Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Φελλόποδες

Του Μάνου Στεφανίδη*
Να συλλαμβάνεσαι, να φυλακίζεσαι, να φυγοδικείς, να φυλλορροείς από πάθος ύπαρξης και τελικά να τιμωρείσαι απ' τους μέτριους που δεν αντέχουν την υπεροχή σου

Αν δεν σας αρέσουν οι αρχές μου, έχω άλλες.
Γκάουτσο Μαρξ

Κατάθλιψη. Πώς καταπολεμάται; Ο αναμάρτητος, πρώτος τον λίθον κ.λπ. Τι φταίει; Τις πταίει; Τι συνέβη και δεν μπορούμε ν' ανεχτούμε ο ένας τον άλλον; Σε τι οφείλεται η φοβερή καχυποψία που εμφιλοχωρεί ακόμη και στις πιο άδολες, τις πιο απλές σχέσεις; Αυτές τις ώρες καλύτερα να είναι κανείς μόνος του. Να μη γίνεται βάρος στους άλλους έτσι όπως νιώθει ο ίδιος άχθος αρούρης. Ζηλεύω όσους μπορούν να είναι επαγγελματικά ευτυχείς. Ανέφελα κοιτώντας τον καθρέφτη τους. Ικανοποιημένοι. Ασχολούμενοι με τη διακίνηση του εγώ τους με ίντριγκες και έργα «κοινωνικής ευθύνης». Αποκλειστικά. Ζηλεύω, επίσης, όσους πιστεύουν στη σωτηρία, τη μετά θάνατον ζωή και όσους δηλώνουν «σωτήρες», «ήρωες», «ηγέτες» κ.ο.κ. Εγώ πάλι είμαι ο βασιλιάς της κατάθλιψής μου, ο βασιλιάς της παλίρροιας. Αποκλειστικά. Κοιτάω τον μοναδικό μου υπήκοο στον καθρέφτη και τον οικτίρω.

Γιατί να το κρύψω; Δεν συμπαθώ τους φουσκωμένους ιδιοκτήτες της μιας και μοναδικής αλήθειας. Δεν γουστάρω τους φανατικούς. Είμαι φανατικά αντίθετός τους.
Συμφωνώ με τον Μπουνιουέλ όταν λέει πως «την αλήθεια οφείλει κανείς να την εγκαταλείπει πάραυτα, όταν νομίζει ότι τη βρήκε». Και συμπληρώνω πως αλήθεια είναι εκείνη η έννοια που πάντα θα χρειάζεται μετατροπές, βελτιώσεις, επαυξήσεις μέχρι της οριστικής ανατροπής της. Και που η παροδικότης της θεραπεύεται με παροδικότητα. Αντί της αλήθειας, πάλι, προτιμώ τα ζωτικά για μένα και τη μελαγχολία μου ψεύδη της τέχνης αυτού του αινίγματος που κάθε στιγμή ψάχνει τον ορισμό του. Του οντολογικού παράδοξου που δηλώνει συνείδηση μέσα σε μια κατασκευή. Αφού σε ό,τι φιάχνουμε τεχνηέντως, εγκαθίσταται η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Σε βαθμό ώστε να απογοητεύεται, σχεδόν πάντα, όποιος συναναστρέφεται δημιουργούς και δεν αρκείται στα δημιουργήματά τους. Ανασφαλείς, ανταγωνιστικοί, νάρκισσοι, φιλοτομαριστές, αδιάφοροι για οτιδήποτε δεν υπηρετεί τον μύθο τους, συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι για λόγους «επιβίωσης», δεν αποτελούν και την καλύτερη παρέα. Πιστέψτε με.
Εκτός κι αν είσαι ο Caravaggio. Κι απέναντί σου βρίσκεται, δηλώνοντας ομότεχνος, αυτός ο γλίτσης Giovanni Baglione. Να χλευάζεις την έλλειψη ταλέντου του κι αυτός να σε μηνύει για δυσφήμηση. Τόσο κατάλαβε!
Να συλλαμβάνεσαι, να φυλακίζεσαι, να φυγοδικείς, να φυλλορροείς από πάθος ύπαρξης και τελικά να τιμωρείσαι απ' τους μέτριους που δεν αντέχουν την υπεροχή σου. Να ζωγραφίζεις το σκοτάδι σε βαθμό που να κολάζεται ο ίδιος ο εωσφόρος και το φως έτσι ώστε να καταυγάζει μόνον το έρεβος. Στις 18 Ιουλίου του 1610 ο θάνατός σου Πόρτο Έρκολε 28 Ιουλίου ανακοινώνεται στη Ρώμη. Ειρωνεία, ο Baglione θα εκφωνήσει με φωνή κόρακα τον επικήδειο θα καταστεί κι ο βιογράφος σου. Τίποτε δεν μπορεί να σε προφυλάξει απ' το ασήμαντο. Όπως πάντα.
Κατάθλιψη. Από τη χειροπιαστή γύρω μου αγένεια, την επιθετικότητα ακόμη και των παιδιών, το γλοιώδες των ενηλίκων. Τόσοι πεθαμένοι κυκλοφορούν αμέριμνοι με τα καλά τους χωρίς να γνωρίζουν πόσο νεκροί είναι. Πόζες, φιλιά, φιλάκια «να 'στε καλά», χαιρετίσματα, χειραψίες, δέρμα ψαριού στην αφή, λίγδα στο βλέμμα, όνειρα για το καλύτερο, παχυσαρκία, άποψη, ενοχλητικός, ο, όποιος, διπλανός, ξέχειλο το ξύγκι, απελπισία. Ο κοιμισμένος μπάτσος ξυπνάει αιφνιδίως μέσα τους κι αναλαμβάνει δράση. Καρφώματα, επιτήρηση, χαφιεδισμός με προοδευτικό πρόσημο, πείνα, ζήλια, βαθύτατο αίσθημα κατωτερότητας που εκρήγνυται πολλαπλασιαστικά. Ο μικροαστός (θέλει να) τα 'χει όλα. Ο ποιητής έχει τίποτε. Βρίσκει όμως το δρόμο προς το εκστατικό. Έξω κι απ' τη γλώσσα την ίδια! «Δεν εκτίμησα ποτέ την ιερόδουλη γραμματική. Δεν θα πληρώσω εγώ τα νοσήλια της σύνταξης» (Καρούζος).
«Αληθής ιστορία» του Λουκιανού. Άνθρωποι με φελλούς στα πόδια που μπορούσαν να περπατούν επί της θαλάσσης, πού τέτοια τώρα. Ο φελλός μετέστη αλλού. Ανέβηκε πιο πάνω. Κάποιοι, τέλος, πιστεύουν ότι ο Βαν Γκογκ αυτοκτόνησε για να γράψουν οι ίδιοι λυμφατικά διδακτορικά και να διδάξουν τέχνη με τον μόνο τρόπο που μπορούν: τη γραφειοκρατία. Καταιονισμός θλίψης...

ΥΓ.1: Να 'βρεχε τουλάχιστον. Να πήγαινε ο Θεός προς νερού του.
ΥΓ.2: 1947, πριν 65 χρόνια. Ο Σκαλκώτας γράφει το υπέρκομψο κοντσερτίνο του: Νεοκλασικισμός και τάξη σε μιαν καθ' όλα άτακτη εποχή. Όπως και τώρα!
ΥΓ. 3: Σαν Μαντινάδα
Στον κόσμο δεν ματάγινε
τέτοιο κουτί ρημάδι
Σύριζα ρίχνεις το πρωί
Νου Δου βγαίνει το βράδυ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου