Άγγελος Καλογερόπουλος
Εἴκοσι ἔξι μῆνες ἔκαμα ‘ς αυτείνη τὴν ‘πηρεσίαν.
Ἄν ἰδῆτε κατάχρησιν παραμικρή, ἤ ληστεία, ἤ ἀδικίαν εἰς τοὺς πολῖτες,
τότε ἐσεῖς ἀναγνῶστες νὰ μὲ λέτε ἄτιμον ἄνθρωπον.
Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα
Kάτοικος πλέον της Ανατολικής Αττικής, όταν επιστρέφω στις παλιές μου γειτονιές των Πατησίων, ακούω συνεχώς τα παράπονα των παλαιών μου γειτόνων για την κατάσταση που έχει φτάσει στο απροχώρητο με τους ξένους. Η ευφορία των προηγούμενων δεκαετιών έδωσε τη θέση της στο αβέβαιο μέλλον, Ελλήνων τε και ξένων. Η επιδεινούμενη δε οικονομική κρίση εντείνει το αίσθημα της ανησυχίας και του φόβου. Δεν πρόκειται για ρατσιστές και «χρυσαυγίτες». Είναι απλοί άνθρωποι που νιώθουν να χάνεται μέσα απ’ τα χέρια τους η Ελλάδα που γνωρίζουν. Επιστρέφοντας στην Ανατολική Αττική, βλέπω τα μεγάλα μαύρα τζιπ –σα νεκροφόρες- να μεταφέρουν αγκυλωμένους στο κινητό τούς οδηγούς σε μια ιδιότυπη εξόδιο ακολουθία του νεοελληνικού νεοπλουτισμού. Μια συννεφιά σκιάζει την πρώιμη άνοιξη του 2010, αυτού του σημαδιακού έτους της διπλής Πασχαλιάς…
Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή. Φθίνοντος του 20ου αιώνος δεν ήταν λίγες οι φωνές που μας προϊδέαζαν για τις δύσκολες ώρες. Από το Finis Graeciae του Χρ. Γιανναρά ως τις εμπεριστατωμένες αναλύσεις του Π. Κονδύλη σε όλα τα επίμετρα των ελληνικών εκδόσεων των έργων του, τονιζόταν δραματικά η προοπτική του τέλους αυτού του κρατιδίου στο οποίο ανήκουμε. Αλλά ακόμα κι ο Στέλιος Ράμφος όταν διεκήρυσσε ότι οδεύουμε προς ακμή, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, και φαινόταν να αποδέχεται τη θεωρία των δύο Ελλάδων, δεν αγνοούσε τη δραματική κατάσταση τού ελληνικού κράτους. Απλώς εμπιστευόταν τη δυναμική της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος των νέων για την Παιδεία. (Συγχέοντας ίσως τον αληθινό έρωτα της παιδείας με την προϊούσα τάση «προσοντοποίησης»). Απ’ όλες αυτές τις διατυπώσεις περί του δυσοίωνου ελληνικού μέλλοντος, κρατώ τη φράση του Π. Κονδύλη ότι η Ελλάδα συμπεριφέρεται σαν τον κουτσό που νομίζει ότι στη δύσκολη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά.
Πράγματι φτάσαμε σε μια δύσκολη περίοδο και πιστεύω ότι η οικονομική περιγραφή της κρίσης συρρικνώνει το πρόβλημα. Το πρόβλημα της Ελλάδος, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι οικονομικής φύσεως μόνο. Αν ήταν έτσι ίσως να μας αρκούσαν οι ευρωπαίοι ειδικοί. Θα μας έλυναν το πρόβλημα με όσα αντιλαϊκά μέτρα προτείνουν. Το πρόβλημα και της Ελλάδας και της Ευρώπης είναι βαθύτερα πνευματικό.
Κατά την περίοδο της έντονης ελληνογερμανικής αντιπαράθεσης, εγκαινιάστηκε στη Βόννη της Γερμανίας στις 26/2/2010 μια έκθεση με θέμα «Λάμψη και την καθημερινότητα στο Βυζάντιο». Μάλιστα στο πλαίσιο αυτής της έκθεσης ο πρώην ΥΠΕΞ της Γερμανίας, Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, προέβη σε μια ενδιαφέρουσα δήλωση. Στην ερώτηση της Deutsche Welle, εάν τέτοιου είδους εκθέσεις μπορούν να αμβλύνουν το δυσμενές κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας εξαιτίας των δημοσιευμάτων, μεταξύ άλλων, απάντησε: «Αυτή η έκθεση είναι ένα πολύ μεγάλο γεγονός και ελπίζω να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον που της αξίζει. Παρουσιάζει τις κοινές μας πολιτιστικές ρίζες από την αρχή της Ευρώπης, από τότε που αναδιαμορφώθηκε η κοινή μας ταυτότητα». Εδώ αξίζει λοιπόν να σταθούμε.
Από την εποχή της περίφημης ελληνικής εθνεγερσίας, οι δυτικές δυνάμεις ενδιαφέρονται να στήσουν το «πρότυπο βασίλειο της Ανατολής». Ένα πρότυπο δηλαδή εκδυτικισμού μιας χώρας των Βαλκανίων, ενός τμήματος της καταρρεούσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στα υπόλοιπα τμήματα που επρόκειτο να διεκδικήσουν την εθνική τους αυτοδιάθεση. Το γεγονός ότι η Ελλάδα υπήρξε η μόνη βαλκανική χώρα η οποία δεν ακολούθησε το δρόμο του κομμουνισμού – ακολουθώντας έναν ιδιότυπο κρατικό καπιταλισμό με τους εξωτερικούς τύπους της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας - μαζί με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την καθιστά και πάλι ένα πρότυπο για την ένταξη στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε δηλώσει κάποτε ότι το βασικό πρόβλημα για τον εκδυτικισμό των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης –της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- είναι η Ορθοδοξία. Άποψη μάλιστα που φαίνεται να συμμερίζεται πλέον και ο Στέλιος Ράμφος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να επισημαίνει ότι το βασικό πνευματικής τάξεως αίτιο της παρατεινόμενης εσωτερικής κρίσεως του έθνους εντοπίζεται στην θρησκευτική μας αγκύλωση ήδη από την υστεροβυζαντινή περίοδο. Το ανατολίτικο τάβλι αντιμάχεται τον ορθολογισμό!
Βεβαίως θα ήταν εθελοτυφλία αν αγνοούσαμε ότι τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφέρουν δομικά από τα δικά μας, τα οποία συνδέονται με μια εγγενή δυσλειτουργία του κράτους και με το νοσηρό, πελατειακό πολιτικό μας σύστημα. Αλλά η θεραπεία ενός οργανισμού που νοσεί δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συνίσταται στην αλλαγή του ίδιου του οργανισμού. Αλλά στην προσαρμογή της θεραπείας στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες αυτού του οργανισμού. Διευκρινίζω, η περίφημη αλλαγή νοοτροπίας που πολλοί συνιστούν ως λύση του ελληνικού προβλήματος δεν μπορεί να σημαίνει μια ριζική εκθεμελίωση όλων των χαρακτηριστικών που συγκροτούν τη συλλογική μας ταυτότητα και ιδιοπροσωπία, όπως για παράδειγμα αν το κλίμα του νότου φταίει για την μη παραγωγικότητα των χωρών του νότου η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι η αλλαγή του κλίματος.
Για να επανέλθουμε λοιπόν στην ελληνική περίπτωση, σαφώς και δεν χρειάζεται να ανακαλύψει η χώρα την Αμερική! Τα πρακτικά μέτρα είναι σαφή και γνωστά. Αυτό όμως που πρέπει να καταστεί σαφέστερο είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη, όλο και περισσότερο, απομακρύνεται από τις ιδρυτικές και καταστατικές αρχές του πολιτισμού της, αντικαθιστώντας το πνευματικό της βάθος με ψυχρά οικονομικά μεγέθη. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η οικονομική υπεροχή παίρνει τη μορφή μιας υπεροπτικής απαξίωσης της καθυστερημένης ανατολικής πλευράς της.
Οι καθυστερημένες ορθόδοξες χώρες της Ευρώπης είναι επίσης Ευρώπη –μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- και η ιδιαίτερη ιστορική τους πορεία είναι εξίσου ευρωπαϊκή ιστορία. Η στρεβλή ανάπτυξη μιας χώρας σαν την Ελλάδα οφείλεται εν πολλοίς στον στρεβλό εκδυτικισμό της που φυσικά δεν επιβλήθηκε μονομερώς ούτε ερήμην της ελληνικής κοινωνίας. Μια τέτοια παραδοχή σαφώς και δεν αθωώνει την ελληνική ραστώνη και κουτοπονηριά. Δεν δικαιολογεί την ξιππασιά του ελληνικού νεοπλουτισμού, ούτε μας γλιτώνει από την αναγκαιότητα των σκληρών και επώδυνων μέτρων, μέτρων που ωστόσο θα έπρεπε να αφορούν κυρίως το πολιτικό κατεστημένο και τους ευνοουμένους δορυφόρους του.
Ωστόσο, και η Ευρώπη δεν θα πάψει να χωλαίνει και να βρίσκεται συχνά απέναντι σε δυσερμήνευτες καταστάσεις όσο θα επιμένει να υποτιμά την ανατολική της πλευρά. Όσο θα θεωρεί ότι η ιστορία της ξεκινά με την Αναγέννηση, αγνοώντας τη χιλιόχρονη παράδοση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το πολιτισμικό πλαίσιο που αυτή δημιούργησε. Όσο θα επιμένει, η σχέση της με τις χώρες της «άλλης πλευράς» να είναι ουσιαστικά σχέσεις επιβολής με αντάλλαγμα τη βοήθεια και την οικονομική στήριξη και όχι σχέσεις αποδοχής και αμοιβαίας κατανόησης.
Σαφώς και δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Οι ωραίες θεωρητικές διακηρύξεις ελάχιστα διαμορφώνουν την πραγματική και σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής και πολιτικής ζωής. Πάντως, αποτελεί έκφραση ενός απαραίτητου ρεαλισμού η αποδοχή της διαφορετικότητας ενός τμήματος της ευρωπαϊκής ενότητας που συστηματικά αγνοείται ως κατάλοιπο μιας ιστορικής αδράνειας που απλώς πρέπει να ξεπεραστεί.
Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, αν η εμμονή σε εθνικιστικού τύπου παλικαριές υποδηλώνει απλώς τραγική άγνοια των πραγματικών δεδομένων, από την άλλη, η άνευ όρων μεταβολή μας σε πούρους βορειοευρωπαίους συνιστά επικίνδυνη ουτοπία. Το γεγονός δε ότι οι Μονές του Αγίου Όρους υπήρξαν υπόδειγμα αξιοποιήσεως των ευρωπαϊκών προγραμμάτων είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η αιτία των στρεβλώσεων του ελληνικού κράτους δεν οφείλεται στην πνευματική μας παράδοση αλλά στην αλλοίωσή της, στο βαθμό που η ιστορική αδράνεια μετεωρίζεται μεταξύ των αρνητικών στοιχείων της παράδοσης και της επιλεκτικής αποδοχής στοιχείων ενός δυτικού τύπου εξευρωπαϊσμού που ευνοούν το πολιτικό κατεστημένο.
Το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί παρά να κριθεί από τη σχέση που θα διαμορφωθεί μεταξύ του συνόλου των ευρωπαϊκών λαών, σχέση η οποία σε πνευματικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από την επανεκτίμηση τής από της εποχής του πρώιμου Διαφωτισμού αποστροφής προς το λεγόμενο Βυζάντιο. Η αναζωπύρωση του διεθνούς επιστημονικού ενδιαφέροντος είναι θετικό σημάδι προς αυτή την κατεύθυνση που φαίνεται να δικαιώνει την πρόβλεψη του Στήβεν Ράνσιμαν ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας του Βυζαντίου.
Ίσως τα προηγούμενα να φαντάζουν σαν ένα είδος νέας ιδεοληψίας, ένας στρουθοκαμηλισμός ενόψει τραγικών αδιεξόδων που δοκιμάζουν μάλιστα μέχρις αφανισμού κάθε είδους ελληνοκεντρικό ιδεολόγημα που φούσκωνε στο πρόσφατο παρελθόν την …εθνική μας υπεροψία. Η επανεκτίμηση που εδώ προτείνουμε έχει να κάνει με την ανάγκη συγκρότησης μιας πνευματικής ενότητας της Ευρώπης ή, τουλάχιστον, με την άρση μιας αντιπαλότητας. Δεν συνιστά δικαίωση ούτε του εθνικιστικού σφετερισμού μιας ιστορικής παραδόσεως, ούτε εξιδανίκευση ενός ένδοξου παρελθόντος. Πρόκειται για το προφανές αίτημα να μην εξαναγκαστεί ένα μέρος μιας Ενωμένης Ευρώπης – όσο και αν μείνει ενωμένη- να μην απωθήσει ένα μέρος του πολιτισμού του και του ψυχισμού του. Μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή η Ευρώπη θα μετατραπεί σε πολιτική και όχι απλώς νομισματική ένωση.
Όσον αφορά την μικρή Ελλάδα έχω την πεποίθηση ότι στην παρούσα κρίσιμη φάση η επανασύνδεσή μας με ζωτικές πλευρές της πνευματικής μας παράδοσης –και όχι η άνευ όρων συμμόρφωση σε έναν άκριτο εκδαν(ε)ισμό (!!!)- θα απελευθερώσει κρυμμένες δυνάμεις και θα αναδείξει και πάλι την παράδοση ως ένα όχημα εκσυγχρονισμού, όπως η υποστήριξη της «βυζαντινής» μουσικής στον 19ο αιώνα επέτρεψε να υπάρξει στον 20ο αιώνα ο Σκαλκώτας, ο Θεοδωράκης ή ο Χατζηδάκις, ενώ η γόνιμη αποδοχή του συνόλου της παραδόσεώς μας επέτρεψε την άνθηση της γενιάς του ’30.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε τέτοιες δύσκολες φάσεις, η σωτηρία δεν συνίσταται μόνο στην αντιμετώπιση ενός τεράστιου οικονομικού προβλήματος, αλλά στην διασφάλιση της αξιοπρέπειας και στην υπεράσπιση της κοινωνικής αλληλεγγύης και των αξιών που συγκροτούν έναν πολιτισμό ώστε να βρίσκεις νόημα στο ότι ανήκεις σ’ αυτόν. Στην υπεράσπιση του προσώπου μας με ό,τι αυτό σημαίνει και όχι απλώς της βιολογικής μας επιβίωσης, παρατείνοντας την ύπαρξή μας σαν ένα βάρος της γης, κυριολεκτικά, και εις βάρος μάλιστα των μελλοντικών γενεών.
Το μεγάλο μας έλλειμμα είναι ότι δεν είμαστε ικανοί να βιώσουμε, ώστε και να μεταδώσουμε στην δυτική Ευρώπη, τη βαρύτητα αυτής της παραδόσεως στην οποία θεμελιώθηκε ένας πολιτισμός που δεν κατανοεί την επιβίωση ως αυταξία, αλλά εγκολπώνεται την ιστορία μέσα από την υπέρβασή της.
Περιμένουμε πάλι από την Ευρώπη να κάνει το βήμα…
Όταν καταλάβουμε ότι έχουμε να υπερασπιστούμε έναν κόσμο –που έρχεται από το παρελθόν και μας πηγαίνει στο μέλλον- τότε θα απελευθερωθούν ανυπολόγιστες δυνάμεις.
Τότε δεν θα είναι απίθανο, στη δύσκολη κατάσταση να μας φυτρώσουν και φτερά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου