Δημήτρης Τζουβάνος
Ισως γνωρίζουν πολλοί το ανέκδοτο με τις κότες Βοημίας – αφορά την αναγνώριση της προέλευσης των σφαγίων ορνιθίων (υποτίθεται, στο ανέκδοτο, ότι τα εκ Βοημίας πλεονεκτούν) δι οπισθοδακτυλισμού, πράγμα που ήγειρε διαθέσεις ομοιότροπης αναγνώρισης της καταγωγής του στον ήρωα του ανεκδότου. Κι όσοι δεν το γνωρίζουν δεν χάνουν και τίποτα, πρόκειται για χοζόγουστο ανέκδοτο που εν προκειμένω χρησιμεύει κάπως για τα εν συνεχεία.
Καλοκαιριάτικα λοιπόν κι εν όσω μαγειρεύονται διάφορα εκεί όπου μαγειρεύονται, το δόλιο το θέμα των επί παντός επιλογών μας πλαγιοβάλεται όχι μόνον απ’ την κομματική ή καναλική ντουντούκα αλλά κι απ’ το βραχνό μεγάφωνο του DATSUN “καρπούζια Αμαλιάδος έχω ! – μέλι με το μαχαίρι ! ».
Το σκηνικό από μια άποψη είναι μια χαρά και σε κάθε περίπτωση Ολυμπιακότερο εν Αθήναις – θυμάστε – απ’ ό,τι τα εναρκτήρια Ολυμπιακά της Λόντρας, το κόστος άλλη κουβέντα. Το θέμα εδώ είναι η όλη βραχνοκουλτούρα, δηλ. ότι τα «καρπούζια Βοημίας» όπως οι ως άνω κότες, αποτελούν έν γενικεύσει τον κυρίαρχο οδηγό επί των επιλογών που λέγαμε. Δεν θα επεκταθούμε στο γενικότερο θέμα των Συμβόλων Εμπιστοσύνης, στα θέματα Διαφήμισης-Ενημέρωσης-Χειραγώγησης κτλ. Θυμίζοντας μόνο τον Χάρυ Κλύν – SONY ρε παιδί μου, λέει τις ειδήσεις πριν συμβούν – έτσι σαν γέφυρα στην ημι-εκούσια εν παντί παραπλάνησή μας, επιστρέφουμε στο χώρο των καρπουζιών και της πρώτης σχετικής γενίκευσής τους, αυτής των τροφίμων. Κι αυτό διότι αφορά ένα χώρο όπου, έ, λίγο-πολύ όλοι επαρχιώτες, τουλάχιστον οι πιο μπαγιάτικοι, έχουμε και μια άποψη από πρώτο χέρι (νομίζουμε) και δεν παπαγαλίζουμε απλώς (νομίζουμε) ως ο γνωστός Κίτσος της Τασούλας τα γκατζετάδικα και τα εξοφθάλμως tragic. Κι επίσης διότι όχι μόνο έχουμε άποψη, αλλά κι ελπίδες να πιάσει τόπο υπαρξιακό η άποψη αφού καρπούζι Βοημίας βρίσκει κι αποκτά κανείς ενώ Cayen μάλλον δυσκολεύεται τελευταία, έστω κι αν έχει βεβαιότητα για τα πλεονεκτήματα του οχήματος. Κι επίσης διότι, χωρίς πολλά-πολλά, από Τραπέζης άρξασθαι τα βιοτικά ( και τα κατανοήματα ) με υπ’ όψιν τα ουκ επ’ άρτω μόνον, τα της κλίνης συμπεριλαμβανομένων. Και τέλος, διότι καλοκαίρι πράμα τα καρπούζια και τα συναφή έχουν και τη δροσιά τους όσο να ‘ναι.
Καρπούζια Παλιοκάμπου λοιπόν, κοτόπουλα Καρακοβουνίου και φέτα Στραβοράχης. Κι οπωσδήποτε διαγωνίως και υπερτοπίως, αυγά απ’ το χωριό και ντομάτες του κουμπάρου χωρίς λίπασμα, λουκούμι. Και περαιτέρω πιο συμμετοχικά-μυστηριακά «βρήκα κάτι βερίκοκα, δεν υπάρχουν λέμε», κι ας είναι αυτά για κονσέρβες που μας κατακλύζουν. Κι ακόμα παραπέρα και κάπως πιο γκουρμεδοριτζινάλικα «με ρόκα και λιαστή ντομάτα …». Το tragic του πράγματος έχει πολλές πτυχές καλές και κακές σε τραγικό σύμπλοκο, και δεν μας παίρνει εδώ παρά για νύξεις.
Εν ριπή αναφορά πρώτα σε πτυχές χαζομιμητισμού, εκζήτησης, διαφυγής απ’ το τίποτα στο δήθεν κάτι, τζάμπα εντυπωσιασμού, ένα θέμα πολύ ευρύτερο που εκφράζεται και στα επί τραπέζης. Ολοι κολυμπάμε λιγο-πολύ σε τέτοια λασπόνερα, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο χαζοπαγώνια, άλλοι γκροτέσκα κι άλλοι μέσα από περίτεχνες μεταμφιέσεις. Πίσω απ’ το κολύμπι αυτό η αγάπη και η αναζήτηση του Αλλου, σε μια στραβή της εκδοχή, στραβή απ’ τα λειψά και τα απλήρωτα αλληλόχρεα.
Δυο-τρεις νύξεις στα αισθητικά, και δη στις πιο αδρές πλευρές τους. Πρώτα, τα κατά (κακή) συνθήκη και κακή οικονομία ψεύδη που αναπαράγουν την κακαισθησία και την αγνωσία - «πολύ ωραίο ήταν» - μωρέ μπλάστρι ήταν, να στο πώ γλυκά κι αγαπησιάρικα και με σεβασμό στον κόπο σου, αλλά μπλάστρι. Κι έπειτα, tragic, η αξιολόγηση της άσχετης συντριπτικής πλειοψηφίας που έχει ξεχάσει κι όσα (λίγα) ήξερε απ’ το χωριό, που έχει χάσει γεύσεις μυρωδιές, εικόνες και μέτρο εν μέσω πληθώρας χρωμάτων supermarket και μαγείρων της TV, πάσης ηλικίας εσχάτως. Όχι μόνο νεαροί του κέτσαπ, μα και μεσήλικες της επαρχίας, φεύ, δοξάζουν για λουκούμι το κολοκύθι και το άχυρο, ονομάζουν άρωμα το ξινόχορτο και το ταγκό, μουσταρδώνουν το κατσικάκι «απ’ το χωριό», επιβεβαιώνουν τη σιγουριά της κακαισθησίας τους σε στοιχειώδεις αισθητικές διακρίσεις τού κάπως απ’ το μη χειρότερα, ουσιαστικά δεν έχουν καν υποψία για το καλύτερο, και φυσικά δεν έχουν χώρο μεσ’ την τύρβη τους για δυο σπυριά μάθησης – ίσιωμα της απελπισίας με αφετηρία το μείον και το χωρίς επίγνωση. Tragic. Τέλος, η καταστροφή της ευχαριστιακής εστίασης, αυτής με την περίτεχνη, πολυεπίπεδη, σεβαστική, λειτουργική απλότητά της, την μακράν ακηδίας, αφασίας, υπερβολών, μονομερειών και φανταχτερής σαβούρας, η αναγωγή της σε αγχώδεις απλουστεύσεις εις δόξαν «γεύσεων», «προελεύσεων» ή «μυστηριακών ονομάτων», απλουστεύσεις συνήθως ανούσιες κι ως τέτοιες, σαν κάτι από κότα Βοημίας.
Δυο λόγια επιγραμματικά τώρα για τα τεχνικά του πράγματος, κι από πού ν’ αρχίσεις και που να τελειώσεις. Να ξεστομίσεις πως το βιομηχανικό κοτόπουλο είναι σε πολλά καλύτερο απ’ το αλανιάρικο θα σε φάνε υπερασπιζόμενοι τα χωρικά όσια, άλλο που το παιδί ούτε ν’ ακούσει θέλει για αλανιάρικο. Να επιμείνεις μπλέκοντας σαλμονέλες του DATSUN, χωρικαγοραία φυράματα και διάφορα τέτοια, μόνο πληγές ανοίγεις. Να προχωρήσεις πως η τεχνολογία και το «φυσικό» είναι πάντα αγκαλιά από καταβολής πολιτισμού και πως το ζήτημα αφορά πιο ειδικές αξιολογήσεις και διακρίσεις, σε κάνει με μιας ακατάληπτο κι αιρετικό της πυράς στην πουρατινή αφασία που βρίσκει στο «φυσικό» την εύκολη-αυτόματη αγνότητα που νομίζει πως δικαιούται. Να αμφισβητήσεις τη νοστιμιά στις ντομάτες του κουμπάρου θα ακουστεί παλαβό, άσε που κατά περίπτωση (βλ.συνέχεια) οι κουμπαροντομάτες μπορεί όντως και να μυρίζουν ντομάτα, έτσι για να εντείνουν το μπέρδεμα. Να εξηγήσεις ότι, εν πολλοίς τη νοστιμιά την κάνει η ποικιλία ( η ράτσα) κι ελάχιστα ο αλίπαντος κουμπάρος και η κοπριά του, ακούγεται φοβερό αφού εισάγεται εδώ το ανεξέλεγκτο κριτήριο της ποικιλίας, παναπεί ολλανδιταλικοί κωδικοί υβριδίων ( καθόλου κακά καθ’ αυτά, παρά τα νομιζόμενα, πλην νόστιμα μόνον ένα στα τόσα μιας κι άλλες προτεραιότητες κυνηγούν οι γεωτεχνικές – από κει ψώνισε κι ο κουμπάρος να φυτέψει), κριτήριο αφοπλιστικό ακόμα και για ειδικούς. Να τολμήσεις πως το καρπούζι Παλιοκάμου δεν υπάρχει γενικώς κι εννοηματικώς, όπως άλλωστε και το τρόλλεϋ Παγκρατίου παρά το οφθαλμοφανές αντίθετο πλην άσχετο με την υποδηλούμενη ποιότητα των τρόλλεϋ, εισάγει κακά δαιμόνια και δαιμονίζει όποιον τ’ ακούει. Να εξηγήσεις ότι η «προέλευση» δεν έχει νόημα γενικώς παρά σε ειδικές περιπτώσεις μόνον όπου ποικιλίες, τόποι και τεχνικές (θεσμοποιημένα κι ελεγχόμενα με τη βούλα, άϊντε κι ατύπως σε σπάνιες περιπτώσεις) υποδηλώνουν κάποια αντίστοιχη ποιότητα, εκλαμβάνεται ως ανουσιούργημα κατά της κουλτούρας της Στραβοράχης η οποία κι αποτελεί ένα έσχατο (φαντασιακό και χάρτινο) οχυρό κατά της εκμηδένισης.
Ενας τεράστιος όγκος πληροφοριών στη σύνθετη σημερινή ζωή ( γνωστικές προσεγγίσεις και στρατηγημένα ψεύδη σε χαρμάνι εμπορίου για τα target group της κοινωνίας μας ) συνωθείται και στραπατσάρεται στην κοινή γκλάβα εκβάλλοντας στο νέο είδος αναλφαβητισμού που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Ωριμάζουν όμως παράλληλα τα αλφαβητάρια της νέας εποχής – φωτάκια αστράφτουν εδώ κι εκεί – και η ακόλουθη άρση του κοινού λόγου ως τα ύψη του νέου ιερού μύθου που εύστοχα κι απλά θα θέσει τη δική του νοηματική τάξη στα πράγματα και στα καρπούζια. Στο μεσεποχικό-μεσαιωνικό διάστημα ανίεροι μύθοι οπισθοφυλακής θα κουβαλούν κατακτήματα και σαβούρα ομού ως πρόκληση, μεταξύ άλλων, και στη δημώδη επεξεργασία κατανόησης-διαλογής. Μια επεξεργασία που θα αναμετρηθεί υποχρεωτικά κι εξ αρχής με τα επί τραπέζης και την εκεί ανίερη μυθολογία. Μέρος αλήθειας σώζεται στη μυθολογία αυτή - ναι σε πολλά τα ελληνικά πλεονεκτούν, ναι σε μερικά η γεωγραφική προέλευση έχει αντίκρυσμα, ναι τα χωρικά ημι-φαντάσματα αποτελούν κατά περίπτωση μια σφεντόνα κατά των αρμάτων των έμφορτων με ανεξέλεγκτα φυτοφάρμακα που σέρνουν τρελλές αγελάδες, και ναι του κουμπάρου το πράμα ως χάρισμα είναι πιο γλυκό - με την καλή έννοια. Κυρίως όμως στους ανίερους μύθους αυτούς σώζεται η σκυταλοδρόμηση της δικαιωματικής άγνοιας και της πλαστοριτζιναλιάς, δηλ. η διολίσθηση στη γλυκόλογη χειραγώγηση, μια γραμμή κι αυτή στη γυροβολιά περί το μηδέν που βιώνουμε. Κι αν εδώ οι ευθύνες πρώτα αφορούν τους αρμόδιους και τους ειδικούς που παπαγαλίζουν συνήθως τα αλλότρια, όλοι έχουμε το μερίδιο της ευθύνης μας, δηλ. της ανατακτικής υποχρέωσης.
Στο Πώς, δεν έχω εύκολες συνταγές να προτείνω, τι σώζεις, τι γκρεμίζεις, πώς ξεκαθαρίζεις μεσ’ στα στενέματα χρόνου και τις έγνοιες και τη βαβέλ, πως αιωρείσαι στο μεταξύ και πώς οικονομείς την καθημερινότητα-μάθηση, πως κι απ’ τα κυριακάτικα ένθετα αντλείς κάποιο ζουμί πέρα από κότες Βοημίας. Παιδεία ασφαλώς και δή δια βίου, και για τους μεγαλύτερους ο,τι προκάνουν, ψάχνοντας χωρίς άγχος αλλά και σταθερά ως τρόπο ζωής και σε ορισμένη προτεραιότητα σε βάρος άλλων λιγότερο βιοτικών. Παιδεία ασφαλώς, και πάλι Πώς αυτό – άλλη κουβέντα, πολιτική, με τη στενή έννοια. Παιδεία πάντως δια βίου και δια του βίου, κι αλληλεκπαίδευση φιλόμαθη μεσ’ την παρέα, ευχαριστιακή, χαλαρή, γελαστική κι αντιχαβαλεδιάρικη, κι ευηκοϊα και οικονομία ημιμαθούς λόγου και οικονομία διαλόγου, απ’ τα πιο δύσκολα πλέον κι αυτό. Παιδεία και διαρκής αναζήτηση δασκάλων σε βιβλία κι οθόνες – άλλο δύσκολο κι αυτό εν πληθωρισμώ μπλά μπλά - κι σίγουρα νέες συνθέσεις και συναξάρια της προκοπής θα ‘ρθουν να διευκολύνουν, πού θα πάει. Πόλεμος στη διακαιωματική άγνοια (γενικότερα) και τους ανίερους μύθους, κατά τα όπλα τα κοινά κι αλληλόχρεα, και πόλεμος στο επί τα θολά βόλεμα και στην επί τα δύσκολα αντίσταση κι απαισιοδοξία – πόλεμος πάντα ευχαριστιακός για να τον φχαριστιέμαστε.
Κι αν όλα είναι κόντρα, μαζί και εμείς οι ίδιοι με του διαβόλου τη μεριά συνήθως, κάτι από σωματίδιο Χίγκς εντός μας ζητάει τη μετοχή μας στο αυθεντικό, γι αυτό η λιαστή ντομάτα με τη ρόκα (κατακαλόκαιρο, αμάν !) δεν αφορά μόνο γκουρμεδιάρικη εκζήτηση και τα τοιαύτα αλλά – για σκέψου – αφορά και τη φάλτσα πλην εναγώνια αναζήτηση μετοχής στο αυθεντικό, ήτοι τάση αληθείας. Μόνο που το αυθεντικό, παρά τα νομιζόμενα, δεν είναι το Παράδοξο και το Εντυπωσιακό, ούτε καν το αντικείμενο του πόθου μας που μ’ ένα τρύκ (τύπου, βρήκα ο μάγκας, μια ταβέρνα στο νησί …) εύκολα αποκτάται. Αφού αυθεντικό εξ ορισμού είναι το δια βίου κοπιώδες, είναι δηλ. το ταξίδι όπου πολλών ανθρώπων άστεα και νόες συναιρούνται στη μετοχή του καθενός υπό τη γνωστή προτροπή των καιρών. Προχώρα Κίτσο.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου