Χρήστος Ριτζούλης*
Αφορμή για το παρόν απετέλεσε η έντονη συζήτηση περί της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην Ελληνική επικράτεια και τις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί μία τέτοια δράση. Όλα τα επιχειρήματα μπορούν να τοποθετηθούν σε έναν άξονα με τα δύο άκρα να ορίζονται στη μία μεν άκρη από την άνευ όρων αποδοχή στην ελληνική επικράτεια δυστυχών (και δυστυχισμένων) μεταναστών, στην άλλη δε άκρη από την άνευ όρων άρνηση της αποδοχής τέτοιων ατόμων εντός του ελληνικού εδάφους. Η τεχνοκρατική λύση στο θέμα συνήθως σχετίζεται με την τοποθέτηση σε κάποιο πολιτικώς αποδεκτό και εν τέλει πολιτικώς ορθό σημείο στα μέσα αυτού του ευθύγραμμου τμήματος: Αποδοχή της εγκατάστασης στην Ελλάδα με όρους, για άλλους δύσκολους, για άλλους εύκολους.
Το πρόβλημα είναι ότι μία τέτοια αντιμετώπιση είναι κυριολεκτικά μονοδιάστατη, αφού ορίζεται από έναν μόνον άξονα, αυτόν που αναφέρθηκε προηγουμένως. Το πραγματικό ερώτημα που θα έπρεπε να είχε διατυπωθεί, το «Υπό ποιούς όρους πρέπει να δεχθούμε μετανάστες στη χώρα μας;» ανάγεται υποβαθμιζόμενο στο «Υπό ποιούς όρους πρέπει να δεχθούμε μετανάστες στο χώρο μας;» και με τη λέξη «χώρο» εννοούμε φυσικά την εδαφική έκταση εντός των συνόρων της Ελληνικής επικράτειας. Η διαφορά των δύο ταυτίζεται με τη διαφορά μεταξύ «χώρου» και «χώρας». Και εδώ έρχεται το πρόβλημα: Ως ποιό βαθμό καταννοούμε ότι η χώρα, αυτή η έννοια της οποίας έχουμε αναλάβει τη διαχείριση για το μικρό διάστημα της ζωής μας, δεν ταυτίζεται με τον υλικό χώρο των οικοπέδων, των χωραφιών, των παραλίων και των ανθρώπων, αλλά περιλαμβάνει και μία δεύτερη διάσταση, τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων που ζούνε μέσα σε αυτήν, αλλά και τη σχέση μεταξύ ανθρώπων, αντικειμένων και παρελθόντος;
Η δεύτερη διάσταση, ο άξονας ο κάθετος στον προηγούμενο, δεν έχει αγγιχθεί παρά μόνον επιπόλαια. Ορίζεται από το βασικό ερώτημα: «Ποιός πρέπει να είναι ο τρόπος της σχέσης της χώρας με τους μετανάστες;». Αν μπορούσαμε να ορίσουμε τα δύο άκρα του, θα τά ονοματίζαμε με δύο προτάσεις, αφενός «Οι μετανάστες να έρθουν στο χώρο μας χωρίς εμείς να έχουμε την παραμικρή αξίωση στη συμπεριφορά, στην ηθική, στη θρησκεία και στην καθημερινότητά τους, γιατί αυτά δε μάς αφορούν, αρκεί να είναι νομοταγείς», αφετέρου αντιδιαμετρικά στην άλλη αρχή του άξονα «Αυτός που θα έρθει οφείλει να εγκαταλείψει κάθε ανάμνηση της πατρίδας, της κουλτούρας και των εθίμων του, να υιοθετήσει τη θρησκεία και τη γλώσσα μας, ώστε τα παιδιά του να γίνουν ομογενοποιημένοι Έλληνες».
Σήμερα, χωρίς κάποια διαδικασία διαλόγου, στην εποχή του copy/paste ετοιματζίδικων μοντέλων τρίτων χωρών (τα περισσότερα κράτη των οποίων δεν έχουν την παραμικρή πολιτισμική συνάφεια με την Ελλάδα), το κράτος και το μικρό ποσοστό των πολιτών που καθορίζει τη φιλοσοφία του αποφάσισε απροβλημάτιστα την «πολυ-πολιτισμική» προσέγγιση, δηλαδή κάτι κοντά στο πρώτο άκρο του άξονα. Αυτό έγινε χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, κυρίως γιατί είναι η κύρια τάση σε επιλεγμένες δυτικές και βόρειες χώρες, αγνοώντας άλλες δυτικές χώρες που απελαύνουν στοιχεία που διαταράσσουν τον κοινωνικό ιστό, όχι επειδή οι εκλεγμένοι άρχοντες είναι κακοί, αλλά ίσως επειδή θέλουνε να προλάβουν τα χειρότερα.
Ένας άλλος λόγος στον οποίον οφείλεται αυτή η σπουδή προς την πολυ- πολιτισμικότητα είναι το γεγονός ότι όντως υπάρχει άγνοια της διαφοροποίησης μεταξύ χώρου και χώρας. Η χώρα, με την έννοια του συνολικού κοινωνικού γίγνεσθαι σε έναν περιορισμένο γεωγραφικά χώρο, οφείλει να διατηρεί την ταυτότητα που έχει κληρονομήσει (συνεισφορά του παρόντος πληθυσμού), αλλά και να τήν εμβολιάζει με γόνιμες νέες ιδέες και πρακτικές (συνεισφορά του νέου πληθυσμού). Η θέση της ενσωμάτωσης των μεταναστών στη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων είναι ακριβώς στην τελευταία πρόταση. Ο εμβολιασμός, όμως, προϋποθέτει πλήρη και τέλεια ανάμιξη των μεταναστών και των ιθαγενών σε μία ενιαία κοινότητα. Η δημιουργία κοινωνικών θυλάκων ετερογλωσσίας και ετεροδοξίας (αρχέτυπο και ιδανικό της πολυ-πολιτισμικότητας) καθυστερεί τη διάχυση ιδεών, μονώνει κοινωνικά τις επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες, δημιουργεί ηθικά κενά στην αλληλεπίδραση των ετερογενών πληθυσμών, και εν γένει προκαλεί το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δύο κοινότητες.
Η λύση που προωθεί η πολιτική ηγεσία και η πνευματική ελίτ στο θέμα αυτό είναι η συνταγή του σεβασμού: Σεβασμός προς τη διαφορετικότητα του ξένου, και αντίστροφα σεβασμός του ξένου προς τον ιθαγενή. Το μείζον ηθικό πρόβλημα με αυτήν την ατυχή λογική είναι η έλλειψη ευθύνης για τον πλησίον. Η δυτικότροπη λύση του σεβασμού στο θέμα των διαπροσωπικών σχέσεων είναι βαθιά ριζωμένη στην Αυγουστίνεια individuo (αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τους παραπλανητικούς όρους «άτομο» και «ατομικότητα»), κατά την οποία ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και τη δική του σωτηρία, ενώ είναι τελείως ανεύθυνος για τον πλησίον.
Ο σεβασμός απαιτεί διακριτικότητα και παθητικότητα (με την έννοια του αντίθετου της ενεργητικότητας) απέναντι στον πλησίον. Αν κάτι συμβεί με το γείτονα, είμαστε υποχρεωμένοι να δείξουμε τη συμπάθειά μας, αλλά είναι ευθύνη του γείτονα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τις δικές του δυνάμεις. Αν αποτύχει σε κάτι, προφανώς ήταν ανεπαρκής γι αυτό και η αποτυχία του είναι δική του, όχι δική μας ευθύνη. Η κοινωνία συντηρείται τελικά με τα προσωπεία της διακριτικότητας και της ευγένειας. Υπό αυτόν το τρόπο, ένας ετερόγλωσσος και ετερόθρησκος άνθρωπος μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί στην κοινωνία (όπως κατόρθωσαν οι δυτικές χώρες να πράξουν εδώ και αιώνες με τους μετανάστες τους), απλά ο καθένας έπρεπε να είναι διακριτικά αδιάφορος για τον πλησίον, αφού πρακτικά απαγορεύεται να νοιάζεται γι αυτόν. Αλλά αλήθεια, αυτή η κοινότητα των προσωπείων είναι κοινωνία ή απλή συνύπαρξη; Το κοινωνικό αδιέξοδο των Προτεσταντικών κοινοτήτων, τα προπερυσινά γεγονότα στους δρόμους του Παρισιού και τα μελλοντικά στους δρόμους άλλων μεγαλουπόλεων καταδεικνύουν συνύπαρξη και όχι κοινωνία. Πού είναι το πρόβλημα σε αυτές τις κοινότητες; Στην αδυναμία (και τελικά μη-επιθυμία) ταύτισης με τον πλησίον, συνεπώς στην άρνηση της κοινωνίας.
Σε αντιδιαμετρική θέση ως προς το Καθολικό/Προτεσταντικό individuo βρίσκεται το Ορθόδοξο πρόσωπο. Το πρόσωπο (όχι το εμπρός μέρος της κεφαλής!) είναι για την Ορθοδοξία η έκφανση του (υπερβατικού) μας είναι προς τον υλικό κόσμο. Το πρόσωπο είναι το μέρος μας που, αντλώντας από την υπερβατική μας οντότητα, εκτίθεται ως υλικό σώμα στην κοινωνία και ενεργά επηρεάζει τη ροή της ιστορίας και της υλικής πραγματικότητας. Το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου αντλεί δύναμη από τον υπερβατικό Λόγο του Θεού διαμέσου του προσώπου του Θεανθρώπου, του οποίου είναι αναπόσπαστο μέρος δια της Θείας Κοινωνίας. Καθώς στο Θεάνθρωπο βρίσκουν κοινό τόπο όλα τα πρόσωπα, αυτόματα κάθε κοινωνός του Χριστού γίνεται υπεύθυνος και υπόλογος για τον πλησίον, τόσο όσο είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τον ίδιο του τον εαυτό. Τα παραπάνω έχουν βάση στην Αριστοτελική ιδέα περί αντίληψης του εαυτού μας μόνο διαμέσου της αλληλεπίδρασης με τον πλησίον, και αποτελούν θεμέλιο για την Ορθόδοξη κοσμοθεωρία και ηθική. Όπως αυτονόητα το πρόσωπο του Θεανθρώπου βρίσκεται στα μάτια του ζητιάνου που μάς ζητά βοήθεια, βρίσκεται όμοια και στα μάτια του μετανάστη που ζητά άσυλο. Αν δεν τόν βοηθήσουμε (πληθυντικός), προσβάλλουμε τον εαυτό μας, απαρνούμενοι το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Είμαστε ελεύθεροι να μη βοηθήσουμε, αλλά αυτό αυτόματα σημαίνει απάρνηση του Θεανθρώπου, δηλαδή απάρνηση της εν Χριστώ Κοινωνίας.
Από τη στιγμή που ένας ξένος γίνεται δεκτός στην κοινότητά μας, γινόμαστε, ως μάρτυρες της μύησής του στην κοινωνία μας, συνυπεύθυνοι για τη συμπεριφορά του στην κοινωνία αυτή. Ο Ελληνικός κόσμος είχε πάντοτε τεράστια αφομοιωτική ικανότητα επειδή απαιτούσε από τους κοινωνούς του την αποδοχή των παραπάνω αρχών, ακόμη και πριν ο Χριστιανισμός τίς συνδέσει σε ένα συνεπές πλαίσιο. Ο Ελληνικός κόσμος ήταν, και είναι, πιο δύσκολος (αλλά όχι αρνητικός) στην αποδοχή των ξένων γιατί, σε αντίθεση με τη δύση, απαιτούσε από τους μετανάστες να αποδεχθούν και αυτοί να αλλάξουν τρόπους συμπεριφοράς που θα υπονόμευαν τον κοινωνικό ιστό. Αυτό σημαίνει ότι οι νεοφερμένοι πρέπει να αποδεχθούν αντίστροφα ότι η κινητήρια δύναμη αυτού του τόπου για τόσους αιώνες είναι η δημιουργική αφομοίωση ανθρώπων σαν κι αυτούς, είτε ήταν εισβολείς, είτε μετανάστες. Αυτό από μόνο του πρέπει να γίνει πηγή περηφάνειας για μία γενιά ξένων που θα έχει την ευκαιρία να επαναδιαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την Ελληνική κουλτούρα. Όχι να δημιουργήσει αποκομμένες κοινότητες, αλλά να καταστεί η νέα κινητήρια δύναμη αυτού του αρχαίου έθνους των ελληνοποιημένων εισβολέων. Η αφομοίωση προαπαιτεί επικοινωνία, αποδοχή της τοπικής γλώσσας, αλλά και εμβολιασμό της γλώσσας μας με λέξεις και εκφράσεις των νέων Ελλήνων, όπως γινόταν τόσους αιώνες. Επίσης προαπαιτεί εναρμόνιση των συστημάτων ηθικής και αξιών των νεοαφιχθέντων με αυτά των γηγενών. Παραδοσιακά αυτό γίνεται με ενσωμάτωση των νέων μελών στην Εκκλησία, αλλά αυτό ίσως μπορεί να περιμένει. Η αφομοίωση είναι διαδικασία αμοιβαίων υποχωρήσεων, προκειμένου στο τέλος να προκύψει μία ανανεωμένη κοινότητα με το κέντρο βάρους της κοντά στο παλιό, αλλά ελαφρά μετατοπισμένο προς τις αξίες και τα ήθη των νεοφερμένων συμπατριωτών μας: Μία κοινωνία, μία γλώσσα, ένα σύστημα ηθικής. Το να διατεθεί χώρος στις πόλεις μας για να μείνουν ισόβια ξένοι προς εμάς γραφικοί τύποι με σαρίκια, όπως προβλέπει η πολυ-πολιτισμική προσέγγιση, είναι προσβλητικό για το πρόσωπο του ξένου που θέλει μία πατρίδα και όχι μία ομόγλωσσή του συνοικία σε μία αλλόφωνη και αλλοήθη κοινότητα, και προσβλητικό για το πρόσωπο του ιθαγενή που θα νοιώθει φιλοξενούμενος στη δική του χώρα.
*O κ. Χρήστος Ριτζούλης είναι Επίκουρος Καθηγητής Χημείας Τροφίμων στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου