Ολιβιέ Κλεμάν
Απών για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την εμπειρία του άνθρωπου, επισκέπτης του κάποτε απρόσμενος υστέρα από μια ζωή χωρίς προβλήματα, στην ώριμη ηλικία, ακόμη και σια γερατειά, και δίνοντάς του τότε την τόλμη να αψηφήση κάθε κονφορμισμό, ο έρωτας είναι «ευλογία, καυτή φωτιά» (Αύγουστος 14, 63), η τυφλή ευλογία της φωτιάς. Μπορεί να ξεπεράση τον εαυτό του και να τελειωθή στην κοινωνία των προσώπων, μπορεί να γίνη ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα γλώσσα του απέραντου, γλώσσα της σιωπής, δύναμη κοινής υπηρεσίας. Από το άλλο μέρος μπορεί να αντικειμενοποιηθή και να ξαναρίξη τον άνδρα και τη γυναίκα στη χωριστή τους τον καθένα μοναξιά, να σφετερισθή το απόλυτο και να ξαναπέση αφού έχη κάνει στάχτη μια ώρα, ένα μήνα ή μια ζωή.
Η συνάντηση του Όλεγκ και της Ζωής στο Περίπτερο Καρκινοπαθών εκφράζει αυτό το διφορούμενο του πόθου και του πάθους.
Ζωή: ξέρει τι σημαίνει τ’ όνομά της. Είναι 23 χρονών. Ξεπροβάλλει, δυνατή κι εύρωστη σαν νέο μπουμπούκι, από τον πικρό φλοιό του παρελθόντος. Παιδί, θαλασσοδάρθηκε απ΄ τον πόλεμο. Έζησε την υποχώρηση, την έξοδο, την τρομακτική εκκένωση τυυ Σμολένσκ, και τους ατέλειωτους εκείνους μήνες της πείνας όπου οι μεγάλοι, αντί να την προστατεύουν, της έκλεβαν και τη μερίδα της. Γνώρισε την «κακή ζωή» των γονιών της που βασάνιζαν ο ένας τον άλλον και στο τέλος την εγκατέλειψαν. Τώρα, φοιτήτρια και νοσοκόμος, βρίσκεται κάθε μέρα αντιμέτωπη με τις καταστροφές του καρκίνου, τόσα μαρτύρια, όπου την τελευταία λέξη την έχει σχεδόν πάντα ο θάνατος.
Η σωτηρία της είναι ακριβώς η υγεία της, η ζωντάνια της, η χαρά να νιώθη γερή κι ακέραια από τα τρίσβαθα του είναι της μέχρι τα νύχια στο καθένα από τα κύτταρα του οργανισμού της. Πέρλα χωρίς ψεγάδι στον «αρμυρό ωκεανό της ζωής» (Περίπτερο, 250), έτσι που δεν είναι μόνο ωκεανός δακρύων αλλά και παγκόσμια γονιμότητα. Όταν η Ζωή περπατάει βιαστικά, της αρέσει να αισθάνεται πως αναπηδούν τα στήθη της. Της αρέσει η αίσθηση του βάρους τους όταν σκύβη πάνω απ’ το κρεβάτι ενός αρρώστου. Αγαπάει κάθε προσπάθεια που κάνει την ανάσα της πιο γρήγορη, που κάνει το αίμα της να τρέχη πιο γρήγορα, γιατί αυτό δεν την κουράζει, παρά δυναμώνει τη βεβαιότητα της για τη ζωή της. Της αρέσει να χορεύη γιατί ο χορός είναι η στυλιζαρισμένη έκφραση του πόθου. Κι ακόμη, διαλέγοντας κυριαρχικά τους συντρόφους της, αγαπά τα ερωτικά παιχνίδια γιατί κάνουν τη ζωή πιο έντονη, παράφορη. Όλ’ αυτά πολύ απλά, χωρίς ν’ άφήνη να την «κουκουλώσουν» – παλιά «ανδρική» στάση που έχει κάθε δικαίωμα να υιοθέτηση μια ανεξάρτητη γυναίκα. Όταν ο Κόλια που την συνοδεύει στο σπίτι της μετά απ’ το χορό, την αγκαλιάζει στη σκοτεινή είσοδο, η Ζωή «νιώθει ευχάριστα», θυμάται όμως ότι πρέπει να ξυπνήση πρωί κι αποπέμπει αρκετά ψυχρά τον ομορφονιό που άλλωστε απ’ τα λόγια του της φαίνεται μάλλον ηλίθιος (Περίπτερο, 249).
Η Ζωή, ακόμη και στα παιχνίδια της, έχει μια βαθειά σοβαρότητα, είναι ενα φρόνιμο παιδί. Κυβερνά τη ζωή της με απόλυτη υπευθυνότητα, βοηθώντας τη γιαγιά της στο νοικοκυριό, παζαρεύοντας σκληρά στην αγορά απ’ όπου κουβαλάει άφθονες προμήθειες (και οι προμήθειες σημαίνουν προνοητικότητα), χρησιμοποιώντας τις σύντομες διακοπές της για να φτιάξη ένα κορσάζ «σφηκοφωλιά», δουλειά που θέλει ατέλειωτες ώρες.
«Σφηκοφωλιά» – η ίδια η ζωντάνια της Ζώης απαιτεί το φτιάξιμο μιας κυψέλης, τη διαιώνιση του είδους. Η Ζωή νιώθει στο σώμα της «μια ισορροπία και μια αρμονία» (252). Αισθάνεται πως οι βραχύβιοι έρωτές της προδίδουν αυτή την απαίτηση της ζωής. Αυτά τα χαζοπούλια που τρέχουν ξοπίσω της δεν μπορούν να δημιουργήσουν μόνιμη πόλωση μαζί της. Αδύνατο να «χορτάση» πραγματικά κοντά τους (250). Στο αποκορύφωμα των εναγκαλισμών τους, της συμβαίνει να έχη «ξαφνικά σαν ψυχρολουσία το αίσθημα πως χάνει λιγάκι τον καιρό της» (249). Η ανάμνηση και η εμμονή παρουσία του θανάτου – του πολέμου και του καρκίνου – δεν ξυπνούν μέσα της – ακόμη – την ανάγκη της υπερβάσεως αλλά μόνο την ανάγκη ενός γαλήνιου πλάτους: «Αυτό που έλειπε απ’ όλ’ αυτά ήταν μια μόνιμη και συνειδητή συνέχεια που να δίνη σταθερότητα στη ζωή. Τους έλειπε σαν να πούμε ακριβώς η ζωή» (250). Για τη «φύση μέλισσας» (373) που είχε η Ζωή, «τα σκόρπια πεταμένα ρούχα μέσα στην κάμαρα» δεν θα είχαν νόημα παρά σαν αρχή «μιας εποικοδομητικής και σταθερής συνέχειας». «Αυτό που σου χρειάζεται δεν είναι κανένας όμορφονιός, άλλα ένα καλό παλληκάρι» της λέει η γιαγιά της (269), και πρέπει να προσέξουμε εδώ το συνδυασμό των δύο εννοιών, της καλοσύνης και της παλληκαριάς, του αυθεντικού ανδρισμού. Μ’ όλο της το είναι περιμένει η Ζωή έναν άνδρα γεμάτο, «σταθερότητα και δύναμη», έναν άνδρα που να ’χη περάσει απ’ τις δοκιμασίες και να ’χη βγει νικητής για να είναι άξιός της. Έναν άνδρα που θα τον ήθελε πατέρα των παιδιών της. Ο Όλεγκ μια μέρα συσχετίζει αστειευόμενος το όνομά της, Ζωή, με τη λέξη «ζώο» – τή ζωή με το ζωώδες. «Και τα ζώα; Δεν αισθάνεσαι καμιά φορά τη συγγένειά μας με τους προγόνους μας τα ζώα;» (272). Η Ζωή παραδέχεται μέσα της αυτή τη συνέχεια της φύσεως. «Όλοι έχομε συγγένεια μαζί τους», απαντά γελώντας. «Αναζητούμε την τροφή μας, τρέφουμε τα μικρά μας. Τόσο κακό είναι;». Μόνο που στην ανθρωπότητα αυτή η ζωική καλοσύνη θέλει όχι μόνο τη μητέρα αλλά και τον πατέρα, που είναι άγνωστος στα ζώα. Η Ζωή έχει βαθύ το αίσθημα της οικογένειας από βιολογική ανάγκη. Αλλά η ανδρική σάρκα γυρεύει μόνο το άμεσο. Έτσι θα γεννηθή ανάμεσα στον Όλεγκ και στη Ζωή και το πάθος και η παρεξήγηση.
Για τον Όλεγκ Κοστογλότωφ η Ζωή είναι ένα σώμα, με την έννοια του μυστηρίου και της εξωτερικότητας συνάμα – το πρώτο γυναικείο σώμα που μπορεί ν’ αγγίξη ύστερα από την αναγκαστική αποχή του πολέμου, του στρατοπέδου και της αρρώστιας, το πρώτο που μπορεί να επιθυμήση μετά την παρατεταμένη εξάντληση του από τον καρκίνο. Είναι το δικό του σώμα, η δική του παρουσία στον κόσμο που του αποδίδονται με τη μεσολάβηση του σώματος της Ζωής. «Όλα τα ζωτικά πάθη ξανάρχονταν στο σώμα του καθώς πλησίαζε προς τη γιατρειά. Όλα! Όλα!» (271). Ο Όλεγκ βλέπει τη Ζωή απ’ τις γάμπες ώς τα χείλη κι όχι παραπέρα, δηλαδή δεν παρατηρεί στο πρόσωπό της παρά το στόμα, όπου συνοψίζεται και καλεί το σώμα, προμήνυμα του φύλου. Χείλη καυτά, ούτε ροζ, ούτε βαμμένα, χείλη με «χρώμα σπιθηριστής φωτιάς» (270). Η Ζωή γι’ αυτόν είναι «σβούρα» και «γαζία». Μικρή στρουμπουλή σιλουέτα, με δυνατά, γήινα πόδια, στήθη σφιχτά και πεταχτά που «τα δυο μαζί σχημάτιζαν μια μικρή οριζόντια πλατφόρμα» (118). Σβούρα, σχήμα εξογκωμένο, πανάρχαιο σύμβολο γονιμότητας, γήινο αγγείο όπου θέλει να βλαστήση η ζωή. Γαζία, μικρή κούπα από ανοιξιάτικο φυτικό χρυσάφι.
Ο Όλεγκ για τη Ζωή είναι ο άνδρας ο σφυρηλατημένος στη δοκιμασία, αυτός που έχει την αληθινή δύναμη, «όχι εκείνη που χρειάζεται για να μετακινής ντουλάπια, άλλα μια άλλη» (271) δύναμη της ψυχής και του σώματος μαζί: «Σφιγμένη απάνω του, τον ψηλαφούσε μ’ όλα της τα σπλάχνα, και μ’ όλα της τα σπλάχνα ήθελε να μαντέψη αν ήταν πραγματικά αυτός» (373). Για μια στιγμή ο Όλεγκ κάνει ν’ ανταποκριθή σ’ αυτή την προσδοκία. Παραδίνεται στη Ζωή, της εμπιστεύεται τη μοίρα του, και τελειώνει τις εκμυστηρεύσεις του μ’ αυτό το παράπονο: «Με ποιον μπορώ να μοιραστώ αυτή τη θλιβερή χαρά πως έμεινα στη ζωή;» (269). Αργότερα μάλιστα θα της πει – μα τα λόγια δεν θα είναι δέσμευση του μέλλοντος τόσο πολύ όσο φωτοστέφανο του παρόντος: «Θα ’ρθης στο Ους - Τερέκ, δεν είν’ έτσι; Θα παντρευτούμε. Θα χτίσουμε ένα σπιτάκι» (373). Το ζήτημα είναι πως η Ζωή δεν κατάλαβε πραγματικά τον Όλεγκ. Μετά τις εκμυστηρεύσεις του, έπαιξε μαζί του την παντομίμα του ερωτικού ξεγυμνώματος, βγάζοντας με τη βοήθεια του τη νοσοκομειακή της μπλούζα για να παρελάση μπροστά του με μια αμφίεση όχι πια της υπηρεσίας, αλλά της ομορφιάς, ένα ρούχο χρώμα γαζίας. Συγχέει όμως τη δύναμη του Όλεγκ με τη δύναμη των τυχοδιωκτών, των παρασίτων, κι αρχίζει να του τραγουδάει με κουνήματα και λικνίσματα, ένα σκοπό απ’ την ταινία «Ο αλήτης»: «Η μοίρα του Αλήτη είναι σαν τη δική σου» (273). Ο Όλεγκ επαναστατεί. Στα στρατόπεδα, τα παράσιτα καταπίεζαν τους «πολιτικούς». Τους είχε αντιμετωπίσει οπλισμένους με μαχαίρια κι η ουλή στο πρόσωπό του δεν ήταν από περιπέτειες, την είχε δεχτή παλεύοντας εναντίον της αδικίας. Η Ζωή δεν καταλαβαίνει τη μοίρα του Όλεγκ και το φορτίο της ιστορίας του. Όπως και τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχει ανάγκη από ιστορία, γιατί η ίδια της είναι η ζωή, η ζωή η αμνημόνευτη και δίχως μνήμη. Της φτάνει η απρόσωπη δύναμη του ανδρός, η virtù όπως την έλεγαν οι Ιταλοί της Αναγεννήσεως, και η virtù βρίσκεται εδώθε απ’ το καλό και το κακό.
Τότε όμως δεν υπάρχει θέση παρά μόνο για τον πόθο που σιγά σιγά παροξύνεται σε πάθος. Το πρώτο τους φιλί δεν έχει την αθωότητα της αληθινής αγάπης, δεν γεννιέται από την «αφθονία της καρδιάς». Το αλλάζουν με τα μάτια ανοικτά, αφού το ζήτησε η Ζωή, κι όλα αντικειμενοποιούνται: «Είδε πολύ κοντά, απίστευτα κοντά και λοξά τα δυο της καστανοκίτρινα μάτια που του φάνηκαν αρπακτικά. Με το ένα του μάτι έβλεπε το ένα δικό της και με το άλλο το δεύτερο. Η Ζωή διατηρούσε την κυριαρχία της πάνω στα σφιχτά, πεπειραμένα χείλη της» (371-372). Βλέπει επί τέλους τα μάτια της Ζωής, μα είναι μάτια αρπακτικά. Αυτός είναι το αντικείμενό τους κι η λεία τους. Μα κι η δική του δράση έχει έναν παράξενο δυϊσμό – του λείπει το ενοποιητικό βλέμμα της καρδιάς. Ούτε ο άνδρας ούτε η γυναίκα δίνονται. Η Ζωή, με περίσσια πείρα, διευθύνει το παιχνίδι και χωρίς αμφιβολία κρίνει και συγκρίνει. Απέραντη μοναξιά τοϋ ερωτισμού. Μια διάλεκτος, μια τεχνική διαλέκτου, μα δεν υπάρχει κανείς για να επικοινωνήση. «Τα στόματα τους ενώθηκαν πάλι, γυρεύοντας κάτι να πάρουν το ένα απ’ το άλλο» (372). Κάτι να πάρουν, όχι να δοθούν.
Η μεθοδική ηδονή, ωστόσο, γίνεται γρήγορα συνήθεια, ανάγκη, πάθος. Και το πάθος, αν δεν ολοκληρώνη την ορμή του είναι σε γνήσια ανταλλαγή και κοινή υπηρεσία, ανοίγει παράδοξα το χάος του κενού. Δυό μοναξιές αξιολύπητες καθώς αποζητούν μια εκπλήρωση όπου η καθεμιά απορροφά την άλλη χωρίς να την γιατρεύη, δυό μοναξιές ξένες γι’ αυτό στην οδύνη των ανθρώπων. Το πάθος θα μπορούσε να ορισθή σαν το αντίθετο της συμπάθειας. Πρέπει να ξαναδιαβάσουμε εδώ στο «Περίπτερο Καρκινοπαθών» (376-377), το επεισόδιο του ασκού οξυγόνου.
Ο Όλεγκ δεν έχει παρά μια σκέψη όταν συναντά τη Ζωή στις ώρες της βάρδιάς της: Πώς να βρεθή μόνος μαζί της. «Σκεπτόταν αυτό το κορίτσι, αυτή τη γυναίκα, αυτό το θηλυκό, και πώς να την πείση να ξεμοναχιαστή μαζί του» (377). Από το κορίτσι στη γυναίκα, στο θηλυκό, η σειρά των λέξεων δηλώνει τη γρήγορη μετάβαση από το πρόσωπο στο φύλο. Ο Όλεγκ εϊναι ένας μανιακός στο κυνήγι της κατακτήσεως και το «μανιακός» εδώ περιέχει και την έννοια του «δαιμονισμένος». Ακολουθεί τη Ζωή σαν να τον τραβάη απ’ το σκοινί (376). Η Ζωή πρέπει να πάη ένα ασκό οξυγόνου σ’ έναν ετοιμοθάνατο. Οι δυο τους μαζί μεταφέρουν τον ασκό, κι αυτός μεταδίδει απ’ τον ένα στον άλλον τις ανατριχίλες του πόθου τους. «Ακούμπησαν τον ασκό του οξυγόνου κι έφυγαν. Τα τελευταία λίγα κυβικά εκατοστά αναπνοής ενός ανθρώπου που πέθαινε, αυτός ο αστός του οξυγόνου τους είχε χρησιμέψει μονάχα σαν πρόφαση για να ξεμοναχιαστούν και να γνωρίσουν ο ένας του άλλου τα φιλιά» (376). Ωστόσο αυτός ο άνθρωπος ο περιτειχισμένος μόνος στην αγωνία του – «τα γόνατα του, ακουμπισμένα στο μέτωπο του, έκαναν την εντύπωση ενός κυκλικού τοίχου» (376) – ίσως να πέθαινε εκείνη τη νύχτα χωρίς να βρεθή δίπλα του ένας άνθρωπος ν’ απαλύνη τις τελευταίες του ώρες. «Αυτόν τον αδελφό του Όλεγκ, τον πλησίον του Όλεγκ, εγκαταλελειμμένο, πεινασμένο για συμπάθεια», ο Όλεγκ δεν τον σκέφθηκε. Ο Όλεγκ θέλει να ξεχάση το θάνατο, των άλλων και το δικό του – «δεν σκεπτόταν τόν ετοιμοθάνατο που άφηνε πίσω του, ετοιμοθάνατο όπως ήταν ο ίδιος πριν από δυο εβδομάδες και θα ήταν πάλι εξι μήνες αργότερα» (377). Αυτή όμως η εξαγριωμένη ζωή που ξεχνά το θάνατο, που ξεχνά το σεβασμό που οφείλομε στον καθένα επειδή πρόκειται να πεθάνη, είναι άραγε αληθινή ζωή; Τι είναι η αληθινή ζωή, πάθος ή συμπόνια; Η απάντηση του συγγραφέα [Σολζενίτσυν] συνοψίζεται σε λίγες λέξεις. Είναι τρομερή. Αρκείται να πη για τον ετοιμοθάνατο: «Ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά γύρω του δεν υπήρχαν πια ζωντανοί» (376). Αυτό θέλει να πη, βέβαια, πως ο Όλεγκ και η Ζωή είχαν απομακρυνθή. Αλλά επιπλέον θέλει να πη πως, στο αποκορύφωμα του πάθους τους, δεν ήταν πια ζωντανοί.
Κάθε πάθος είναι μια αρρώστια που γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει για ν’ αποπέση τελικά σαν νεκρό δέρμα. Το πάθος του Όλεγκ, και της Ζωής δεν αποτελεί εξαίρεση. Και, σίγουρα, ο Όλεγκ βρίσκει τότε με τη Βέρα μια εντελώς διαφορετική διάσταση της αγάπης. Στο μεταξύ υποβάλλεται σε μια θεραπεία που τον εξασθενίζει. Αλλά το πάθος του πεθαίνει μόνο του ενώ συνεχίζει ακόμη τα ερωτικά του παιχνίδια με τη Ζωή κι η πραγματική του συνάντηση με τη Βέρα βρίσκεται στο μέλλον. Στην αρχή ο Όλεγκ, καθώς αγκαλιάζει τη Ζωή, έχει το ίδιο αίσθημα που είχε η Ζωή με τον Κόλια: το αίσθημα της απουσίας, της ματαιότητας, της «αμοιβαίας αποπλάνησης» (554). Και παύει να την βλέπη. Απο τη μεριά της η Ζωή καταλαβαίνει πως δεν είναι αυτός ο άνδρας, ο άρρωστος, που θα της δώση τη γόνιμη σταθερότητα που περιμένει. Οι σχέσεις τους τοποθετούνται στο επίπεδο του παιχνιδιού που πρέπει να λήξη όταν «όλες οι δυνατότητες του έχουν εξαντληθή» (556). Η τελευταία λέξη ανήκει στο κενό και θυμίζει τον ασκό του οξυγόνου, όργανο πάθους κι όχι συμπόνιας: «Αυτό που πριν αναπτυσσόταν μεταξύ τους τόσο τεταμμένο, τόσο πυκνό, σαν τον ασκό του οξυγόνου, που κάποτε είχαν κουβαλήσει οι δυό τους, είχε αρχίσει απότομα να μικραίνη σιγά σιγά. Και είχε ξαναπέσει στο κενό» (692-693).
Παρ’ όλ’ αυτά, η Ζωή προσφέρει φιλικά τη φιλοξενία της στον Όλεγκ όταν αυτός φεύγη απ’ το νοσοκομείο. Ο Όλεγκ που ξέρει τώρα πού βρίσκεται και συλλογίζεται την καταστροφή του ανδρισμού του μετά από μια θεραπεία χωρίς έλεος, αρνείται κάθε αμφίβολη κατάσταση, παραιτείται και φεύγει. Στο σημείωμα που γράφει στη Ζωή απ’ το σταθμό, φαίνεται πως καταλαβαίνει επιτέλους την πραγματική της φύση. Την αποκαλεί «μελισσάκι» και της εύχεται «ειλικρινά, σαν πιστός φίλος, ένα πολύ ευτυχισμένο γάμο» (774-775). Τότε πια, πέρα από κάθε θλίψη και κάθε πίκρα δεν αισθάνεται γι’ αυτήν παρά «ευγνωμοσύνη», αυτό το βασικό, στον Σολζενίτσυν, αίσθημα με το οποίο ο άνδρας μεγεθύνει το φευγαλέο δώρο – ομορφιάς, παρουσίας – που του έχει κάνει μια γυναίκα στην έρημο ενός στρατοπέδου ή ενός νοσοκομείου. «Σ’ ευγνωμονώ, γράφει ο Όλεγκ στη Ζωή, που μ’ άφησες ν’ αγγίξω με τα χείλη μου μια πραγματική ζωή» (774). «Θα θυμάμαι πάντα μ’ ευγνωμοσύνη κάθε τι από σένα» (775).
Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, Από το κεφάλαιο «Ο έρωτας και η αγάπη, II» του βιβλίου «Το πνεύμα του Σολζενίτσυν», εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας σε μετάφραση Ελένης Δαλαμπίρα. (σελ. 105-113)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου