Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Η Πολιτική Θεολογία ως ιδιαίτερο επιστημονικό αντικείμενο

Γιάννης Ναστούλης

Εισαγωγή. Για μια πολιτική ιστορία της θρησκείας

Το προηγούμενο άρθρο μας «Το ιδεολογικό-πολιτικό διάβημα του Ισλάμ», ήταν μια απόπειρα να δειχθεί η στενότατη διασύνδεση πολιτικής και θεολογίας σε έναν χώρο, όπου η συνάφεια αυτή δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Με το παρόν επιχειρείται, η επαναψηλάφηση του αιτήματος για μια συστηματική πολιτική θεολογία, το οποίο πρώτος είχε εισαγάγει εν ημίν ο Παναγιώτης Κονδύλης κατά τη μετάφραση και τον εκτενή σχολιασμό του κλασικού βιβλίου του Schmitt, Πολιτική Θεολογία.

Ο Κονδύλης, σε ένα άλλο μνημειώδες έργο του, στην Κριτική της μεταφυσικής θα πει ότι μια οντολογικού τύπου πρόταση υποκρύπτει πάντοτε μια δεοντολογικού τύπου πρόταση, ώστε μιλώντας, φερ’ ειπείν, για χριστιανική ή ισλαμική οντολογία μιλούμε πρωτίστως για ορισμένη «απόφαση», για συγκεκριμένο πεδίο δικαιοδοσίας και αξίωση ισχύος και συνεπώς για ιδιαίτερη ανθρωπολογία και πολιτική. Τα δύο αυτά θεωρούμε συγκερασμό της έννοιας της «πολιτειότητας», εάν με τον όρο αυτό δεν εννοήσουμε τόσο την πολιτική με την τρέχουσα σημασία ή την πολιτειολογία όσο τον τρόπο θέσμισης και επιτέλεσης του ανθρώπινου βίου εντός «Πόλεως».

Η διαφαινόμενη σχέση πολιτικής και θεολογίας διεκδικεί να βαθύνει ακόμη περισσότερο, αν σκεφτούμε ότι το πεδίο συνάντησης η το σημείο τομής της Πολιτικής Επιστήμης και της Θεολογίας είναι η Ανθρωπολογία. Όχι μόνο στη θεματική της, αλλά και ταξινομητικά εβρισκόμενη στο μεταίχμιο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Από την άλλη, πολιτική και θεολογία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ασκούνται σε δύο επάλληλα επίπεδα ως πολιτική πράξη και ιεροπραξία και ως επιστήμες, έτσι πού ο καθέκαστα πολιτικός δρων ή ιερουργός δεν είναι και πολιτικός επιστήμων ή θεολόγος. Παρά ταύτα εντάσσεται σε ιδεολογικά συγκροτήματα, πολιτικολογεί, πολιτεύεται ή πιστεύει, θεολογεί και θρησκεύεται αντιστοίχως.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

O τόπος και η ουτοπία της αγοράς (Ένα ευρωπαϊκό όνειρο)*

Γιάννης Kιουρτσάκης
H Aθήνα έβραζε ξανά. ∆εν ήταν πια οι αλλοτινές φοιτητικές εξεγέρσεις που διεκδικούσαν «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία»· ούτε η εξέγερση του πολιορκημένου από τα τανκς Πολυτεχνείου, τον Nοέμβρη του 1973· ούτε το λαϊκό πανηγύρι το απόγευμα της 23ης Iουλίου του 1974, όταν η στρατιωτική δικτατορία είχε καταρρεύσει. Ήταν η οργή που έβγαζε τους ανθρώπους από τις τρύπες τους, ύστερα από μήνες και μήνες συμπιεσμένης απελπισίας. Eκείνο το βράδυ, η Bουλή καλούνταν να εγκρίνει το νηοστό σχέδιο «σωτηρίας» της Eλλάδας που είχε επιβάλει η «Tρόικα» (Eυρωπαϊκή Ένωση, Kεντρική Eυρωπαϊκή Tράπεζα, ∆ιεθνές Nομισματικό Tαμείο), το οποίο παζάρευε την πληρωμή μισθών και συντάξεων με αντάλλαγμα ένα ακόμα πακέτο μέτρων λιτότητας, καταδικάζοντας ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε μαζικές απολύσεις, ανεργία και εξαθλίωση.
Στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι στη Bουλή, το πλήθος πύκνωνε συνεχώς. Έβλεπες άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, κάθε κοινωνικής τάξης: μια αυθόρμητη, παράλληλη, λαϊκή Συνέλευση που κραύγαζε την αγανάκτησή της και καλούσε τους βουλευτές να ψηφίσουν «όχι» στον εκβιασμό. Στη μέση, η αστυνομία ετοιμαζόταν να ρίξει δακρυγόνα που δεν θα αργούσαν να σκάσουν.