Παύλος Κλιματσάκης
Αφορμώμενος από το αναδημοσιευθέν στο Αντίφωνο άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη «Μεγάλη Εκρηξη: Ένας σύγχρονος κοσμογονικός μύθος;», θα ήθελα να εκθέσω στους αναγνώστες μερικές σκέψεις σχετικά με την σημασία της σύγχρονης κοσμολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο, στο οποίο ο γνωστός καθηγητής Hawking εξέφρασε τις απόψεις του για τη σημασία της σύγχρονης Φυσικής. Ενώ οι απόψεις που εξέφρασε ο Hawking αποτελούν σαφή ένδειξη ότι και οι καλύτεροι φυσικοί επιστήμονες συχνά δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία φιλοσοφικών και θεολογικών εωτημάτων, ο «δικός μας» Ευτύχης Μπιτσάκης, ο οποίος καταγίνεται αρκετές δεκαετίες με ζητήματα φυσικής φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης, θέτει πολύ ουσιαστικότερους προβληματισμούς. Αν και διαφωνώ με τις απόψεις, στις οποίες καταλήγει ο Έλληνας καθηγητής, τον τιμώ ιδιαίτερα ως δάσκαλο, και γι’ αυτό θα εκκινήσω παρουσιάζοντας συνοπτικά τον προβληματισμό που παρουσίασε στο αναφερθέν άρθρο·στη συνέχεια θα αναφερθώ στο τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί φιλοσοφικά και θεολογικά το ζήτημα της Μεγάλης Έκρηξης.
Αφορμώμενος από το αναδημοσιευθέν στο Αντίφωνο άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη «Μεγάλη Εκρηξη: Ένας σύγχρονος κοσμογονικός μύθος;», θα ήθελα να εκθέσω στους αναγνώστες μερικές σκέψεις σχετικά με την σημασία της σύγχρονης κοσμολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο, στο οποίο ο γνωστός καθηγητής Hawking εξέφρασε τις απόψεις του για τη σημασία της σύγχρονης Φυσικής. Ενώ οι απόψεις που εξέφρασε ο Hawking αποτελούν σαφή ένδειξη ότι και οι καλύτεροι φυσικοί επιστήμονες συχνά δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία φιλοσοφικών και θεολογικών εωτημάτων, ο «δικός μας» Ευτύχης Μπιτσάκης, ο οποίος καταγίνεται αρκετές δεκαετίες με ζητήματα φυσικής φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης, θέτει πολύ ουσιαστικότερους προβληματισμούς. Αν και διαφωνώ με τις απόψεις, στις οποίες καταλήγει ο Έλληνας καθηγητής, τον τιμώ ιδιαίτερα ως δάσκαλο, και γι’ αυτό θα εκκινήσω παρουσιάζοντας συνοπτικά τον προβληματισμό που παρουσίασε στο αναφερθέν άρθρο·στη συνέχεια θα αναφερθώ στο τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί φιλοσοφικά και θεολογικά το ζήτημα της Μεγάλης Έκρηξης.
Ο Μπιτσάκης σχολιάζει ορθώς ότι το κοσμολογικό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης παρουσιάζεται συχνά από εκλαϊκευτές επιστήμονες αλλά και από τον Τύπο ως αποτετελεσμένη αλήθεια, ως «το πραγματικό πρότυπο του Σύμπαντος». Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι το μέγα ερώτημα της δημιουργίας και της προέλευσης του Σύμπαντος, που απασχόλησε τη διανόηση ανά τους αιώνες, έχει απαντηθεί, και μάλιστα με φυσικοεπιστημονικό τρόπο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Προφανώς, όχι.
Η θεωρία συνδέεται και πάσχει τόσο από πολλά άλυτα επιμέρους ερωτήματα όσο και από πολλές προβληματικές ιδέες, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αντίληψή μας για την φυσική πραγματικότητα. Βεβαίως, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συγκεντρώνει τις προτιμήσεις της επιστημονικής κοινότητας όχι αδίκως, αφού αρκετά δεδομένα το επιβεβαιώνουν (χαρακτηριστική περίπτωση η ανακάλυψη της ακτινοβολίας υποβάθρου). Στο πέρασμα του χρόνου το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης ισχυροποιήθηκε απέναντι στο κύριο ανταγωνιστικό πρότυπο της Σταθερής Κατάστασης. Ο Μπιτσάκης αναφέρει αρκετές από τις δυσκολίες με τις οποίες βαρύνεται το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης όπως επίσης και τις εναλλακτικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε επιτυχημένες προβλέψεις αυτού του κοσμολογικού μοντέλου, όπως τη μετατόπιση του φάσματος προς το ερυθρό (red shifting), και διάφορα άλλα. Στο βαθμό που τα συγκεκριμένα αυτά ζητήματα είναι φυσικοεπιστημονικής υφής, επαφίονται στους ειδικούς επιστήμονες. Εμείς θα ασχοληθούμε με το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό ερώτημα που υπαινίσσεται ο Μπιτσάκης σε σχέση με το πρότυπο της Μεγαλης Έκρηξης και το οποίο θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε με σαφήνεια στη συνέχεια.
Η κριτική του Μπιτσάκη
Ο καθηγητής θεωρεί λοιπόν ότι το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης υποφέρει από ένα «θεμελιώδες φιλοσοφικό-οντολογικό σφάλμα». Και εξηγεί: «Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση του Βig Βang, πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Αλλά κάθε φαινόμενο γίνεται κάπου (εν χώρω) και κάποια χρονική στιγμή (εν χρόνω). Η Μεγάλη Εκρηξη, αντίθετα, αν καταλαβαίνουμε τι λέμε, έγινε στο πουθενά και στο ποτέ. Χωρίς να έχω το δικαίωμα να ισχυριστώ ότι όλοι οι κοσμολόγοι είναι υπέρ της Δημιουργίας, οφείλω να σημειώσω ότι η προηγούμενη παραδοχή ταυτίζεται με την άποψη του ιερού Αυγουστίνου, κατά την οποίαν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ουχί εν χώρω και χρόνω, αλλά μετά του χώρου και του χρόνου». Πολλοί, όπως και εγώ, αντιλαμβάνονται την Μεγάλη Έκρηξη ως ένα είδος απόδειξης της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, αλλά, όπως πιστεύω, όχι για τους σωστούς λόγους. Ο Μπιτσάκης αντιστρατεύεται αυτό το ενδεχόμενο και προβάλλει εύλογες φιλοσοφικές απορίες. Πέραν, δηλαδή, των όποιων άλλων φυσικοεπιστημονικών προβλημάτων, από τα οποία πάσχει το πρότυπο τα Μεγάλης Έκρηξης, θέλει να δείξει ότι πάνω απ’ όλα πάσχει από φιλοσοφικά προβλήματα και λογικές αντιφάσεις. Η πρώτη εννοιολογική δυσκολία που επισημαίνει, συνίσταται λοιπόν στο ότι η ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης δηλώνει ένα φυσικό γεγονός το οποίο δεν συνέβη εν χώρω και χρόνω, πράγμα άτοπο. Ένα το κρατούμενο!
Στη συνέχεια σχολιάζει το ότι η μεγάλη Έκρηξη συνεπάγεται ότι η ύλη, πριν από την Έκρηξη «υπήρχε στο πουθενά, καθ΄ ότι το σημείο μηδέν ορίζεται σε σχέση με τον ανύπαρκτο περιβάλλοντα χώρο, σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία». Σχολιάζει επιτυχώς ότι το «άπειρον», όπως έδειξε ο Αριστοτέλης, είναι «έννοια δυναμική (αεί γε έτερον και έτερον) και δεν μπορεί να είναι ποτέ δεδομένο. Κατόπιν σχολιάζει και την ιδέα της διαστολης του Σύμπαντος: «το Σύμπαν διαστέλλεται (πού διαστέλλεται;) δημιουργώντας τον χώρο και τον χρόνο». Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι «βασικές παραδοχές του κυρίαρχου σήμερα κοσμολογικού προτύπου στερούνται φυσικού νοήματος. Το σημερινό κυρίαρχο πρότυπο είναι ένα οιονεί μεταφυσικό πρότυπο».
Ο Μπιτσάκης έχει περαιτέρω δίκιο στην διαπίστωση του ότι η «θετικίζουσα συλλογιστική των οπαδών του Βig Βang απαντά ότι τα ερωτήματα αυτά στερούνται νοήματος και ότι το κυρίαρχο πρότυπο είναι το καλύτερο της Αγοράς». Το συμπέρασμα του είναι όμως επίσης αρνητικό. Αν και έχει δίκιο στην κριτική του απέναντι στο πληθωριστικό μοντέλο, το οποίο επιχειρεί (εντελώς ασυλλόγιστα) να ερμηνεύσει τη δημιουργία της ύλης από το κβαντικό κενό, (το οποίο εν τέλει δεν λαμβάνεται όντως ως «κενό»), καταλήγει σε εντελώς αρνητικό αποτέλεσμα «Δεν θα μάθουμε λοιπόν ποτέ τι έγινε στο Μηδέν, ή έστω πριν από τον χρόνο Πλανκ». «Το πρότυπο της Μεγάλης Εκρηξης είναι απλώς μια μαθηματική-ιδεολογική κατασκευή; Η υπόθεση του Βig Βang δεν είναι ούτε επαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Συνεπώς δεν είναι καν επιστημονική υπόθεση».
Τα ερωτήματα που θέτει ο Μπιτσάκης είναι όντως φιλοσοφικά, αλλά ο καθηγητής δεν προβαίνει στη φιλοσοφική τους αξιολόγηση. Παραμένει μόνο στην αρνητική κριτική, με στόχο να αποφύγει να παραδεχθεί τις φιλοσοφικές συνέπειες της Μεγάλης Έκρηξης. Στη φιλοσοφική σημασία του προτύπου της Μεγάλης Έκρηξης θα αναφερθώ στη συνέχεια. Θα σημειώσω μόνο προκαταρκτικά ότι η φιλοσοφία, όπως έλεγε και ο Χέγκελ, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, αλλά δεν σταματάει εκεί· αναζητά περαιτέρω να βρει το λογικό περιεχόμενο τους, με άλλα λόγια, να παράγει το περιεχόμενο αυτό από την Ιδέα. Όσο προχωράει η φιλοσοφική σκέψη στο έργο αυτό (οι θετικιστές αρνούνται στη φιλοσοφία την αποστολή αυτή), τόσο περισσότερο το περιεχόμενο της επιστήμης καθίσταται κατανοητό, καθίσταται «έννοια», περιεχόμενο του νού και αυτοσυνείδητη γνώση.
Το ουσιώδες νόημα της Μεγάλης Έκρηξης
Ανεξαρτήτως των επιστημονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται και υπαινίσσεται δύο σημαντικές ιδέες. Πρώτον, ότι η ύλη, η φύση είναι κατ’ ουσίαν χωροχρονική πραγματικότητα, και οι συνθετότερες μορφές της προκύπτουν ως αποτέλεσμα οργάνωσης απλούστερων μορφών δια της κινήσεως· επομένως, οι σύνθετες υλικές μορφές προϋποθέτουν τις απλούστερες και εν τέλει τις απλούστατες (στοιχειακές). Δεύτερον, και ως συνέπεια του πρώτου, ότι η φύση προϋποθέτει μία απλούστατη (υπερσυμμετρική) κατάσταση, η οποία μπορεί να νοηθεί ως αρχή του χρόνου. Και τις δύο αυτές ιδέες ανέπτυξα αναλυτικά στο πρώτο μέρος του έργου μου Θεός και Κόσμος. Οι δύο αυτές ιδέες συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου μπορεί να σχηματιστεί μια κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Ο Μπιτσάκης αντιλαμβάνεται αυτή τη δυνατότητα και γι’ αυτόν το λόγο επιχειρεί να αποδυναμώσει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης εννοιολογικά, υπαινισσόμενος ότι αυτό στερείται φυσικού νοήματος. Δεν θα έπρεπε πάντως να αξιώνει από τους φυσικούς επιστήμονες να αποδώσουν φυσικό νόημα στο εν λόγω πρότυπο, διότι αυτό είναι δουλειά της φιλοσοφίας. Αντιστοίχως και στο πεδίο της κβαντικής φυσικής εγείρονται πολλαπλές εννοιολογικές δυσκολίες, τις οποίες πάλι μπορούμε και πρέπει να προσεγγίσουμε φιλοσοφικά.
Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα πώς οι εννοιολογικές δυσκολίες, με αφορμή τις οποίες ο Μπιτσάκης κατακρίνει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης, δίνουν αφορμή να σκεφθούμε περί του όντος. Το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται όντως ένα γεγονός το οποίο υπερβαίνει τα όρια της φυσικοεπιστημονικής θεωρίας. Η Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων θεωρεί τα αρχικά στάδια του σύμπαντος ως το φυσικό πλαίσιο της ενοποίησης των αλληλεπιδράσεων· αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι στο αρχικό σύμπαν (λόγω υπερσυμμετρίας) η ύλη δεν είναι διαφοροποιημένη στις μορφές που γνωρίζουμε σήμερα. Επομένως, η επιστημονική ανάλυση μάς ωθεί να θεωρούμε ότι η απλούστατη μορφή της ύλης συνιστά την αρχή του σύμπαντος. Αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της κοσμολογικής επιστήμης. Το γεγονός ότι το σύμπαν έχει αρχή είναι το δίδαγμα της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Βεβαίως, αυτό ακριβώς προκαλεί και τη σύγχιση, διότι η φράση αυτή μοιάζει να εγείρει το ερώτημα σχετικά με το τι προηγήθηκε αυτής της αρχής. Όπως είδαμε και παραπάνω στην κριτική του Μπιτσάκη, υπολανθάνει το ερώτημα σχετικά με το φυσικό νόημα αυτού του ακρογωνιαίου γεγονότος. Αυτό που δεν καταλαβείναι ο Μπιτσάκης είναι ότι η αρχή του σύμπαντος είναι μεν αναγκαία, αλλά δεν είναι φυσικό γεγονός· είναι με άλλα λόγια δημιουργία εκ του μη όντος.
Μερικές διευκρινίσεις: Η έννοια της αρχής δεν σημαίνει αρχή του χρόνου, διότι ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη· ούτε ο χρόνος προηγείται του κόσμου ούτε ο χρόνος αρχίζει με τον κόσμο (το δεύτερο είναι η γνωστή άποψη του Αυγουστίνου). Ο χρόνος είναι ο φυσικός κόσμος· ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος είναι κάτι άλλο από την ίδια τη φυσική πραγματικότητα. Αυτή, θεωρημένη αφηρημένα ως κίνηση, ονομάζεται χρόνος, θεωρημένη δε αφηρημένα ως έκταση ονομάζεται χώρος. Η φύση αρχίζει, έχει αρχή, επειδή προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μια απλούστατη κατάσταση. Το ότι η φύση αρχίζει, συνεπάγεται, όμως ότι της απλούστατης καταστάσεώς της δεν μπορεί να προηγείται κάποιο φυσικό γεγονός. Άρα η αρχή της φύσης, με την έννοια που αναφέρουμε εδώ, συνεπάγεται ότι αυτή προκύπτει εκ του μη όντος (καμία σχέση με το κβαντικό κενό), είναι, με άλλα λόγια, αποτέλεσμα δημιουργίας εξ ετέρου όντος, μη φυσικού. Επομένως, η αντίληψη της φύσεως η οποία διαμορφώνεται επί τη βάσει της σύγχρονης φυσικής κοσμολογίας, και όχι η ιδια η φυσική κοσμολογία -διότι αυτή χρήζει ερμηνείας- οδηγεί αναπόφευκτα στο ότι το σύμπαν είναι δημιουργημένο.
Η πρόταση: το σύμπαν είναι δημιουργημένο, προέρχεται εξ ετέρου και όχι φυσικού όντος, είναι εκ του μη όντος, κλπ., δεν είναι βεβαίως φυσικοεπιστημονική πρόταση, αλλά φιλοσοφική. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναμένει από τις φυσικές επιστήμες να παράσχουν κάποια γνώση περί του ερωτήματος της δημιουργίας της φύσεως και της υπάρξεως του Θεού. Ωστόσο, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης αποτελεί αφορμή για να νοήσουμε τη δημιουργία της φύσεως, να αποκτήσουμε δηλαδή «έννοια» περί αυτής. Η δημιουργία της φύσεως από τον Θεό αποτελεί περιεχόμενο της θρησκείας, υπό την ιδιαίτερη δε σημασία της προαγωγής του μη όντος στο ον συνιστά διδασκαλία της χριστιανικής θρησκείας. Στην θρησκεία όμως η γνώση είναι αποκαλυπτική· αναζητάται περαιτέρω το εννοιολογικό περιεχόμενο που αντιστοιχεί σε αυτήν τη γνώση, ώστε αυτή να καταστεί εξίσου επίτευγμα της ανθρώπινης συνείδησης. Τότε μόνο μπορεί να γίνει λόγος περί πραγματικής γνώσεως.
Ωστόσο, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με την εννοιολογική γνώση την οποία το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης μάς επιτρέπει να αποκομίσουμε σε σχέση με τη φύση, δεν είναι απλώς ότι αυτή είναι δημιουργημένη. Πέραν τούτου διανοίγεται η προοπτική να εννοιολογήσουμε το σημαντικότατο ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο ον, ανάμεσα στη δημιουργία και τον δημιουργό. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης δημιουργού παραπέμπει στην εννοιολόγηση της «φύσης» του. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το άκτιστο πρέπει να νοηθεί ως υπερβατικό και υπερούσιο ον, ως «υπερούσιος ουσία», της οποίας κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητά της να μεταδίδει το Είναι της στο έτερόν της (άκτιστες ενέργειες). Το ίδιο πράγμα μπορεί να περιγραφεί επίσης και με τους όρους «κοινωνία» και «αγάπη». Η φύση αντιθέτως είναι το ον, το οποίο έχει και οφείλει το Είναι του σε έτερον τι, ένα χαρακτηριστικό το οποίο εκδηλώνεται ως Εξωτερικότητα.
Εάν λοιπόν προσεγγίσουμε το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης με αυτό το πρίσμα, μπορούμε να το νοηματοδοτήσουμε. Παρά δε τις επιστημονικές δυσκολίες που συνδέονται με αυτό το κοσμολογικό πρότυπο, μπορούμε μέσα από τον φιλοσοφικό προβληματισμό, που ενυπάρχει στο άρθρο του Μπιτσάκη, να οδηγηθούμε στα γνήσια φιλοσοφικά συμπεράσματα που το αφορούν.
πηγή: ΑντίφωνοΟ καθηγητής θεωρεί λοιπόν ότι το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης υποφέρει από ένα «θεμελιώδες φιλοσοφικό-οντολογικό σφάλμα». Και εξηγεί: «Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση του Βig Βang, πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Αλλά κάθε φαινόμενο γίνεται κάπου (εν χώρω) και κάποια χρονική στιγμή (εν χρόνω). Η Μεγάλη Εκρηξη, αντίθετα, αν καταλαβαίνουμε τι λέμε, έγινε στο πουθενά και στο ποτέ. Χωρίς να έχω το δικαίωμα να ισχυριστώ ότι όλοι οι κοσμολόγοι είναι υπέρ της Δημιουργίας, οφείλω να σημειώσω ότι η προηγούμενη παραδοχή ταυτίζεται με την άποψη του ιερού Αυγουστίνου, κατά την οποίαν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ουχί εν χώρω και χρόνω, αλλά μετά του χώρου και του χρόνου». Πολλοί, όπως και εγώ, αντιλαμβάνονται την Μεγάλη Έκρηξη ως ένα είδος απόδειξης της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, αλλά, όπως πιστεύω, όχι για τους σωστούς λόγους. Ο Μπιτσάκης αντιστρατεύεται αυτό το ενδεχόμενο και προβάλλει εύλογες φιλοσοφικές απορίες. Πέραν, δηλαδή, των όποιων άλλων φυσικοεπιστημονικών προβλημάτων, από τα οποία πάσχει το πρότυπο τα Μεγάλης Έκρηξης, θέλει να δείξει ότι πάνω απ’ όλα πάσχει από φιλοσοφικά προβλήματα και λογικές αντιφάσεις. Η πρώτη εννοιολογική δυσκολία που επισημαίνει, συνίσταται λοιπόν στο ότι η ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης δηλώνει ένα φυσικό γεγονός το οποίο δεν συνέβη εν χώρω και χρόνω, πράγμα άτοπο. Ένα το κρατούμενο!
Στη συνέχεια σχολιάζει το ότι η μεγάλη Έκρηξη συνεπάγεται ότι η ύλη, πριν από την Έκρηξη «υπήρχε στο πουθενά, καθ΄ ότι το σημείο μηδέν ορίζεται σε σχέση με τον ανύπαρκτο περιβάλλοντα χώρο, σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία». Σχολιάζει επιτυχώς ότι το «άπειρον», όπως έδειξε ο Αριστοτέλης, είναι «έννοια δυναμική (αεί γε έτερον και έτερον) και δεν μπορεί να είναι ποτέ δεδομένο. Κατόπιν σχολιάζει και την ιδέα της διαστολης του Σύμπαντος: «το Σύμπαν διαστέλλεται (πού διαστέλλεται;) δημιουργώντας τον χώρο και τον χρόνο». Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι «βασικές παραδοχές του κυρίαρχου σήμερα κοσμολογικού προτύπου στερούνται φυσικού νοήματος. Το σημερινό κυρίαρχο πρότυπο είναι ένα οιονεί μεταφυσικό πρότυπο».
Ο Μπιτσάκης έχει περαιτέρω δίκιο στην διαπίστωση του ότι η «θετικίζουσα συλλογιστική των οπαδών του Βig Βang απαντά ότι τα ερωτήματα αυτά στερούνται νοήματος και ότι το κυρίαρχο πρότυπο είναι το καλύτερο της Αγοράς». Το συμπέρασμα του είναι όμως επίσης αρνητικό. Αν και έχει δίκιο στην κριτική του απέναντι στο πληθωριστικό μοντέλο, το οποίο επιχειρεί (εντελώς ασυλλόγιστα) να ερμηνεύσει τη δημιουργία της ύλης από το κβαντικό κενό, (το οποίο εν τέλει δεν λαμβάνεται όντως ως «κενό»), καταλήγει σε εντελώς αρνητικό αποτέλεσμα «Δεν θα μάθουμε λοιπόν ποτέ τι έγινε στο Μηδέν, ή έστω πριν από τον χρόνο Πλανκ». «Το πρότυπο της Μεγάλης Εκρηξης είναι απλώς μια μαθηματική-ιδεολογική κατασκευή; Η υπόθεση του Βig Βang δεν είναι ούτε επαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Συνεπώς δεν είναι καν επιστημονική υπόθεση».
Τα ερωτήματα που θέτει ο Μπιτσάκης είναι όντως φιλοσοφικά, αλλά ο καθηγητής δεν προβαίνει στη φιλοσοφική τους αξιολόγηση. Παραμένει μόνο στην αρνητική κριτική, με στόχο να αποφύγει να παραδεχθεί τις φιλοσοφικές συνέπειες της Μεγάλης Έκρηξης. Στη φιλοσοφική σημασία του προτύπου της Μεγάλης Έκρηξης θα αναφερθώ στη συνέχεια. Θα σημειώσω μόνο προκαταρκτικά ότι η φιλοσοφία, όπως έλεγε και ο Χέγκελ, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, αλλά δεν σταματάει εκεί· αναζητά περαιτέρω να βρει το λογικό περιεχόμενο τους, με άλλα λόγια, να παράγει το περιεχόμενο αυτό από την Ιδέα. Όσο προχωράει η φιλοσοφική σκέψη στο έργο αυτό (οι θετικιστές αρνούνται στη φιλοσοφία την αποστολή αυτή), τόσο περισσότερο το περιεχόμενο της επιστήμης καθίσταται κατανοητό, καθίσταται «έννοια», περιεχόμενο του νού και αυτοσυνείδητη γνώση.
Το ουσιώδες νόημα της Μεγάλης Έκρηξης
Ανεξαρτήτως των επιστημονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται και υπαινίσσεται δύο σημαντικές ιδέες. Πρώτον, ότι η ύλη, η φύση είναι κατ’ ουσίαν χωροχρονική πραγματικότητα, και οι συνθετότερες μορφές της προκύπτουν ως αποτέλεσμα οργάνωσης απλούστερων μορφών δια της κινήσεως· επομένως, οι σύνθετες υλικές μορφές προϋποθέτουν τις απλούστερες και εν τέλει τις απλούστατες (στοιχειακές). Δεύτερον, και ως συνέπεια του πρώτου, ότι η φύση προϋποθέτει μία απλούστατη (υπερσυμμετρική) κατάσταση, η οποία μπορεί να νοηθεί ως αρχή του χρόνου. Και τις δύο αυτές ιδέες ανέπτυξα αναλυτικά στο πρώτο μέρος του έργου μου Θεός και Κόσμος. Οι δύο αυτές ιδέες συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου μπορεί να σχηματιστεί μια κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Ο Μπιτσάκης αντιλαμβάνεται αυτή τη δυνατότητα και γι’ αυτόν το λόγο επιχειρεί να αποδυναμώσει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης εννοιολογικά, υπαινισσόμενος ότι αυτό στερείται φυσικού νοήματος. Δεν θα έπρεπε πάντως να αξιώνει από τους φυσικούς επιστήμονες να αποδώσουν φυσικό νόημα στο εν λόγω πρότυπο, διότι αυτό είναι δουλειά της φιλοσοφίας. Αντιστοίχως και στο πεδίο της κβαντικής φυσικής εγείρονται πολλαπλές εννοιολογικές δυσκολίες, τις οποίες πάλι μπορούμε και πρέπει να προσεγγίσουμε φιλοσοφικά.
Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα πώς οι εννοιολογικές δυσκολίες, με αφορμή τις οποίες ο Μπιτσάκης κατακρίνει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης, δίνουν αφορμή να σκεφθούμε περί του όντος. Το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται όντως ένα γεγονός το οποίο υπερβαίνει τα όρια της φυσικοεπιστημονικής θεωρίας. Η Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων θεωρεί τα αρχικά στάδια του σύμπαντος ως το φυσικό πλαίσιο της ενοποίησης των αλληλεπιδράσεων· αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι στο αρχικό σύμπαν (λόγω υπερσυμμετρίας) η ύλη δεν είναι διαφοροποιημένη στις μορφές που γνωρίζουμε σήμερα. Επομένως, η επιστημονική ανάλυση μάς ωθεί να θεωρούμε ότι η απλούστατη μορφή της ύλης συνιστά την αρχή του σύμπαντος. Αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της κοσμολογικής επιστήμης. Το γεγονός ότι το σύμπαν έχει αρχή είναι το δίδαγμα της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Βεβαίως, αυτό ακριβώς προκαλεί και τη σύγχιση, διότι η φράση αυτή μοιάζει να εγείρει το ερώτημα σχετικά με το τι προηγήθηκε αυτής της αρχής. Όπως είδαμε και παραπάνω στην κριτική του Μπιτσάκη, υπολανθάνει το ερώτημα σχετικά με το φυσικό νόημα αυτού του ακρογωνιαίου γεγονότος. Αυτό που δεν καταλαβείναι ο Μπιτσάκης είναι ότι η αρχή του σύμπαντος είναι μεν αναγκαία, αλλά δεν είναι φυσικό γεγονός· είναι με άλλα λόγια δημιουργία εκ του μη όντος.
Μερικές διευκρινίσεις: Η έννοια της αρχής δεν σημαίνει αρχή του χρόνου, διότι ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη· ούτε ο χρόνος προηγείται του κόσμου ούτε ο χρόνος αρχίζει με τον κόσμο (το δεύτερο είναι η γνωστή άποψη του Αυγουστίνου). Ο χρόνος είναι ο φυσικός κόσμος· ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος είναι κάτι άλλο από την ίδια τη φυσική πραγματικότητα. Αυτή, θεωρημένη αφηρημένα ως κίνηση, ονομάζεται χρόνος, θεωρημένη δε αφηρημένα ως έκταση ονομάζεται χώρος. Η φύση αρχίζει, έχει αρχή, επειδή προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μια απλούστατη κατάσταση. Το ότι η φύση αρχίζει, συνεπάγεται, όμως ότι της απλούστατης καταστάσεώς της δεν μπορεί να προηγείται κάποιο φυσικό γεγονός. Άρα η αρχή της φύσης, με την έννοια που αναφέρουμε εδώ, συνεπάγεται ότι αυτή προκύπτει εκ του μη όντος (καμία σχέση με το κβαντικό κενό), είναι, με άλλα λόγια, αποτέλεσμα δημιουργίας εξ ετέρου όντος, μη φυσικού. Επομένως, η αντίληψη της φύσεως η οποία διαμορφώνεται επί τη βάσει της σύγχρονης φυσικής κοσμολογίας, και όχι η ιδια η φυσική κοσμολογία -διότι αυτή χρήζει ερμηνείας- οδηγεί αναπόφευκτα στο ότι το σύμπαν είναι δημιουργημένο.
Η πρόταση: το σύμπαν είναι δημιουργημένο, προέρχεται εξ ετέρου και όχι φυσικού όντος, είναι εκ του μη όντος, κλπ., δεν είναι βεβαίως φυσικοεπιστημονική πρόταση, αλλά φιλοσοφική. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναμένει από τις φυσικές επιστήμες να παράσχουν κάποια γνώση περί του ερωτήματος της δημιουργίας της φύσεως και της υπάρξεως του Θεού. Ωστόσο, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης αποτελεί αφορμή για να νοήσουμε τη δημιουργία της φύσεως, να αποκτήσουμε δηλαδή «έννοια» περί αυτής. Η δημιουργία της φύσεως από τον Θεό αποτελεί περιεχόμενο της θρησκείας, υπό την ιδιαίτερη δε σημασία της προαγωγής του μη όντος στο ον συνιστά διδασκαλία της χριστιανικής θρησκείας. Στην θρησκεία όμως η γνώση είναι αποκαλυπτική· αναζητάται περαιτέρω το εννοιολογικό περιεχόμενο που αντιστοιχεί σε αυτήν τη γνώση, ώστε αυτή να καταστεί εξίσου επίτευγμα της ανθρώπινης συνείδησης. Τότε μόνο μπορεί να γίνει λόγος περί πραγματικής γνώσεως.
Ωστόσο, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με την εννοιολογική γνώση την οποία το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης μάς επιτρέπει να αποκομίσουμε σε σχέση με τη φύση, δεν είναι απλώς ότι αυτή είναι δημιουργημένη. Πέραν τούτου διανοίγεται η προοπτική να εννοιολογήσουμε το σημαντικότατο ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο ον, ανάμεσα στη δημιουργία και τον δημιουργό. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης δημιουργού παραπέμπει στην εννοιολόγηση της «φύσης» του. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το άκτιστο πρέπει να νοηθεί ως υπερβατικό και υπερούσιο ον, ως «υπερούσιος ουσία», της οποίας κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητά της να μεταδίδει το Είναι της στο έτερόν της (άκτιστες ενέργειες). Το ίδιο πράγμα μπορεί να περιγραφεί επίσης και με τους όρους «κοινωνία» και «αγάπη». Η φύση αντιθέτως είναι το ον, το οποίο έχει και οφείλει το Είναι του σε έτερον τι, ένα χαρακτηριστικό το οποίο εκδηλώνεται ως Εξωτερικότητα.
Εάν λοιπόν προσεγγίσουμε το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης με αυτό το πρίσμα, μπορούμε να το νοηματοδοτήσουμε. Παρά δε τις επιστημονικές δυσκολίες που συνδέονται με αυτό το κοσμολογικό πρότυπο, μπορούμε μέσα από τον φιλοσοφικό προβληματισμό, που ενυπάρχει στο άρθρο του Μπιτσάκη, να οδηγηθούμε στα γνήσια φιλοσοφικά συμπεράσματα που το αφορούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου