική επιδίωξη και θεωρητικά το αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας. Μάλιστα, για να ανοίξει η αγορά απαιτείται σήμερα η άνοδος των τιμών για τους μικρούς καταναλωτές ώστε να αυξηθούν τα διανεμόμενα κέρδη.

Ανταγωνισμός και τεχνολογική καινοτομία

Είναι πιθανό να ισχυρισθεί κανείς ότι η προσπάθεια από τις εταιρείες παροχής ηλεκτρισμού να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στην αγορά είναι ευκταία εξέλιξη, αφού θα οδηγήσει στην καινοτομία και την ανάπτυξη της τεχνολογίας της παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρισμού. Δεν είναι όμως καθόλου ξεκάθαρο ότι υπάρχει τέτοια αιτιακή σχέση ανάμεσα στον ανταγωνισμό και την τεχνολογική εξέλιξη. Το παράδειγμα που συχνά παρουσιάζεται ως επιτυχημένο πρότυπο είναι η ραγδαία πρόοδος των τηλεπικοινωνιών που συνοδεύτηκε από την απελευθέρωση της αγοράς. Κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι η απελευθέρωση οδήγησε στην τεχνολογική πρόοδο και όχι το αντίθετο, αφού η πτώση του κόστους συντήρησης και εγκατάστασης του δικτύου και η ασύρματη/κινητή τεχνολογία έκανε πιο εφικτή την είσοδο νέων εταιρειών και τη μείωση των τιμών που αυτόματα αποδόθηκε στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η τεχνολογική αυτή πρόοδος θα είχε συμβεί, αν η απελευθέρωση είχε συμβεί τη δεκαετία του '50. Η τεχνολογική πρόοδος έχει τον δικό της ρυθμό, που δεν προσφέρεται για εύπεπτες, μονοπαραγοντικές εξηγήσεις. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης δεν συμβαίνει με έναν ουδέτερο τρόπο. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε σημαντική τάση διοχέτευσης κεφαλαίων για την έρευνα στον τομέα του ηλεκτρισμού, με εκπεφρασμένο στόχο την ανάπτυξη τεχνολογιών που θα διευκόλυναν την δημιουργία και εξάπλωση της ελεύθερης αγοράς. Παρ' όλ' αυτα, αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν γενικά επιτύχει, με ένα πολύ μικρό ποσοστό καταναλωτών να επιλέγουν την συχνή αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της ανάπτυξης ελεύθερων αγορών ηλεκτρισμού είναι η έλλειψη επενδύσεων για την επέκταση της παραγωγής. Λόγω της κλίμακας των κεφαλαίων που απαιτείται και παρά τα διάφορα οικονομικά κίνητρα που έχουν δοθεί, πολύ λίγες επενδύσεις σε νέους θερμικούς σταθμούς έχουν γίνει. Η οικονομική βιβλιογραφία δείχνει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες απαιτούν κεφάλαια και ανάληψη ρίσκου τέτοιου μεγέθους που μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί.

Η συνέχεια του άρθρου στο φύλλο της ερχόμενης Τρίτης


* Ο Γ. Μάργαρης είναι ερευνητής - επίκ. καθηγητής Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Αργύρης Αλτιπαρμάκης είναι ερευνητής - αναλυτής αγορών ενέργειας στο Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Ramin Moslemian είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής - αναλυτής στο Πολυτεχνείο Δανίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου