Σωτήρης Μητραλέξης
Ἀρχίζω μὲ μιὰ γνώμη γιὰ τὴν τελετὴ ἔναρξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τοῦ Λονδίνου 2012: παρὰ τὰ διεθνῆ συγχαρητήρια, ἦταν ἕνα γεγονὸς ἀνάξιο λόγου. Ἄρχισε ἀπὸ μιὰν ἀποθέωση τῆς βιομηχανικῆς ἐποχῆς, προσφέροντας ἕνα πραγματικὰ ἀντιαισθητικὸ θέαμα μὲ τὶς καμινάδες καὶ τὰ μεταλλεύματα, μέσω μιᾶς εὐπρεπισμένης παρουσίασης τῶν ἀκραίων ταξικῶν διαχωρισμῶν τῆς ἀριστοκρατικῆς Ἀγγλίας: ἂν οἱ εἰκονιζόμενοι ἀριστοκράτες μὲ τὸ ποῦρο ἦταν καὶ παχύσαρκοι, θὰ εἶχαν βγεῖ κατ’ εὐθείαν ἀπὸ καρικατοῦρες τοῦ «καπιταλιστῆ» στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση. Γιὰ νὰ καταλήξει σὲ ἕνα πὸπ πάρτυ ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦσε τὸ σμίξιμο ἑνὸς ζευγαριοῦ νέων μέσα ἀπὸ τὰ φέησμπουκ καὶ τὰ ἐσεμές: ἀνάθεμα τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἢ ἔστω μὲ τὴν ἑτερότητα τῶν Βρεττανῶν! Τὸ μόνο πραγματικὰ ἐνδιαφέρον σημεῖο παρουσίασης μιᾶς ριζοτόμου πολιτισμικῆς προσφορᾶς ἦταν ἐκεῖ ὅπου ὁ Βρεττανὸς δημιουργὸς τοῦ διαδικτύου πρόβαλε στὸ κοινὸ τὸ μήνυμα «αὐτὸ (τὸ διαδίκτυο) εἶναι γιὰ ὅλους».
Παραλλήλως, ἔχει ξεκινήσει μία μᾶλλον ὑστερικὴ συμπεριφορὰ στὸ διαδίκτυο σχετικὰ μὲ τὴν σύγκριση τῆς «δικῆς μας» τελετῆς ἔναρξης μὲ αὐτὴν τοῦ Λονδίνου. Δὲν γνωρίζω γιὰ τοὺς λοιποὺς διαδικτυακοὺς σχολιαστές, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν συμμετεῖχα στὴν συνδημιουργία τῆς «δικῆς μας» τελετῆς ἔναρξης. Ἐπίσης, ἡ ὅλη διοργάνωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἀποδεικνύεται μὲ τὴν σημερινὴ ἀπόσταση τοῦ χρόνου μᾶλλον ἕνα ἐγχείρημα αὐτοχειρίας, ἀφοῦ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὸν ἐκτροχιασμὸ τῆς οἰκονομίας μας καὶ φέσωσε ἀπάνθρωπα τὶς ἑπόμενες γενεές. Ναί, ξεπεράσαμε τὸν συλλογικὸ ἑαυτό μας ἐπιτυγχάνοντας, στὴν χώρα τῆς μετριοκρατίας καὶ ἀναξιοκρατίας, νὰ ἀναθέσουμε στὸν κατάλληλο ἄνθρωπο, τὸν ἀριστουργηματία Δημήτρη Παπαϊωάννου, τὴν τελετὴ ἔναρξης- καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔκπληξη, στὴν χώρα ὅπου μετὰ τὴν παπανδρεϊκὴ Ἀλλαγὴ οἱ «ἀποδεκτοὶ» καλλιτέχνες καὶ οἰ λόγιοι ἀποτελοῦν προϊόντα τῆς παραπολιτικῆς χαρτοκοπτικῆς «ὀργανικῶν διανοουμένων», καὶ τὰ ὄντως φαεινὰ πνεύματα διώκονται, διασύρονται, περιθωριοποιοῦνται, στιγματίζονται. Ὅμως, πάλι τὸ κάναμε τὸ κακό μας: στὴν τελετὴ λήξης δείξαμε στὴν ὑφήλιο (τολμήσαμε νὰ ἐξισώσουμε), δίπλα στὴν μέγιστη κανοναρχούσα τοῦ Τρόπου μας, τὴν ἱερὴ Δόμνα Σαμίου καὶ τὸν κάποτε ἐγκιβωτιστὴ τοῦ καλύτερού μας ἑαυτοῦ Διονύση Σαββόπουλο, τὰ θλιβερὰ κουρέλια ἑνὸς Χατζηγιάννη, μιᾶς Βίσση καὶ ἑνὸς Ρέμου, μὴ καὶ χάσει ἡ ἀνθρωπότητα τὸ σκυλάδικο τῆς παρακμῆς μας καὶ οἱ δισκογραφικὲς τὰ κέρδη τους. Μαγαρίσαμε τὸ θαῦμα τῆς ἔναρξης μὲ τὴν ἀφόρητη εὐτέλεια τῆς λήξης, δείξαμε ὡς πολιτισμικὸ προϊὸν τῆς σημερινῆς καὶ ὄχι τῆς κάποτε Ἑλλάδας τὸ «εἶσαι στὸ αἷμα, στὶς φλέβες, στὰ κύτταρά μου». Αὐτά, γιὰ νὰ μὴν κοκορευόμαστε τόσο ἀσύδοτα γιὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἰδιοφυῆ καὶ δωρεοδότου Παπαϊωάννου ὡς συλλογικά.
Τὸ γεγονὸς παραμένει: ἡ τελετὴ ἔναρξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τῶν Ἀθηνῶν ἦταν ἕνα θαῦμα, μιὰ ἔκπληξη, μιὰ ἔκρηξη. Δὲν εἶχε «καλὴ αἰσθητική», δηλαδὴ καλὴ συνάρτηση τῶν φυσικῶν αἰσθήσεων (ποὺ ἄλλωστε διαθέτουν καὶ τὰ ζῷα). Χαρακτηριζόταν ἀπὸ πραγματικὴ φιλοκαλία: ἐρωτικὴ παραφορὰ γιὰ τὸ κάλλος, αἰώνια θητεία στὴν ἀλήθεια του. Θυμηθεῖτε μόνο τὴν ἑξῆς σκηνή: μετὰ ἀπὸ τὶς μεγαλειώδεις σκηνὲς μὲ τοὺς φλόγινους κύκλους πάνω στὰ ὕδατα, τοὺς ἑκατοντάδες μὲ τὰ κρουστὰ καὶ τὴν μουσικὴ τοῦ Ξαρχάκου νὰ γεμίζει τὸ στάδιο, ἡρεμία: ὅλη ἡ ὑφήλιος στὶς ὀθόνες, ἀναμένοντας ὑπερθέαμα καὶ κλαμπατσίμπαλα, ἀλλὰ ἡρεμία, ἡσυχία, μὲ μόνη τὴν «λίμνη» στὸ στάδιο ἀτάραχη. Καὶ ἔνα παιδὶ ἐμφανίζεται σὲ ἕνα χάρτινο βαρκάκι, ἀνεμίζοντας ἕνα σημαιάκι ὑπὸ τὶς θεῖες μελωδίες τοῦ Χατζιδάκι. Καὶ ἡ φιλαρμονικὴ τοῦ νησιοῦ, βγαλμένη ἀπὸ τὴν συλλογική μας μνήμη καὶ ἀπὸ ὅσο παρὸν δὲν ἔχουμε καταστρέψει ἀκόμα, νὰ συνεχίζει τὴν ὀνειρικὴ εἰκόνα.
Τόση πολλὴ ἀλήθεια, τόσο πολὺ κάλλος, μὲ τόσο λίγα ὑλικά. Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «ὑπερθεάματος».
Ἢ τὸ πανάρχαιο κυκλαδίτικο εἰδώλιο, ποὺ θραύεται γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ στὴν γλυπτὴ τέχνη τῶν ἑπόμενων ἀρχαίων καιρῶν καὶ κατόπιν σὲ σημεῖα-σημάδια τοῦ σημερινοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Καὶ τοποθετοῦνται τὰ κομμάτια στὴ «λίμνη» τοῦ σταδίου, παραπέμποντας στὶς Κυκλάδες. Καὶ μιὰ ἐλιὰ πάμφωτη ἀναδύεται ὡς σύμβολο, ποὺ συμ-βάλλει, βάζει μαζί, ὅ,τι ἤμασταν, ὅ,τι εἴμαστε καὶ ὅ,τι ἐλπίζουμε νὰ εἴμαστε. Χωρὶς νὰ ἀναφερθεῖ ρητῶς, εἰκονίζεται σαφέστατα στὸ στάδιο ἡ ρήση τοῦ Ἐλύτη: «ἐὰν ἀποσυνδέσεις τὴν Ἑλλάδα, στὸ τέλος θὰ δεῖς νὰ σοῦ ἀπομένουν μιὰ ἐλιά, ἕνα ἀμπέλι κι ἕνα καράβι»...
Τὸ ἐκδηλωμένο κάλλος τοῦ ἀριστουργήματος τοῦ Παπαϊωάννου σημαίνει τὰ νοήματα, παραπέμπει σὲ αὐτά: δὲν ὑπάρχει οὔτε «μήνυμα τοῦ καλλιτέχνη», οὔτε «ἠθικὸ δίδαγμα», οὔτε τὸ «τί θέλει νὰ πεῖ ὁ ποιητής». Τὸ ἴδιο τὸ κάλλος, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἐπιτευχθεῖ, διδάσκει – δὲν χρειάζεται ὑποτίτλους (οὔτε τὴν ἀφήγηση τοῦ Κωστάλα νὰ τὸ καταστρέφει).
Κάλλος ἀπεριόριστο ἀποτυπώνεται καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς τελετῆς, στὸ βίντεο μὲ τὴν παρουσίαση τῆς Ἑλλάδας, τοῦ τοπίου της καὶ τοῦ πολιτισμοῦ (τρόπου ζωῆς) της. Τὸ κάλλος πραγματικὰ ἐκπλήσσει, τυφλώνει, εἶναι πραγματικὰ ἀφόρητο γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῶν πόλεων. Ὅμως καὶ πάλι, μὴν διανοηθεῖ κανεὶς νὰ ὑπερηφανευτεῖ: οἱ Ἕλληνες ἔχουν ἐμπράκτως ἀπορρίψει αὐτὸ τὸ κάλλος, μὲ τοὺς περίπου ἑπτὰ στοὺς δέκα νὰ ἔχουν ἐπιλέξει τὴν διαμονὴ καὶ ζωὴ σὲ ἐλάχιστες γιγαντιαῖες τερατουπόλεις, καὶ ὅλα σχεδὸν τὰ χωριὰ τῆς Ἑλλάδας πλὴν ἐλαχίστων ποὺ ἀντιστέκονται νὰ κατοικοῦνται κυρίως ἀπὸ γέροντες καὶ μετανάστες. (Ἔχει ὁποιαδήποτε ἄλλη εὐρωπαϊκὴ χώρα τέτοια ὑπερσυγκέντρωση πληθυσμοῦ στὴν πρωτεύουσα;) Πῶς μποροῦν οἱ ἴδιοι αὐτοὶ Ἕλληνες νὰ ὑπερηφανεύονται γιὰ αὐτὸ τὸ κάλλος ὡς «δικό τους»;
Ὁπότε, ἂς μὴν κοκορευόμαστε ποὺ ἕνας Δημήτρης Παπαϊωάννου διέσωσε τὴν συλλογικὴ ἀξιοπρέπεια ποὺ ἐμεῖς διαρκῶς προδίδουμε, μὰ ἂς χαμηλώσουμε μὲ αἰδημοσύνη τὸ βλέμμα μας καὶ ἂς μετα-νοήσουμε, δηλαδή: ἂς ἀλλάξουμε μυαλά. Κι ἂν τὸ πράξουμε συλλογικῶς, αὐτὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μεταποιηθεῖ σὲ δημιουργία, πολιτισμό, παραγωγή, πολιτική, οἰκονομία – νὰ ἀνθήσει καὶ νὰ φέρει κι ἄλλο. Καὶ νὰ μᾶς ἀναστήσει.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου