ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΘΑΚΗ
Η θέση αυτή επιβάλλει την αύξηση των δημόσιων εσόδων λίγο πάνω από το σημερινό επίπεδο, το 40%, και να αναδιανείμει τα φορολογικά βάρη από τα φτωχότερα στα πιο ευκατάστατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οφείλει να διορθώσει τη θεμελιακή αιτία του δημοσιονομικού προβλήματος, το οποίο αφορά το σκέλος των εσόδων. Ας θυμηθούμε ότι, σε σύγκριση με τους μέσους όρους της Ε.Ε. την περίοδο 1995-2009, τόσο οι ασφαλιστικές εισφορές όσο και η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα προσφέρουν ακριβώς τους ίδιους αναλογικά πόρους. Αντίθετα, η άμεση φορολογία, δηλαδή ο φόρος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, υστερεί μόνιμα κατά 4-5% του ΑΕΠ, περίπου δηλαδή 8-10 δισ. τον χρόνο.
Η διόρθωση αυτή θέτει αναπόφευκτα ως μεσοπρόθεσμη προτεραιότητα τον περιορισμό της φοροασυλίας, της φοροδιαφυγής και των αδήλωτων εισοδημάτων κάθε μορφής και είδους. Στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών είναι η αποτύπωση της ροής των εισοδημάτων των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων της ελληνικής οικονομίας και η πραγματική αποτύπωση των επιχειρηματικών εσόδων, δαπανών και κερδών. Επιβάλλεται μία διπλή μεγάλη και ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης που ασχολείται με την άντληση των εσόδων. Η δημιουργία ενός νέου, ενιαίου, καθολικού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος συνιστά την επίλυση του δομικού προβλήματος των δημόσιων οικονομικών, που αναπαράγεται για πολλές πολλές δεκαετίες.
Με το σημερινό σύστημα η αναζήτηση νέων εσόδων εξαντλείται, όπως κάνει ήδη το Μνημόνιο, σε αύξηση των έμμεσων φόρων, σε οριζόντια επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων και σε έκτακτες εισφορές κάθε είδους κυρίως από την ακίνητη περιουσία. Παράλληλα τα δημόσια έσοδα από το παρελθόν έχουν παγιδευτεί σ' ένα σύστημα διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων που συσσωρεύουν χρέη πολιτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και αποτελούν πεδίο αυθαίρετων ρυθμίσεων ή τελματωμένων καταστάσεων.
Υπό τις συνθήκες αυτές τα περιθώρια διορθώσεων είναι μικρά. Οι βασικές επιλογές είναι η φορολογική ελάφρυνση των φτωχότερων στρωμάτων και η αύξηση της επιβάρυνσης των πιο ευκατάστατων, αλλά αυτό θα γίνει δυστυχώς με περίπου τα ίδια εργαλεία και με διαφορετική στόχευση κάθε φορά. Παράλληλα οι εκκρεμούσες υποθέσεις πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν με νέα διοικητική ρύθμιση που θα αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τις εκκρεμούσες φορολογικές υποθέσεις και θα δημιουργεί μία νέα αρχή για τη ομαλή λειτουργία αυτή τη φορά του καθολικού φορολογικού συστήματος.
Στο σκέλος των δημόσιων δαπανών δεν χρειάζονται μεγάλες ανακατατάξεις ούτε στο ύψος ούτε στη σύνθεση των δημοσίων δαπανών. Οι δημόσιες δαπάνες βρίσκονται δύο με τρεις μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τα τελευταία είκοσι χρόνια (43,5 έναντι 45,5% του ΑΕΠ), και η σύνθεσή τους συγκλίνει στις βασικές κατηγορίες (δημόσια διοίκηση 11%, συντάξεις 10%, υγεία 9%, άμυνα και εκπαίδευση 10%). Η άμυνα είναι φυσικά πιο ψηλά και η εκπαίδευση χαμηλότερα στην Ελλάδα από ό,τι στην Ε.Ε.
Εντούτοις το πρόβλημα των δημοσίων δαπανών είναι η εκτεταμένη διαφθορά της διοίκησης και οι διασυνδέσεις επιχειρηματικών συμφερόντων με τις κρατικές δαπάνες που καθιστούν βασικούς τομείς, όπως η υγεία, τα δημόσια έργα, τα επενδυτικά κίνητρα, οι μελέτες, οι υπεργολαβίες υπηρεσιών και πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων, δέσμιες μιας εξαιρετικά δαπανηρής και αναποτελεσματικής χρήσης των δημόσιων πόρων. Οι υπηρεσίες που τελικά προσφέρονται στον πολίτη είναι δυσανάλογα χαμηλές σε σχέση με τους πόρους που δαπανώνται.
Η διάλυση του συστήματος αυτού επιβάλλει βαθιές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στο θεσμικό πλαίσιο των συμπράξεων, των αναθέσεων και των συναλλαγών του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Ο κεντρικός στόχος είναι η εξοικονόμηση πόρων σε κάθε έναν από τους τομείς αυτούς προκειμένου να επανεπενδυθούν στους ίδιους τομείς και να αναβαθμίσουν τόσο τις προσφερόμενες υπηρεσίες όσο και τις υποδομές και ταυτόχρονα να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης.
Σήμερα, το 2012, τα έσοδα προγραμματίζονται στο 40% και οι δαπάνες στο 42%. Αυτό θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση της οικονομίας και ταυτόχρονα κάθε θετική προσαρμογή στο σκέλος των εσόδων ή των δαπανών μπορεί να συμβάλει επιπρόσθετα. Εντούτοις οι συνεχείς αποκλίσεις που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση καθιστούν και για το τρέχον έτος την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% προβληματική. Πιθανόν το άνοιγμα να είναι της τάξης του 3-4%, το οποίο θέτει την ανάγκη χρηματοδότησης του ελλείμματος με βραχυχρόνιο δανεισμό, μέσω της δανειακής σύμβασης και με έκτακτα μέτρα άμεσης απόδοσης, τόσο στις δαπάνες, όσο και στα έσοδα.
Στο πλαίσιο αυτό η καταγραφή των πιο συγκεκριμένων προτάσεων είναι από μία άποψη αναγκαία, αλλά όχι και τόσο καθοριστική. Έτσι και αλλιώς απαιτείται πολύ συγκεκριμένος διάλογος και κάποιες στοιχειώδεις μελέτες υποδομής που δυστυχώς λείπουν. Οι βασικές ιδέες υπάρχουν, αλλά θα επανέλθουμε σε άλλο σημείωμα.
Στις σημερινές συνθήκες προέχει το “πάγωμα” και όχι η μείωση των μισθών και δημόσιων δαπανών και η αποτροπή της περαιτέρω ύφεσης με κάθε μορφής πρόσφορο και έκτακτο μέτρο. Η εξοικονόμηση δαπανών χάριν των άμεσων επενδύσεων, η αναζήτηση εκτάκτων εσόδων από νέες πηγές και η αναδιανομή των φορολογικών επιβαρύνσεων θα δώσουν μία στοιχειώδη ανάσα. Τα δύσκολα όμως προφανώς είναι τα πέρα από αυτά.
Η δημιουργία ενός νέου, ενιαίου, καθολικού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος συνιστά την επίλυση του δομικού προβλήματος των δημόσιων οικονομικών, που αναπαράγεται για πάρα πολλές δεκαετίες. Το πρόβλημα των δημοσίων δαπανών είναι η εκτεταμένη διαφθορά της διοίκησης και οι διασυνδέσεις επιχειρηματικών συμφερόντων με τις κρατικές δαπάνες
Η δημοσιονομική προσαρμογή σύμφωνα με το Μνημόνιο 2 επιδιώκει να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες από το 44% (που είναι ο μέσος όρος της τελευταίας 20ετίας) στο 34-35% του ΑΕΠ και να σταθεροποιήσει τα δημόσια έσοδα στο 38-39% του ΑΕΠ (που είναι ο μέσος όρος της τελευταίας εικοσαετίας), με ένα πλεόνασμα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ το οποίο θα εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος.
Η δική μας σκέψη πρέπει να προσανατολιστεί στη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών με τρόπο που δεν θα επιφέρει επιπρόσθετη ύφεση και ταυτόχρονα σταδιακά θα οδηγήσει στην εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού. Η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να σταθεροποιήσει τα έσοδα και τις δαπάνες στο 41-42% του ΑΕΠ και να διατηρήσει μία σχετικά σταθεροποιημένη συνθήκη με ένα μικρό εύρος διακύμανσης του ελλείμματος ανάλογα με τις διακυμάνσεις της πραγματικής οικονομίας.Η θέση αυτή επιβάλλει την αύξηση των δημόσιων εσόδων λίγο πάνω από το σημερινό επίπεδο, το 40%, και να αναδιανείμει τα φορολογικά βάρη από τα φτωχότερα στα πιο ευκατάστατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οφείλει να διορθώσει τη θεμελιακή αιτία του δημοσιονομικού προβλήματος, το οποίο αφορά το σκέλος των εσόδων. Ας θυμηθούμε ότι, σε σύγκριση με τους μέσους όρους της Ε.Ε. την περίοδο 1995-2009, τόσο οι ασφαλιστικές εισφορές όσο και η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα προσφέρουν ακριβώς τους ίδιους αναλογικά πόρους. Αντίθετα, η άμεση φορολογία, δηλαδή ο φόρος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, υστερεί μόνιμα κατά 4-5% του ΑΕΠ, περίπου δηλαδή 8-10 δισ. τον χρόνο.
Η διόρθωση αυτή θέτει αναπόφευκτα ως μεσοπρόθεσμη προτεραιότητα τον περιορισμό της φοροασυλίας, της φοροδιαφυγής και των αδήλωτων εισοδημάτων κάθε μορφής και είδους. Στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών είναι η αποτύπωση της ροής των εισοδημάτων των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων της ελληνικής οικονομίας και η πραγματική αποτύπωση των επιχειρηματικών εσόδων, δαπανών και κερδών. Επιβάλλεται μία διπλή μεγάλη και ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης που ασχολείται με την άντληση των εσόδων. Η δημιουργία ενός νέου, ενιαίου, καθολικού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος συνιστά την επίλυση του δομικού προβλήματος των δημόσιων οικονομικών, που αναπαράγεται για πολλές πολλές δεκαετίες.
Με το σημερινό σύστημα η αναζήτηση νέων εσόδων εξαντλείται, όπως κάνει ήδη το Μνημόνιο, σε αύξηση των έμμεσων φόρων, σε οριζόντια επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων και σε έκτακτες εισφορές κάθε είδους κυρίως από την ακίνητη περιουσία. Παράλληλα τα δημόσια έσοδα από το παρελθόν έχουν παγιδευτεί σ' ένα σύστημα διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων που συσσωρεύουν χρέη πολιτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και αποτελούν πεδίο αυθαίρετων ρυθμίσεων ή τελματωμένων καταστάσεων.
Υπό τις συνθήκες αυτές τα περιθώρια διορθώσεων είναι μικρά. Οι βασικές επιλογές είναι η φορολογική ελάφρυνση των φτωχότερων στρωμάτων και η αύξηση της επιβάρυνσης των πιο ευκατάστατων, αλλά αυτό θα γίνει δυστυχώς με περίπου τα ίδια εργαλεία και με διαφορετική στόχευση κάθε φορά. Παράλληλα οι εκκρεμούσες υποθέσεις πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν με νέα διοικητική ρύθμιση που θα αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τις εκκρεμούσες φορολογικές υποθέσεις και θα δημιουργεί μία νέα αρχή για τη ομαλή λειτουργία αυτή τη φορά του καθολικού φορολογικού συστήματος.
Στο σκέλος των δημόσιων δαπανών δεν χρειάζονται μεγάλες ανακατατάξεις ούτε στο ύψος ούτε στη σύνθεση των δημοσίων δαπανών. Οι δημόσιες δαπάνες βρίσκονται δύο με τρεις μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τα τελευταία είκοσι χρόνια (43,5 έναντι 45,5% του ΑΕΠ), και η σύνθεσή τους συγκλίνει στις βασικές κατηγορίες (δημόσια διοίκηση 11%, συντάξεις 10%, υγεία 9%, άμυνα και εκπαίδευση 10%). Η άμυνα είναι φυσικά πιο ψηλά και η εκπαίδευση χαμηλότερα στην Ελλάδα από ό,τι στην Ε.Ε.
Εντούτοις το πρόβλημα των δημοσίων δαπανών είναι η εκτεταμένη διαφθορά της διοίκησης και οι διασυνδέσεις επιχειρηματικών συμφερόντων με τις κρατικές δαπάνες που καθιστούν βασικούς τομείς, όπως η υγεία, τα δημόσια έργα, τα επενδυτικά κίνητρα, οι μελέτες, οι υπεργολαβίες υπηρεσιών και πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων, δέσμιες μιας εξαιρετικά δαπανηρής και αναποτελεσματικής χρήσης των δημόσιων πόρων. Οι υπηρεσίες που τελικά προσφέρονται στον πολίτη είναι δυσανάλογα χαμηλές σε σχέση με τους πόρους που δαπανώνται.
Η διάλυση του συστήματος αυτού επιβάλλει βαθιές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στο θεσμικό πλαίσιο των συμπράξεων, των αναθέσεων και των συναλλαγών του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Ο κεντρικός στόχος είναι η εξοικονόμηση πόρων σε κάθε έναν από τους τομείς αυτούς προκειμένου να επανεπενδυθούν στους ίδιους τομείς και να αναβαθμίσουν τόσο τις προσφερόμενες υπηρεσίες όσο και τις υποδομές και ταυτόχρονα να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης.
Σήμερα, το 2012, τα έσοδα προγραμματίζονται στο 40% και οι δαπάνες στο 42%. Αυτό θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση της οικονομίας και ταυτόχρονα κάθε θετική προσαρμογή στο σκέλος των εσόδων ή των δαπανών μπορεί να συμβάλει επιπρόσθετα. Εντούτοις οι συνεχείς αποκλίσεις που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση καθιστούν και για το τρέχον έτος την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% προβληματική. Πιθανόν το άνοιγμα να είναι της τάξης του 3-4%, το οποίο θέτει την ανάγκη χρηματοδότησης του ελλείμματος με βραχυχρόνιο δανεισμό, μέσω της δανειακής σύμβασης και με έκτακτα μέτρα άμεσης απόδοσης, τόσο στις δαπάνες, όσο και στα έσοδα.
Στο πλαίσιο αυτό η καταγραφή των πιο συγκεκριμένων προτάσεων είναι από μία άποψη αναγκαία, αλλά όχι και τόσο καθοριστική. Έτσι και αλλιώς απαιτείται πολύ συγκεκριμένος διάλογος και κάποιες στοιχειώδεις μελέτες υποδομής που δυστυχώς λείπουν. Οι βασικές ιδέες υπάρχουν, αλλά θα επανέλθουμε σε άλλο σημείωμα.
Στις σημερινές συνθήκες προέχει το “πάγωμα” και όχι η μείωση των μισθών και δημόσιων δαπανών και η αποτροπή της περαιτέρω ύφεσης με κάθε μορφής πρόσφορο και έκτακτο μέτρο. Η εξοικονόμηση δαπανών χάριν των άμεσων επενδύσεων, η αναζήτηση εκτάκτων εσόδων από νέες πηγές και η αναδιανομή των φορολογικών επιβαρύνσεων θα δώσουν μία στοιχειώδη ανάσα. Τα δύσκολα όμως προφανώς είναι τα πέρα από αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου