Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Τι είναι ελευθερία ή γιατί οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα επαναστατήσει

Παύλος Κλιματσάκης
Αφορμώμενος από το άρθρο του κ. Πλεξίδα  σχετικά με τα όσα αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης για το αυτεξούσιο, θα ήθελα να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις σχετικά με την έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας. Στη συνέχεια θα στραφώ σύντομα στο πρακτικό και επίκαιρο ερώτημα γιατί οι Έλληνες δεν αντιδρούν με κάποιο τρόπο στην διαμορφούμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται ότι τα δύο θέματα απέχουν παρασάγγας, αλλά, όπως νομίζω, θα διαφανεί ότι οι σύγχρονοι Έλληνες στερούμεθα ελεύθερης συνειδήσεως. Επομένως, στο μεγαλύτερο μέρος θα ασχοληθώ με ένα καθαρά θεωρητικό ερώτημα, εκκινώντας από βασικές φιλοσοφικές αρχές. Σε αντιδιαστολή πάντως με τα όσα παρουσιάζει ο κ. Πλεξίδας, τον οποίο θα ήθελα, δραττόμενος της ευκαιρείας, να ευχαριστήσω, θα επιχειρήσω να δείξω τι σημαίνει αυτεξούσιο, και γιατί αυτό συνιστά την αληθή ανθρώπινη φύση. Ενώ, δηλαδή, ο Νύσσης αναφέρεται στο ζήτημα υπό θεολογικές προϋποθέσεις, εγώ θα επικεντρωθώ στους λογικούς όρους της ελευθερίας.

Οντολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας

Ο Πλεξίδας αναφέρει ότι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης η ελευθερία είναι συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς ο άνθρωπος δημιουργείται από το Θεό ελεύθερος, όντας εικόνα του Θεού. Το αυτεξούσιο είναι μάλιστα ισόθεο. Ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, ως «ορατή εικόνα του αοράτου», πρέπει να είναι ελεύθερος· αλλιώς δεν είναι εικόνα της θεϊκής φύσεως.
Σε προηγούμενα κείμενα μου για το Αντίφωνο και σε σχετικό βιβλίο μου έκανα λόγο για την υπερουσιότητα του Θεού, ως ακτίστου, και τον υπερούσιο χαρακτήρα του ανθρώπου, αν και κτιστού όντος. Αφορμήθηκα από το ότι η έννοια της αρχής του Σύμπαντος έχει το νόημα ότι η φύση αναδεικνύεται σε τεθειμένο ή κτιστό ον. Αυτή η διαπίστωση συνεπάγεται ότι της φύσεως, ως τιθέμενου όντος, προηγείται οντολογικά ο Θεός ή επί το φιλοσοφικότερον, προηγείται το ον που θέτει εαυτό. Ο Θεός μπορεί και πρέπει ως εκ τούτου να νοηθεί ως υπερούσιος σε αντιδιαστολή προς τα κτιστά όντα, τα οποία μπορούν να κληθούν ενούσια. (Για τις σχετικές αναπτύξεις και τις συζητήσεις με τους αναγνώστες, που ακολούθησαν, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να στραφεί σε εκείνα τα κείμενα. Εν προκειμένω θα θεωρήσω ως δεδομένη μια κάποια κατανόηση των όσων ελέχθησαν εκεί, ώστε να προχωρήσουμε το συλλογισμό και τη συζήτηση.)

Το άκτιστο ον εκλήθη «υπερούσιο», επειδή, ως ον που θέτει τον εαυτό του, ή καλύτερα ως αυτοθέτειν, είναι πέραν πάσης ουσίας (η ουσία νοείται αριστοτελικά). Ουσία είναι εκείνο το γνώρισμα ενός όντος, δια του οποίου αυτό είναι ό,τι είναι. Άλλα γνωρίσματα ενός όντος καλούνται συμβεβηκότα, και δεν επηρεάζουν την ουσία του. (Για μια ολοκληρωμένη και απλή εκφορά του αριστοτελικού τρόπου σκέψεως ο αναγνώστης μπορεί να στραφεί στα Διαλεκτικά του Δαμασκηνού.) Η ουσία δίδεται δια του ορισμού, και επομένως το ενούσιο ον είναι ό,τι είναι, διότι εκφέρεται μέσω του πλησιέστερου γένους και της ειδοποιού διαφοράς. Η ουσία ενός όντος εμπλέκεται, επομένως, με τις άλλες ουσίες, με τα άλλα γένη, και προσδιορίζεται από αυτές, όπως επίσης και τις προσδιορίζει. Το ον του οριζομένου όντος ή η ουσία του είναι υποκείμενο στο αλληλοκαθορισμό μέσω των άλλων ουσιών, δεν είναι επομένως αυτοκαθοριζόμενο. Το ενούσιο ον, το κτιστό, είναι ό,τι είναι ή έχει κάποια ουσία (ή φύση, αν προτιμάτε αυτόν τον όρο), μέσω της διαπλοκής του με τις άλλες ουσίες. Το υπερούσιο ον όμως είναι απολύτως αυτοκαθοριζόμενο, διότι θέτει τον εαυτό του, και έτσι μόνο είναι άκτιστο. Επομένως, είναι επολύτως ελεύθερο, διότι ελευθερία είναι ο αυτοκαθορισμός.

Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς γιατί ταυτίζω την ελευθερία με τον αυτοκαθορισμό, με άλλα λόγια γιατί να είναι άραγε αυτό η ελευθερία και όχι κάτι άλλο. Ο λόγος είναι απλός: έτσι ορίζω την ελευθερία. Αν κάποιος νομίζει ότι η ελευθερία είναι κάτι άλλο, ας μας το πει. Με άλλα λόγια, ας δώσει κάποιον ορισμό της ελευθερίας. Εάν επιχειρηθεί κάποιος ορισμός, στο πλαίσιο του οποίου η ελευθερία δεν θα ορίζεται ως καθορισμός του εαυτού, τότε προφανώς θα είναι καθορισμός εξ ετέρου όντος, και δεν νομίζω ότι είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο της ελευθερίας. Επομένως, ελευθερία και υπερουσιότητα ταυτίζονται. Ελεύθερο είναι το υπερούσιο ή το ον που θέτει τον εαυτό του.

Παρατήρηση: Η υπερουσιότητα είναι επίσης το ακατάληπτο στη θεότητα, δηλαδή το ότι η θεϊκή φύση δηλώνεται με ορισμούς που δεν την περιορίζουν ή με χαρακτηρισμούς που δεν την χαρακτηρίζουν – αποφατικότητα (άρρητα ρήματα). Επίσης, όμως δηλώνεται και θετικά με γνωρίσματα, όπως αγάπη και κοινωνία, αλλά, όπως βλέπουμε τώρα, και ως ελευθερία. Ας μην πει κάποιος ότι τα θετικά αυτά χαρακτηριστικά είναι ανθρωπομορφικά, δηλαδή ότι τα εφαρμόζουμε στη θεότητα υπό την προϋπόθεση ότι τα γνωρίζουμε στον εαυτό μας. Κάθε άλλο! Δεν γνωρίζουμε τι είναι αγάπη, παρά μόνο εφόσον τη βιώσουμε στην εν θεώ κοινωνία. Και δεν γνωρίζουμε τι είναι ελευθερία παρά μόνον όταν ελευθερωθούμε δια της θεϊκής χάριτος. Βεβαίως, όπως τονίσαμε συχνά στα προηγούμενα άρθρα μας, στον Θεό αναφερόμαστε με εκφράσεις οι οποίες εμφανίζονται στον κοινό νου, στην συνήθη αντίληψη, ως παραδοξότητες, όπως όταν για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός προηγείται και έπεται εαυτού ή ότι συνιστά απόλυτη ενότητα στη διαφορά. Σχετικά με το νόημα τέτοιων εκφράσεων ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει το άρθρο μου «Τι είναι διαλεκτική».

Ελευθερία του υπερουσίου και ελευθερία του ενουσίου όντος

Ελεύθερο είναι, λοιπόν, το υπερούσιο ή άκτιστο ον. Υπό ποία λοιπόν έννοια μπορεί να γίνει λόγος περί ελευθερίας σε σχέση με τον άνθρωπο· αυτό είναι άλλωστε και το ζήτημα που μας ενδιαφέρει και μπορεί να έχει πρακτικές συνέπειες. Όπως ελέχθη και στο κείμενο του Πλεξίδα, η ελευθερία του Θεού είναι οντολογική, ενώ του ανθρώπου ηθική. Βέβαια ο Νύσσης παρουσιάζει αυτήν την διάκριση εν είδει βεβαιότητος, η οποία απορρέει από τις εμπειρίες των Αγίων, αλλά εμείς πρέπει να της αποδώσουμε λογικό περιεχόμενο. Λαμβάνοντας πάλι ως αφετηρία το υπερούσιο ον, παρατηρούμε ότι η ελευθερία ως αυτοκαθορισμός δεν αναφέρεται σε κάποιο ιδιαίτερο σκοπό σε σχέση με τον οποίο ο Θεός είναι ελεύθερος να πράξει, όπως βούλεται. Το υπερούσιο ον θέτει τον εαυτό του στο Είναι, με άλλα λόγια θέτει το Είναι. Εδώ αναστρέφονται οι όροι υπό τους οποίους νοεί ο κοινός νους. Θέτω τον εαυτό μου δεν σημαίνει θέτω τον εαυτό μου στο Είναι, ωσάν το Είναι να ήταν κάτι εξωτερικό ως προς εμένα, και εγώ θέτω τον εαυτό μου σε αυτό, αλλά αντίθετα σημαίνει το θέτειν του Είναι ως τέτοιου. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Δεν προϋποτίθεται άραγε το Είναι, προκειμένου να είναι δυνατή οποιαδήποτε ελεύθερη πράξη. Όχι! Το υπερούσιο ον είναι το Είναι, διότι ο Θεός προηγείται (και έπεται) του εαυτού του. Ο Θεός είναι ο κύριος του Είναι, έχει απόλυτη εξουσία στο Είναι, είναι δηλαδή ελεύθερος. Ελευθερία είναι το αυτεξούσιο, και επομένως αυτεξούσιο είναι το αυτοκαθοριζόμενο.

Ωστόσο, και για να επανέλθουμε στο περί ου ο λόγος ερώτημα, τώρα μοιάζουμε να έχουμε απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από το να μπορούμε να νοήσουμε την ελευθερία σε σχέση με τον άνθρωπο, αφού αυτός ως ενούσιο ον στερείται της κυριότητας επί του Είναι. Στο υπό σχολιασμό κείμενο η ελευθερία αποδίδεται στον άνθρωπο ως εκ του ότι αποτελεί «εικόνα του Θεού». Ποιο λογικό περιεχόμενο, ποιο νόημα, συνδέεται με το ότι ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα του Θεού; Προκαταβολικά μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να μπορεί να κληθεί υπερούσιος, ώστε να έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας. Τι σημαίνει λοιπόν, οντολογικά ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού; Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να νοήσουμε την έννοια της δημιουργίας ως αυτοεξωτερίκευσης του Θεού. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, παραπέμπω ξανά στα προηγούμενα άρθρα, στα οποία το θέμα έχει συζητηθεί, και εξηγούμαι περαιτέρω: Ότι η δημιουργία συνιστά την αυτοεξωτερίκευση του Θεού δεν λέγεται εν προκειμένω πανθεϊστικά ή νεοπλατωνικά, ως απορροή δηλ. εκ του Ενός. Η διάκριση κτιστού και ακτίστου έχει το νόημα ότι ο Θεός ως υπερούσιος είναι απολύτως έτερος σε σχέση με το ον που δημιουργεί. Ωστόσο -και εν προκειμένω χρειάζεται προσοχή- διότι από αυτό το ζήτημα, κατά την άποψή μου, κρίνεται το περιεχόμενο της ορθοδοξίας, η απόλυτη διαφορά του υπερουσίου προς το ενούσιο ον υπερσκελίζεται πάλι από τον Θεό δια των ακτίστων ενεργειών του. Αν ο Θεός επρόκειτο να νοηθεί ως απολύτως έτερος σε σχέση με το ον που δημιουργεί, και σταματάγαμε εκεί, τότε θα ήμασταν κατ’ ουσίαν Μουσουλμάνοι. Το ότι ο Θεός δημιουργεί αυτοεξωτερικευόμενος σημαίνει (έχει το λογικό νόημα) ότι καθίσταται έτερος εαυτού, και επομένως είναι σε εκείνο στο οποίο δεν είναι. (Αν τέτοιες εκφράσεις σας προκαλούν δυσφορία, θα πρέπει να παραπέμψω πάλι στην ανάγκη να κατανοήσουμε τη διαλεκτική.)

Το ενούσιο ον ως αυτοεξωτερικευόμενος Θεός μετέχει λοιπόν, αν και απολύτως έτερο του Θεού, στη θεϊκή ουσία (κατά κυριολεξία ο Θεός δεν έχει ουσία, είναι υπερούσιος), διότι ο Θεός αυτοεξωτερικεύεται όχι σε ένα ον το οποίο βρίσκει ως ήδη ως υπαρχον απέναντί του, αλλά σε αυτό που ο ίδιος παράγει και προάγει στο Είναι. Αυτοεξωτερικευόμενος λοιπόν ο Θεός έρχεται στα οικεία, και μόνο έτσι μπορεί να είναι το ον που δεν μπορεί να είναι, δηλαδή το κτιστό. (Έχουμε εξηγήσει ότι από άλλη άποψη η δημιουργία αποτελεί θυσιαστική πράξη.) Τα δημιουργημένα όντα αντιστοιχούν σε διάφορες βαθμίδες μιας ιεραρχίας η οποία βαίνει υψούμενη προς κτιστά όντα τα οποία όντως αντανακλούν την θεϊκή ουσία. Κανένα δημιουργημένο ον δεν είναι βεβαίως κατά κυριολεξία υπερούσιο, αφού αυτό είναι μόνον ο Θεός, αλλά ελλειματικώ τω τρόπω. Η εξήγηση αυτής της ιεραρχίας συνιστά το ερμηνευτικό σύστημα των κτιστών όντων, την φιλοσοφία του ενουσίου.

Οι δύο οντολογικές δυνατότητες
 
Ο άνθρωπος αντανακλά τη θεϊκή ουσία, επειδή είναι αφενός νους και αφετέρου φύση (ή ύλη, αν προτιμάτε). Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε απλώς υλικό, φυσικό ον ούτε απλώς πνευματικό ον, αλλά ακόμα ούτε απλώς σύνθεση των δύο φύσεων. Ο άνθρωπος ως νους δεν είναι καθαρό πνεύμα (όπως οι νοερές ουσίες) αλλά πνεύμα το οποίο συνιστά ενότητα με την ύλη, με άλλα λόγια η πνευματική του πλευρά είναι επίσης και ύλη (περαιτέρω εξηγήσεις θα δοθούν σε άλλο κείμενο, διότι χρειάζεται πολύς χώρος). Στην λεγόμενη «προπτωτική κατάσταση» και η υλική πλευρά του ανθρώπου ήταν επίσης πνευματική, καθώς η παρουσία του Θεού επενεργούσε την υπέρβαση των χωρικών προσδιορισμών, και ο άνθρωπος μπορούσε να μην πεθαίνει. Τώρα όμως δεν βρισκόμαστε σε εκείνη την κατάσταση, και επομένως τίθεται το ερώτημα υπό ποία έννοια ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ή κύριος του όντος αφού υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο. Ο αναγνώστης ίσως νομίζει ότι δεν κάνουμε κάποια πρόοδο στο συλλογισμό μας· ωστόσο, έχουμε πλέον φτάσει σε κείνο το σημείο που θα μας αποκαλυφθεί ποια είναι η έννοια της ελευθερίας που ιδιάζει στον άνθρωπο, έστω και υπό το πρίσμα της φθοράς και του θανάτου.

Αν και οι δύο «φύσεις» του ανθρώπου είναι αποχωρισμένες, και η υλική του πλευρά είναι φανερά εκτός της εξουσίας του, ωστόσο ο άνθρωπος ως νους (με την αριστοτελική σημασία του καθαρού και ποιητικού νου), είναι σε θέση να καθορίζει τον εαυτό του υπό το πρίσμα της επιλογής του τρόπου του Είναι (θυμηθείτε τα λόγια του Νύσσης). Ο άνθωπος δεν μπορεί να θέσει το Είναι του ή, πράγμα που είναι το ίδιο, δεν μπορεί να θέσει το Είναι, αλλά μπορεί να θέσει τον εαυτό του, να αυτοκαθοριστεί, ως βούληση. Ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει πώς θέλει να είναι το ον. Μπορεί δε να επιλέξει διότι υπάρχουν δύο οντολογικές δυνατότητες. Η πρώτη δηλώνει ότι επιλέγει το ον όπως το θέτει ο Θεός, και η δεύτερη δηλώνει ότι επιλέγει να θέσει το ον σε αντίθεση προς το θέλημα του Θεού. Επειδή ο Θεός, ως υπερούσιος, είναι κοινωνία και αγάπη, το να θέλεις τον τρόπο του Θεού, σημαίνει να θέλεις να υπάρχεις αγαπητικά, επιζητώντας δηλαδή την κοινωνία (την ενότητα στη διαφορά, όχι μια αφηρημένη ενότητα). Επειδή, όμως ο άνθρωπος ως κτιστός είναι εκτός Θεού, μπορεί να επιλέξει να είναι χωριστός από τον Θεό ή να επιλέξει να είναι εκτός κοινωνίας. Η κοινωνία δεν μπορεί να επιβληθεί από τον Θεό σε κανέναν, διότι η κοινωνία, όπως και εντός Θεού, στη σχέση των τριών προσώπων είναι θυσιαστική και αλληλοπεριχωρητική πράξη. Επομένως, εν κοινωνία μπορείς να είσαι μόνο εφόσον το επιλέξεις, και όταν το επιλέξεις, εφόσον θυσιαστείς. Η κοινωνία είναι επομένως αποτέλεσμα πράξεως, δεν είναι άμεση, ο άνθρωπος πρέπει να την δημιουργήσει, με άλλα λόγια, πρέπει να τη θέσει ως στόχο.

Βλέπουμε ότι η ελευθερία υπάρχει στον άνθρωπο από την άποψη ότι αυτός είναι νους και κατ’ επέκταση βούληση (η βούληση είναι ο νους ως πρακτικός). Ο άνθρωπος βούλεται, επειδή είναι νους. Το ότι όμως βούλεται, δεν μπορεί να έχει το περιεχόμενο να θέσει τον εαυτό του στο Είναι, αλλά να θέσει το Είναι με έναν από τους δύο δυνατούς τρόπους (κοινωνητικά ή εγωϊστικά). Η κοινωνία συνδέεται με τη θυσία και είναι δύσκολη, ενώ ο εγωϊσμός, η ακοινωνησία είναι ιδιωφελής χρήση του ετέρου όντος. Υπάρχουν αυτές οι δύο δυνατότητες σχετισμού προς το έτερο ον, και ο άνθρωπος είναι σε θέση να επιλέξει, διότι ως νους είναι βούληση (εν αντιθέσει, οι επιθυμίες είναι άμεσες, προσδιορίζονται από τη φύση, π.χ. πείνα, δίψα κλπ.)
Ανήκει, επομένως, στη φύση του δημιουργημένου όντος να υπάρχουν οι αναφερθείσες οντολογικές δυνατότητες, και ως εκ τούτου ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και από αυτήν την άποψη μπορεί να αυτοκαθορισθεί. Υπό αυτήν την έννοια ο άνθρωπος είναι υπερούσιος, διότι θέτει έστω και μόνο τον τρόπο του Είναι του. Το ερώτημα τώρα του «ριζικού κακού», μια έκφραση του Καντ, χρειάζεται ειδικότερη ανάλυση. Το ερώτημα πώς έρχεται το κακό στον κόσμο, μπορεί να απαντηθεί μόνο εφόσον καθορισθούν οι οντολογικές του προϋποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν νοηθεί στην ιστορία της φιλοσοφίας. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα στο προσεχές μέλλον.

Πώς σχετίζονται όλα αυτά με την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα;
 
Ο αναγνώστης μπορεί να αναρωτιέται εντωμεταξύ, γιατί κάνω ένα τόσο μεγάλο άλμα από ένα ακραιφνώς θεωρητικό θέμα σε ένα εντελώς συγκεκριμένο και επίκαιρο πρόβλημα. Απλούστατα, διότι πιστεύω ότι τόσο το πρόβλημα μας όσο και η λύση του συνάπτονται με το ερώτημα περί ελευθερίας. Χωρίς να προβούμε σε πολυποίκιλλες αναλύσεις και απόψεις σχετικά με τις αιτίες της παρούσας κατάστασης, οι οποίες εν πολλοίς έχουν διατυπωθεί με διάφορους τρόπους και σε διάφορα μέσα (μερικές από τις σημαντικότερες μάλιστα εδώ στο Αντίφωνο), θα ισχυρισθώ απλώς ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι αποτέλεσμα του εγωισμού μας. Μα εκεί εξαντλείται το πρόβλημα; θα αναρωτηθεί κανείς. Όχι βέβαια, η ελληνική κρίση είναι κρίση πολλών επιπέδων (σε καμία περίπτωση απλώς οικονομική, αυτό πλέον το ομολογούν όλοι), αλλά οι άνθρωποι είμαστε ελεύθεροι, όπως αναφέρθηκε, και μπορούμε να πράττουμε είτε κοινωνητικά είτε εγωιστικά. Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι μόνον οι Έλληνες είναι εγωιστές· ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες η συμπεριφορά του μέσου Έλληνα (και εν προκειμένω το ζητούμενο είναι ο μέσος όρος, οι γενικές τάσεις) ήταν άκρως εγωιστική υπό την έννοια ότι κυριάρχησε η νοοτροπία του ιδίου οφέλους. Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνούσαμε σε αυτό. Βέβαια σε τέτοια θέματα κυριαρχούν οι  υποκειμενικές εκτιμήσεις, αλλά δεν νομίζω ότι η παραπάνω κρίση είναι υπερβολική.

Εν πάση περιπτώσει έχουμε να κάνουμε με τάσεις, με καθεστυκείες νοοτροπίες. Το ουσιώδες εν προκειμένω δεν είναι να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε περί των αιτίων, διότι όσα αίτια και αν αναφέρουμε, δεν εκλείπει η ευθύνη, εφόσον ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Αντιθέτως, όταν αναζητούμε αίτια για να εξηγήσουμε μια συμπεριφορά, κατ’ ουσίαν προσπαθούμε να την δικαιολογήσουμε. Ωστόσο, το ζήτημα είναι να μην αναζητούμε αίτια που υποκίνησαν μια συμπεριφορά, διότι ο άνθρωπος αυτοκαθορίζεται όσον αφορά στον τρόπο της ύπαρξής του. Επειδή μάλιστα, ως συνήθως, είναι δύσκολο να καταλογίσουμε ευθύνη στον εαυτό μας, ας αναλογιστούμε τις αμαρτίες των άλλων, όπως των πολιτικών ανδρών και όσων κυβέρνησαν τη χώρα· αμέσως θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ώφειλαν να πράξουν αλλιώς, και ότι όποιες και αν ήταν οι συνθήκες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εξαναγκάστηκαν να υπερχρεώσουν την πατρίδα μας.

Ας κρατήσουμε λοιπόν καταρχήν το συμπέρασμα ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας μας, η οποία εκδηλώθηκε ως εγωϊσμός. (Είναι πάντως εξίσου σαφές ότι η ευθύνη βαρύνει άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο και άλλους καθόλου.) Μπορεί η έννοια της ελευθερίας να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την κρίση; Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμία υπέρβαση της κρίσεως παρά μόνο υπό την έννοια του να καταλάβουμε ότι είμαστε ελεύθεροι. Τι σημαίνει αυτό στο επίπεδο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής; Η ελευθερία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτείας. Χωρίς πολλές αναλύσεις θα πω το εξής: Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το κρίσιμο ερώτημα που αφορά το περιεχόμενο της πολιτείας και της οργανωμένης κοινωνικής ζωής. Η πολιτεία κατά Πλάτωνα πρέπει να υπηρετεί την αρετή, κατά τον Αριστοτέλη την ευδαιμονία, κατά τον Ρουσσώ βασίζεται στη γενική βούληση (κοινωνικό συμβόλαιο), για να αναφέρω μερικές από τις σηματικότερες αντιλήψεις περί πολιτείας. Όλες αυτές, και πολύ περισσότερο αυτή που θα προσθέσω, προϋποθέτουν ότι ο άνθρωπος συγκροτεί την πολιτεία από ελευθερία και χάριν της ελευθερίας. Δεν υπάρχει πολιτεία χωρίς ελευθερία, αλλά όταν αυτή ενεργοποιείται ως εγωϊσμός καταργεί την πολιτική κοινωνία. Όταν αντίθετα διαμορφώνεται ένα κοινό νόημα οι πολιτείες ανθίζουν.

Το πώς θα διαμορφωθεί το νέο ελληνικό νόημα, το οποίο θα δραστηριοποιήσει την ελευθερία μας ως κοινωνητική σχέση, είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται βέβαια μεγάλη ανάλυση. Πάντως, άμεσα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να δραστηριοποιήσουμε την ελευθερία μας ως κοινωνία. Πρέπει να υπάρξουμε αγαπητικά. Τα υπόλοιπα είναι τεχνικά ζητήματα, στα οποία πάντοτε μπορεί να βρεθεί λύση. Κι αν ακόμα δεν μπορούν να λυθούν τεχνικά, και πάλι δεν μπορούμε να εμμένουμε στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης. Ο απόλυτος στόχος της πολιτείας είναι να συνδράμει στη σωτηρία του ανθρώπου, να δημιουργεί δηλαδή συνθήκες που εξυπηρετούν τον αγώνα της σωτηρίας του και των συνανθρώπων του. Αυτή είναι η στοχοθεσία η οποία συμφωνεί με τους οντολογικούς όρους της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αναζήτηση λύσης απλώς στο οικονομικό πρόβλημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εμμονή στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποιο οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα επαναστατήσει. Επιτέλους (!) εκληρώνω την υπόσχεσή μου να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Οι Έλληνες δεν επαναστατούν (ακόμα…) διότι επιμένουν στον εγωιστικό τρόπο της ύπαρξης, περιμένουν μια λύση εξωτερική, κάποιος άλλος να φροντίσει γι’ αυτούς, και να επιστρέψουν στην προηγούμενη ακοινωνησία. Ωστόσο, η κοσμοιστορία είναι κοσμοδικαστήριο. Αυτή τη στιγμή δικαζόμεθα (κρινόμεθα - κρίση). Αν μεταμεληθούμε και επιλέξουμε να κοινωνήσουμε, όχι μόνο θα ξεφύγουμε από τους εξωτερικούς καταναγκασμούς, αλλά ακόμα, και το σπουδαιότερο, θα μάθουμε να είμασθε κατά Θεόν ελεύθεροι.
Γι’ αυτό λοιπόν,  ευτυχώς επτωχεύσαμε. Δόξα τω Θεώ!
πηγή: antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου