Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
ΡΙΖΙΚEΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ένα από τα αντιδημοκρατικά επιχειρήματα υποστηρίζει ότι η (άμεση) δημοκρατία, δηλαδή η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί στις σημερινές συνθήκες των μεγάλων χωρών και ως εκ τούτου η μόνη δυνατότητα είναι η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος αντιπροσωπευτικού συστήματος με σκοπό τη βελτίωσή του και την καλύτερη λειτουργία του. Προτείνονται προς τούτο διάφορα μέτρα, όπως: εκδημοκρατισμός των κομμάτων, γνησιώτερη αντιπροσώπευση, αναλογικό εκλογικό σύστημα, ηθικοποίηση της εξουσίας, πάταξη της διαφθοράς, παροχή ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης, έλεγχος των ΜΜΕ, έλεγχος των αγορών, των τραπεζών και άλλα συναφή.
Όλα αυτά όμως είναι ανεπίτευκτα και αδύνατα εντός του συστήματος και από το ίδιο το σύστημα. είναι όνειρα πολιτικής νυκτός. Ένας προφανής ιστορικός και πρακτικός λόγος είναι ότι αυτές οι διακηρύξεις επαναλαβάνονται από πολύ παλιά από πολιτικούς και κόμματα, από καθεστωτικούς και συστημικούς διανοουμένους, αλλά δεν έχει γίνει απολύτως τίποτε.
Ο κυριώτερος όμως λόγος είναι ότι αυτά που πρέπει να εκλείψουν (λ.χ. οι διαβλητές εκλογές, τα αυταρχικά κόμματα, η διαφθορά, η πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, ο ανεξέλεγκτος ρόλος των τραπεζών, η διαπλοκή κ.ο.κ.) είναι εγγενή συστατικά στοιχεία του κοινοβουλευτικού πλέγματος εξουσίας και ως εκ τούτου η αυτομεταρρύθμισή του είναι αδύνατη. Εάν οι εκλογές και τα κόμματα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα θα είχαν καταργηθεί από τις κυρίαρχες τάξεις.
Άλλωστε η οικονομική και η κοινωνική βελτίωση του κοινοβουλευτικού καπιταλισμού με σκοπό κάποια κοινωνία επιπέδου Ελβετίας, Νορβηγίας ή Δανίας (όπως με ευήθεια ή απάτη υποσχόταν ο Γ. Α. Παπανδρέου για την Ελλάδα πριν από τις εκλογές του 2009), είναι επίσης δύσκολη έως ακατόρθωτη απ’ ότι φαίνεται από την πρακτική και την ιστορία των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που μαστίζει την ανθρωπότητα από το 2008, η βελτίωση αυτή καθίσταται ακόμη πιο ακατόρθωτη - κυρίως για την Ελλάδα, η οποία αντιμετωπίζει την χρεοκοπία. Επομένως το ανωτέρω επιχείρημα των υποστηρικτών του κοινοβουλευτικού καθεστώτος δεν έχει σταθερά στηρίγματα.
Κατά συνέπεια τίθεται το εύλογο ερώτημα που απασχόλησε και στο παρελθόν διανoουμένους και πολιτικούς ακτιβιστές: είναι δυνατή μία άλλη πολιτική δραστηριότητα εντός των ολιγαρχικών αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, με σκοπό την αλλαγή τους, προς την κατεύθυνση της (άμεσης) δημοκρατίας; Είναι, δηλαδή, δυνατή η αλλαγή του ολιγαρχικού πολιτεύματος και η επίτευξη της συμμετοχής όλων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι καταφατική, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009). Οπότε, ως άμεσο επακόλουθο, τίθεται προς συζήτηση το εξής ζήτημα: από τη στιγμή που δεν αρκεί η θεωρητική διακήρυξη γενικών αρχών αυτονομίας και δημοκρατίας ούτε η επίκληση ιστορικών μοντέλων, χρειάζονται ασφαλώς συγκεκριμένα αιτήματα, στόχοι και αγώνες σε όλα τα επίπεδα, άρα αγώνες γνωμών, αντιλήψεων, πάλη ιδεών (αφού η περίφημη πάλη των τάξεων απουσιάζει παταγωδώς). Πώς μπορεί να γίνουν αυτά, ποια είναι τα αιτήματα, ποιες οι προτάσεις που μπορούν να αναδειχθούν προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας;
Τα αιτήματα και οι προτάσεις οπωσδήποτε παραπέμπουν σε αλλαγές, που, όπως εννοούνται εδώ, δεν αποτελούν αυτό που έχει ονομασθεί ρεφορμισμός. Ο ρεφορμισμός αρέσκεται και αρκείται στις επί μέρους μεταρρυθμίσεις που δεν επιφέρουν ριζικές αλλαγές και δεν έχουν απώτερο στόχο και όραμα τη δημοκρατία. Περιορίζεται σε νομικές μικρομεταρρυθμίσεις που δεν αμφισβητούν την ολιγαρχική κυριαρχία και ούτε επιχειρούν να αλλάξουν τις δεσπόζουσες σχέσεις εξουσίας και οικονομίας. Ρεφορμισμός σημαίνει δευτερεύουσες μεταρρυθμίσεις που δεν αλλάζουν την ουσία του ολιγαρχικού συστήματος, απλώς το εξωραΐζουν για να διατηρηθεί. Ρεφορμισμός είναι η αντίληψη που υποστηρίζει την κατάκτηση ή κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τα λεγόμενα αριστερά κόμματα και την εισαγωγή βελτιωτικών μέτρων. είναι η πίστη ότι τα κόμματα αυτά είναι ικανά να πραγματοποιήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς την βελτίωση της κοινωνίας. Ρεφορμισμός είναι η αντίληψη που εκχωρεί τα αιτήματα και την πραγματοποίησή τους στους ποικίλους «αντιπροσώπους (κόμματα, βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, περιφερειάρχες). Όταν όμως τα όνειρα, οι απόψεις και οι επιθυμίες ανατίθενται σε αυτούς, τότε εκποιούνται και παύουν να υπάρχουν. Διότι τα κόμματα προωθούν μεταρρυθμίσεις που ωφελούν κατά κανόνα, όχι τα κατώτερα στρώματα και το κοινό συμφέρον, αλλά αυτά τα ίδια, τα στελέχη τους και τους οικονομικώς ισχυρούς, συντελώντας έτσι στη διατήρηση του συστήματος.
Λόγου χάριν, ρεφορμισμός είναι η διακήρυξη για «γνησιώτερη και καλύτερη αντιπροσώπευση», ενώ η αντίληψη που υιοθετείται εδώ προβαίνει στην κατάδειξη αφ’ ενός της πολιτικής αλλοτρίωσης που επιβάλλει η αντιπροσώπευση και άρα της φενάκης της «καλύτερης αντιπροσώπευσης» και αφ’ετέρου της ανάγκης για περισσότερη συμμετοχή των ανθρώπων με την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του ρόλου των αντιπροσώπων και των κομμάτων. Άλλο παράδειγμα, η διακήρυξη του φιλελευθερισμού για την ατομική ελευθερία είναι ημιτελής, διότι λείπει η πολιτική ελευθερία, χωρίς την οποία δεν υφίσταται ούτε ουσιαστική ατομική αυτονομία. Η τελευταία είναι αδύνατη χωρίς τη συλλογική αυτονομία, είναι αδιανόητη χωρίς την αυτόνομη κοινότητα, όπως πολύ σωστά τονίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Πώς μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν πρέπει υποχρεωτικά να τηρείς τον κοινωνικό νόμο; Υπάρχει μια πρώτη συνθήκη: πρέπει να έχεις την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχεις στη διαμόρφωση του νόμου (της θέσμισης). Μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν τηρώ τον νόμο μόνο αν μπορώ να πω πως αυτός ο νόμος είναι δικός μου – μόνο αν μου δόθηκε η πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω στη διαμόρφωσή του και στη θέσμισή του (έστω και αν δεν υπερίσχυσαν οι δικές μου προτιμήσεις)».
Από την άλλη, οι ουσιαστικές αλλαγές συντελούν στον μετασχηματισμό, στην αλλαγή του συστήματος. Οι αλλαγές που εννοούνται εδώ δεν είναι διορθώσεις ή βελτιώσεις των «κακώς κειμένων», αλλά στοιχεία μιας σφαιρικής πολιτικής πρότασης, που έχουν προσανατολισμό την ευρεία ή συνολική θέσμιση της κοινωνίας. Συνεπώς οι αλλαγές στο υπάρχον ολιγαρχικό σύστημα δεν πρέπει να εντάσσονται στον εξωραϊσμό και στη διατήρησή του, αλλά στην προοπτική δημιουργίας ενός πλαισίου αναφοράς για μία ευρύτερη κοινωνική συσπείρωση. για τη συγκρότηση ενός κινήματος που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αιτημάτων-προτάσεων, με σκοπό την ριζική αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος.
Απορρίπτοντας τον ρεφορμισμό οδηγούμαστε σε αιτήματα θεσμικά, σε προτάσεις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, που να επιφέρουν σημαντικές ριζικές αλλαγές και να έχουν σκοπό την άμεση δημοκρατία. Οι αλλαγές διατηρούν εν προκειμένω την αρχαία σημασία τους: όταν αλλάζουν την πολιτική θέσμιση και την κοινωνική κατάσταση. Παραδείγματα τέτοιων αλλαγών για την αθηναϊκή πολιτεία αποτελούν αυτές που είναι γνωστές με τα ονόματα του Σόλωνα, του Κλεισθένη, του Θεμιστοκλή, του Εφιάλτη και του Περικλή, και συνέβαλαν αντιστοίχως στην προετοιμασία, στην ίδρυση, στην διεύρυνση και στην εδραίωση της δημοκρατίας. Οι αλλαγές αυτές, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των επιθυμιών και των αγώνων των κατωτέρων και μεσαίων στρωμάτων, έφεραν ριζικές μετατροπές και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «επαναστάσεις».
Επομένως, δημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν μπορεί να προκύψει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές που να διέπονται από την αντίληψη της ριζικής μετατροπής του υπάρχοντος συστήματος. Στο δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», που έθετε στην αρχή του 20ου αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η απάντηση είναι «επαναστατικές μεταρρυθμίσεις» με την παραπάνω έννοια. Από την άλλη, απορρίπτοντας τον ρεφορμισμό δεν σημαίνει αναγκαστικώς ότι οδηγούμαστε στη βίαιη επανάσταση. Το διαφορετικό, το άλλο, η εναλλακτική λύση στον ρεφορμισμό δεν είναι η «ένοπλη επανάσταση», κομμουνιστικού ή άλλου τύπου. Δεν πρέπει να φετιχοποιηθεί το μαρξικό αξίωμα ότι «η βία είναι η μαμμή της Ιστορίας». Η ριζική αλλαγή δεν συνεπάγεται όπλα, αίματα, φόνους και καταλήψεις χειμερινών ανακτόρων, από κάποια «πεφωτισμένη» κομματική πρωτοπορία, λενινιστικού, μαοϊκού, καστρικού ή γκεβαρικού τύπου. δεν σημαίνει εμφυλίους πολέμους και πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από μία μειοψηφία. Αντιλήψεις και πρακτικές αυτού του είδους έχουν αποτύχει παταγωδώς, αφού οδήγησαν σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, σε φαλκίδευση ατομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε φυλακές, στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ψυχιατρεία, σε εκτελέσεις και βασανιστήρια.
Φυσικά η απόρριψη του αξιώματος «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» δεν σημαίνει ότι υιοθετείται η διατήρηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας. Η δημοκρατική αλλαγή δεν έχει ως αξίωμα το φετίχ της βίας. Ο κύριος λόγος είναι ότι η βία, επειδή κηρύσσει και εφαρμόζει την προσταγή, την αυθαιρεσία και τον καταναγκασμό, είναι αντίθετη προς τον λόγο, το επιχείρημα και την πειθώ, που είναι τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής αντίληψης και πρακτικής. η βία είναι ξένη προς την ισονομία και την ισότητα, που είναι οι βασικοί πυλώνες της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Υποκαθιστά την πολιτική, κατά κανόνα καταστρέφει την ίδια τη δυνατότητα της πολιτικής. Η «μαμμή» της ιστορίας δεν είναι η βία, αλλά η δύναμη του συλλογικού αγώνα των ανθρώπων. Αρκεί η σίγουρη δύναμη του συνειδητού και αποφασισμένου πλήθους, που αυτοσυγκροτείται σε πλειοψηφικό δήμο, για να θέσει επιτακτικά και πειστικά, με έλλογο τρόπο, το αίτημα της αλλαγής.
H δύναμη εδώ εννοείται με την έννοια που έδωσε στον όρο η Χάνα Άρεντ, η οποία διαφοροποιεί τη δύναμη από τη βία: «Η δύναμη είναι ό,τι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας, τον δυνητικό χώρο εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων ανθρώπων». Η δύναμη αναφέρεται σε ανθρώπους που συν-ομιλούν και συμ-πράττουν και αποβλέπει στον διάλογο και την πειθώ. Σε αντιδιαστολή προς αυτήν, η βία αρχίζει όταν καταργείται η δυνατότητα συν-ομιλίας και σύμ-πραξης. Είναι δηλαδή βουβή, αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος - αποβλέπει στην υποταγή και την υπακοή. Η βία αναφέρεται στα απομονωμένα άτομα και τις ομάδες, ενώ η δύναμη στο πλήθος, στους πολλούς και στις συλλογικότητες. Η βία συνήθως καταστρέφει, χωρίς να δημιουργεί. Ενώ η δύναμη αλλάζει νόμους, νοοτροπίες και θεσμούς, θεσμίζει νέα πράγματα και δεν καταστρέφει μόνο – κτίζει δεν γκρεμίζει. Η δύναμη υπό αυτή την έννοια προσομοιάζει στην μη βίαιη επανάσταση για την οποία κάνει λόγο η Άρεντ: «η μόνη δύναμη που έχει ο λαός είναι η εφεδρεία της επανάστασης».
Στο ίδιο μήκος κινείται, κατά τη γνώμη μου, και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που τονίζει: «Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων φυσικά θεσμών εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση της κοινωνίας αυτής ή του μεγαλύτερου μέρους της». Στο πλαίσιο αυτό, ο Κ. Καστοριάδης τονίζει την ανάγκη για ριζική αλλαγή, αλλαγή στη σύνολη θέσμιση της κοινωνίας. Αυτό δηλώνεται ρητώς όταν κάνει λόγο για ένα «επαναστατικό κίνημα που θα επιδιώξει να εγκαθιδρύσει μία πραγματική δημοκρατία, με τη συμμετοχή όλων στη διαχείριση των κοινών. Ένα επαναστατικό κίνημα που θα οδηγήσει στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγικών και τοπικών μονάδων, των χωρών, των εθνών. Αυτή είναι η μόνη πολιτική επιδίωξη η οποία έχει κάποιο νόημα και για την οποία αξίζει να δουλέψει κανείς». Οι αντιλήψεις αυτές δεν εντάσσονται στη βελτίωση του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αλλά στη ριζική αναδιάρθρωσή του, στην εκ βάθρων αλλαγή του.
Αυτή όμως είναι αδύνατη χωρίς την απαίτηση, την αυτόνομη δράση και την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων – είναι ανέφικτη με μεσάζοντες και μεσολαβητές, με αντιπροσώπους και κόμματα. Η πραγματοποίησή της εξαρτάται από τη θεωρητική και εννοιολογική χειραφέτηση, από την αποτίναξη της ψευδούς εικόνας της δημοκρατίας, από τη ρήξη της παραμορφωτικής κρούστας που συγκαλύπτει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων και τα παρουσιάζει ως δημοκρατικά. Τις παραμορφώσεις αυτές έχουν επιβάλλει οι πολιτικές και οι οικονομικές ολιγαρχίες, τα κόμματα και οι βουλευτές, αλλά και φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και άλλοι διανοούμενοι, καθώς και οι ποικίλες αριστερές ιδεολογίες.
Δρ Φιλοσοφίας
ΡΙΖΙΚEΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ένα από τα αντιδημοκρατικά επιχειρήματα υποστηρίζει ότι η (άμεση) δημοκρατία, δηλαδή η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί στις σημερινές συνθήκες των μεγάλων χωρών και ως εκ τούτου η μόνη δυνατότητα είναι η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος αντιπροσωπευτικού συστήματος με σκοπό τη βελτίωσή του και την καλύτερη λειτουργία του. Προτείνονται προς τούτο διάφορα μέτρα, όπως: εκδημοκρατισμός των κομμάτων, γνησιώτερη αντιπροσώπευση, αναλογικό εκλογικό σύστημα, ηθικοποίηση της εξουσίας, πάταξη της διαφθοράς, παροχή ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης, έλεγχος των ΜΜΕ, έλεγχος των αγορών, των τραπεζών και άλλα συναφή.
Όλα αυτά όμως είναι ανεπίτευκτα και αδύνατα εντός του συστήματος και από το ίδιο το σύστημα. είναι όνειρα πολιτικής νυκτός. Ένας προφανής ιστορικός και πρακτικός λόγος είναι ότι αυτές οι διακηρύξεις επαναλαβάνονται από πολύ παλιά από πολιτικούς και κόμματα, από καθεστωτικούς και συστημικούς διανοουμένους, αλλά δεν έχει γίνει απολύτως τίποτε.
Ο κυριώτερος όμως λόγος είναι ότι αυτά που πρέπει να εκλείψουν (λ.χ. οι διαβλητές εκλογές, τα αυταρχικά κόμματα, η διαφθορά, η πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, ο ανεξέλεγκτος ρόλος των τραπεζών, η διαπλοκή κ.ο.κ.) είναι εγγενή συστατικά στοιχεία του κοινοβουλευτικού πλέγματος εξουσίας και ως εκ τούτου η αυτομεταρρύθμισή του είναι αδύνατη. Εάν οι εκλογές και τα κόμματα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα θα είχαν καταργηθεί από τις κυρίαρχες τάξεις.
Άλλωστε η οικονομική και η κοινωνική βελτίωση του κοινοβουλευτικού καπιταλισμού με σκοπό κάποια κοινωνία επιπέδου Ελβετίας, Νορβηγίας ή Δανίας (όπως με ευήθεια ή απάτη υποσχόταν ο Γ. Α. Παπανδρέου για την Ελλάδα πριν από τις εκλογές του 2009), είναι επίσης δύσκολη έως ακατόρθωτη απ’ ότι φαίνεται από την πρακτική και την ιστορία των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που μαστίζει την ανθρωπότητα από το 2008, η βελτίωση αυτή καθίσταται ακόμη πιο ακατόρθωτη - κυρίως για την Ελλάδα, η οποία αντιμετωπίζει την χρεοκοπία. Επομένως το ανωτέρω επιχείρημα των υποστηρικτών του κοινοβουλευτικού καθεστώτος δεν έχει σταθερά στηρίγματα.
Κατά συνέπεια τίθεται το εύλογο ερώτημα που απασχόλησε και στο παρελθόν διανoουμένους και πολιτικούς ακτιβιστές: είναι δυνατή μία άλλη πολιτική δραστηριότητα εντός των ολιγαρχικών αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, με σκοπό την αλλαγή τους, προς την κατεύθυνση της (άμεσης) δημοκρατίας; Είναι, δηλαδή, δυνατή η αλλαγή του ολιγαρχικού πολιτεύματος και η επίτευξη της συμμετοχής όλων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι καταφατική, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009). Οπότε, ως άμεσο επακόλουθο, τίθεται προς συζήτηση το εξής ζήτημα: από τη στιγμή που δεν αρκεί η θεωρητική διακήρυξη γενικών αρχών αυτονομίας και δημοκρατίας ούτε η επίκληση ιστορικών μοντέλων, χρειάζονται ασφαλώς συγκεκριμένα αιτήματα, στόχοι και αγώνες σε όλα τα επίπεδα, άρα αγώνες γνωμών, αντιλήψεων, πάλη ιδεών (αφού η περίφημη πάλη των τάξεων απουσιάζει παταγωδώς). Πώς μπορεί να γίνουν αυτά, ποια είναι τα αιτήματα, ποιες οι προτάσεις που μπορούν να αναδειχθούν προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας;
Τα αιτήματα και οι προτάσεις οπωσδήποτε παραπέμπουν σε αλλαγές, που, όπως εννοούνται εδώ, δεν αποτελούν αυτό που έχει ονομασθεί ρεφορμισμός. Ο ρεφορμισμός αρέσκεται και αρκείται στις επί μέρους μεταρρυθμίσεις που δεν επιφέρουν ριζικές αλλαγές και δεν έχουν απώτερο στόχο και όραμα τη δημοκρατία. Περιορίζεται σε νομικές μικρομεταρρυθμίσεις που δεν αμφισβητούν την ολιγαρχική κυριαρχία και ούτε επιχειρούν να αλλάξουν τις δεσπόζουσες σχέσεις εξουσίας και οικονομίας. Ρεφορμισμός σημαίνει δευτερεύουσες μεταρρυθμίσεις που δεν αλλάζουν την ουσία του ολιγαρχικού συστήματος, απλώς το εξωραΐζουν για να διατηρηθεί. Ρεφορμισμός είναι η αντίληψη που υποστηρίζει την κατάκτηση ή κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τα λεγόμενα αριστερά κόμματα και την εισαγωγή βελτιωτικών μέτρων. είναι η πίστη ότι τα κόμματα αυτά είναι ικανά να πραγματοποιήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς την βελτίωση της κοινωνίας. Ρεφορμισμός είναι η αντίληψη που εκχωρεί τα αιτήματα και την πραγματοποίησή τους στους ποικίλους «αντιπροσώπους (κόμματα, βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, περιφερειάρχες). Όταν όμως τα όνειρα, οι απόψεις και οι επιθυμίες ανατίθενται σε αυτούς, τότε εκποιούνται και παύουν να υπάρχουν. Διότι τα κόμματα προωθούν μεταρρυθμίσεις που ωφελούν κατά κανόνα, όχι τα κατώτερα στρώματα και το κοινό συμφέρον, αλλά αυτά τα ίδια, τα στελέχη τους και τους οικονομικώς ισχυρούς, συντελώντας έτσι στη διατήρηση του συστήματος.
Λόγου χάριν, ρεφορμισμός είναι η διακήρυξη για «γνησιώτερη και καλύτερη αντιπροσώπευση», ενώ η αντίληψη που υιοθετείται εδώ προβαίνει στην κατάδειξη αφ’ ενός της πολιτικής αλλοτρίωσης που επιβάλλει η αντιπροσώπευση και άρα της φενάκης της «καλύτερης αντιπροσώπευσης» και αφ’ετέρου της ανάγκης για περισσότερη συμμετοχή των ανθρώπων με την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του ρόλου των αντιπροσώπων και των κομμάτων. Άλλο παράδειγμα, η διακήρυξη του φιλελευθερισμού για την ατομική ελευθερία είναι ημιτελής, διότι λείπει η πολιτική ελευθερία, χωρίς την οποία δεν υφίσταται ούτε ουσιαστική ατομική αυτονομία. Η τελευταία είναι αδύνατη χωρίς τη συλλογική αυτονομία, είναι αδιανόητη χωρίς την αυτόνομη κοινότητα, όπως πολύ σωστά τονίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Πώς μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν πρέπει υποχρεωτικά να τηρείς τον κοινωνικό νόμο; Υπάρχει μια πρώτη συνθήκη: πρέπει να έχεις την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχεις στη διαμόρφωση του νόμου (της θέσμισης). Μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν τηρώ τον νόμο μόνο αν μπορώ να πω πως αυτός ο νόμος είναι δικός μου – μόνο αν μου δόθηκε η πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω στη διαμόρφωσή του και στη θέσμισή του (έστω και αν δεν υπερίσχυσαν οι δικές μου προτιμήσεις)».
Από την άλλη, οι ουσιαστικές αλλαγές συντελούν στον μετασχηματισμό, στην αλλαγή του συστήματος. Οι αλλαγές που εννοούνται εδώ δεν είναι διορθώσεις ή βελτιώσεις των «κακώς κειμένων», αλλά στοιχεία μιας σφαιρικής πολιτικής πρότασης, που έχουν προσανατολισμό την ευρεία ή συνολική θέσμιση της κοινωνίας. Συνεπώς οι αλλαγές στο υπάρχον ολιγαρχικό σύστημα δεν πρέπει να εντάσσονται στον εξωραϊσμό και στη διατήρησή του, αλλά στην προοπτική δημιουργίας ενός πλαισίου αναφοράς για μία ευρύτερη κοινωνική συσπείρωση. για τη συγκρότηση ενός κινήματος που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αιτημάτων-προτάσεων, με σκοπό την ριζική αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος.
Απορρίπτοντας τον ρεφορμισμό οδηγούμαστε σε αιτήματα θεσμικά, σε προτάσεις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, που να επιφέρουν σημαντικές ριζικές αλλαγές και να έχουν σκοπό την άμεση δημοκρατία. Οι αλλαγές διατηρούν εν προκειμένω την αρχαία σημασία τους: όταν αλλάζουν την πολιτική θέσμιση και την κοινωνική κατάσταση. Παραδείγματα τέτοιων αλλαγών για την αθηναϊκή πολιτεία αποτελούν αυτές που είναι γνωστές με τα ονόματα του Σόλωνα, του Κλεισθένη, του Θεμιστοκλή, του Εφιάλτη και του Περικλή, και συνέβαλαν αντιστοίχως στην προετοιμασία, στην ίδρυση, στην διεύρυνση και στην εδραίωση της δημοκρατίας. Οι αλλαγές αυτές, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των επιθυμιών και των αγώνων των κατωτέρων και μεσαίων στρωμάτων, έφεραν ριζικές μετατροπές και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «επαναστάσεις».
Επομένως, δημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν μπορεί να προκύψει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές που να διέπονται από την αντίληψη της ριζικής μετατροπής του υπάρχοντος συστήματος. Στο δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», που έθετε στην αρχή του 20ου αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η απάντηση είναι «επαναστατικές μεταρρυθμίσεις» με την παραπάνω έννοια. Από την άλλη, απορρίπτοντας τον ρεφορμισμό δεν σημαίνει αναγκαστικώς ότι οδηγούμαστε στη βίαιη επανάσταση. Το διαφορετικό, το άλλο, η εναλλακτική λύση στον ρεφορμισμό δεν είναι η «ένοπλη επανάσταση», κομμουνιστικού ή άλλου τύπου. Δεν πρέπει να φετιχοποιηθεί το μαρξικό αξίωμα ότι «η βία είναι η μαμμή της Ιστορίας». Η ριζική αλλαγή δεν συνεπάγεται όπλα, αίματα, φόνους και καταλήψεις χειμερινών ανακτόρων, από κάποια «πεφωτισμένη» κομματική πρωτοπορία, λενινιστικού, μαοϊκού, καστρικού ή γκεβαρικού τύπου. δεν σημαίνει εμφυλίους πολέμους και πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από μία μειοψηφία. Αντιλήψεις και πρακτικές αυτού του είδους έχουν αποτύχει παταγωδώς, αφού οδήγησαν σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, σε φαλκίδευση ατομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε φυλακές, στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ψυχιατρεία, σε εκτελέσεις και βασανιστήρια.
Φυσικά η απόρριψη του αξιώματος «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» δεν σημαίνει ότι υιοθετείται η διατήρηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας. Η δημοκρατική αλλαγή δεν έχει ως αξίωμα το φετίχ της βίας. Ο κύριος λόγος είναι ότι η βία, επειδή κηρύσσει και εφαρμόζει την προσταγή, την αυθαιρεσία και τον καταναγκασμό, είναι αντίθετη προς τον λόγο, το επιχείρημα και την πειθώ, που είναι τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής αντίληψης και πρακτικής. η βία είναι ξένη προς την ισονομία και την ισότητα, που είναι οι βασικοί πυλώνες της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Υποκαθιστά την πολιτική, κατά κανόνα καταστρέφει την ίδια τη δυνατότητα της πολιτικής. Η «μαμμή» της ιστορίας δεν είναι η βία, αλλά η δύναμη του συλλογικού αγώνα των ανθρώπων. Αρκεί η σίγουρη δύναμη του συνειδητού και αποφασισμένου πλήθους, που αυτοσυγκροτείται σε πλειοψηφικό δήμο, για να θέσει επιτακτικά και πειστικά, με έλλογο τρόπο, το αίτημα της αλλαγής.
H δύναμη εδώ εννοείται με την έννοια που έδωσε στον όρο η Χάνα Άρεντ, η οποία διαφοροποιεί τη δύναμη από τη βία: «Η δύναμη είναι ό,τι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας, τον δυνητικό χώρο εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων ανθρώπων». Η δύναμη αναφέρεται σε ανθρώπους που συν-ομιλούν και συμ-πράττουν και αποβλέπει στον διάλογο και την πειθώ. Σε αντιδιαστολή προς αυτήν, η βία αρχίζει όταν καταργείται η δυνατότητα συν-ομιλίας και σύμ-πραξης. Είναι δηλαδή βουβή, αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος - αποβλέπει στην υποταγή και την υπακοή. Η βία αναφέρεται στα απομονωμένα άτομα και τις ομάδες, ενώ η δύναμη στο πλήθος, στους πολλούς και στις συλλογικότητες. Η βία συνήθως καταστρέφει, χωρίς να δημιουργεί. Ενώ η δύναμη αλλάζει νόμους, νοοτροπίες και θεσμούς, θεσμίζει νέα πράγματα και δεν καταστρέφει μόνο – κτίζει δεν γκρεμίζει. Η δύναμη υπό αυτή την έννοια προσομοιάζει στην μη βίαιη επανάσταση για την οποία κάνει λόγο η Άρεντ: «η μόνη δύναμη που έχει ο λαός είναι η εφεδρεία της επανάστασης».
Στο ίδιο μήκος κινείται, κατά τη γνώμη μου, και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που τονίζει: «Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων φυσικά θεσμών εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση της κοινωνίας αυτής ή του μεγαλύτερου μέρους της». Στο πλαίσιο αυτό, ο Κ. Καστοριάδης τονίζει την ανάγκη για ριζική αλλαγή, αλλαγή στη σύνολη θέσμιση της κοινωνίας. Αυτό δηλώνεται ρητώς όταν κάνει λόγο για ένα «επαναστατικό κίνημα που θα επιδιώξει να εγκαθιδρύσει μία πραγματική δημοκρατία, με τη συμμετοχή όλων στη διαχείριση των κοινών. Ένα επαναστατικό κίνημα που θα οδηγήσει στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγικών και τοπικών μονάδων, των χωρών, των εθνών. Αυτή είναι η μόνη πολιτική επιδίωξη η οποία έχει κάποιο νόημα και για την οποία αξίζει να δουλέψει κανείς». Οι αντιλήψεις αυτές δεν εντάσσονται στη βελτίωση του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αλλά στη ριζική αναδιάρθρωσή του, στην εκ βάθρων αλλαγή του.
Αυτή όμως είναι αδύνατη χωρίς την απαίτηση, την αυτόνομη δράση και την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων – είναι ανέφικτη με μεσάζοντες και μεσολαβητές, με αντιπροσώπους και κόμματα. Η πραγματοποίησή της εξαρτάται από τη θεωρητική και εννοιολογική χειραφέτηση, από την αποτίναξη της ψευδούς εικόνας της δημοκρατίας, από τη ρήξη της παραμορφωτικής κρούστας που συγκαλύπτει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων και τα παρουσιάζει ως δημοκρατικά. Τις παραμορφώσεις αυτές έχουν επιβάλλει οι πολιτικές και οι οικονομικές ολιγαρχίες, τα κόμματα και οι βουλευτές, αλλά και φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και άλλοι διανοούμενοι, καθώς και οι ποικίλες αριστερές ιδεολογίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου