Δημήτρης Φάρος*
Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση παραλληλίζεται συχνά ως προς την έντασή της με το κραχ του ’29, ενώ, με τη σειρά της, γεωπολιτικά διαμορφώνει ένα σκηνικό ανάλογο του Μεσοπολέμου, το οποίο χαρακτηριζόταν από εθνική περιχαράκωση, διακρατικούς ανταγωνισμούς, εμπορικούς πολέμους και, κυρίως, σοβούσες κοινωνικές εντάσεις που οδήγησαν σε ριζικές πολιτικές ανακατατάξεις και ανατροπές στο εσωτερικό των κρατών.
Οι εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή – που συλλήβδην ομαδοποιήθηκαν κάτω από την ονομασία «Αραβική Άνοιξη» - πυροδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση. Γενικότερα, η κατάσταση θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την κρίση νομιμοποίησης της δημοκρατίας και τη βίαια είσοδο των μαζών στην πολιτική σκηνή στην Ευρώπη κατά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου, που αποτελούν τις πιο «ανοικτές» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό χώρες της περιοχής. Εκεί, η κρίση οδήγησε μέρος της νεολαίας με ανώτατη μόρφωση στην προλεταριοποίηση, ενώ η παγκόσμια έκτασή της κατέστησε μη ρεαλιστική λύση για τα στρώματα αυτά την μετανάστευση. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλων εξαθλιωμένων μαζών, αλλά και ομάδων θρησκευτικού ριζοσπαστισμού, το σκηνικό αυτό επιτάχυνε την απονομιμοποίηση των καθεστώτων της περιοχής. Η απονομιμοποίηση αυτή προήλθε από την αποτυχία του «εκσυγχρονισμού» που επαγγέλθηκαν τα μπααθικά και σοσιαλιστικά καθεστώτα, στο όνομα του αραβικού εθνικισμού. Μολονότι υποσχέθηκαν την κοινωνική και εθνική χειραφέτηση των χωρών τους, εκφυλίστηκαν, ιδίως μετά την δεκαετία του ’70, σε στρατοκρατικές ολιγαρχίες που μόνο στόχο είχαν την διαιώνισή τους στην εξουσία. Επίσης, αν και αρχικά υπήρξαν σημαιοφόροι στον αγώνα ενάντια στην δυτική αποικιοκρατία και μετα-αποικιοκρατία (βλ. Κίνημα Αδεσμεύτων), και του αγώνα των Παλαιστινίων στο όνομα του παναραβισμού, μετατράπηκαν, ουσιαστικά, σε βασικούς συνομιλητές και συμμάχους των ΗΠΑ, αλλά και του Ισραήλ, στην περιοχή. Η μετάλλαξη αυτή εκλήφθηκε ως «προδοτική» από τις μάζες και αύξησε το ακροατήριο του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού. Η περίπτωση της μετανασερικής Αιγύπτου είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό.
Η έκρηξη απονομιμοποίησης των καθεστώτων αυτών, της οποίας γίναμε θεατές πριν λίγους μήνες, πιθανόν να εισέρχεται στη δεύτερη φάση της με τα εκτεταμένα επεισόδια και την επίθεση των διαδηλωτών στην ισραηλινή πρεσβεία στο Κάιρο, τα ξημερώματα της 10 Σεπτεμβρίου 2011. Μένει να δούμε την τελική πολιτική μορφή που θα λάβει η τρέχουσα αναταραχή στην περιοχή, την στιγμή, μάλιστα, που ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να της προσδώσει «νέο-οθωμανικό» μανδύα και προσανατολισμό. Και εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι με τη στάση του απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τα καθεστώτα των χωρών της περιοχής στα μάτια των ίδιων των υπηκόων τους, υπερθεματίζοντας ως προς την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ισλαμικού κόσμου έναντι του Ισραήλ και της Δύσης.
Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι το «παιχνίδι» σήμερα δεν παίζεται μόνο από κράτη, αλλά και από υπερεθνικές οντότητες, όπως η Ε.Ε. Επιπλέον, οι αλληλεπιδράσεις λαμβάνουν χώρα όχι μόνο εντός περιφερειών του πλανήτη, αλλά και ανάμεσα σε αυτές. Οι παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες της κρίσης επιτείνουν την οικονομική περιχαράκωση και τον εμπορικό πόλεμο που σήμερα βλέπουμε να διεξάγεται, ιδιαίτερα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, θυμίζοντας τον ανταγωνισμό εμπορευμάτων και υποτιμήσεων του Μεσοπολέμου.
Η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση βρήκε την Ευρώπη σε μία φάση γενικότερης αμηχανίας: όχι μόνο γιατί έχει να αντιμετωπίσει προκλήσεις που θέτουν εν αμφιβόλω το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθεί, αλλά και διότι αποδεικνύει την απροθυμία των μελών της να ρυθμίσουν το μέλλον τους με όρους κοινού συμφέροντος.
Κυρίως θα πρέπει να σταθούμε στην γερμανική πολιτική, γνωστή και ως «δομικός μερκαντιλισμός», η οποία κοντολογίς συνίσταται στην αυστηρή συγκράτηση των μισθών στο εσωτερικό της χώρας, τονώνοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών και δημιουργώντας μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πράγμα που καθιστά τα προϊόντα των υπολοίπων χωρών της ζώνης του ευρώ μη ανταγωνιστικά. Με τον τρόπο αυτό, η Γερμανία εκμεταλλεύεται τα ήδη μεγάλα πλεονεκτήματά της στο έπακρον όχι για να αυξήσει την ανάπτυξη στην Ε.Ε., αλλά για να παραγάγει προϊόντα χαμηλού κόστους, με στόχο να ανταγωνιστεί απευθείας τις ΗΠΑ και τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως την Κίνα και την Ινδία.
Με την πολιτική, όμως, αυτή, καθηλώνεται η ζήτηση και τίθεται εν αμφιβόλω το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, χωρίς να αντικαθίσταται από κάποιο άλλο είδος «κοινωνικού συμβολαίου». Την ίδια στιγμή, βέβαια, μεγαλώνει η ανάγκη για πιθανά νέα πακέτα διάσωσης, τα οποία καλούνται να πληρώσουν όλο και πιο απρόθυμοι «πλούσιοι».
Δημιουργούνται, με αυτόν τον τρόπο, κενά και κοινωνικά χάσματα που συνοδεύονται από αισθήματα δυσαρέσκειας, ακόμα και απόσυρσης μεγάλων μαζών από την πολιτική διαδικασία, που μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσει ένα κενό σε πολιτικό επίπεδο. Στις ευρωπαϊκές χώρες το κοινωνικό ρήγμα μπορεί να μην επηρεάσει την πολιτική ισορροπία κατά τον μεσοπολεμικό τρόπο ή τις σημερινές εξελίξεις στην Μέση Ανατολή. Στη σύγχρονη εποχή, η επανάληψη απολυταρχικών φαινομένων στην Ευρώπη είναι, μάλλον σίγουρα απίθανη, ακόμη κι αν επαληθευθούν, ευφάνταστα για τα σημερινά δεδομένα, σενάρια περί διάλυσης της Ε.Ε.
Ωστόσο, το ρήγμα αυτό θα εσωτερικευθεί στις κοινωνίες, με θύμα την κοινωνική συνοχή και απόρροια την απόσυρση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από την πολιτική διαδικασία . Τα κοινωνικά χάσματα στο εσωτερικό των κοινωνιών θα εκτονώνονται με μηδενιστικές εξάρσεις βίας, στις οποίες θα καταφεύγουν τα ραγδαία προλεταριοποιούμενα μεσαία στρώματα. Συνεπώς, αυτό από το οποίο κινδυνεύει η σύγχρονη δημοκρατία στην Ευρώπη δεν είναι τόσο μία απολυταρχική «έκρηξη», αλλά μία μεταμοντέρνα μηδενιστική … «έν-ρηξη» με συνεχώς βαθύτερα χάσματα – με τις κοινωνίες να περιέρχονται σε κατάσταση «μαύρης τρύπας».
Η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι κάπως διαφορετική, καθώς το κοινωνικό ρήγμα έχει βρει μία πολιτική διέξοδο στα «Tea Parties», μέσα από τα οποία εκφράζεται ακριβώς η απροθυμία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού να ανεχθούν αναδιανεμητικές λύσεις που να αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Ήδη, χρόνια τώρα, η μερίδα των Ρεπουμπλικάνων που μετέχει σε αυτά κατηγορούσε την κυβέρνηση του George W. Bush ως υπέρμετρα παρεμβατική για τα αμερικανικά δεδομένα («Big Government»). Αν και με τον Ομπάμα η απροθυμία γίνεται άγρια πολεμική, εν τούτοις τα «Tea Parties», δε φαίνεται να συνιστούν ακόμη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, αλλά απλά μία στείρα αντίδραση που στερεί τους Ρεπουμπλικάνους από τη διάθεση μετριοπάθειας για συνθέσεις. Ακόμη κι αν κάποιος από τους υποψηφίους που αυτά έχουν αναδείξει στο προσκήνιο λάβει τελικά το χρίσμα για την προεδρική αναμέτρηση του 2012, δεν αναμένεται να έχει την απαραίτητη αξιοπιστία ώστε να κερδίσει τους μετριοπαθείς και τους ανεξάρτητους, ιδίως μετά την πρόσφατη συνταγματική κρίση για το χρέος.
Σημαντική παάμετρος που θα επηρεάσει τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί το γεγονός ότι η ανάδειξη των «Tea Parties» σηματοδοτεί μία ρήξη μέσα στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η οποία δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικά ζητήματα, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα αξιών.
Στο σημείο αυτό θα δανειστούμε τις καίριες διαπιστώσεις ενός σύγχρονου διανοητή, του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα, ο οποίος στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του «Ο Σύγχρονος Μηδενισμός» (σελ. 56) αναδεικνύει ανάγλυφα την ύπαρξη και το χαρακτήρα της εσωτερικής διαίρεσης στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα:
«Επειδή οι φιλελεύθεροι και αριστεροί “εκσυγχρονιστές”, εξαιτίας της αμιγούς νεωτερικής φύσης τους, δεν είναι διατεθειμένοι να τηρήσουν τις αναγκαίες αποστάσεις από τον σύγχρονο μηδενισμό, έδωσαν τη δυνατότητα στους “συντηρητικούς” αντιπάλους τους, στην Αμερική πρωτίστως, να οικειοποιηθούν τη διάχυτη αντιμηδενιστική ανησυχία των πιο “καθυστερημένων” λαϊκών στρωμάτων και να τους ανατρέψουν. Το νεοδεξιό κατεστημένο της προεδρίας Μπους του Β΄ προσπάθησε να επιβάλει διά της βίας τη “νεοταξική” στρατηγική, με πρόσχημα τον “πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας”. Κατόρθωσε έτσι να “αμαυρώσει” ανεπανόρθωτα την εικόνα της και να την οδηγήσει σε αδιέξοδα». (Ας μας επιτραπεί εδώ να σημειώσουμε ότι το παραπάνω βιβλίο αποτελεί απαραίτητο οδηγό για την ψηλάφηση των οντολογικών αιτίων και προεκτάσεων της κρίσης του δυτικού πολιτισμού).
Πραγματικά, οι πολιτικοί οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν προπάτορες των «Tea Parties» (ιδιαίτερα ο Ron Paul και ο Pat Buchanan) κατακεραύνωναν τους «νεοσυντηρητικούς» του George W. Bush ως «εισοδιστές» πρώην τροτσκιστές που στόχο είχαν να παρασύρουν την Αμερική σε μια σειρά πολέμους που δεν είχαν σχέση με το πραγματικό εθνικό της συμφέρον – με αποκορύφωμα τη σφοδρή αντίθεσή τους στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003.
Το εσωτερικό αυτό ρήγμα «καλύφθηκε» τεχνηέντως στις προεδρικές εκλογές του 2008 με την κάθοδο του παράταιρου «διδύμου» ΜακΚαίην-Πάλιν. Όπως γράφαμε σε άρθρο μας την επαύριον της εκλογής Ομπάμα, (βλ., «στο πρόσωπο της τελευταίας, εκπροσωπήθηκε η “βαθιά Αμερική” που αντιτίθεται σε φιλελεύθερες πολιτικές για την μετανάστευση, τις αμβλώσεις, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, την αναδιανομή του εισοδήματος». Αντίθετα, ο ΜακΚαίην εμφανιζόταν «συντασσόμενος ακόμη και με τους Δημοκρατικούς σε νομοσχέδια σχετικά με τη νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών και την προστασία του περιβάλλοντος, δεν δίστασε να αντιταχθεί ακόμη και στις μειώσεις φόρων για τους πλουσίους, ένα θέμα-ταμπού για τους Ρεπουμπλικανούς». Εκεί, μάλιστα, όπου ο ΜακΚαίην ενστερνίζεται πλήρως την ατζέντα των «νεοσυντηρητικών» είναι η εξωτερική πολιτική: επί George W. Bush ήταν υποστηρικτής του πολέμου στο Ιράκ και της συνέχισης της παραμονής των αμερικανικών στρατευμάτων εκεί, ενώ στήριξε και την συμμετοχή των ΗΠΑ στην επίθεση στη Λιβύη, επισκεπτόμενος, μάλιστα, τους εξεγερμένους.
Ωστόσο, με την εμφάνιση των «Tea Parties», το ρήγμα αυτό αποκτά και θεσμική μορφή. Να θυμίσουμε, για παράδειγμα, ότι ο ιδεολογικός «πατέρας» των «Tea Parties», ο Ρον Πωλ, βουλευτής από το Τέξας, ήταν αντίθετος τόσο με τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ το 2003, όσο και ενάντια στη συμμετοχή των ΗΠΑ στην εφετινή επίθεση στη Λιβύη. Επίσης, το «νεοσυντηρητικό» Fox News, αν και στηρίζει σφόδρα τα «Tea Parties» και τους υποψηφίους τους (ιδίως λόγω του απηνούς του πολέμου ενάντια στην κοινωνικο-οικονομική ατζέντα του Ομπάμα), κρατάει, εντούτοις, σαφείς αποστάσεις από τον Ρον Πωλ. Στην καλύτερη περίπτωση, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα καταλήξει πάλι σε έναν «παράταιρο γάμο», συνδυάζοντας έναν «νεοσυντηρητικό» υποψήφιο πρόεδρο με έναν αντιπρόεδρο που θα συγκινεί το κοινό της «βαθιάς Αμερικής» (αν και είναι ακόμη νωρίς για ονοματολογία, μία επανάληψη του «διδύμου» ΜακΚαίην-Πάλιν θα ήταν π.χ. μία κάθοδος του Τεξανού Κυβερνήτη Ρικ Πέρρυ και της Μισέλ Μπάχμαν, βουλευτού από τη Μινεσότα). Επίσης, πέρα από μία τέτοια, «εμβαλωματική», λύση, δεν πρέπει να αποκλείσουμε ούτε μία «εξωσυστημική» υποψηφιότητα, ούτε και μία επίσημη, μόνιμη διάσπαση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, την επομένη της ήττας του στις εκλογές του 2012 – την οποία θεωρούμε, με τα ως τώρα δεδομένα, ως το πιθανότερο ενδεχόμενο.
Συμπερασματικά, για τις ΗΠΑ, θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεσοπολεμική αναλογία μόνο επιφανειακά αναδεικνύει τον Ομπάμα σε νέο … Φραγκλίνο Ρούζβελτ: το δικό του –οικολογικό, μεταξύ άλλων- «New Deal» δεν κατάφερε να αποτελέσει ένα στέρεο κοινωνικό συμβόλαιο, καθώς οι συμβιβασμοί στους οποίους αναγκάζεται να καταφύγει το μετατρέπουν σε … «μαντάρισμα» επισφαλών συναινέσεων. Αν επιβιώνει πολιτικά είναι επειδή το ρήγμα στο αντίπαλο στρατόπεδο μοιάζει να ριζοσπαστικοποιείται.
Αντί επιλόγου, παρατηρούμε ότι κάθε περιοχή της Γης βιώνει διαφορετικά το νέο μετα-μοντέρνο «μεσοπολεμικό» σκηνικό, συναρτήσει όχι μόνο της οικονομικής της ζωτικότητας, αλλά και του επιπέδου ανάπτυξης του πολιτικού της συστήματος και της μετοχής αυτού στην κρίση της νεωτερικότητας. Όσο για την Ελλάδα, το συμπέρασμα - «προφητεία» του Κονδύλη, ότι ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα άλλων (από: «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού»), μας οδηγεί να αντιληφθούμε, τουλάχιστον, ότι η παρασιτική μας μετοχή στο σκηνικό αυτό, μπορεί να βιωθεί μόνο ως κρίση – που σήμερα φτάνει σε παροξυσμό.
* Ο Δημήτρης Φάρος είναι διεθνολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου