Νίκος Γ. Ξυδάκης
Από καιρό με τριβελίζει ένα θέμα· να το πω, να το γράψω. Το πλαγιοκοπώ, το μισολέω, το ψιθυρίζω εδώ κι εκεί. Αλλά δεν το θέτω ευθέως. Από ντροπή, από φόβο, ή επειδή μας υπερβαίνει όλους, και τον γράφοντα και τους αναγνώστες.
Η αγάπη.
Τις ημέρες του Πάσχα στο νησί διάβασα δύο βιβλία, παράταιρα· και τα δυο με ώθησαν να ξεπεράσω τους ενδοιασμούς και να ακραγγίξω το θέμα. Ηταν ο πολυφίλητος Βαρδιάνος στα Σπόρκα, του νησιώτη Παπαδιαμάντη· και η Ρευστή Αγάπη του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Και τα δυο μιλούν για την αγάπη, ρητά ο Πολωνός, υπόρρητα ο Σκιαθίτης. Μιλούν για το μέγα σκάνδαλο, για το μυστήριο, για την ιδρυτική συνθήκη της ανθρωπινότητας. Ακούγοντας τις φωνές τους, αναθάρρησα. Και ιδού, παραθέτω, μοιράζομαι ήχους, εικόνες και στοχασμούς.
Ακούω τους κλήρες, τους αγυιόπαιδες να μηνούν στη θεια-Σκεύω τη Σαβουρόκοφα ότι ο γιος της στέκει άρρωστος στην καραντίνα. Βλέπω τη Σκεύω να προσεύχεται μες στη νύχτα, στο νησί του πόνου, πάνω στους τάφους της μητρός και του βρέφους που τους έφθειρεν ο λοιμός. Ακούω τους διαλόγους του ιατρού Βουντ (ντας ιστ λέμπεν!) και της Σκεύως με τον μοναχό Νικόδημο· τους μονολόγους του ερημίτη: Η Μπαμπή μου δείχνει το δρόμο... Ακούμε τους γλυκείς θρήνους της γκάιντας του Αγκόρτσα, να θωπεύουν τα πνεύματα των κεκοιμημένων· ακολουθούμε τη Σκεύω στις ευχές της υπέρ των τυραννισμένων.
Ολη η αφήγηση, η οιονεί ηθογραφική, μιλάει για τη δύσκολη προσφορά της αγάπης, για τη συνύπαρξη μιαρών και νοικοκυραίων, για το λαό και το γκουβέρνο, για τη ζωή που αναδεικνύει δυσχέρειες και πάθη, και τη ζωή που οικονομεί εντέλει τις κακίες και σκεπάζει και παρηγορεί. Ολοι κάτι δίνουν. Και στο τέλος, με απώλειες και με απουσίες, το μόλυσμα σκορπίζει, τα καράβια καθαρισθέντα αποπλέουν, και οι ερημίτες γυρνούν στην προσφιλή τους ερημία. Σαν αεράκι η ζωή.
Ο Πολωνός, τώρα. Θυμάται μια παλιά ιστορία: «Οταν ο σοφός ερμηνευτής του Ταλμούδ Ραββί Χιλέλ προκλήθηκε από έναν υποψήφιο προσήλυτο να εξηγήσει τη διδασκαλία του Θεού στο διάστημα που ο προκαλών θα μπορούσε να στέκεται στο ένα του πόδι, έδωσε ως μόνη πλην ολοκληρωμένη απάντηση, απάντηση που συνοψίζει το σύνολο των θείων εντολών, την πρόταση “αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν”».
Σχολιάζει ο Μπάουμαν: «Η αποδοχή μιας τέτοιας εντολής συνιστά άλμα πίστεως· άλμα αποφασιστικό, διά του οποίου ο άνθρωπος (...) μετατρέπεται στο “αφύσικο” ον που είναι κάθε άνθρωπος – σε αντίθεση με τα ζώα (και με τους αγγέλους ακόμη, όπως παρατήρησε ο Αριστοτέλης».
Συμπεραίνει: «Η αποδοχή του κανόνα να αγαπάς τον πλησίον σου είναι η γενέθλια πράξη της ανθρωπότητας».
Πόσο αποδεχόμαστε σήμερα τον «αφύσικο» κανόνα της αγάπης; Ποιος τολμά να μιλήσει δημοσίως για την αγάπη αν δεν είναι επαγγελματίας ιεροκήρυκας ή γκουρού; Ούτε στις μικρές ώρες του μεθυσιού... Μόνο στο ντιβάνι του ψυχοθεραπευτή, σαν φτάσουμε ραγισμένοι, μουσκεύουμε με δάκρυα τον απολεσθέντα κήπο και ικετεύουμε η αγάπη να μας τυλίξει ξανά· όπως μουσκεύουν οι εξομολογούμενοι και οι ασκητές· σαν τον Πασκάλ και τον Αυγουστίνο.
Αγάπη σημαίνει δόσιμο, δέσμευση, εξάρτηση· ηθική ευθύνη. Πόσο ντεμοντέ και αφελή ακούγονται... Ο Μπάουμαν σταχυολογεί ακούραστα από την τρέχουσα κληρονομιά, από συγγραφείς των νεότερων χρόνων, για να ξαναπεί τα μεγάλα αυτονόητα των μυστικών. Παραθέτει τον Καντ, τον Λέσινγκ, τον Φρόιντ, τον Λεβινάς, τον Χάιντεγκερ, την Αρεντ, τον Γκάνταμερ· από τον τελευταίο αλιεύει: η αμοιβαία κατανόηση παρακινείται από τη «συγχώνευση οριζόντων». Η συγχώνευση είναι αδιανόητη χωρίς κοινό χώρο, προσθέτει· κι εμείς τον βλέπουμε να συναντά από άλλους δρόμους την καθ’ ημάς αλληλοπεριχώρηση. Ο ένας προσφέρει χώρο στον άλλο, μπαίνει στη θέση του, τον συμπονά. Και οι δύο μαζί ανθούν.
Συμπάθεια, εμπάθεια, ενσυναισθησία, αλληλοπεριχώρηση – πόσα φανερώματα έχει αυτή η «αφύσικη» υπακοή στην ηθική επιταγή «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν»...
Και πόσο καίρια είναι η υπόμνηση της ακερδούς προσφοράς της θειας–Σκεύως, του πάτερ Νικόδημου και του ιατρού Βίλελμ Βουντ. Το βεβαιώνουν ο Λεβινάς, ο Γκάνταμερ και η Αρεντ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου