Του Απόστολου Καψάλη
1. Εισαγωγή
Τις τελευταίες ημέρες η παρέμβαση των 9 εργατικών ομοσπονδιών και η πρωτοβουλία του υπηρεσιακού Υπουργού Εργασίας με στόχο την αναστολή εφαρμογής (moratorium) της γνωστής πλέον Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου για την μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Η ενεργοποίησή της ΠΥΣ από μερίδα εργοδοτών και η ευρεία προσφυγή σε ατομικές τροποποιητικές συμβάσεις εργασίας έχουν λάβει,ήδη, διαστάσεις επιδημίας πλήττοντας βάναυσα το εισόδημα και το ηθικό μεγάλου αριθμού μισθωτών.
Παράλληλα, το φλέγον αυτό ζήτημα προκάλεσε οξείες δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ εργοδοτών, μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων και συνδικαλιστών, ιδίως γύρω από το ζήτημα της αδυναμίας εύρεσης της κατάλληλης φόρμουλας για την σύναψη μιας συμφωνίας με δεσμευτική ισχύ. Παραδόξως, σχεδόν οι πάντες εμφανίστηκαν πρόθυμοι να αναστείλουν την εν λόγω ΠΥΣ, αλλά δεν κατόρθωσαν να βρουν τον τρόπο να μετουσιώσουν την ομοθυμία τους σε πράξη (όχι απαραίτητα υπουργικού συμβουλίου).
Η δημοκρατία δεν είναι αυτή που τάχα δεν έχει αδιέξοδα; Στον βαθμό που η προστασία των εργαζομένων εξακολουθεί ειλικρινά να αποτελεί την βασική μέριμνα των θεσμικών οργάνων και των οργανώσεων του κόσμου της εργασίας στην χώρα μας, ας ληφθεί υπόψη και μια ακόμη συμβολή στην προσπάθεια εξεύρεσης άμεσης λύσης στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί.
2. Τα καθήκοντα μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης
Ένα από τα κύρια καθήκοντα της Υπηρεσιακής Κυβέρνησης στα πλαίσια του Συντάγματος και της ειδικής εντολής που έλαβε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι η διασφάλιση ενός ειρηνικού και ομαλού προεκλογικού βίου, λαμβάνοντας κάθε απαραίτητο μέτρο και την δέουσα ειδική μέριμνα και πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της διασφάλισης ενός κλίματος εργασιακής ειρήνης, της αποφυγής κοινωνικών εντάσεων και της αποτροπής επέλευσης σοβαρών επιπτώσεων στην εθνική οικονομία.
Η κατάσταση στην χώρα μας σε επίπεδο δημοσιονομικό και κοινωνικό είναι εκρηκτική, ήδη πριν από την διενέργεια των εκλογών της 6ης Μαΐου 2012. Επιπρόσθετα, η ενεργοποίηση από πολλούς εργοδότες των δυνατοτήτων που παρέχονται για την καταγγελίατων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όσο και η συχνότατα καταχρηστική άσκηση του οικείου δικαιώματος στην κατεύθυνση της σύναψης ατομικών συμβάσεων εργασίας, έχουν δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στον κόσμο της μισθωτής εργασίας και σοβαρές κοινωνικές εντάσεις σε επιχειρησιακό, κλαδικό και εθνικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, η πιθανότητα ευρείας ενεργοποίησης της εν λόγω ΠΥΣ από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, ιδίως σε νευραλγικούς τομείς της εθνικής οικονομίας και λόγω της ραγδαίας και σπουδαίας συρρίκνωσης των αποδοχών των εργαζομένων που συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη, δύναται υπό όρους να προκαλέσει επώδυνες επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας με κυριότερη αυτήν της άμεσης δραματικής μείωσης των εσόδων για τα ασφαλιστικά ταμεία με εξαιρετικά απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειεςτους επόμενους μήνες.
Συνεπώς, η πρωτοβουλία του Υπουργού Εργασίας για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης στα πλαίσια της συμφωνίας αναστολής της ισχύος της εν λόγω ΠΥΣ εμπίπτει απόλυτα στις αρμοδιότητες και στις υποχρεώσεις της Υπηρεσιακής Κυβέρνησης με στόχο την διεξαγωγή των επόμενων εκλογών σε κλίμα ηρεμίας και ευταξίας. Άλλωστε, η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι προδήλως αντισυνταγματική γεγονός που, κατά μια άποψη, θα αποτελούσε από μόνο του επαρκή δικαιολογία για την λήψη εκ μέρους της Υπηρεσιακής Κυβέρνησης μιας απόφασης για την αναστολή εφαρμογής της ΠΥΣ, έως την συγκρότηση της νέας Κυβέρνησης της χώρας.
3. Τα περιθώρια στα πλαίσια της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας
Η εμπλοκή του αρμοδίου Υπουργού Εργασίας ως πολιτικού προϊσταμένου των υπηρεσιών του υπουργείου του στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας τέτοιας λύσης στην βάση της αναστολής της ΠΥΣ θα μπορούσε να προκύψει παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της ισχύουσας νομοθεσίας. Ο λόγος για τις διατάξεις που διέπουν τις νέες αυξημένες συμφιλιωτικές αρμοδιότητες του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, συνεπεία μάλιστα της τυπικής προσφυγής κάποιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ενώπιον του ΣΕΠΕ και με αίτημα την ειρηνική επίλυση μιας εργατικής διαφοράς, η οποία δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας.
Από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 3 του Νόμου 3996/2011 και σύμφωνα με το γράμμα, αλλά και το πνεύμα, της παρ. 6 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι η αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, της οποίας προΐσταται ο Υπουργός Εργασίας, μπορεί να αναλαμβάνει συμφιλιωτικές πρωτοβουλίες για πολύ σοβαρά ζητήματα σε εξαιρετικές περιστάσεις:
«Η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης εργατικών διαφορών εθνικού επιπέδου, ιδίως όταν είναι ορατό το ενδεχόμενο διατάραξης της εργασιακής ειρήνης, με συνέπεια την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία».
4. Μια πρακτική διέξοδος
Η εφαρμογή ή η αναστολή της εν λόγω ΠΥΣ, ιδίως μέσα σε μια τεταμένη προεκλογική περίοδο με υψηλό δείκτη κοινωνικής πόλωσης και αναταραχής, αποτελεί μια εργατική διαφορά εξέχουσας εθνικής σπουδαιότητας στην βάση μιας προδήλως αντισυνταγματικής διάταξης, η οποία διαταράσσει σφόδρα την εργασιακή ειρήνη και προκαλεί επικίνδυνες εντάσεις σε μεγάλο αριθμό εργασιακών χώρων σε τοπικό, κλαδικό και εθνικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, εφόσον μάλιστα δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να μην καταστεί εφικτός ο άμεσος σχηματισμός κυβέρνησης αμέσως μετά την 17η Ιουνίου, η μη έγκαιρη αντιμετώπιση αυτής της έκρυθμης κοινωνικής κατάστασης δύναται να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις θέτοντας σε σοβαρή διακινδύνευση την εν γένει ομαλή πολιτική και πολιτειακή ζωή του τόπου.
Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 3 του Νόμου 3996/2011, σε περίπτωση συμφωνίας των μερών της εργατικής διαφοράς ενώπιον του ΣΕΠΕ, το υπογεγραμμένο πρακτικό έχει δεσμευτική ισχύ για τα μέρη και παράγει έννομες συνέπειες.
Ως εκ τούτου η συμφιλιωτική παρέμβαση του Υπουργού Εργασίας στα πλαίσια που ορίζει ο νόμος, αλλά και το Σύνταγμα σε ό,τι αφορά στις υποχρεώσεις του για την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, ιδίως σε μια από τις πλέον κρίσιμες προεκλογικές περιόδους στην ιστορία της χώρα μας, μπορεί να καρπίσει με την σύναψη μιας δεσμευτικής συμφωνίας αναστολής της εφαρμογής της ΠΥΣ ενώπιον των υπηρεσιών του Υπουργείου ανάμεσα σε όσους το επιθυμούνμέχρι την ενεργοποίηση, την τροποποίηση ή την κατάργησή της από την επόμενη Βουλή των Ελλήνων.
5. Συμπεράσματα
Με την επιχειρηματολογία που προηγήθηκε, ενδεχομένως στα όρια της τυπικής νομιμότητας,επιδιώκεται να δοθεί ένα έρεισμα για μια πιθανή εξεύρεση συμφωνίας αναστολήςτης εφαρμογής της ΠΥΣ σε ό,τι αφορά στην μετενέργεια των ΣΣΕ και με στόχο τον περιορισμό του διογκωμένου φαινομένου της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων.
Θα μπορούσε έτσι να προσπεραστεί και ο σκόπελος της ένστασης περί την περιορισμένη δικαιοδοσία του Υπηρεσιακού Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο εν προκειμένω θα περιοριζόταν στην πανηγυρική επικύρωση μιας έγκυρης και αμοιβαία δεσμευτικής συμφωνίας που επετεύχθη εντός των ορίων της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας μεταξύ των κοινωνικών ανταγωνιστών και με την συνδρομή του αρμόδιου Υπουργού, ακριβώς με την επιδίωξη της διασφάλισης του ομαλού προεκλογικού βίου και ειδικότερα της αποτροπής διασάλευσης της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης.
Από την άλλη θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο τα συνδικάτα και οι εργατικές ενώσεις να αναστείλουν από την δική τους πλευρά την στάση αναμονής που δικαιολογημένα, ως ένα βαθμό, προκαλεί μια τόσο σημαντική προεκλογική περίοδος. Η κοινωνική και εργασιακή ειρήνη δεν πρέπει απλά να είναι διαταραγμένη, αλλά θα πρέπει και να φαίνεται διαταραγμένη.
Είναι προφανές ότι στο ζήτημα της αναστολής της σχετικής ΠΥΣ εξέλειψε εν τέλει η πολιτική βούληση. Η αστική δημοκρατία είναι το καθεστώς του οποίου οι στυλοβάτες έχουν αναγάγει σε επιστήμη την δημιουργία τεχνητών εμποδίων και αδιεξόδων. Το εργατικό κίνημα θα πρέπει να αναζητά όλους τους πρόσφορους τρόπους, εντός ή στα όρια της «νομιμότητας», οι οποίοι θα του επιτρέψουντην ακύρωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου