Δημ. A. Ιωάννου
Είναι νύχτα. Μία παγερή νύχτα του Ιανουαρίου, στον Βόρειο Ατλαντικό. Ένα υπερωκεάνιο σχίζει περήφανο τα κατάμαυρα νερά. Στο κατάστρωμά του μία παρέα ιδιωτών χαριεντίζεται επιδειξιομανώς, με αποτέλεσμα ένας από αυτούς να βρεθεί στην θάλασσα. Ο πλους ανακόπτεται και μετά από πολλή και έντονη προσπάθεια μία ομάδα εθελοντών διασωστών εντοπίζει τον ακούσιο κολυμβητή, παρά το σκοτάδι, στα παγωμένα νερά και τον ανασύρει στο πλοίο. Ενώ όμως οι διασώστες περιμένουν να ακούσουν κάποιες λέξεις ευγνωμοσύνης για την πράξη τους, με τεράστια έκπληξη βρίσκονται μπροστά σε μία απρόσμενη κατάσταση. Οι φίλοι, οι οικείοι αλλά και η ίδια η μανούλα του παρ’ ολίγον ναυαγού στρέφονται εναντίον τους με βαρειές κατηγορίες: η διάσωση απέτυχε! Γιατί; Μα διότι το παλικάρι ανασύρθηκε από τα παγωμένα νερά βρεγμένο και τώρα κινδυνεύει να πεθάνει είτε από υποθερμία είτε από πνευμονία ενώ, ακόμη κι αν ζήσει, είναι πολύ πιθανόν να μειωθούν η βιολογική του ρώμη και τα πανίσχυρα ορμέμφυτά του, χαρακτηριστικά της λεβεντιάς του.
Και όμως! Εάν πιστέψουμε τους διώκτες του επικατάρατου Μνημονίου, το αναπτυξιακό θηρίο που κοιμόταν καλά κρυμμένο μέσα στα στήθια του ακάματου και φίλεργου Έλληνα παραγωγού, για τόσες δεκαετίες, τώρα, ξαφνικά, έχει ξυπνήσει! Σαν λιοντάρι που κλεισμένο στο κλουβί προσπαθεί να σπάσει τα σίδερα για να ελευθερωθεί, έτσι και η διάθεση για ανάπτυξη αφυπνίζεται και ζητάει να απαλλάξει την χώρα από την πενία και τις δοκιμασίες της και να της δώσει νέες προοπτικές και ελπίδες! Εξαίφνης, ίσως από κάποιο θαύμα που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η ελληνική οικονομία είναι πλέον έτοιμη να απογειωθεί προς την διαρκή ανάπτυξη Το μόνο που χρειάζεται είναι η απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας από τον κρατικό εναγκαλισμό, αναπτυξιακά μέτρα και σωστός προγραμματισμός εκ μέρους του κράτους, αντισταθμιστικά μέτρα χαμηλού ή μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, αλλαγή του ψυχολογικού κλίματος και διαμόρφωση θετικών προσδοκιών! Μόνο αυτά τα ολίγα, και πολύ συγκεκριμένα, θα αρκούσαν για να βγει η χώρα άμεσα από την κρίση, όπως μας διαβεβαιώνουν, επί καθημερινής βάσεως, εξέχοντες πολιτικοί, διακεκριμένοι δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου καθώς και διαπρεπείς οικονομολόγοι! Αλλά φευ. Το αντιαναπτυξιακό Μνημόνιο δεν το επιτρέπει! Οι εκπρόσωποι του ξένου Διευθυντηρίου, ή γιατί εξυπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα, ή γιατί προέρχονται από καθυστερημένες χώρες και δεν ξέρουν τι θα πει ανάπτυξη, δεν ενδίδουν, πράγμα που καθιστά επιβεβλημένη είτε την αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου (μετριοπαθής εκδοχή), είτε την παντελή απόρριψή του και την αποδέσμευσή της χώρας από αυτό (ριζοσπαστική εκδοχή).
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι απλά πως τα παραπάνω εξωφρενικά αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα άποψη. Ακόμη πιο θλιβερό και ανησυχητικό είναι ότι δεν συναντούν σχεδόν κανέναν αντίλογο, πράγμα που δεν οφείλεται στο γεγονός πως δεν υπάρχουν σοβαροί και συγκροτημένοι άνθρωποι οι οποίοι να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απίστευτης ανοησίας που τα χαρακτηρίζει, αλλά στο ότι, δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί αποφεύγουν να μιλήσουν, προφανώς γιατί φοβούνται τους γνωστούς χαρακτηρισμούς, αλλά και γιατί γνωρίζουν καλά την δύναμη απέναντι στην οποία και οι Θεοί ακόμη ηττώνται. Αυτός όμως είναι και ο ένας από τους δύο βασικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό δυναμισμό: η πνευματική της καχεξία, όπως αποκρυσταλλώνεται όχι μόνο στις κυριαρχούσες παρακρούσεις αλλά και στην θλιβερή λειτουργία και ανεπάρκεια των θεσμών. Διότι, από το 1986 τουλάχιστον, η οικονομική θεωρία έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποιοτική οικονομική ανάπτυξη, που στηρίζεται στην τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία, «δεν πέφτει από τον ουρανό».14 Αντίθετα είναι κάτι που προκύπτει μέσα από την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των θεσμών (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, και του κυριότερου θεσμού απ’ όλους-του κράτους), από την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και από την ποιότητα των ιδεών που κυκλοφορούν στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα (αφού οι αποτελεσματικές ιδέες, διαχεόμενες μέσα από λειτουργικούς θεσμούς προσφέρουν «αύξουσες αποδόσεις» για όλους, άρα και θετικές οικονομικές «εξωτερικότητες»).
Οι πολέμιοι του Μνημονίου, λοιπόν, ισχυρίζονται ότι ξαφνικά το 2010 και το 2011, η ηφαιστειακή αφύπνιση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας καταπνίγεται από τις αντιαναπτυξιακές προβλέψεις του. (Κάτι που ενδεχομένως θα ίσχυε πράγματι εάν το Μνημόνιο αφορούσε άλλη χώρα). Και προτείνουν μία πλειάδα δραστικών αλλά και πρακτικών λύσεων όπως μέτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, πρόσληψη 100.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων κλπ. Η σημαντικότερη όμως πρόταση που ακούγεται είναι η εξής: να πάψει επί τέλους το γραφειοκρατικό και αδηφάγο κράτος να πνίγει την επιχειρηματική πρωτοβουλία ώστε η χώρα να δυνηθεί να εκτοξευθεί, με θυελλώδη και ακατανίκητη πλέον ορμή, προς την ανάπτυξη. Αυτό θα επιτευχθεί όταν σε όλους τους εν δυνάμει επενδυτές, που τώρα επιθυμούν διακαώς να επενδύσουν προκειμένου να επωφεληθούν από τις τεράστιες αναπτυξιακές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα αλλά εμποδίζονται από την γραφειοκρατία, δοθεί η δυνατότητα να λαμβάνουν την σχετική άδεια μέσα σε μία ημέρα, καταβάλλοντας παράβολο πέντε (5) ευρώ. (Γιατί όλοι οι μεγάλοι και σοβαροί, ξένοι κυρίως, κεφαλαιούχοι που έλκονται ακατανίκητα από την ελληνική οικονομία και επιθυμούν να επενδύσουν στην Ελλάδα, από αυτό κυρίως αποτρέπονται: από το ότι χρειάζεται 15 ημέρες για να λάβουν την άδεια της επένδυσης και η όλη διαδικασία χρεώνεται με το υπέρογκο ποσό των 1500 ευρώ!).
Για τους ισχυρισμούς αυτούς των όψιμων λεοντιδέων της ανάπτυξης θα πρέπει να σημειώσει κανείς τα εξής:
-Το ελληνικό κράτος πράγματι είναι καταστροφέας της ανάπτυξης, εδώ και 60 χρόνια. Αυτό όμως δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εδίωκε την ιδιωτική επιχειρηματικότητα αλλά στο γεγονός ότι δημιουργούσε θερμοκηπιακές συνθήκες γι’ αυτήν, με απίστευτους προστατευτικούς μηχανισμούς και απίστευτες μορφές επιδοτήσεων (που αντί για επενδύσεις κατέληγαν συνήθως ή σε λογαριασμούς στην Ελβετία ή ως περιδέραια στους λαιμούς καλλίπυγων τραγουδιστριών). Με αυτόν τον τρόπο όμως, ουσιαστικά, δεν υπήρχε οικονομία της αγοράς στην Ελλάδα αλλά οικονομία σοβιετικού τύπου. Ο δευτερογενής, και όχι μόνο, τομέας στην πραγματικότητα έζησε για 60 χρόνια μέσα σε μία πολύ ακριβή θερμοκοιτίδα. Μία μεγάλη συνεισφορά του κράτους στην ανάπτυξη, συνεπώς, θα ήταν να άφηνε τις εταιρείες να οδηγούνται στην ρευστοποίηση όταν χρεοκοπούν και όχι να τις διατηρεί τεχνητά εν ζωή με τα χρήματα των καταθετών και των φορολογουμένων Μία ακόμη μεγαλύτερη συνεισφορά του θα ήταν να παραιτηθεί από κάθε είδους αναπτυξιακή πολιτική, έτσι τουλάχιστον όπως την εννοούν και την διεκδικούν οι -λεγόμενες- παραγωγικές τάξεις και τα πολιτικά τους φερέφωνα. Η μέγιστη, βεβαίως, θα ήταν αν καταργούσε κάθε «αναπτυξιακό» νόμο και δεν εισήγαγε ποτέ κανέναν άλλο.
-Στην Ελλάδα υπάρχουν γύρω στο ένα εκατομμύριο επιχειρήσεις, από περίπτερα έως μεγάλες βιομηχανίες-αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ. Η γραφειοκρατία δεν εμπόδισε την δημιουργία τους. Γιατί άλλωστε να γινόταν κάτι τέτοιο όταν ο χρόνος και η δαπάνη που απαιτούνται για να αδειοδοτηθεί μία επιχείρηση στην Ελλάδα είναι αντίστοιχα με εκείνα της Γερμανίας; Επίσης υπάρχει μεγάλος αριθμός περιοχών βιομηχανικής ανάπτυξης όπου είναι δυνατόν να επενδύσει κανείς χωρίς να αντιμετωπίζει την παραμικρή επιπλοκή από το Συμβούλιο Επικρατείας, φερ’ ειπείν, ή από τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η παντοειδής οικονομική δραστηριότητα ουδεμία δυσκολία αντιμετωπίζει από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού, όπως αποδεικνύουν οι τεράστιες ποσότητες μονοσθενούς χρωμίου που εμπλουτίζουν τα υδατικά αποθέματα της Αττικοβοιωτίας.15 Συνελόντι ειπείν, ακριβώς λόγω της ακατάπαυστης κρατικής αναπτυξιακής πολιτικής και όχι λόγω της ελλείψεώς της, στην Ελλάδα υπάρχει μία ακραία διόγκωση διεφθαρμένης γραφειοκρατίας καθώς και μία τρομερή δυσπλασία στην παραγωγική δομή όπου, αντί να δημιουργείται, καταστρέφεται αξία συνεχώς και αδιαλείπτως, τόσο με την μορφή κατασπατάλησης οικονομικών πόρων όσο και με την μορφή της κακοποίησης του περιβάλλοντος.
-Η ανάπτυξη δεν προκύπτει από αερολογίες. Είναι συνδυασμός της επάρκειας των κοινωνικών θεσμών και της ταχύτητας και του πλούτου των ανταλλαγών γνώσης και πληροφορίας στο εσωτερικό της κοινωνίας, ανταλλαγών που δημιουργούν το «ανθρώπινο κεφάλαιο».16 Οι αερολογούντες περί «αναπτύξεως» έχουν συμβάλλει τα πλείστα ώστε και στους δύο τομείς η Ελλάδα να μην ανήκει στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η παντελής έλλειψη Κράτους Δικαίου συνδυάζεται πλήρως με μία τραγική κατάσταση σε αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται «τρίγωνο της γνώσεως». Πλην όμως από αυτά τα δύο είναι που προκύπτει η ευημερία των σύγχρονων κοινωνιών. Ειδικά δε για το «τρίγωνο της γνώσεως» (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) η κατάσταση δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Στην έρευνα ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας συναγωνίζονται για το ποιος θα έχει τις χαμηλότερες επενδύσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους. Στην παιδεία τα πανεπιστήμια, με βάση όλους τους δείκτες, ανήκουν αντικειμενικά στον άλλοτε καλούμενο «τρίτο κόσμο», ενώ στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι διεθνείς συγκρίσεις για τις αποδόσεις των μαθητών είναι απογοητευτικές, και αυτό μάλιστα παρά το γεγονός των άφθονων χρηματικών πόρων που διατίθενται. 17 Κατόπιν όλων αυτών, επειδή η έρευνα και η εκπαίδευση συνήθως καταλήγουν στην επιστημονική πρόοδο και στην τεχνολογική (και εμπορική) καινοτομία, δεν είναι καθόλου παράξενο που η μόνη αληθινή καινοτομία που είδε το φώς τον προηγούμενο αιώνα στην ελληνική οικονομία έχει σχέση με τις διαφορετικές ποικιλίες «φούντας».
Η ανάπτυξη δεν αποφασίζεται, δεν διατάζεται και, κυρίως, δεν είναι θέμα οικονομικής συγκυρίας. Είναι προϊόν μίας ενδογενούς δυναμικής της κοινωνίας, η οποία απαιτεί ολόκληρες ιστορικές περιόδους για να επωασθεί διότι συμπεριλαμβάνει την διαμόρφωση κοινωνικών πρακτικών, νοοτροπιών και συμπεριφορών που κατατείνουν στην αξιοπιστία των θεσμών, (η οποία όμως κατοχυρώνεται και επιβεβαιώνεται μόνο σε βάθος χρόνου), καθώς και στην δημιουργία ενός πολιτισμικού και ιδεολογικού περιβάλλοντος όπου η υγιής και έντιμη επιχειρηματικότητα προστατεύεται (και τιμάται) και όπου η παραγωγή γνώσης και ιδεών καλλιεργείται και ενισχύεται προκειμένου στην συνέχεια οι εφαρμογές τους να βελτιώσουν το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας. Φυσικά και πρέπει η ελληνική κοινωνία να αρχίσει άμεσα μία πορεία προς τα εκεί. Ο ισχυρισμός όμως ότι αυτό είναι η εναλλακτική ανώδυνη και ευεργετική για όλους λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα εξ αιτίας της ταυτόχρονης χρεοκοπίας του πλέον παρασιτικού, αντιπαραγωγικού και διεφθαρμένου δημόσιου τομέα του Βόρειου ημισφαιρίου, καθώς και της πλέον τυχάρπαστης, ανερμάτιστης και καιροσκοπικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας της Ευρώπης, είναι μία μεγάλη δημαγωγική αερολογία. Η κρίση είναι αναπόφευκτη και η οδός προς την ανάπτυξη περνάει μέσα από διαδικασίες οδυνηρών ανατροπών και όχι μέσα από τους φαντασιακούς ροδώνες μίας ευημερίας που είναι δήθεν άμεσα προσβάσιμη και διαθέτει δωρεάν απόλαυση για κάθε πονεμένο.18
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον η ανάπτυξη δεν είναι άμεσα εφικτή, και για τον οποίον η ελληνική οικονομία θα είναι καταδικασμένη να πλανάται σε δύσβατες οδούς τα προσεχή έτη ώσπου να τα καταφέρει, είναι περισσότερο τεχνικός. Οι επενδυτές στην οικονομία ενεργούν αντιδρώντας σε σήματα που παίρνουν από την αγορά, η οποία μέσω των τιμών που διαμορφώνει υποδεικνύει με έμμεσο αλλά και με σαφέστατο τρόπο σε ποιους τομείς και κλάδους υπάρχει η προοπτική (του μεγαλύτερου δυνατού) κέρδους. Οι σχετικές τιμές των προϊόντων (και συνεπώς τα ποσοστά κέρδους στην παραγωγή του καθ’ ενός εξ αυτών) είναι ο κυριότερος παράγων που προσδιορίζει το ύψος των επενδύσεων και την δραστηριότητα ανά κλάδο. Όμως, όλοι οι κλάδοι και οι τομείς της οικονομίας δεν συμβάλλουν το ίδιο στην ανάπτυξη και στην ευημερία. Υπάρχουν κλάδοι που χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή παραγωγικότητα και από την δημιουργία σύνθετων αγαθών που ενσωματώνουν μεγάλες ποσότητες εργασίας και φαιάς ουσίας, όσον αφορά την σύλληψη της ιδέας τους και τον σχεδιασμό τους, αλλά υπάρχουν και κλάδοι που δεν έχουν μεγάλη παραγωγικότητα και τα προϊόντα τους είναι χαμηλής αξίας, με την έννοια ότι εύκολα μπορεί να παραχθούν σε οποιαδήποτε χώρα. Για παράδειγμα, ένα προϊόν όπως το iPad δεν προϋποθέτει μόνο μία εταιρεία που έχει υψηλή δημιουργικότητα και παραγωγικότητα στον τομέα των υπολογιστών αλλά και, πίσω από αυτήν, ένα ολόκληρο κοινωνικό δίκτυο παραγωγής γνώσης και τεχνολογικών εφαρμογών της που δεν υπάρχει σε πολλές χώρες. Αντίθετα, ένα άλλο προϊόν όπως η καθαριότητα ενός οικιακού χώρου δεν απαιτεί ιδιαίτερα προχωρημένη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και γι’ αυτό σε οιοδήποτε σημείο του κόσμου μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει εύκολα τις σχετικές υπηρεσίες.
Τι επιπτώσεις όμως μπορεί να έχει στις αναπτυξιακές ροπές μίας οικονομίας το γεγονός ότι οι σχετικές τιμές μεταξύ των δύο αυτών ομάδων προϊόντων είναι τέτοιες ώστε οι μεγαλύτερες προοπτικές κέρδους να προσφέρονται στον τομέα που παράγει απλά αγαθά με διαδικασίες χαμηλής παραγωγικότητας; Προφανώς πολύ αρνητικές, διότι η μακροχρόνια και σταθερή ανάπτυξη απαιτεί κυρίως επενδύσεις στους τομείς υψηλής παραγωγικότητας, η λειτουργία των οποίων καθώς και τα προϊόντα που παράγουν ενσωματώνουν όλο και περισσότερο ιδέες, δηλαδή έρευνα και γνώση. Οι ιδέες, με την μορφή της γνώσης, είναι το μόνο στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας οι ποσότητες του οποίου δεν είναι πεπερασμένες και εξαντλήσιμες αλλά και η μοναδική παραγωγική εισροή της οποίας η αυξανόμενη χρήση δεν έχει φθίνουσες, αλλά αντίθετα αύξουσες, αποδόσεις κλίμακος. Σε μία οικονομία που η δομή των σχετικών τιμών ωθεί το κεφάλαιο να επενδυθεί στον λιγότερο παραγωγικό τομέα δεν θα υπάρχει κανένα ουσιαστικό κίνητρο για αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων, μιας και οι επενδύσεις με υψηλές αποδόσεις δεν βρίσκονται εκεί. Παρεπόμενη συνέπεια λοιπόν είναι πως η διαδικασία δημιουργίας και διάδοσης γνώσης, εφ’ όσον δεν αποτελεί προτεραιότητα και κεντρική ανάγκη της παραγωγικής διαδικασίας, υποβαθμίζεται, ατονεί και παρακμάζει (με αρνητικά αποτελέσματα μεσο-μακροχρόνια όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην ίδια την κοινωνική συνοχή και στην ποιότητα ζωής).
Η Ελλάδα, σήμερα, είναι η χώρα που περισσότερο κάθε άλλης βρίσκεται στην συγκεκριμένη θέση και κατάσταση, και δυστυχώς δεν μπορεί να ξεφύγει πλέον από εκεί. Αιτία είναι η άφρων απόφαση για την συμμετοχή της στην ΟΝΕ αλλά και η ακόμη πιο άφρων οικονομική πολιτική της περιόδου 1999-2009 που την κατέστησε χώρα με ακραία υπερτιμημένο καθεστώς πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών στις εξωτερικές της συναλλαγές. Αυτό διότι η σχέση μεταξύ των δύο ομάδων αγαθών, δηλαδή εκείνων που δεν ενσωματώνουν υψηλά επίπεδα γνώσης στην διαδικασία παραγωγής τους και ως εκ τούτου έχουν ασθενείς αναπτυξιακές επιδράσεις μακροχρόνια (τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα») και εκείνων που αντιθέτως, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, παράγονται με διαδικασίες που πρέπει συνεχώς να ενσωματώνουν τις προόδους της τεχνολογίας και της επιστήμης για να παραμείνουν ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά (τα «διεθνώς εμπορεύσιμα»), καθορίζεται από το επίπεδο της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος της κάθε χώρας. Θεωρώντας ότι επίπεδο ισορροπίας της εξωτερικής αξίας ενός νομίσματος είναι εκείνο στο οποίο το εμπορικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, μία ανατίμηση της ισοτιμίας ωθεί προς την δημιουργία ελλείμματος, ενώ μία υποτίμηση προς την δημιουργία πλεονάσματος. Η ανατίμηση καθιστά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» σχετικά πιο φτηνά (από τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα») και αυτό έχει ένα διπλό αποτέλεσμα: αφ’ ενός η ζήτησή τους αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας, αφ’ ετέρου όμως η παραγωγή τους εκεί τείνει να μειωθεί διότι η χαμηλότερη σχετική τιμή τους περιορίζει και τις αποδόσεις τους για τους παραγωγούς. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης και της μειωμένης εσωτερικής παραγωγής είναι, υπό κανονικές συνθήκες, δημιουργία ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο (και αναλόγων ροπών στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών). Η υποτίμηση του νομίσματος λειτουργεί αντίστροφα: οι σχετικές τιμές μεταβάλλονται προς την αντίθετη κατεύθυνση καθιστώντας πιο ακριβά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα». Αυτό περιορίζει την ζήτησή τους στο εσωτερικό της χώρας αλλά αυξάνει την ροπή για παραγωγή τους διότι προσφέρουν πλέον υψηλότερες αποδόσεις. Εάν συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι η υποτίμηση του νομίσματος τα καθιστά φθηνότερα στην διεθνή αγορά, άρα και πιο ανταγωνιστικά, είναι προφανές γιατί δημιουργείται ώθηση προς την δημιουργία εξωτερικού πλεονάσματος. Μόνο που υπό το καθεστώς της ΟΝΕ, που ισοδυναμεί με ένα σύστημα ανέκκλητα σταθερών ισοτιμιών για τα μέλη της, δεν υπάρχει δυνατότητα ονομαστικής υποτίμησης.
Στις δεδομένες συνθήκες όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει κατανοητό το πως επιδρά η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που προσπαθεί να τονώσει το επίπεδο του εισοδήματος και να ανασχέσει την κάμψη της οικονομίας. (Σε ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών η δημοσιονομική πολιτική θεωρείται ως το καταλληλότερο μέσον για την ενίσχυση του επιπέδου του εισοδήματος, στην κατωφερή φάση του οικονομικού κύκλου, ενώ η νομισματική πολιτική δεν είναι αποτελεσματική, ή απλά δεν υφίσταται σε εθνικό επίπεδο, όπως συμβαίνει στην ΟΝΕ). Η αύξηση της ζήτησης που δημιουργείται τείνει να αυξήσει τις τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» στο εσωτερικό της χώρας, όχι όμως αναγκαστικά και τις τιμές των «διεθνώς εμπορευσίμων»: εάν πρόκειται για μία «μικρή ανοικτή οικονομία», όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση της εκ μέρους της ζήτησης για την κατηγορία εκείνη των προϊόντων που είναι αντικείμενο διεθνών συναλλαγών είναι ανεπαίσθητη, έως μηδενική, στο συνολικό επίπεδο της παγκόσμιας ζήτησης, και ουδόλως αυξάνει τις τιμές τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στο εσωτερικό της «μικρής ανοικτής οικονομίας» ενώ αυξάνει τις απόλυτες τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» αγαθών, που η τιμή τους προσδιορίζεται σε κάθε χώρα ξεχωριστά ανάλογα με τις ιδιαίτερες εσωτερικές της συνθήκες, δεν μπορεί να αυξήσει τις απόλυτες τιμές των «διεθνώς εμπορευσίμων», που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεπώς, η αλλαγή των σχετικών τιμών προς όφελος των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» οδηγεί την δημοσιονομική πολιτική να λειτουργεί ως μία οιονεί ανατίμηση του νομίσματος. Εάν πρόκειται για μία χώρα με διογκωμένο τομέα παραγωγής «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» και με υψηλή ροπή για εισαγωγές, (όπως η Ελλάδα), το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής επέκτασης αντί να είναι αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, καταλήγει να είναι μείωσή τους και αύξηση του εμπορικού ελλείμματος. Εξ ίσου άσχημα, ή ακόμη χειρότερα, είναι όμως τα πράγματα εάν ιδωθούν όχι από βραχυχρόνια «κυκλική» οπτική, αλλά από μακροχρόνια «αναπτυξιακή»: η σταθεροποίηση ενός συστήματος σχετικών τιμών που περιορίζει αντικειμενικά την κερδοφορία του μη-προστατευόμενου αλλά παραγωγικού τομέα, υπονομεύει σοβαρά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Για να πετύχει τους στόχους της, κατά συνέπεια, η αντι-κυκλική οικονομική πολιτική, σε μία «μικρή ανοικτή οικονομία», παράλληλα με την δημοσιονομική επέκταση απαιτείται τουλάχιστον και μία εφ άπαξ υποτίμηση του νομίσματος, κάτι που στις συνθήκες του συστήματος Bretton Woods ήταν οριακά και υπό προϋποθέσεις εφικτό (σε συνθήκες μεγάλης κρίσης), πλην όμως στις συνθήκες της ΟΝΕ είναι παντελώς αδύνατο.
Με την εισδοχή της στην ΟΝΕ και την πορεία της εν μέσω αυτής η Ελλάδα διέπραξε μία σειρά σοβαρών λαθών. Το πρώτο, και μεγαλύτερο, ήταν πως η συμμετοχή της στην ζώνη του ευρώ σήμαινε την υιοθέτηση μίας νομισματικής μονάδας η οποία όχι μόνο ήταν υπερτιμημένη εξ αντικειμένου, εφ’ όσον η Ελλάδα με βάση την «κλειδωμένη» ισοτιμία δραχμής-ευρώ παρουσίαζε ήδη εξ αρχής σοβαρό έλλειμμα των εξωτερικών ισοζυγίων της (το 2000 ήταν -9,5 το εμπορικό και -11,2 των τρεχουσών συναλλαγών) αλλά και η οποία την ανάγκαζε να εσωτερικεύσει ανέκκλητα σχετικές τιμές μεταξύ των «διεθνώς εμπορευσίμων» και «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» που δεν ανταποκρινόντουσαν στο επίπεδο παραγωγικότητας της δικής της οικονομίας αλλά στο υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της λοιπής ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα τούτου εμπεδώθηκε η υψηλή ζήτηση για κατανάλωση «διεθνώς εμπορευσίμων» αλλά και η χαμηλή ροπή για εγχώρια παραγωγή τους, εφ’ όσον δεν προσέφεραν αξιόλογα περιθώρια κέρδους. Απεναντίας τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» έχοντας καταστεί πιο ακριβά είχαν γίνει ταυτόχρονα και πιο αποδοτικά, έλκοντας την παραγωγική δραστηριότητα προς την κατεύθυνσή τους. Το στοιχείο αυτό, όμως, δεν θα αρκούσε από μόνο του για να δημιουργήσει πρόβλημα και η μετακίνηση παραγωγικών πόρων προς τα εκεί θα είχε σύντομα ατονήσει διότι, εκτός της προσφοράς, σημασία έχει και η ζήτηση η οποία με δεδομένη την υψηλή σχετική τιμή των προϊόντων του κλάδου θα έτεινε να μειωθεί. Εδώ όμως ήρθε το δεύτερο σοβαρό λάθος οικονομικής πολιτικής: ενώ ο περιορισμός των δομικών δυσκολιών που δημιουργούσε στην ελληνική οικονομία η συμμετοχή στην ΟΝΕ ήταν εν μέρει εφικτός με μία συγκρατημένη δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική (ελληνιστί: λιτότητα), εκείνο που συνέβη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Με μία ακραία ανεύθυνη -αλλά και κακόβουλη καθ’ ότι εν πολλοίς κρυφή- προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό τροφοδοτήθηκε μία σειρά τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων που υπερθέρμαναν την ελληνική οικονομία εκτοξεύοντας την ζήτηση και για «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» στα ύψη, δημιουργώντας μία απίστευτη «φούσκα» στους κλάδους του εμπορίου, της οικοδομής και των υπηρεσιών, ενώ την ίδια στιγμή το εμπορικό ισοζύγιο κατέρρεε. Παράλληλα, ο ιδιωτικός τομέας ακολουθούσε μία αντίστοιχη πορεία υπερχρέωσης, εφ’ όσον η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ήταν ιδιαίτερα επεκτατική για την ελληνική οικονομική συγκυρία λόγω των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων στο μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου, χωρίς όμως να υπάρξει προσπάθεια από την πλευρά των κυβερνήσεων και της Τράπεζας της Ελλάδας να ελεγχθεί η πιστωτική επέκταση.
Τα δύο αυτά στοιχεία, η δημοσιονομική και πιστωτική «χαλαρότητα», με την υπερβάλλουσα ζήτηση που δημιούργησαν ανέτρεψαν και την τελευταία ελπίδα για κάποια ισορροπία στην ελληνική οικονομία που θα ήταν δυνατόν να προκύψει από το γεγονός ότι οι υψηλές σχετικές τιμές για τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» θα μπορούσαν να περιορίσουν την ζήτησή τους και συνεπώς και τον αντιαναπτυξιακό προσανατολισμό των παραγωγικών συντελεστών προς τον κλάδο τους. Όμως αυτό το ενδεχόμενο εκμηδενίσθηκε από την πλημμύρα κρατικής δαπάνης και πιστωτικής επέκτασης που τα κατέστησαν περιζήτητα. Και σαν κορωνίδα όλων αυτών, φυσικά, ήρθε και η εισοδηματική πολιτική για να δώσει την χαριστική βολή σε κάθε αναπτυξιακή ροπή: προσπαθώντας να συλλάβει τον πληθωρισμό που δημιουργούσε η εκρηκτική άνοδος των τιμών στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» παραχωρούσε συνεχώς αυξήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τόσο την βελτίωση της παραγωγικότητας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», όσο και τις αντίστοιχες αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων στις υπόλοιπες χώρες της ΟΝΕ. Αποτέλεσμα ήταν η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία, ας υπενθυμισθεί, δεν χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους δυναμισμό που θα μπορούσε μέσα από την έρευνα και την τεχνολογία να προωθεί αυτόνομα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, ανεξαρτήτως της τιμής του παραγωγικού συντελεστή εργασία.
Κατόπιν όλων αυτών η χώρα κατέληξε στην γνωστή οιονεί χρεοκοπία της, η οποία απεσβέσθη, ή αναβλήθηκε, μόνο χάρις στην εξωτερική συνδρομή και στην εφαρμογή του (επικατάρατου για κάποιους) Μνημονίου. Εκείνο πάντως που δεν γίνεται κατανοητό από την κυριαρχούσα δημοκοπική αντίληψη (περί «ύφεσης» και «ανάπτυξης») είναι το εξής απλό: η έξοδος από την παρούσα κατάσταση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί όσο συνεχίζει να υπάρχει η ίδια δομή σχετικών τιμών στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. Σε μία χώρα που γνωρίζει κάμψη του ΑΕΠ κατά 5%, και που υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες νεόδμητα ακίνητα απούλητα, είναι παράλογο ένα διαμέρισμα, για παράδειγμα, στο Αιγάλεω να στοιχίζει περίπου όσο ένα ίδιου εμβαδού στο κέντρο του Βερολίνου. Όπως επίσης είναι παράλογο σε μία οικονομία που βρίσκεται σε χρεοκοπία να συνεχίζουν να υπάρχουν περισσότερα εμπορικά καταστήματα ανά κάτοικο απ’ ότι σε οιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Αυτά είναι καταστάσεις που προέρχονται από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν της αλόγιστης κρατικο-ελλειμματικής και πιστωτικής διόγκωσης της κατανάλωσης, η οποία επέτρεπε την υψηλή, και απολύτως αντιαναπτυξιακή, προσοδοφορία στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» μέσω των υψηλών σχετικών και απόλυτων τιμών τους που δημιουργούσαν. Για να επανέλθει όμως η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης οι παραγωγικοί πόροι θα πρέπει να μεταφερθούν από τις χρήσεις της χαμηλής στις χρήσεις της υψηλής παραγωγικότητας και οι τομείς των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» να ισορροπήσουν εκ νέου σε ένα άλλο επίπεδο, με τελείως διαφορετικές αναλογίες, σε μία νέα σύνθεση του προϊόντος της εθνικής οικονομίας. Μόνο που αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει ούτε αυτόματα, ούτε ανώδυνα. Απαιτείται, δυστυχώς, εκείνη η διαδικασία με την οποία η οικονομία της αγοράς προχωράει μπροστά και αναπτύσσεται, δηλαδή μία μορφή της διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής», και αυτό σημαίνει ότι η αυριανή ανάπτυξη στηρίζεται μοιραία στην σημερινή δυσπραγία και πτώχευση όλων εκείνων που δεν είναι σε θέση πλέον να ικανοποιήσουν τις διαφοροποιούμενες και διαφοροποιημένες ανάγκες της οικονομίας.19
Η αλλαγή της δομής των σχετικών τιμών περιλαμβάνει και την τιμή ενός πολύ σημαντικού, αλλά και ευαίσθητου, παραγωγικού συντελεστή οι εξελίξεις του οποίου επηρεάζουν όχι μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική: της εργασίας. Η προσαρμογή της τιμής της στα επίπεδα που υπαγορεύει η οικονομική πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε εφικτή ή εύκολη από κοινωνικο-πολιτική άποψη, αποτελεί, όμως, την πιο σημαντική από τις παραμέτρους που θεωρούνται αναγκαίες (χωρίς βεβαίως να είναι και ικανή από μόνη της) για την δημιουργία συνθηκών αναπτυξιακής δυναμικής, κάτι που συναρτάται και με τους δύο τομείς της οικονομίας, και εκείνον των «εμπορευσίμων» και εκείνον των «μη-εμπορευσίμων». Για τον πρώτο τομέα ο λόγος είναι προφανής: εάν η εργασία αμείβεται περισσότερο από την παραγωγικότητά της το αποτέλεσμα είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, και εκεί μπορεί να βρει κανείς μία από τις δύο βασικές αιτίες της κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1999-2008. (Από την άλλη πλευρά, πάλι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ένας από τους βασικούς λόγους στους οποίους αποδίδεται η, εν μέσω βαθειάς κρίσης, σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών στην παρούσα περίοδο είναι οι αλλαγές που έλαβαν χώρα πρόσφατα στην αγορά εργασίας καθιστώντας την πιο «ευέλικτη»). Για τον δεύτερο τομέα, αυτόν των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων», η τιμή της εργασίας έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Δεδομένου ότι οι παραγωγική διαδικασία εκεί είναι περισσότερο «εντάσεως εργασίας», αλλά και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κριτήριο διεθνούς ανταγωνιστικότητας (αλλά μόνο εγχώριας) η τιμή της εργασίας καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την συνολική τιμή των προϊόντων του τομέα (από την πλευρά της προσφοράς) και κατά συνέπεια και το απόλυτο όπως και το σχετικό επίπεδο τιμών (δηλαδή τον πληθωρισμό). Εάν αυτή η πίεση στο επίπεδο τιμών από την πλευρά της προσφοράς συμπληρώνεται και από ισχυρή -ή υπερβάλλουσα- έλξη από την πλευρά της ζήτησης, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα στην περίοδο 1999-2008, αποτέλεσμα είναι ένας ενδημικός πληθωρισμός, δηλαδή ένα επίπεδο τιμών που δεν ευνοεί την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εφ’ όσον, πέραν όλων των άλλων, τα προϊόντα του τομέα των «μη-εμπορευσίμων» είναι σε μεγάλο βαθμό εισροές για την παραγωγή των προϊόντων στον τομέα των «εμπορευσίμων». Με πιο απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι η θεωρούμενη ως φιλολαϊκή πρακτική της αύξησης των μισθών και ημερομισθίων με πολιτικά κριτήρια, ερήμην των δεδομένων της οικονομικής πραγματικότητας, μεσο-μακροπρόθεσμα καταλήγει εις βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα στην Ελλάδα όπου την «γενναιοδωρία» (δηλαδή πολιτική ανευθυνότητα) ως προς την παροχή αυξήσεων της προηγούμενης περιόδου, ακολούθησε, απολύτως φυσιολογικά, η σημερινή υψηλή ανεργία, η μείωση των μέσων αποδοχών και οι ζοφερές προοπτικές για το μέλλον.
Στον αντίποδα της ελληνικής βρίσκεται η περίπτωση της Γερμανίας. Είναι γνωστό ότι από το 1995 η χώρα αυτή εφάρμοσε μία περιοριστική εισοδηματική πολιτική σύμφωνα με την οποία οι αυξήσεις στους μισθούς και τα ημερομίσθια είτε ακολουθούσαν αυστηρά την παραγωγικότητα του κλάδου τους ή ακόμη και υπολείπονταν από αυτήν. Αποτέλεσμα ήταν η γνωστή εκτόξευση της ανταγωνιστικότητας των («διεθνώς εμπορευσίμων») γερμανικών προϊόντων και το δεύτερο «γερμανικό οικονομικό θαύμα».20 Εκείνο όμως που είναι σημαντικότερο, χωρίς να έχει γίνει ιδιαίτερα εμφανές και γνωστό, είναι το γεγονός πως αυτή η πορεία στηρίχθηκε σε ένα πολύ χαμηλό απόλυτο επίπεδο εσωτερικών τιμών, και φυσικά στον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, εξ αιτίας της επιδράσεως που η περιοριστική πολιτική είχε στις τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων». Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς ότι ακόμη και σήμερα η γερμανική οικονομία, που βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, έχει πολύ χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού από τις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι αυτές διέρχονται περίοδο κάμψης ή ύφεσης. Δεν πρόκειται όμως μόνο για τον πληθωρισμό. Η διατήρηση του επιπέδου των τιμών των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» σε χαμηλά απόλυτα επίπεδα στην Γερμανία, (σε ορισμένους κλάδους χαμηλότερα και από την Ελλάδα) βρίσκεται στην πραγματικότητα στην βάση ενός «ενάρετου κύκλου» της γερμανικής οικονομίας, αφού είναι αυτή που επέτρεψε την χωρίς ιδιαίτερους κοινωνικο-πολιτικούς κραδασμούς, συγκράτηση των μισθολογικών δαπανών και στους τομείς των «διεθνώς εμπορευσίμων», εφ’ όσον η αγοραστική δύναμη των μισθών στο εσωτερικό της χώρας παρέμενε ισχυρή.21
Η γερμανική περίπτωση αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα «εσωτερικής υποτίμησης». Η εξωτερική υποτίμηση είναι βέβαια πιο εύκολη, πιο γρήγορη και πολύ περισσότερο αποτελεσματική. Η Γερμανία όμως, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της ενοποίησής της, δεν είχε περιθώρια για κάτι τέτοιο εφ’ όσον ήταν μέλος μίας νομισματικής ένωσης. Επεχείρησε λοιπόν, και πέτυχε, το δυσκολότερο και πιο σύνθετο εγχείρημα της «εσωτερικής υποτίμησης», καταφέρνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό να εξαγάγει τις υφεσιακές πιέσεις και την ανεργία της στους υπόλοιπους εταίρους της ΟΝΕ-κυρίως στους πέντε PIIGS, αλλά όχι μόνο.22 Η πορεία που ακολούθησε η Ελλάδα από την στιγμή της εισόδου της στην ΟΝΕ ήταν η ακριβώς αντίθετη. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εσωτερική ανατίμηση» και είχε ως αποτέλεσμα να εισαγάγει αυτή σταδιακά, και να υποστεί, πιθανόν για μία μακρά ιστορική περίοδο, την κάμψη στην ανάπτυξη, την ανεργία και την κοινωνική δυσπραγία και αποσύνθεση που άλλοι, πιο νουνεχείς, εταίροι «εξήγαγαν» μέσω μίας περισσότερο σώφρονος οικονομικής πολιτικής. Τώρα πλέον η «εσωτερική υποτίμηση», που θα διορθώσει αναγκαστικά τα ημαρτημένα του παρελθόντος στην Ελλάδα είναι και αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη. Αναπόφευκτη διότι ακόμη και αν δεν υλοποιηθεί ως προϊόν της οικονομικής πολιτικής, θα επέλθει ως προϊόν χρεοκοπίας. Αναγκαία διότι, εφ’ όσον η χώρα διέπραξε το τραγικό σφάλμα να συμμετάσχει στην ΟΝΕ, τώρα είναι αναγκασμένη να παραμείνει σε αυτήν, Η αποχώρησή της στις παρούσες συνθήκες τεχνικής χρεοκοπίας θα είχε διαστάσεις εθνικής τραγωδίας. Θα είναι εφικτή μόνο σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον, και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως θα έχει πλήρως ανατάξει την οικονομία της. Αυτό όμως σημαίνει ότι παραμένοντας στην ΟΝΕ, η μόνη δυνατότητα διεξόδου που διαθέτει από την σημερινή της καθίζηση είναι η αναδιάρθρωση του συστήματος των σχετικών τιμών στο εσωτερικό της, κάτι που δεν απαιτείται μόνο για τις ομάδες προϊόντων αλλά και για τους παραγωγικούς συντελεστές. Και δυστυχώς, όσον αφορά το κεφάλαιο, την επιχειρηματικότητα και την έγγεια ιδιοκτησία κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί, παρά μόνο μέσα από έντονες αναταράξεις, δηλαδή από την εκκαθάριση των μη βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων (με πτωχεύσεις και ρευστοποιήσεις). Όσον αφορά την εργασία μπορεί να συμβεί είτε με ομαλό και επιτυχή τρόπο (κατά το παράδειγμα της Γερμανίας) εάν γίνει κατανοητή η αναγκαιότητά της, είτε ως παραπροϊόν της συνολικής πτώχευσης που θα προκαλέσουν οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι λεγόμενοι «ταξικοί αγώνες», στην περίπτωση που η κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζει να ζει σε συνθήκες πλαναισθησίας.
Η επίκληση της «ανάπτυξης» ως λύσης στην σημερινή βαθειά κρίση της ελληνικής οικονομίας στερείται, συνεπώς, κάθε λογικής θεμελίωσης δεδομένου ότι η ανάπτυξη αντί να αποτελεί μέσον άμεσης εξόδου από την κρίση είναι στην πραγματικότητα το επιζητούμενο και ευκταίο αποτέλεσμά της, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η κρίση μετά την αναπόφευκτη, αλλά και απαραίτητη, καταστροφική της φάση θα ολοκληρώσει την πορεία της δημιουργικά, διαμορφώνοντας τις νέες εκείνες ισορροπίες οι οποίες απαιτούνται για να τροφοδοτηθεί αναπτυξιακή δυναμική. Ως εκ τούτου η στάση όσων απέναντι σε κάθε συγκεκριμένη, επώδυνη, αλλά και αναγκαία, κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή, αντιτάσσουν την δημαγωγικά εύκολη κενολογία μίας για τους πάντες επωφελούς και εύκολης ανάπτυξης, είναι επιβλαβής καθ’ ότι επιβραδυντική, υπονομευτική και αποπροσανατολιστική της όλης προσπάθειας. Η ανάπτυξη δεν σαλπίζεται από κάποιον οικονομικό ή και πολιτικό στρατάρχη, δεν αποφασίζεται από το κράτος και δεν επιτυγχάνεται με την νεκρανάσταση πρακτικών και νοοτροπιών που οδήγησαν σε μία από τις πλέον επαίσχυντες χρεοκοπίες διεθνώς. Οι προϋποθέσεις της μπορεί να δημιουργηθούν μόνο εφ’ όσον ολοκληρωθεί ομαλά η αλλαγή της δομής των σχετικών τιμών στην ελληνική οικονομία (μέσω και της «εσωτερικής υποτίμησης») και εφ’ όσον πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αλλαγές ώστε οι θεσμικές λειτουργίες, (συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης), μαζί με την ανάδειξη μίας νέας επιχειρηματικότητας, να διαμορφώσουν συνθήκες «ενδογενούς» δυναμικής και να προωθήσουν μετασχηματισμούς προς μία μορφή παραγωγικής μεγέθυνσης η οποία θα δημιουργεί περισσότερη κοινωνική αξία απ’ ότι θα καταναλώνει-και, συνεπώς, περισσότερη ευημερία και ποιότητα ζωής. (Το αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβαινε τα εξήντα τελευταία χρόνια όπου οι άφθονοι πόροι που τέθηκαν στην διάθεση της ελληνικής οικονομίας, εξ αιτίας διάφορων ευνοϊκών συγκυριών, κατασπαταλήθηκαν σε μία ατέρμονη διαδικασία πολιτικής διανομής τους, κυρίως ως λεία της εκάστοτε δεσπόζουσας κοινωνικο-πολιτικής ομάδας). Το επικατάρατο Μνημόνιο ίσως να μην είναι το απαύγασμα της οικονομολογικής σοφίας, πλην όμως βρίσκεται σε σωστή γενικά κατεύθυνση επιχειρώντας, υπό εξαιρετικά δυσμενείς όρους, να διευκολύνει αυτή την διαδικασία ανατροπής και ανασύνθεσης που χρειάζεται επειγόντως η ελληνική οικονομία. Εάν το όλο εγχείρημα αποτύχει δεν θα ευθύνονται φυσικά οι προβλέψεις του αλλά όσοι, ένθεν και ένθεν, θεωρούν ότι μπορείς να πέσεις στην θάλασσα χωρίς να βραχείς.
Κοινωνιολογικό επίμετρο.
Τα πράγματα πάνω στο υπερωκεάνιο δεν πάνε πολύ καλά. Η πρόσκρουση στο παγωμένο νερό από ψηλά και η παραμονή του για πολλή ώρα μέσα σε αυτό έχουν φέρει το παλικάρι σε άσχημη κατάσταση. Το κρυοπάγημα στο ένα του πόδι εξελίσσεται σε γάγγραινα δημιουργώντας θανάσιμο κίνδυνο για την ζωή του, και ο γιατρός του πλοίου αναγκάζεται να το ακρωτηριάσει. Αυτή είναι μία σωτήρια ενέργεια που τελικά σώζει την ζωή του λεβέντη, αλλά μετά τους ναυαγοσώστες ούτε και για τον γιατρό θα περισσέψει λίγο ευγνωμοσύνη: οι κατάρες της μανούλας θα πέσουν και πάνω σε αυτόν, γιατί θεωρεί ότι με δολιότητα και μοχθηρία σακάτεψε τον λεβέντη της, πού τον ζήλευε βαθειά για όλα όσα τον καθιστούσαν ξεχωριστό.
Στην ιστορία του υπερωκεάνιου όμως έχουμε δύο οπτικές γωνίες και δύο «κατά σύμβασιν» αλήθειες. Πρώτη από αυτές είναι εκείνη της μανούλας του αλαφροΐσκιωτου παλικαριού και όλων των ακολούθων του. ¨Όταν πια βρίσκονται στο λιμάνι είναι βαθειά πεπεισμένοι ότι αυτό που συνέβη ήταν μία αδίστακτη συνωμοσία εις βάρος του λεβέντη τους. Κάποιοι τον μάτιασαν, ή κάτι ανάλογο, για να πέσει στην παγωμένη θάλασσα και μετά, δήθεν ψυχόπονα, να τον ανασύρουν βρεγμένο, παγωμένο και με σκισμένο το καλό του πουκάμισο για να τον παραδώσουν σε κατάσταση υποθερμίας στον αδίστακτο δήμιο που τον κατακρεούργησε, ώστε να μην κινδυνεύουν πλέον από το κάλλος του και την γοητεία του αυτοί, οι ύπουλοι και φθονεροί αντεραστές του, ή τέλος πάντων, οι πάσης φύσεως ανταγωνιστές του σε όποιον κλάδο θα επιθυμούσε να πρωταγωνιστήσει και να λάμψει.
Δεύτερη ερμηνεία, σε διαφορετική κατεύθυνση, είναι εκείνη των υπόλοιπων επιβατών και του πληρώματος του πλοίου. Αισθάνονται βαθειά λύπη όχι μόνο για την σωματική αλλά και για την πνευματική αναπηρία του δυστυχούς, που περπατούσε στην κουπαστή γιατί νόμιζε ότι θα εντυπωσιάσει τις νεαρές, που έβριζε τους ναυαγοσώστες που τον μάζεψαν από την θάλασσα, που ορκιζόταν να εκδικηθεί τον γιατρό που του έσωσε την ζωή. Λυπούνται γιατί σκέπτονται ότι με την έλλειψη ψυχικής ευστάθειας που χαρακτηρίζει τόσο τον ίδιο όσο και εκείνους που τον περιτριγυρίζουν το πιθανότερο είναι πως η συμφορά που τον βρήκε δεν θα είναι η τελευταία.
Ανάλογες είναι και οι δύο απόψεις που υπάρχουν για την παρούσα κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Μια πλειοψηφούσα μερίδα των Ελλήνων βλέπει τα πράγματα κάπως σαν την μανούλα του παλικαριού. Σκοτεινές ξένες δυνάμεις που έχουν εξυφάνει σατανικά σχέδια οδήγησαν την Ελλάδα σε χρεοκοπία, μετατρέποντάς την έτσι σε πειραματόζωο για την επιβολή μίας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων στην οποία θα κυριαρχούν ολοκληρωτικά, συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες που ελέγχουν το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η επιβολή του Μνημονίου ισοδυναμεί με ξένη κατοχή και έχει ως σκοπό να οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση και στην υπανάπτυξη ώστε τα ξένα μονοπώλια να μπορέσουν να εξαγοράσουν έναντι πινακίου φακής το πολύτιμο παραγωγικό της δυναμικό και να την μετατρέψουν σε μία υποτελή χώρα-δορυφόρο, ανάλογη των αποικιών του 19ου αιώνα. Η υπερχρέωση της χώρας οφείλεται στην αδίστακτη λεηλασία της από τους πολιτικούς που εξαπατούσαν επί δεκαετίες τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο λαό. Πλην όμως, δεν είναι όλα χαμένα. Η σωτηρία θα έρθει από την δυναμική εκείνη πολιτική στάση που θα επιβάλει στους ξένους την αναθεώρηση του Μνημονίου και θα προωθήσει πολιτικές εξόδου από την ύφεση οι οποίες θα δρομολογήσουν δυναμικά την ανάπτυξη, κυρίως με μέτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, με τον εκμηδενισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος εντός εξαμήνου και με άμεση εφαρμογή καθ’ άπασαν την επκράτειαν του κανόνος «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και ασθενής». Ή, πάλι, θα έρθει από την πλήρη απόρριψη του Μνημονίου, την κήρυξη στάσης πληρωμών, την έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ και την επιβολή μίας πολιτικής για αυτοδύναμη ανάπτυξη με πρώτο μέτρο την πρόσληψη 800.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων για να εξαλειφθεί παντελώς η ανεργία, δεύτερο την επανακρατικοποίηση της Ολυμπιακής και τρίτο την κατάργηση του εισιτηρίου στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας.
Την δεύτερη άποψη για την ελληνική κρίση, η οποία είναι ανάλογη εκείνης της πλειοψηφίας των επιβατών και του πληρώματος του πλοίου, την υιοθετεί μία μικρή μειοψηφία εντός των ελληνικών συνόρων, και σύμπασα η ανθρωπότητα έξω από αυτά.23 Η εν λόγω άποψη θεωρεί πως την αποκλειστική ευθύνη για την χρεοκοπία φέρει η ίδια η ελληνική κοινωνία γιατί όχι μόνο κανείς ξένος δεν την πίεσε ή την ανάγκασε να δανεισθεί ανεξέλεγκτα, αλλά αντιθέτως οι ξένοι την καλούσαν επί σταθεράς βάσεως και μονότονα, για δεκαετίες ολόκληρες, να διορθώσει τα δημόσια οικονομικά της, πράγμα που αυτή απέφευγε επιμελώς μετερχόμενη χιλιάδες κουτοπόνηρα στρατηγήματα για να τους παραπλανήσει. Θεωρεί επίσης πως ο ισχυρισμός ότι υπεύθυνοι για την χρεοκοπία δεν είναι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή ο ελληνικός λαός αλλά μόνο ο πολιτικός κόσμος, είναι ένας τελείως υποκριτικός ισχυρισμός διότι από το 1974 και μετά κανείς -μα κανείς- στην Ελλάδα δεν αυτοχρίσθηκε πρωθυπουργός, υπουργός ή βουλευτής, αλλά άπαντες εξελέγησαν (και -συνήθως- επανεξελέγησαν) μέσω εκλογών στις οποίες μάλιστα συμμετείχαν αποκλειστικά οι ενήλικες. Μεσουράνησαν δε και διακρίθηκαν μόνο όσοι έπεισαν πως είναι σε θέση να δρομολογήσουν με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία ένα καλύτερο μέλλον για τον ελληνικό λαό, χωρίς αυτός να καταπονηθεί και να κοπιάσει ιδιαίτερα. Αντίθετα οι ελάχιστοι εκείνοι μυστήριοι τύποι που θέλησαν να κρούσουν κάποιο κώδωνα κινδύνου, ή να υπενθυμίσουν το, στιγματισμένο ως νεοφιλελεύθερο και γι’ αυτό απορριπτέο, ρητό πως «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα», ως επί το πλείστον εξαφανίσθηκαν τάχιστα από το πολιτικό στερέωμα, χωρίς να ξανακούσει ποτέ κανείς γι’ αυτούς.
Και σαν ποια από τις δύο διαμετρικά αντίθετες αυτές απόψεις, άραγε, να είναι η σωστή; Στην περίπτωση του λεβέντη και της μανούλας του αυτό μπορεί να συναχθεί με έμμεσο τρόπο: ο καθένας καταλαβαίνει ότι εάν δεν συμφιλιωθούν, το συντομότερο δυνατόν, με τους κανόνες της λογικής, της φυσικής και της κοινωνικής συμβίωσης, το πιθανότερο είναι πως δεν θα πάνε πολύ μακριά και αυτό που ξεκίνησε σαν κωμωδία και συνεχίσθηκε σαν δράμα θα τελειώσει σαν τραγωδία. Ακριβώς ίδια είναι και η περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας: εάν δεν συνέλθει ταχέως από την τεράστια πλαναισθησία και εάν δεν απολακτίσει την φενακιστική φρεναπάτη πως οι κανόνες της οικονομίας (και της αριθμητικής) ισχύουν για όλους τους άλλους αλλά όχι γι’ αυτήν, η καταστροφή την παραμονεύει. Για να λογικευθεί, όμως, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την βασική αλήθεια την οποία προσπαθεί να απωθήσει με ψυχικούς αυτοματισμούς που προσιδιάζουν μόνο στην προ-εφηβική ηλικία, την αλήθεια, δηλαδή, ότι για την κρίση δεν ευθύνονται οι ξένοι, οι ιουδαιο-προτεστάντες, οι χρυσοκάνθαροι της ολιγαρχίας ή κάποιοι ανάξιοι πολιτικοί. Ευθύνεται πλήρως η ίδια η κοινωνία, και τα άτομα που την συνθέτουν, γιατί λειτουργούν και σκέπτονται με έναν αρχαϊκό και αγελαίο τρόπο, με την νοοτροπία του απελεύθερου και του ετερόφωτου. Και αν δεν αλλάξουν, η συλλογική τους πορεία θα παραμείνει καθοδική.
Ο ψυχικός μηχανισμός εκβολής από την συλλογική συνείδηση της ενοχής για την ευθύνη της κρίσης, μαρτυρείται από την σχεδόν ψυχωτική εμμονή και πίστη ότι η παρούσα χρεοκοπία είναι αποτέλεσμα του απλού γεγονότος ότι οι «πολιτικοί έκλεψαν». Πράγμα φυσικά που δεν είναι ψέμα διότι όπως όλοι γνωρίζουμε έκλεψαν και οι μέν, έκλεψαν -ακόμη περισσότερα- και οι δε. Πλην όμως η πεποίθηση πως αυτό αρκεί για να ερμηνεύσει την διάλυση της χώρας είναι παντελώς λανθασμένη διότι προσκρούει στα αντικειμενικά δεδομένα. Με όποιους υπολογισμούς και αν προσπαθήσει κανείς να συλλάβει το μέγεθος της διασπάθισης και της λεηλασίας του «πολιτικού χρήματος» την τελευταία τριακονταετία, δεν είναι σε θέση να φθάσει σε ένα αριθμό που ξεπερνάει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά για να διευκολυνθεί ο συλλογισμός αυτός ας πούμε ότι είναι 20 ή ακόμη και 30 δισεκατομμύρια. Ίσως δε και 40, για να μην κάνουμε τσιγγουνιές. Και πάλι το εν λόγω ποσό δεν λέει τίποτα. Το δημόσιο χρωστάει 340 δισεκατομμύρια ευρώ, που μπορεί να είναι και 400, ενώ το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος της χώρας φθάνει τα 450 δισεκατομμύρια, και αν τα είχαν κλέψει κάποιοι δεν θα υπήρχε στον κόσμο τράπεζα για να τα κρύψουν. (Θα τους ξέραμε άλλωστε γιατί θα ήταν διεθνώς γνωστοί: με τόσα λεφτά θα είχαν προσλάβει τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς και την Πάρις Χίλτον για να τους σφουγγαρίζουν τις σκάλες).
Ο ισχυρισμός ότι ένα τόσο μεγάλο ποσό «εκλάπη» από τόσο λίγους είναι μία τερατολογία, που προσπαθεί να συσκοτίσει ένα πολύ πιο σύνθετο, και ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό, φαινόμενο Διότι η πραγματικότητα είναι πως στην ψιμυθιωμένη αλλά δυσμορφική κοινωνία μας μία πλειοψηφική ομάδα του πληθυσμού λειτουργούσε και λειτουργεί με βάση μία προ-νεωτερική αντίληψη «τιμαριωτικής» προσόδου, η οποία δεν έχει κοινά σημεία με την κυριαρχούσα στον υπόλοιπο κόσμο αντίληψη για την κεφαλαιοκρατική οικονομία της αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν την τελευταία, η συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή κοινωνικού προϊόντος καθορίζει και την διανομή του, με την έννοια πως όποιος δημιουργεί νέο πλούτο λαμβάνει και το μερίδιο που του αναλογεί. Αντίθετα, η ελληνική κοινή συνείδηση πιστεύει βαθειά, (και όχι εντελώς αβάσιμα εφ’ όσον η πίστη αυτοεπιβεβαιώνεται και καθίσταται κοινωνική πραγματικότητα) ότι ο διαθέσιμος όγκος του κοινωνικού προϊόντος είναι διαχρονικά στάσιμος και η νομή του ορίζεται κυρίως με κριτήριο την πρόσβαση ενός εκάστου στην πολιτική εξουσία. Επίσης, με το ίδιο πνεύμα, θεωρεί ότι το κοινωνικό άτομο δεν έχει υποχρεώσεις ως παραγωγός, αλλά μόνο δικαιώματα ως καταναλωτής, πράγμα που αντανακλά την μετεξέλιξη ενός τρόπου σκέψης που υπήρξε χαρακτηριστικός του ύστερου οθωμανισμού. Όταν λοιπόν η εισδοχή στην ΟΝΕ, που δεν ήταν και η πλέον σοφή οικονομική και πολιτική πράξη, κατέστρεψε όλες τις τεχνικές και οικονομικές δικλείδες ασφαλείας που υπήρχαν στο παρελθόν για την ελληνική οικονομία, η συγκεκριμένη πλειοψηφική νοοτροπία, με εργαλείο της τους πολιτικούς μηχανισμούς, οδήγησε τα πράγματα πέραν των ορίων αντοχής του συστήματος, με τελικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα την χρεοκοπία.
Στο νέο-τιμαριωτικό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υπήρχε μία πυραμίδα όπου οι κομματικοί μηχανισμοί (όχι αναγκαστικά οι πολιτικοί ηγέτες, από τους οποίους κάποιοι απλώς ύπνωτταν- αλλά οι κομματικοί μηχανισμοί) είχαν τον ρυθμιστικό ρόλο στην νομή του προϊόντος, το οποίο προερχόταν από την απομύζηση της παραγωγικής μειοψηφίας του ελληνικού λαού αλλά κυρίως, μετά το 1999, από το άφθονο δανεικό χρήμα.24 Κατερχόμενος κανείς την πυραμίδα θα συναντούσε στο μέσον την επιχειρηματική πολιτική πελατεία που απολάμβανε της κρατικο-κομματικής («αναπτυξιακής» βεβαίως) γενναιοδωρίας, με διάφορους τρόπους που είναι λίγο ή πολύ γνωστοί, ενώ στην βάση της πυραμίδας βρισκόταν ο τιμημένος ιδιώτης ψηφοφόρος ο οποίος διοριζόταν κατόπιν ενεργειών του πολιτευτή του σε μία υπηρεσία που δεν είχε αντικείμενο αλλά το επόμενο έτος λάμβανε αύξηση και επίδομα παραγωγικότητας. Έτσι οικοδομήσαμε την κοινωνία που έχει τους πλουσιότερους μηχανοδηγούς τραίνων της Ευρώπης αλλά τις λιγότερες και τις χειρότερες σιδηροδρομικές γραμμές, τους περισσότερους φαρμακοποιούς και γιατρούς ανά κάτοικο, αλλά την χειρότερη περίθαλψη, τους περισσότερους καθηγητές ανά μαθητή αλλά την χειρότερη εκπαίδευση κλπ. Η αντιπαραγωγική πλειοψηφική ομάδα του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου τμήματος της λεγόμενης «επιχειρηματικής τάξης», στηρίζοντας το κομματικό σύστημα για να κάνει ακριβώς αυτό που έκανε, και όχι κάτι άλλο, αρτύζονταν από το κράτος, πράγμα που θεωρούσε ως κατακτημένο δικαίωμα το οποίο ούτε και σήμερα δέχεται να απεμπολήσει. Με την συγκεκριμένη αυτή στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας φθάσαμε αισίως στην χρεοκοπία, και ο ισχυρισμός ότι υπεύθυνοι είναι κάποιοι πολιτικοί είναι φαιδρός διότι οι πολιτικοί δεν ήταν παρά οι απλοί εκτελεστές – μερικοί βέβαια και με το αζημίωτο- των επιταγών και της βούλησης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Είναι ίσως εντυπωσιακό το γεγονός ότι, σε αντίθεση με όσα διακινούνται στον χώρο των φτηνών εντυπώσεων και των μεγάλων λόγων, η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη μεταξύ των 15 της ΕΕ που στην διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, είδε τις εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό της να μειώνονται με τον ταχύτερο ρυθμό. Πιο εντυπωσιακό ακόμη είναι το γεγονός ότι οι άλλες χώρες της ΕΕ των 15 που παρουσιάζουν το ίδιο χαρακτηριστικό είναι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, Ακόμη πιο εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ των 15 που στην ίδια περίοδο είδαν τις εισοδηματικές ανισότητες των πολιτών τους να αυξάνονται περισσότερο ήταν η Γερμανία, η Φιλανδία και η Δανία.25 Πρόκειται για ένα γεγονός που δεν χρειάζεται να σχολιασθεί, το οποίο όμως πρέπει να υποβάλει την σκέψη ότι ίσως «φιλολαϊκό» δεν είναι πάντοτε αυτό που είναι κραυγαλέο και εύκολο, καθώς και ότι έντιμος πολίτης και καλός Έλληνας πατριώτης είναι εκείνος που προβάλλει δυσάρεστες αλήθειες και ζητάει δύσκολες επιλογές, και όχι ο «πραγματιστής» που αραδιάζει σαχλαμάρες γιατί «αυτά θέλει ο κόσμος». Στην συγκεκριμένη στιγμή οι κλαυθμυρισμοί, οι οιμωγές και οι επαναστατικές δημηγορίες εναντίον των ξένων που απομυζούν τον άμοιρο ελληνικό λαό είναι ό,τι περίπου οι κατάρες της μανούλας του ωραίου νέου για τους ναυαγοσώστες. Όμως όποιος συλλογάται λίγο πιο λογικά αντιλαμβάνεται ότι, δυστυχώς, η μόνη σωτηρία της χώρας βρίσκεται στην πιστή και ευπειθή εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου (την οποία φυσικά έως σήμερα δεν έχουμε δει), και στην συμμόρφωση με τις επιταγές των ισχυρών εταίρων. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να μας γλυτώσει από την αναδιάρθρωση του χρέους, (που θα είναι κάτι σαν τον ακρωτηριασμό του νέου), αλλά θα μας σώσει από την καταστροφή, υπό την απαράβατη όμως προϋπόθεση πως θα καταφέρουμε εντός τριετίας να περιαγάγουμε το χρέος σε κατάσταση ευσταθούς μεν, φθίνουσας δε, πορείας, δεδομένου ότι μετά την αναδιάρθρωση δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλα δανεικά. Σαφώς πρόκειται για σκηνικό διόλου ευχάριστο, αφού δεν συνάδει με την φαντασιακή εικόνα που η χώρα έχει δημιουργήσει στο Υπερ-εγώ της για τον εαυτό της. Εν τούτοις είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας, διότι σε αντίθεση με τον ναυαγό που, τουλάχιστον, τον ανέσυραν οι ναυαγοσώστες σώο και τους έβρισε μετά, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μέσα στο νερό και παλεύει με τα κύματα σε έναν αμφίβολο αγώνα. Σε αντίθεση, επίσης, με τον αλαφροΐσκιωτο νέο που αν χανόταν θα τον έκλαιγε τουλάχιστον η μανούλα του, την Ελλάδα εάν βυθισθεί για πάντα στον βυθό ίσως να μην την κλάψει κανείς, αλλά να ορμήσουν όλοι για να διαμοιράσουν τα υπάρχοντά της, πολλοί δε και με ήσυχη την συνείδησή τους διότι θα σκέπτονται ότι οι ίδιοι τουλάχιστον προσπάθησαν να την βοηθήσουν αλλά αυτή δεν είχε τις πνευματικές δυνάμεις που χρειαζόταν για να σωθεί.
Είναι νύχτα. Μία παγερή νύχτα του Ιανουαρίου, στον Βόρειο Ατλαντικό. Ένα υπερωκεάνιο σχίζει περήφανο τα κατάμαυρα νερά. Στο κατάστρωμά του μία παρέα ιδιωτών χαριεντίζεται επιδειξιομανώς, με αποτέλεσμα ένας από αυτούς να βρεθεί στην θάλασσα. Ο πλους ανακόπτεται και μετά από πολλή και έντονη προσπάθεια μία ομάδα εθελοντών διασωστών εντοπίζει τον ακούσιο κολυμβητή, παρά το σκοτάδι, στα παγωμένα νερά και τον ανασύρει στο πλοίο. Ενώ όμως οι διασώστες περιμένουν να ακούσουν κάποιες λέξεις ευγνωμοσύνης για την πράξη τους, με τεράστια έκπληξη βρίσκονται μπροστά σε μία απρόσμενη κατάσταση. Οι φίλοι, οι οικείοι αλλά και η ίδια η μανούλα του παρ’ ολίγον ναυαγού στρέφονται εναντίον τους με βαρειές κατηγορίες: η διάσωση απέτυχε! Γιατί; Μα διότι το παλικάρι ανασύρθηκε από τα παγωμένα νερά βρεγμένο και τώρα κινδυνεύει να πεθάνει είτε από υποθερμία είτε από πνευμονία ενώ, ακόμη κι αν ζήσει, είναι πολύ πιθανόν να μειωθούν η βιολογική του ρώμη και τα πανίσχυρα ορμέμφυτά του, χαρακτηριστικά της λεβεντιάς του.
Μερικοί μάλιστα από τους οικείους προχωρούν ακόμη μακρύτερα και μιλούν ευθέως για συνωμοσία των ναυαγοσωστών: η ζήλια τους για την ομορφιά και την γοητεία του πανώριου λεβέντη, που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των ατθίδων, τους οδήγησε να προσμένουν με φθόνο πότε θα βρεθεί στα παγωμένα νερά για να τον ανασύρουν βρεγμένο και παγωμένο και έτσι να τον καταστρέψουν Ίσως ακόμη και το γεγονός ότι το παλικάρι πήγε και βούτηξε μόνο του στα νερά, να μην είναι και αυτό τόσο τυχαίο όσο φαίνεται, ή αποτέλεσμα της βλακείας του, όπως τεχνηέντως θέλουν να το παρουσιάσουν κάποιοι αυταπόδεικτα εξωνημένοι αναλυτές της κατάστασης. Προφανώς υπήρξε βασκανία, η κάποια άλλη δόλια μεθόδευση των υποχθόνιων δυνάμεων. Οι αρές και οι βλαστήμιες των συγγενών και των οικείων του παλικαριού, πάντως, είναι τόσο δυνατές ώστε μερικοί από τους διασώστες αρχίζουν και αυτοί να σκέφτονται πως ίσως η πρόταση που ακούγεται από τους πιο ριζοσπαστικούς οικείους και φίλους του λεβέντη να είναι και η πιο σωστή: ο έκπαγλου κάλλους και ηράκλειας ρώμης, νέος πρέπει να ξαναπέσει στα νερά και, χωρίς πλέον την βοήθεια της σωστικής λέμβου των πανούργων καιροσκόπων, να ανέβει μόνος του στο κατάστρωμα του πλοίου. Στεγνός, ευσταλής και υγιέστατος, βεβαίως, την φορά αυτή!
Μήπως η πιο πάνω ιστοριούλα προέρχεται από κάποιο ανέκδοτο κωμειδύλλιο του Μπόστ, ή από κάποια άγνωστη ταινία των Monτy Python ή των Marx Brohters; Δυστυχώς όχι. Αντί να αποτελεί μία μυθοπλασία που προήλθε από έναν ευφάνταστο και φιλοπαίγμονα νου είναι, φευ, απλά και μόνο μία ακριβής μεταφορά σε όρους «παραβολικής αφήγησης» των όσων λαμβάνουν χώρα στην σημερινή Ελλάδα του «Μνημονίου». Όπου έχουμε μία χώρα η οποία, χωρίς να την υποχρεώσει και χωρίς να την παραπλανήσει κανείς, πήγε και χρεοκόπησε μόνη της, αποκλειστικά λόγω της συλλογικής, και συνολικής, ευήθειας που την χαρακτηρίζει. Και η οποία αντί μετά από αυτό να συνειδητοποιήσει, τουλάχιστον την τραγική φαιδρότητα της «ιδιοπροσωπίας» της και να συμμορφωθεί, ενηλικούμενη, μήπως και διασωθεί, συνεχίζει στην ίδια υπερβατική πλαναισθησία θεωρώντας ως υπεύθυνους των προβλημάτων που προέκυψαν από την χρεοκοπία της κάποιους «τοκογλύφους» (που όμως την δάνειζαν μέχρι πριν από δύο χρόνια με αρνητικά πραγματικά επιτόκια!), καθώς και όλους τους προαιώνιους αλλά και σύγχρονους εχθρούς και επιβουλείς της, που βυσσοδόμησαν για να την γονατίσουν οικονομικά, ώστε να καμφθεί επί τέλους και το αδάμαστο φρόνημά της.
Και όχι μόνο αυτό. Έχουμε, επίσης μία χώρα η οποία, αντί να ευγνωμονεί εκείνους που επενέβησαν για να την διασώσουν ώστε να μην ξαναζήσει όσα της είχαν συμβεί τον χειμώνα του 1941-1942, και να μαζεύουν από τους δρόμους με ιππήλατα όσους πέθαναν από την πείνα και την εξάντληση –γιατί αυτό θα συνέβαινε εάν η «τεχνική» χρεοκοπία της αφηνόταν να γίνει και πραγματική- αντιθέτως τους καθυβρίζει για το γεγονός ότι με τα χρήματά τους απέτρεψαν την πτώχευση και την καταστροφή της. Επιπλέον δε, ακριβώς όπως και το θαλασσοδαρμένο παλικάρι του Ατλαντικού που θεωρεί ως αιτία των δεινών του τους ναυαγοσώστες που το ανέσυραν με δόλια αβελτηρία από την θάλασσα-και βράχηκε- έτσι και η περί ης ο λόγος χώρα αντιμετωπίζει ως κορύφωση της επάρατης εις βάρος της συνωμοσίας τα όσα σχεδιάζονται και την αφορούν. Ενώ δηλαδή οι, δυστυχείς, «διασώστες» της αναζητούν τρόπους να απομειώσουν και το χρέος της, (το οποίο η ίδια ούτως ή άλλως δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει ούτε στον αιώνα τον άπαντα), θυσιάζοντας προς τούτο ένα σημαντικό ποσό από τις αποταμιεύσεις που οι πολίτες τους, τα συνταξιοδοτικά τους ταμεία, οι ασφαλιστικές τους εταιρείες και οι τράπεζές τους, αφελώς βεβαίως ποιούντες, της είχαν δανείσει στο παρελθόν, αυτή με στεντόρεια φωνή δεν παύει να τους καταγγέλλει ότι έχουν το θράσος να ζητούν και από την ίδια να προσπαθήσει να μειώσει κατά το δυνατόν το χρέος της, με την μέθοδο που μειώνονται τα χρέη όλες τις εποχές, σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης: με συγκράτηση των δαπανών και με ρευστοποίηση μέρους της (μη-βέλτιστα, άλλωστε, αξιοποιούμενης), περιουσίας.
Και βέβαια, για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης της χώρας αυτής, η σημερινή δυσπραγία της οικονομίας της δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην βάρβαρη επέμβαση των ξένων δυνάμεων που προκειμένου να επιτύχουν τον μόνιμο στόχο τους, δηλαδή να την εξανδραποδίσουν οικονομικά, άδραξαν την ευκαιρία μίας ασήμαντης, μικρής, σχεδόν ανεπαίσθητης (τεχνικής) χρεοκοπίας της και της επέβαλαν «ύφεση» και «ξένη κατοχή» με την ύπουλη μορφή του «Μνημονίου». Διότι φυσικά, σύμφωνα με τον κυρίαρχο συλλογικό τρόπο σκέψης, που μάλλον είναι το γνωστό αρχετυπικό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, τίποτε στον κόσμο δεν είναι μη αντιστρέψιμο: το γεγονός ότι ο λύκος καταβρόχθισε την επιπόλαια μικρούλα και την γιαγιά της (κάτι αντίστοιχο μίας χρεοκοπίας δηλαδή), δεν επέφερε και κάποια φοβερή καταστροφή: μόλις ο καλός κυνηγός-διασώστης άνοιξε την κοιλιά του θηρίου, οι δύο αγαθές γυναίκες ξεπετάχτηκαν από μέσα τρομαγμένες μεν αλλά ολοζώντανες, προσβλέποντας μάλιστα σε ένα καλύτερο μέλλον χωρίς την απειλή πλέον του αιμοβόρου αρπακτικού. Το ίδιο ακριβώς πιστεύει ότι θα έπρεπε να συμβεί και στην περίπτωση της εθνικής μας οικονομίας, η λαϊκή σοφία (όρος που περιλαμβάνει όχι μόνο τον «απλό νου» αλλά και σπουδαίους δημοσιογράφους, εξέχοντες πολιτικούς, διακεκριμένους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους της εποχής μας, το ΕΒΕΑ και τον πρόεδρό του κλπ): αφού τα έφερε η τύχη μας να χρεοκοπήσουμε λιγάκι, η μόνη εκ μέρους των φίλων μας ανιδιοτελής πράξη θα ήταν να μας επαναφέρουν εκεί που βρισκόμασταν πριν, για να συνεχίσουμε βεβαίως, σοφότεροι πλέον, να ζούμε όπως και πρώτα, αν όχι και καλύτερα. Εμείς λοιπόν περιμέναμε αυτά που δικαιούμασταν, δηλαδή ανάπτυξη και ευημερία. Και αντί αυτών, αντί δηλαδή να πράξουν το χρέος τους οι ύπουλοι παρέκγονοι του ιουδαιο-προτεσταντισμού, οι αρπακτικές ύαινες της διεθνούς κερδοσκοπίας και τα κοράκια του χρηματιστικού κεφαλαίου, προτίμησαν να βυθίσουν την χώρα, και τον υπερήφανο και αδούλωτο λαό της, στην εξαθλίωση, δένοντάς τον χειροπόδαρα με τις αλυσίδες του Μνημονίου, που την σπρώχνουν όλο και βαθύτερα στην λιτότητα και την εμποδίζουν να προχωρήσει προς την ανάπτυξη!
Όλα τα (εξωφρενικά) παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτά που διακινούνται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σήμερα, και συζητούνται μεταξύ των πολιτών, σε πλατείες και καφενεία της Ελλάδας. Φυσικά όμως, για όσους θα ήθελαν να επικοινωνούν λίγο καλύτερα με την εξωτερική πραγματικότητα, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Η χώρα και κινδυνεύει και πάσχει, αλλά όχι φυσικά εξ αιτίας του Μνημονίου, εξ αιτίας του σχεδιαζόμενου ευρωπαϊκού μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων ή εξ αιτίας της βέβαιης, στο εγγύς μέλλον, αναδιάρθρωσης των οφειλών της. Αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μίας καταστροφικής κρίσης που θα ήταν συνέπεια της χρεοκοπίας και πτώχευσής της -το φάσμα των οποίων εξακολουθεί να την απειλεί άμεσα και τις οποίες φυσικά δεν μπορούν να αποτρέψουν ούτε η παράνοια, ούτε η άγνοια, ούτε η στρεψοδικία που κυριαρχούν- καθαρά με δική της ευθύνη.
Η παρέμβαση της τριμερούς (ελληνιστί: τρόικα, γεν. -ς, πληθ. -ες) αποτρέποντας την επερχόμενη κατάρρευση και μεταλλάσσοντάς την σε μία πολύ μικρότερης εμβέλειας κάμψη της οικονομίας, ουσιαστικά διέσωσε -έστω και προσωρινά- την Ελλάδα από μία πτώχευση που επειδή θα ήταν πρωτοφανής ως προς τα χαρακτηριστικά της, το πιθανότερο ήταν πως θα οδηγούσε σε μία ασύλληπτη εθνική τραγωδία. Θα ήταν η μοναδική περίπτωση που μετά από μία στάση πληρωμών, μία χώρα θα βρισκότανε σε συνθήκες πτώχευσης χωρίς ουσιαστικά να διαθέτει νόμισμα και δυνατότητα να ασκήσει δημοσιονομική, νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Και τούτο διότι θα ήταν η πρώτη περίπτωση στην ιστορία όπου θα χρεοκοπούσε μία εθνική οικονομία, μέλος νομισματικής ένωσης της οποίας η νομισματική μονάδα δεν έχει αντίκρισμα σε χρυσό, αλλά είναι λογιστικό χρήμα (fiat currency). Σε όλες τις χρεοκοπίες-αναδιαρθρώσεις χρέους που συνέβησαν μετά την κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods, οι εθνικές οικονομίας που επλήγησαν -όπως το Μεξικό, η Ρωσία, αλλά ακόμη και η Αργεντινή- δεν ήταν μέλη νομισματικής ένωσης αλλά είχαν το δικό τους εθνικό νόμισμα, μέσα από την διαχείριση του οποίου επιχείρησαν, και εν πολλοίς κατάφεραν μεσοπρόθεσμα, να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προέκυψαν από την διατάραξη των οικονομικών λειτουργιών που συνεπάγεται μία στάση εξωτερικών πληρωμών. Στην περίπτωση μίας βίαιης χρεοκοπίας της Ελλάδας, αντιθέτως, η χώρα θα βρισκόταν αυτομάτως και εξ αντικειμένου εκτός του ευρώ, εφ’ όσον δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει περαιτέρω νομισματική ρευστότητα για να συνεχίσει να συναλλάσσεται σε αυτό. Η εσπευσμένη εισαγωγή όμως ενός εθνικού νομίσματος -της δραχμής- δεν θα είχε αποτέλεσμα, διότι όλες οι αποτιμήσεις, επάνω στις οποίες στηρίζεται η ελληνική οικονομία, θα εξακολουθούσαν να είναι σε ευρώ και η εκτίμηση του όγκου της απαιτούμενης νομισματικής κυκλοφορίας των δραχμών για να μετατραπούν αυτόματα, και ταυτόχρονα ομαλά, οι αξίες στον νέο δραχμικό παρονομαστή, θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Το ευρώ θα εξαφανιζόταν από τις τράπεζες, μόλις το κοινό πειθόταν για την επικείμενη παύση πληρωμών, (καθιστώντας την έτσι και αναπόφευκτη) με αποτέλεσμα την κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος και του συστήματος πληρωμών. Ακολουθώντας δε τον ακατανίκητο νόμο του Gresham σύμφωνα με τον οποίον πάντοτε το κακό νόμισμα διώχνει το καλό, θα εξαφανιζόταν και από τις συναλλαγές στο αναγκαστικό μεταβατικό διάστημα συνύπαρξης των δύο νομισμάτων, εκμηδενίζοντας εν ριπή οφθαλμού την όποια ισοτιμία θα είχε διοικητικά προσδιορισθεί για την νέα δραχμή. Το αποτέλεσμα θα ήταν μία ασύλληπτη συρρίκνωση της αξίας της συνολικής νομισματικής κυκλοφορίας και μοιραία ένας δραχμικός υπερπληθωρισμός κατοχικού τύπου που θα κατέστρεφε την δυνατότητα ανταλλαγών σε σταθερή βάση, με αποτέλεσμα η κοινωνία να επιστρέψει, για ένα αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, στον κατοχικό αντιπραγματισμό όπου έδινες λάδι για να πάρεις ύφασμα, γιατί αυτές ήταν οι μόνες σταθερές αξίες που δεν διαβρώνονταν ώρα με την ώρα από τον πληθωρισμό, δηλαδή από την αναξιοπιστία της νομισματικής κυκλοφορίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η μείωση του ΑΕΠ δεν θα ήταν της τάξεως του 5% αλλά του 50%, ή και περισσότερο. Δεδομένου δε ότι η Ελλάδα δεν παράγει το σύνολο των τροφίμων που καταναλώνει, ενώ παράγει ελάχιστα από τα ζωτικά είδη που είναι απαραίτητα για την επιβίωση των πολιτών της, μπορεί να συνειδητοποιήσει κανείς εύκολα τι θα σήμαινε η αδυναμία της και να παραγάγει και να εισαγάγει για όλους αυτούς που χρειάζονται, για παράδειγμα, φάρμακα για τον διαβήτη τους, βηματοδότες για την καρδιά τους, ή πετρέλαιο για την θέρμανση του σπιτιού τους. Και δεν απαιτείται βέβαια πολλή σκέψη για το πως και πόσο θα επηρεαζόταν η κοινωνική συνοχή, αλλά και η εθνική ασφάλεια, από μία παρόμοια κατάσταση.
Αντί λοιπόν αυτής της αδιανόητου μεγέθους καταστροφής, σήμερα, χάρις στην εξωτερική παρέμβαση και συνδρομή, έχουμε μία μείωση του ΑΕΠ μόνο κατά 5% (την οποία εντελώς λανθασμένα ονομάζουμε «ύφεση»), και ένα τρόπο ζωής που είναι δύσκολος μεν για τις συνήθειες που είχαμε αφρόνως αποκτήσει, υποφερτός δε εάν συγκριθεί με την εναλλακτική περίπτωση που είναι η επιστροφή στον χειμώνα του 1941-1942. Επιπροσθέτως δε, εάν καταφέρουμε να αντιληφθούμε τι πραγματικά συμβαίνει ώστε να λογικευθούμε, επιτρέποντας στους ναυαγοσώστες να μας οδηγήσουν σε μία ελεγχόμενη χρεοκοπία-αναδιάρθρωση του χρέους μας, μόλις οι διεθνείς συνθήκες το επιτρέψουν, θα έχουμε οριστικά σωθεί από αυτόν τον εφιαλτικό κίνδυνο ο οποίος σήμερα δεν έχει πάψει ακόμη να μας απειλεί.
Αντί αυτού όμως, συμπεριφερόμενοι ακριβώς όπως ο αλαφροΐσκιωτος βρεγμένος λεβέντης του υπερωκεάνιου και οι παρατρεχάμενοί του που βρίζουν τους ναυαγοσώστες, έτσι και εμείς κατηγορούμε τους σωτήρες μας ως αίτιους των δεινών για τα οποία είμαστε οι ίδιοι αποκλειστικά υπεύθυνοι. Αυτό μάλιστα γίνεται τόσο στο επίπεδο των απλοϊκών ανθρώπων όσο και στο επίπεδο (της συντριπτικής πλειοψηφίας) των «οργανικών διανοούμενων». Το παράδοξο δε με αυτούς τους τελευταίους δεν είναι πως οι περισσότεροι μιλούν με σπουδαιοφανές ύφος για πράγματα που δεν γνωρίζουν περισσότερο από την ετυμολογία της γλώσσας των μανδαρίνων, αλλά το ότι διαγωνίζονται στο άθλημα της συκοφάντησης και της δαιμονοποίησης της Ευρώπης, την οποία μόλις προ ολίγων ετών, εντελώς άκριτα και πάλι, η πλειοψηφία τουλάχιστον από αυτούς δοξολογούσε ακατάσχετα, παθαίνοντας οργασμιακούς σπασμούς στο άκουσμα και μόνο λέξεων όπως Βρυξέλλες, ΕΕ, διαρθρωτικά κονδύλια, σύγκλιση κλπ. Η ΕΕ φυσικά δεν είναι ούτε η Γη της Επαγγελίας όπως πίστευαν οι αφελείς θεράποντες της θρησκείας του «Μεγάλου Ευρωπαίου», ούτε ο λάκκος των λεόντων που 400 εκατομμύρια ψυχών συνωμότησαν για να δημιουργήσουν μόνο και μόνο προκειμένου να παγιδεύσουν εκεί την γη της φαιδράς πορτοκαλέας. Είναι χώρος συσχετισμού δυνάμεων αλλά και δυνατοτήτων συνεργασίας, κινδύνων αλλά και ευκαιριών (τις οποίες βεβαίως μέχρι στιγμής η Ελλάδα έχει χαραμίσει όλες ανεξαιρέτως). Σήμερα όμως, εν πλήρει ομοφωνία, λαοκράτες συντηρητικοί και αριστοκρατικοί ριζοσπάστες –δημιουργώντας ένα αποκρουστικό θέαμα, αφού δεν υπάρχει τίποτε αθλιότερο από τον ευεργετούμενο που βρίζει και απειλεί τον ευεργέτη του απαιτώντας περισσότερη ελεημοσύνη-συναντιούνται γύρω από ένα συνονθύλευμα μυθευμάτων και ανακριβειών το οποίο, ερήμην κάθε λογικής, αναπαράγει μία εξωφρενικά διεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας. Και αυτό με την μέχρι κορεσμού επίκληση μίας σειράς από «προφανείς αλήθειες», που φυσικά μόνο αλήθειες δεν είναι και που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την στρέβλωση και κακοποίηση των εννοιών της ύφεσης και της ανάπτυξης.
Μία ύφεση που θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί;
Η οιονεί χρεοκοπία δεν ήταν, φυσικά, προϊόν κακής τύχης. Ήταν συνέπεια μίας συλλογικής τύφλωσης, στην οποία μεγάλη συμβολή είχαν και οι οικονομικοί αναλυτές. Στην πορεία προς την καταστροφή θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει βαρυσήμαντα άρθρα ακαδημαϊκών οικονομολόγων και κυβερνητικών συμβούλων, (εκ των οποίων μερικοί ακόμη και σήμερα ασκούν υψηλά καθήκοντα), στα οποία αναλυόταν το πως στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί μία «θωρακισμένη οικονομία», ή το πόσο οι ξένοι μας θαύμαζαν για την καταπληκτική ανάπτυξή μας που είχε απομακρύνει κάθε κίνδυνο ο οποίος θα ήταν δυνατόν να προέλθει από τυχόν διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση!1 Σε ένα άλλο επίπεδο, επίσης, ερευνητικά ιδρύματα τραπεζών ή συνδικαλιστικών οργανισμών εξηγούσαν σε μακροσκελείς αναλύσεις τους ότι υπάρχουν δύο είδη ανάπτυξης: η ασιατικού τύπου, με ισχυρή βιομηχανική παραγωγή και εξαγωγικό προσανατολισμό, και η νοτιο-ευρωπαϊκού τύπου, με κινητήριο δύναμη την εσωτερική κατανάλωση (στην οποία ενέπιπτε, βεβαίως, και η περίπτωση της Ελλάδας)! Φυσικά όπως είναι προφανές ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστούσε μία απίστευτη τερατολογία, διότι η ανάπτυξη είναι ενός τύπου και μόνο και συναντάται αποκλειστικά εκεί όπου παράγεται προϊόν με μονοσήμαντο και θετικό δείκτη ποσοτικής αλλαγής στην διάρκεια μίας δεδομένης περιόδου και όπου, εξ αιτίας αυτού, αυξάνεται και το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων. Αντίθετα στην Ελλάδα ο ετήσιος δανεισμός του δημοσίου ήταν διπλάσιος, και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών τριπλάσιο, από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (που παρουσιαζόταν ως ανάπτυξη), ενώ η παραγωγή πραγματικού προϊόντος συνεχώς υποχωρούσε ως ποσοστό του εισοδήματος σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010.2 Πράγμα που σημαίνει πως όχι μόνο δεν υπήρχε (πραγματική) ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του κοινωνικού προϊόντος αλλά, τουναντίον, υπήρχε οπισθοδρόμηση, δηλαδή καταστροφή κοινωνικού προϊόντος και παραγωγικού δυναμικού, η οποία όμως κρυβόταν, προσωρινά, κάτω από την απατηλή ευδαιμονία του δανεισμού, της χρέωσης και της κατανάλωσης των εισαγομένων που εξασφαλιζόταν μέσω αυτών. Μόνο που μόλις τα περιθώρια δανεισμού εξαντλήθηκαν, η χώρα απέμεινε, αφ’ ενός, με το κατεστραμμένο παραγωγικό δυναμικό της και, αφ’ ετέρου, με ένα διεστραμμένο σύστημα σχετικών τιμών που αντιστοιχεί στην προηγούμενη φάση της υπερβάλλουσας ρευστότητας και που δεν έχει καμμία σχέση με την παραγωγική δυναμικότητα, και πραγματικότητα, της ελληνικής οικονομίας. Όταν όμως μία οικονομία λειτουργεί στο επίπεδο του πραγματικού παραγωγικού της δυναμικού τότε δεν βρίσκεται σε ύφεση γιατί ο ορισμός της ύφεσης είναι ότι η πραγματική παραγωγή υπολείπεται (του «δυνητικού προϊόντος» και) της πλήρους αξιοποίησης του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού.3 Εάν βρισκόταν σε «ύφεση», αυτό θα σήμαινε ότι βραχυχρονίως θα ήταν σε θέση να ανακάμψει και να επιστρέψει στο προηγούμενο επίπεδο κατανάλωσης και εισοδήματος, πράγμα που δεν πιστεύει κανένας σοβαρός αναλυτής.
Μέσα λοιπόν από το ίδιο εύφορο έδαφος οικονομικής (αλλά και πολιτικής και δημοσιογραφικής) σκέψης που προήλθαν, χθες, τα περί «θωρακισμένης οικονομίας», αναφύονται σήμερα και οι αναλύσεις, καταγγελίες και κατάρες για την «ύφεση» και για τον μεγάλο υπεύθυνο της συμφοράς: το Μνημόνιο και τις σκοτεινές δυνάμεις που κρύπτονται όπισθεν αυτού. Το γεγονός ότι όλα όσα λέγονται σχετικά ξεπερνούν σε παραλογισμό ακόμη και εκείνα που καταμαρτυρούν στους ναυαγοσώστες οι παρατρεχάμενοι του Αδωνιδος που γλίστρησε από την κουπαστή όπου έκανε γυμναστικές επιδείξεις, δεν έχει φαίνεται σημασία αφού δια της αδιάλειπτης επαναλήψεως οτιδήποτε είναι δυνατόν, στο τέλος, να καταλήξει να μοιάζει λογικοφανές. Ας προσπαθήσει κανείς τουλάχιστον να απαντήσει στα λιγότερο φαιδρά εξ όλων αυτών.
-«Ίσως πραγματικά να ήταν απαραίτητη η προσφυγή σε έναν διεθνή μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε διαπραγματευθεί πιο αποφασιστικά ώστε να επιτύχει λιγότερο επαχθείς όρους».
Εδώ μάλλον πρόκειται για την περίπτωση όπου η μανούλα του λυγερόκορμου, εκτός από τις κατάρες προς τους ναυαγοσώστες που της έφεραν τον λεβέντη της βρεγμένο, τους ζητάει και αποζημίωση διότι, όπως τον άρπαξαν για να τον τραβήξουν έξω από το νερό, του έσκισαν και το καλό του πουκάμισο. Μπορεί η Ελλάδα να καταπίνει ατάραχη και με αρχοντιά τα δισεκατομμύρια σαν στραγάλια, για την διεθνή οικονομική κοινότητα όμως, και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς κρίσης, τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν για τον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να είναι ένα πραγματικά κολοσσιαίο ποσό. Ακόμη και αν αντιπαρέλθει κανείς τα κύματα διαμαρτυρίας που προκλήθηκαν στους φορολογούμενους πολίτες στις συνετές χώρες της Βόρειας Ευρώπης και τα πολιτικά εμπόδια που αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν τον μηχανισμό4, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τους βασικούς λόγους που καθόρισαν τα δύο, αλληλοσυνδεόμενα, σκέλη του, δηλαδή το ύψος του ποσού και τους όρους αποπληρωμής. Όσον αφορά, πρώτα, το ύψος του ποσού δεν θα είχε κανείς να πει πολλά: είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που δόθηκε ποτέ σε μία χώρα σε οικονομική κρίση. (Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο αρχικός σχεδιασμός για τον μηχανισμό διάσωσης αφορούσε ποσό 125 δισεκατομμυρίων, το οποίο όμως δεν κατέστη δυνατόν να εξασφαλισθεί). Αν η Ελλάδα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερο ποσό, οι πιστώτριες χώρες, (που φυσικά δεν κινήθηκαν από αλτρουισμό αλλά από πρακτική αναγκαιότητα), αντιλαμβανόμενες ότι δεν θα το έπαιρναν ποτέ πίσω, θα έβρισκαν πιο συμφέρον να διασώσουν με τα ίδια χρήματα τις τράπεζές τους, που είναι εκτεθειμένες στα ελληνικά τοξικά ομόλογα, και να αφήσουν την χώρα μας στην τύχη της.5 Άλλωστε, έχοντας υπ’ όψιν τους ότι μετά την Ελλάδα έπονται για διάσωση η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και -ενδεχομένως- η Ισπανία, οι διασώστες σε καμμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να δημιουργήσουν ένα προηγούμενο «άτοπης γενναιοδωρίας» το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να επαναλάβουν στην συνέχεια με τις χώρες αυτές.
Όσον αφορά τους όρους της βοήθειας (και κυρίως το πρόγραμμα μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος γιατί τόσο η διάρκεια του δανείου όσο και το επιτόκιο ήταν εξ αρχής εμφανές πως στην συνέχεια, σε κάποια στιγμή, θα τροποποιούνταν με ευνοϊκό για την Ελλάδα τρόπο6) ας σκεφθεί κανείς μόνο το εξής: τι θα έπραττε ένας λογικός άνθρωπος έχοντας απέναντί του μία χώρα με δημοσιονομικό έλλειμμα 15%, με έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 14% και με δημόσιο χρέος 130% του ΑΕΠ, η οποία παρεμπιπτόντως είναι παγκοσμίως γνωστή για την «δημιουργική λογιστική» της και για την ιδιόμορφη αντίληψη τήρησης των υποχρεώσεών της έναντι των εταίρων της στην νομισματική ένωση που ανήκει; Θα την καλούσε να μειώνει το έλλειμμά της με ομαλό τρόπο, δηλαδή για παράδειγμα κατά 2% ετησίως, ώστε να αποφύγει την οικονομική δυσπραγία; Σε αυτή την περίπτωση όμως, όπως μπορεί να δείξει ένας μικρός υπολογισμός, τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ πίστωσης δεν θα επαρκούσαν, αλλά θα χρειάζονταν περίπου υπερδιπλάσιο ποσό, το οποίο φυσικά η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει ποτέ. Σε μία πενταετία το χρέος της θα είχε φθάσει κάπου μεταξύ 180 με 200% του ΑΕΠ και στην περίπτωση αυτή θα ήταν κωμικό να γίνεται συζήτηση για βιώσιμη προοπτική. Συνεπώς η απάντηση είναι απλή: το κολοσσιαίο ποσό των 110 δισεκατομμυρίων δεν θα μπορούσε να διατεθεί με «άλλους όρους» διότι εάν τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην κρίσιμη τριετία είχαν προγραμματισθεί να είναι μεγαλύτερα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να έχει περισσότερη άνεση προσαρμογής, θα χρειαζόταν και μεγαλύτερες δόσεις, άρα ακόμη μεγαλύτερο συνολικό ποσό.7 Ποιος ήρωας θα το διέθετε; Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι πάντως, παρά τα θρυλούμενα, δεν εξέφρασαν ποτέ κάποια τέτοια επιθυμία, προφανώς διότι δεν έχουν ακόμη παραφρονήσει συλλογικά.
Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινή γνώμη, συμπεριλαμβανομένων και πολλών διαπρεπών, αλλά και αριθμοφοβικών ταυτόχρονα, οικονομολόγων, πολιτικών σχολιαστών και πολιτικών ηγετών, θεωρεί (κάπως σαν την μάνα του παλικαριού) τους πιστωτές και σωτήρες μας ανάλγητους εκμεταλλευτές μόνο και μόνο διότι αφ’ ενός δεν είναι ηλίθιοι και γνωρίζουν την αριθμητική του δημοτικού σχολείου και αφ’ ετέρου δεν είναι αρκετά γενναιόδωροι για να μας χαρίσουν 200 με 250 δισεκατομμύρια ευρώ.
- «Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα δεν διαχωρίζει τα κυκλικά από τα δομικά χαρακτηριστικά της κρίσης και είναι εμπροσθοβαρές. Ως εκ τούτου οδηγεί σε υπερβολική και όχι αναγκαία κάμψη του ΑΕΠ».
Η άποψη8 αυτή είναι γνήσιας πολιτικής εμπνεύσεως και εφευρέθηκε για να πλαισιώσει ψευτο-επιστημονικά μία εμφανώς καιροσκοπική και μικρο-πολιτική δαιμονοποίηση του Μνημονίου. Φυσικά και το Μνημόνιο είναι «εμπροσθοβαρές»: τα 110 δισεκατομμύρια, τα μόνα διαθέσιμα την στιγμή που συνετάγη, έφθαναν μετά βίας για την κάλυψη 3 ετών ελληνικών ελλειμμάτων και μάλιστα με δραστική μείωσή τους το πρώτο έτος. Εάν ήταν «οπισθοβαρές», και απέβλεπε στον μηδενισμό του ελλείμματος κάπου μεταξύ του 2020 και του 2030 θα χρειαζόντουσαν να προϋπολογιστούν μερικά τρισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον, απλά και μόνο για να καταλήξουμε στην χρεοκοπία και οι πιστωτές να μην πάρουν ποτέ πίσω ούτε δεκάρα από τα χρήματά τους. Η αριθμητική της τρίτης Δημοτικού αρκεί για να το κατανοήσει κανείς αυτό πλήρως.
Ακόμη όμως και αν παραβλεφθεί η ανωτέρω μικρή λεπτομέρεια, ο ισχυρισμός περί «τεχνικού λάθους» του Μνημονίου, που οφείλεται στην αδυναμία του να διακρίνει μεταξύ «κυκλικού» και «διαρθρωτικού» ελλείμματος, παραμένει μία μεγάλη αερολογία. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, αίφνης, τους εισηγητές της γιατί ή ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του 2009 με το γνωστό έλλειμμα του 15% του ΑΕΠ, συνυπήρξε με μείωση του εθνικού εισοδήματος και όχι με αύξησή του; Δεν ήρκεσε το τόσο μεγάλο έλλειμμα για να τονώσει και την κυκλική φάση της οικονομίας; Θα μπορούσε επίσης να ρωτήσει τι πιστεύουν ότι καθορίζει την οικονομική συγκυρία στην ελληνική οικονομία. Υπάρχει κάποιος αυτόνομος «επιχειρηματικός κύκλος» που κινείται ανεξαρτήτως της, κατά περίεργο τρόπο διαρκώς και πάντοτε φιλοκυκλικής-προκυκλικής, δημοσιονομικής πολιτικής; Και πως συνέβη ο επιχειρηματικός αυτός κύκλος να βρεθεί στην κάμψη του ακριβώς την στιγμή που το ελληνικό δημόσιο έχασε την δυνατότητα να δανείζεται και να διοχετεύει στην οικονομία ανεξέλεγκτη ρευστότητα; Σε όλη την προηγούμενη δεκαετία πριν την κρίση, που το ονομαστικό ΑΕΠ εμφάνιζε εντυπωσιακή αύξηση, παρά την υποχώρηση της παραγωγής πραγματικού προϊόντος, το σύνδρομο δημοσιονομικό έλλειμμα είχε «κυκλικό» ή «διαρθρωτικό» χαρακτήρα; Η επίκληση μίας τόσο επισφαλούς στον υπολογισμό της (και συνήθως αμφιλεγόμενης ως προς τις τιμές της) μεταβλητής όπως το «κυκλικό έλλειμμα», (σε μία στιγμή μάλιστα που κάποιος θα πρέπει να «υποψιασθεί» ότι εμφανίζεται μία «ιστορική» καμπή της μακροχρόνιας τάσης του ΑΕΠ), ως μοναδικού επιχειρήματος για την απαξίωση μίας οικονομικής πολιτικής «έσχατης ανάγκης» εκφράζει μόνο ανευθυνότητα και πολιτικό καιροσκοπισμό.
Βεβαίως, μία ακραία κεϋνσιανή αντίληψη, (την οποία, πάντως, οι εισηγητές της θεωρίας του «τεχνικού λάθους» δεν επικαλούνται), σύμφωνα με την οποία η δημόσια δαπάνη δεν έχει σημασία διότι, ενεργοποιώντας την οικονομική δραστηριότητα, αυξάνει πολλαπλασιαστικά το επίπεδο του εθνικού εισοδήματος και δημιουργεί ισοδύναμες δημοσιονομικές προσόδους στην επόμενη φάση του κύκλου, μπορεί και να είναι αληθής, πλην όμως υπό εντελώς ειδικές συνθήκες. Θα πρέπει να υπάρχει ικανή αποταμίευση, εμπιστοσύνη στην δανειοληπτική ικανότητα και στην φερεγγυότητα του δημοσίου, αχρησιμοποίητοι παραγωγικοί πόροι με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς και δυνατότητα αλλαγής της εξωτερικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος.9 Τίποτα τέτοιο, εκτός από τους αχρησιμοποίητους -αν και όχι με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς- παραγωγικούς πόρους, δεν υφίσταται σήμερα στην Ελλάδα. Πληθώρα αποταμίευσης, βεβαίως, είναι ανύπαρκτη σε μία οικονομία που ο ιδιωτικός της τομέας και τα νοικοκυριά βρίσκονται σε συνθήκες υπερχρέωσης και προσπαθούν να μειώσουν το δανειακό τους άχθος, ενώ παράλληλα αμφιβάλλουν βαθειά για την βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος και του νομισματικού καθεστώτος. Για εμπιστοσύνη στην δανειοληπτική ικανότητα του δημοσίου δεν γίνεται συζήτηση αλλά ακόμη και αν υπήρχε δυνατότητα δανεισμού του, το ύψος των επιτοκίων θα συνέθλιπτε τον πολλαπλασιαστή της δημόσιας δαπάνης.10 Και φυσικά η δυνατότητα υποτίμησης, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε αντι-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περίοδο κρίσης, δεν υφίσταται για τα μέλη της ΟΝΕ.11 Πάντως, ακόμη και όταν σε προηγούμενες περιόδους της ελληνικής οικονομίας υπήρχαν σε κάποιο βαθμό ευνοϊκότερες συνθήκες, και πάλι η δημόσια δαπάνη, αντί να αυτο-ανατροφοδοτείται, κατέληγε στην δημιουργία ελλείμματος και χρέους. Αυτό διότι στην χώρα μας, σε σημαντικό βαθμό, η ανάπτυξη και του ιδιωτικού τομέα πραγματοποιήθηκε με μη-ανταγωνιστικούς όρους εφ’ όσον ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας ήταν απλά παρελκόμενο της δημόσιας δαπάνης, αντλώντας από τον προϋπολογισμό περισσότερους πόρους από όσους ήταν σε θέση να του προσφέρει. Αλλά αυτό είναι διαρθρωτικό χαρακτηριστικό, και όχι «κυκλικό» και συγκυριακό, και πρέπει κάποτε να αλλάξει.
Το πλέον σημαντικό όμως στοιχείο που παραβλέπει, ή αποσιωπά, η άποψη του «τεχνικού σφάλματος» του Μνημονίου είναι ότι από το 2002 έως το 2008 η αύξηση του ΑΕΠ κινήθηκε, ως επί το πλείστον, πολύ υψηλότερα από το επίπεδο του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ζήτησης που ξεπερνούσε τα πραγματικά εισοδήματα που αναλογούσαν στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ζήτησης η οποία διαμόρφωσε μία σειρά από «φούσκες» δηλαδή μία διάρθρωση κατανάλωσης και μία δομή τιμών σε επί μέρους αγορές που δεν ήταν βιώσιμες μεσοπρόθεσμα. Για παράδειγμα η οικοδομική δραστηριότητα σε αυτήν την περίοδο κινήθηκε σταθερά πάνω από τον μέσο μακροχρόνιο όρο της. Σήμερα, με την ύπαρξη τεράστιου αριθμού ολοκληρωμένων και απούλητων οικοδομών γίνεται φανερό ότι το επίπεδο μακροχρόνιας ισορροπίας της αγοράς ακινήτων βρίσκεται πολύ χαμηλότερα και για να συγκλίνουν και πάλι προς αυτό η προσφορά και η ζήτηση, ώστε να εκκινήσει εκ νέου η παραγωγική δραστηριότητα, μόνη δυνατή διαδικασία είναι η μείωση των τιμών και των εισοδημάτων στον συγκεκριμένο κλάδο. Όταν όμως υπάρχουν πολιτικοί και οικονομολόγοι –ένθεν και ένθεν- που εισηγούνται ως απάντηση στην κρίση «την ενίσχυση της οικοδομής» (για να πάρει η οικονομία μπροστά!), αυτό που στην πραγματικότητα ζητούν είναι η δημιουργία μίας νέας «φούσκας», η επόμενη καταστροφή της οποίας θα επιφέρει, βεβαίως, πολύ μεγαλύτερη κάμψη και οικονομική δυσπραγία. Συνεπώς όσοι αναφέρονται σε κάτι παρόμοιο είναι προφανές ότι δεν έχουν αντιληφθεί απολύτως τίποτε απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική οικονομία. Η άποψη του «τεχνικού σφάλματος» του Μνημονίου παραβλέπει πως όταν η οικονομία επιστρέφει για να λειτουργήσει στο πραγματικό επίπεδο των δυνατοτήτων της, δεν πρόκειται για ύφεση αλλά για διόρθωση, δηλαδή για κάτι που έχει βαθύτερο χαρακτήρα και δεν μπορεί να γίνει χωρίς ανατροπή στις ισορροπίες κατανάλωσης, επένδυσης και αποδόσεων που αντιστοιχούσαν σε μία μακροχρόνια δανειοβίωτη δυναμική η οποία έπνευσε τα λοίσθια. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, όπου για τα επόμενα πενήντα με εκατό χρόνια η κρατική δαψίλεια δεν θα είναι πλέον δυνατή, εξ ίσου αδύνατη θα είναι και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Για τον λόγο αυτό η παρούσα κρίση δεν είναι κρίση «κυκλικού» χαρακτήρα αλλά διαρθρωτικού με μακροχρόνιες συνέπειες, και ως εκ τούτου οδυνηρή και σκληρή. Η δημοκοπία και η δημαγωγία που προσπαθούν, με ψέματα και ανακρίβειες, να χαϊδέψουν τα αυτιά όσων υποφέρουν είναι στην πραγματικότητα ο μεγαλύτερος εχθρός τους διότι τους εμποδίζει να αντιληφθούν σε ποια κατεύθυνση βρίσκεται η σωτηρία τους. Δεν είναι δυνατόν να πέσει κανείς στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού και να βγει από εκεί ατσαλάκωτος, σιδερωμένος και στεγνός.
Υπάρχει μία ανώδυνη και εύκολη λύση που λέγεται ανάπτυξη;
Όσοι μελετούν την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού θα ξέρουν ότι οι παλιοί ρεμπέτες δεν είχαν σε καμμία υπόληψη τα ελληνικής παραγωγής ελαφρά παραισθησιογόνα (που τα θεωρούσαν σκέτο χώμα) και το μεγάλο τους πάθος ήταν τα προϊόντα εισαγωγής, κυρίως από την Τουρκία, και ειδικότερα από την περιοχή της Προύσας (το πολυτραγουδισμένο «προυσαλιό»). Όταν σχετικά πρόσφατα η ελληνική κοινή γνώμη συνταράχθηκε από τα γεγονότα στα Ζωνιανά, με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι τα ειδικά καπνά της περιοχής θεωρούνται τα καλύτερα της Ευρώπης, είναι ακριβότερα από όλα τα άλλα και τυγχάνουν περιζήτητα στα Coffee shops του Άμστερνταμ Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι στην διάρκεια 70 περίπου χρόνων η ελληνική παραγωγή στον συγκεκριμένο κλάδο κατάφερε θαύματα. Χωρίς καμμία κρατική επιχορήγηση και επιδότηση μπόρεσε να βελτιώσει ποιοτικά το προϊόν της, να ξεπεράσει τον ανταγωνισμό και να κατακτήσει τις ξένες αγορές! Ένα λαμπρό παράδειγμα σωστής αναπτυξιακής πορείας για το οποίο οι Έλληνες μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι! Δυστυχώς όμως, όσο και αν ψάξουν και για άλλα, παρεμφερή, παραδείγματα επιτυχούς ανάπτυξης, στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών, δεν θα βρουν κανένα. Η επιτυχία της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την καινοτομία προϊόντος, την καινοτομία παραγωγής και την αλλαγή επιπέδου ανταγωνιστικότητας, για μία ολόκληρη 70ετία, περιορίσθηκε αποκλειστικά στον κλάδο της λεγόμενης «φούντας».12 Είναι για τον λόγο αυτό που όποιος επίσης παρατήρησε που επένδυαν τα επαναπατριζόμενα κεφάλαιά τους οι Έλληνες εφοπλιστές την περίοδο των μεγάλων κερδών από τους υψηλούς ναύλους, πριν το 2008, θα πρόσεξε πως αυτά κατευθύνονταν οπουδήποτε αλλού θα μπορούσε να φανταστεί κανείς (εκδοτικοί οίκοι, εισαγωγικές εταιρείες, οίκοι μόδας, ακίνητα, νυχτερινά κέντρα, αναψυκτήρια, αλυσίδες κομμωτηρίων κλπ) εκτός από τον παραγωγικό τομέα. Οι συγκεκριμένες επιλογές, όμως, ήταν απολύτως ορθολογικές με καθαρά οικονομικά κριτήρια: εκεί, στον τομέα των υπηρεσιών και της οικοδομής, (δηλαδή εν πολλοίς στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων») βρίσκονταν οι υψηλές αποδόσεις και η επίφαση της σχετικής βεβαιότητας που ζητάει κανείς από μία τοποθέτηση των κεφαλαίων του. Στον τομέα αντίθετα της παραγωγής (δηλαδή στον τομέα των καθαρών «διεθνώς εμπορευσίμων») η Ελλάδα ουδέν το δελεαστικό έχει να παρουσιάσει για τον επίδοξο επενδυτή: πέρα από έναν μικρό θύλακα υγιών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιομηχανίας, που παράγει απλοϊκά προϊόντα με μεθόδους εντάσεως εργασίας, στο πρώτο φύσημα του ανέμου είτε καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, είτε μεταφέρεται βορείως των συνόρων, στις χώρες των φθηνών ημερομισθίων. Εξήντα έτη αναπτυξιακών προσπαθειών δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τίποτε περισσότερο από την δασμοβίωτη και κρατικοδίαιτη καλτσοβιομηχανία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, που ένα μεγάλο μέρος της εξαερώθηκε μετά την δεύτερη πετρελαϊκή κρίση και την είσοδο στην ΕΟΚ, και τον αναιμικό διάδοχό της που και αυτός φυλλορροεί και φθίνει, ιδιαίτερα από την πρόσδεση και εισδοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ (1999-2001) και μετά, όπου η συνεχής ανατίμηση της πραγματικής εξωτερικής ισοτιμίας της νομισματικής μονάδας συνέθλιψε την ανταγωνιστικότητά του.13
Μήπως η πιο πάνω ιστοριούλα προέρχεται από κάποιο ανέκδοτο κωμειδύλλιο του Μπόστ, ή από κάποια άγνωστη ταινία των Monτy Python ή των Marx Brohters; Δυστυχώς όχι. Αντί να αποτελεί μία μυθοπλασία που προήλθε από έναν ευφάνταστο και φιλοπαίγμονα νου είναι, φευ, απλά και μόνο μία ακριβής μεταφορά σε όρους «παραβολικής αφήγησης» των όσων λαμβάνουν χώρα στην σημερινή Ελλάδα του «Μνημονίου». Όπου έχουμε μία χώρα η οποία, χωρίς να την υποχρεώσει και χωρίς να την παραπλανήσει κανείς, πήγε και χρεοκόπησε μόνη της, αποκλειστικά λόγω της συλλογικής, και συνολικής, ευήθειας που την χαρακτηρίζει. Και η οποία αντί μετά από αυτό να συνειδητοποιήσει, τουλάχιστον την τραγική φαιδρότητα της «ιδιοπροσωπίας» της και να συμμορφωθεί, ενηλικούμενη, μήπως και διασωθεί, συνεχίζει στην ίδια υπερβατική πλαναισθησία θεωρώντας ως υπεύθυνους των προβλημάτων που προέκυψαν από την χρεοκοπία της κάποιους «τοκογλύφους» (που όμως την δάνειζαν μέχρι πριν από δύο χρόνια με αρνητικά πραγματικά επιτόκια!), καθώς και όλους τους προαιώνιους αλλά και σύγχρονους εχθρούς και επιβουλείς της, που βυσσοδόμησαν για να την γονατίσουν οικονομικά, ώστε να καμφθεί επί τέλους και το αδάμαστο φρόνημά της.
Και όχι μόνο αυτό. Έχουμε, επίσης μία χώρα η οποία, αντί να ευγνωμονεί εκείνους που επενέβησαν για να την διασώσουν ώστε να μην ξαναζήσει όσα της είχαν συμβεί τον χειμώνα του 1941-1942, και να μαζεύουν από τους δρόμους με ιππήλατα όσους πέθαναν από την πείνα και την εξάντληση –γιατί αυτό θα συνέβαινε εάν η «τεχνική» χρεοκοπία της αφηνόταν να γίνει και πραγματική- αντιθέτως τους καθυβρίζει για το γεγονός ότι με τα χρήματά τους απέτρεψαν την πτώχευση και την καταστροφή της. Επιπλέον δε, ακριβώς όπως και το θαλασσοδαρμένο παλικάρι του Ατλαντικού που θεωρεί ως αιτία των δεινών του τους ναυαγοσώστες που το ανέσυραν με δόλια αβελτηρία από την θάλασσα-και βράχηκε- έτσι και η περί ης ο λόγος χώρα αντιμετωπίζει ως κορύφωση της επάρατης εις βάρος της συνωμοσίας τα όσα σχεδιάζονται και την αφορούν. Ενώ δηλαδή οι, δυστυχείς, «διασώστες» της αναζητούν τρόπους να απομειώσουν και το χρέος της, (το οποίο η ίδια ούτως ή άλλως δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει ούτε στον αιώνα τον άπαντα), θυσιάζοντας προς τούτο ένα σημαντικό ποσό από τις αποταμιεύσεις που οι πολίτες τους, τα συνταξιοδοτικά τους ταμεία, οι ασφαλιστικές τους εταιρείες και οι τράπεζές τους, αφελώς βεβαίως ποιούντες, της είχαν δανείσει στο παρελθόν, αυτή με στεντόρεια φωνή δεν παύει να τους καταγγέλλει ότι έχουν το θράσος να ζητούν και από την ίδια να προσπαθήσει να μειώσει κατά το δυνατόν το χρέος της, με την μέθοδο που μειώνονται τα χρέη όλες τις εποχές, σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης: με συγκράτηση των δαπανών και με ρευστοποίηση μέρους της (μη-βέλτιστα, άλλωστε, αξιοποιούμενης), περιουσίας.
Και βέβαια, για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης της χώρας αυτής, η σημερινή δυσπραγία της οικονομίας της δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην βάρβαρη επέμβαση των ξένων δυνάμεων που προκειμένου να επιτύχουν τον μόνιμο στόχο τους, δηλαδή να την εξανδραποδίσουν οικονομικά, άδραξαν την ευκαιρία μίας ασήμαντης, μικρής, σχεδόν ανεπαίσθητης (τεχνικής) χρεοκοπίας της και της επέβαλαν «ύφεση» και «ξένη κατοχή» με την ύπουλη μορφή του «Μνημονίου». Διότι φυσικά, σύμφωνα με τον κυρίαρχο συλλογικό τρόπο σκέψης, που μάλλον είναι το γνωστό αρχετυπικό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, τίποτε στον κόσμο δεν είναι μη αντιστρέψιμο: το γεγονός ότι ο λύκος καταβρόχθισε την επιπόλαια μικρούλα και την γιαγιά της (κάτι αντίστοιχο μίας χρεοκοπίας δηλαδή), δεν επέφερε και κάποια φοβερή καταστροφή: μόλις ο καλός κυνηγός-διασώστης άνοιξε την κοιλιά του θηρίου, οι δύο αγαθές γυναίκες ξεπετάχτηκαν από μέσα τρομαγμένες μεν αλλά ολοζώντανες, προσβλέποντας μάλιστα σε ένα καλύτερο μέλλον χωρίς την απειλή πλέον του αιμοβόρου αρπακτικού. Το ίδιο ακριβώς πιστεύει ότι θα έπρεπε να συμβεί και στην περίπτωση της εθνικής μας οικονομίας, η λαϊκή σοφία (όρος που περιλαμβάνει όχι μόνο τον «απλό νου» αλλά και σπουδαίους δημοσιογράφους, εξέχοντες πολιτικούς, διακεκριμένους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους της εποχής μας, το ΕΒΕΑ και τον πρόεδρό του κλπ): αφού τα έφερε η τύχη μας να χρεοκοπήσουμε λιγάκι, η μόνη εκ μέρους των φίλων μας ανιδιοτελής πράξη θα ήταν να μας επαναφέρουν εκεί που βρισκόμασταν πριν, για να συνεχίσουμε βεβαίως, σοφότεροι πλέον, να ζούμε όπως και πρώτα, αν όχι και καλύτερα. Εμείς λοιπόν περιμέναμε αυτά που δικαιούμασταν, δηλαδή ανάπτυξη και ευημερία. Και αντί αυτών, αντί δηλαδή να πράξουν το χρέος τους οι ύπουλοι παρέκγονοι του ιουδαιο-προτεσταντισμού, οι αρπακτικές ύαινες της διεθνούς κερδοσκοπίας και τα κοράκια του χρηματιστικού κεφαλαίου, προτίμησαν να βυθίσουν την χώρα, και τον υπερήφανο και αδούλωτο λαό της, στην εξαθλίωση, δένοντάς τον χειροπόδαρα με τις αλυσίδες του Μνημονίου, που την σπρώχνουν όλο και βαθύτερα στην λιτότητα και την εμποδίζουν να προχωρήσει προς την ανάπτυξη!
Όλα τα (εξωφρενικά) παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτά που διακινούνται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σήμερα, και συζητούνται μεταξύ των πολιτών, σε πλατείες και καφενεία της Ελλάδας. Φυσικά όμως, για όσους θα ήθελαν να επικοινωνούν λίγο καλύτερα με την εξωτερική πραγματικότητα, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Η χώρα και κινδυνεύει και πάσχει, αλλά όχι φυσικά εξ αιτίας του Μνημονίου, εξ αιτίας του σχεδιαζόμενου ευρωπαϊκού μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων ή εξ αιτίας της βέβαιης, στο εγγύς μέλλον, αναδιάρθρωσης των οφειλών της. Αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μίας καταστροφικής κρίσης που θα ήταν συνέπεια της χρεοκοπίας και πτώχευσής της -το φάσμα των οποίων εξακολουθεί να την απειλεί άμεσα και τις οποίες φυσικά δεν μπορούν να αποτρέψουν ούτε η παράνοια, ούτε η άγνοια, ούτε η στρεψοδικία που κυριαρχούν- καθαρά με δική της ευθύνη.
Η παρέμβαση της τριμερούς (ελληνιστί: τρόικα, γεν. -ς, πληθ. -ες) αποτρέποντας την επερχόμενη κατάρρευση και μεταλλάσσοντάς την σε μία πολύ μικρότερης εμβέλειας κάμψη της οικονομίας, ουσιαστικά διέσωσε -έστω και προσωρινά- την Ελλάδα από μία πτώχευση που επειδή θα ήταν πρωτοφανής ως προς τα χαρακτηριστικά της, το πιθανότερο ήταν πως θα οδηγούσε σε μία ασύλληπτη εθνική τραγωδία. Θα ήταν η μοναδική περίπτωση που μετά από μία στάση πληρωμών, μία χώρα θα βρισκότανε σε συνθήκες πτώχευσης χωρίς ουσιαστικά να διαθέτει νόμισμα και δυνατότητα να ασκήσει δημοσιονομική, νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Και τούτο διότι θα ήταν η πρώτη περίπτωση στην ιστορία όπου θα χρεοκοπούσε μία εθνική οικονομία, μέλος νομισματικής ένωσης της οποίας η νομισματική μονάδα δεν έχει αντίκρισμα σε χρυσό, αλλά είναι λογιστικό χρήμα (fiat currency). Σε όλες τις χρεοκοπίες-αναδιαρθρώσεις χρέους που συνέβησαν μετά την κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods, οι εθνικές οικονομίας που επλήγησαν -όπως το Μεξικό, η Ρωσία, αλλά ακόμη και η Αργεντινή- δεν ήταν μέλη νομισματικής ένωσης αλλά είχαν το δικό τους εθνικό νόμισμα, μέσα από την διαχείριση του οποίου επιχείρησαν, και εν πολλοίς κατάφεραν μεσοπρόθεσμα, να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προέκυψαν από την διατάραξη των οικονομικών λειτουργιών που συνεπάγεται μία στάση εξωτερικών πληρωμών. Στην περίπτωση μίας βίαιης χρεοκοπίας της Ελλάδας, αντιθέτως, η χώρα θα βρισκόταν αυτομάτως και εξ αντικειμένου εκτός του ευρώ, εφ’ όσον δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει περαιτέρω νομισματική ρευστότητα για να συνεχίσει να συναλλάσσεται σε αυτό. Η εσπευσμένη εισαγωγή όμως ενός εθνικού νομίσματος -της δραχμής- δεν θα είχε αποτέλεσμα, διότι όλες οι αποτιμήσεις, επάνω στις οποίες στηρίζεται η ελληνική οικονομία, θα εξακολουθούσαν να είναι σε ευρώ και η εκτίμηση του όγκου της απαιτούμενης νομισματικής κυκλοφορίας των δραχμών για να μετατραπούν αυτόματα, και ταυτόχρονα ομαλά, οι αξίες στον νέο δραχμικό παρονομαστή, θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Το ευρώ θα εξαφανιζόταν από τις τράπεζες, μόλις το κοινό πειθόταν για την επικείμενη παύση πληρωμών, (καθιστώντας την έτσι και αναπόφευκτη) με αποτέλεσμα την κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος και του συστήματος πληρωμών. Ακολουθώντας δε τον ακατανίκητο νόμο του Gresham σύμφωνα με τον οποίον πάντοτε το κακό νόμισμα διώχνει το καλό, θα εξαφανιζόταν και από τις συναλλαγές στο αναγκαστικό μεταβατικό διάστημα συνύπαρξης των δύο νομισμάτων, εκμηδενίζοντας εν ριπή οφθαλμού την όποια ισοτιμία θα είχε διοικητικά προσδιορισθεί για την νέα δραχμή. Το αποτέλεσμα θα ήταν μία ασύλληπτη συρρίκνωση της αξίας της συνολικής νομισματικής κυκλοφορίας και μοιραία ένας δραχμικός υπερπληθωρισμός κατοχικού τύπου που θα κατέστρεφε την δυνατότητα ανταλλαγών σε σταθερή βάση, με αποτέλεσμα η κοινωνία να επιστρέψει, για ένα αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, στον κατοχικό αντιπραγματισμό όπου έδινες λάδι για να πάρεις ύφασμα, γιατί αυτές ήταν οι μόνες σταθερές αξίες που δεν διαβρώνονταν ώρα με την ώρα από τον πληθωρισμό, δηλαδή από την αναξιοπιστία της νομισματικής κυκλοφορίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η μείωση του ΑΕΠ δεν θα ήταν της τάξεως του 5% αλλά του 50%, ή και περισσότερο. Δεδομένου δε ότι η Ελλάδα δεν παράγει το σύνολο των τροφίμων που καταναλώνει, ενώ παράγει ελάχιστα από τα ζωτικά είδη που είναι απαραίτητα για την επιβίωση των πολιτών της, μπορεί να συνειδητοποιήσει κανείς εύκολα τι θα σήμαινε η αδυναμία της και να παραγάγει και να εισαγάγει για όλους αυτούς που χρειάζονται, για παράδειγμα, φάρμακα για τον διαβήτη τους, βηματοδότες για την καρδιά τους, ή πετρέλαιο για την θέρμανση του σπιτιού τους. Και δεν απαιτείται βέβαια πολλή σκέψη για το πως και πόσο θα επηρεαζόταν η κοινωνική συνοχή, αλλά και η εθνική ασφάλεια, από μία παρόμοια κατάσταση.
Αντί λοιπόν αυτής της αδιανόητου μεγέθους καταστροφής, σήμερα, χάρις στην εξωτερική παρέμβαση και συνδρομή, έχουμε μία μείωση του ΑΕΠ μόνο κατά 5% (την οποία εντελώς λανθασμένα ονομάζουμε «ύφεση»), και ένα τρόπο ζωής που είναι δύσκολος μεν για τις συνήθειες που είχαμε αφρόνως αποκτήσει, υποφερτός δε εάν συγκριθεί με την εναλλακτική περίπτωση που είναι η επιστροφή στον χειμώνα του 1941-1942. Επιπροσθέτως δε, εάν καταφέρουμε να αντιληφθούμε τι πραγματικά συμβαίνει ώστε να λογικευθούμε, επιτρέποντας στους ναυαγοσώστες να μας οδηγήσουν σε μία ελεγχόμενη χρεοκοπία-αναδιάρθρωση του χρέους μας, μόλις οι διεθνείς συνθήκες το επιτρέψουν, θα έχουμε οριστικά σωθεί από αυτόν τον εφιαλτικό κίνδυνο ο οποίος σήμερα δεν έχει πάψει ακόμη να μας απειλεί.
Αντί αυτού όμως, συμπεριφερόμενοι ακριβώς όπως ο αλαφροΐσκιωτος βρεγμένος λεβέντης του υπερωκεάνιου και οι παρατρεχάμενοί του που βρίζουν τους ναυαγοσώστες, έτσι και εμείς κατηγορούμε τους σωτήρες μας ως αίτιους των δεινών για τα οποία είμαστε οι ίδιοι αποκλειστικά υπεύθυνοι. Αυτό μάλιστα γίνεται τόσο στο επίπεδο των απλοϊκών ανθρώπων όσο και στο επίπεδο (της συντριπτικής πλειοψηφίας) των «οργανικών διανοούμενων». Το παράδοξο δε με αυτούς τους τελευταίους δεν είναι πως οι περισσότεροι μιλούν με σπουδαιοφανές ύφος για πράγματα που δεν γνωρίζουν περισσότερο από την ετυμολογία της γλώσσας των μανδαρίνων, αλλά το ότι διαγωνίζονται στο άθλημα της συκοφάντησης και της δαιμονοποίησης της Ευρώπης, την οποία μόλις προ ολίγων ετών, εντελώς άκριτα και πάλι, η πλειοψηφία τουλάχιστον από αυτούς δοξολογούσε ακατάσχετα, παθαίνοντας οργασμιακούς σπασμούς στο άκουσμα και μόνο λέξεων όπως Βρυξέλλες, ΕΕ, διαρθρωτικά κονδύλια, σύγκλιση κλπ. Η ΕΕ φυσικά δεν είναι ούτε η Γη της Επαγγελίας όπως πίστευαν οι αφελείς θεράποντες της θρησκείας του «Μεγάλου Ευρωπαίου», ούτε ο λάκκος των λεόντων που 400 εκατομμύρια ψυχών συνωμότησαν για να δημιουργήσουν μόνο και μόνο προκειμένου να παγιδεύσουν εκεί την γη της φαιδράς πορτοκαλέας. Είναι χώρος συσχετισμού δυνάμεων αλλά και δυνατοτήτων συνεργασίας, κινδύνων αλλά και ευκαιριών (τις οποίες βεβαίως μέχρι στιγμής η Ελλάδα έχει χαραμίσει όλες ανεξαιρέτως). Σήμερα όμως, εν πλήρει ομοφωνία, λαοκράτες συντηρητικοί και αριστοκρατικοί ριζοσπάστες –δημιουργώντας ένα αποκρουστικό θέαμα, αφού δεν υπάρχει τίποτε αθλιότερο από τον ευεργετούμενο που βρίζει και απειλεί τον ευεργέτη του απαιτώντας περισσότερη ελεημοσύνη-συναντιούνται γύρω από ένα συνονθύλευμα μυθευμάτων και ανακριβειών το οποίο, ερήμην κάθε λογικής, αναπαράγει μία εξωφρενικά διεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας. Και αυτό με την μέχρι κορεσμού επίκληση μίας σειράς από «προφανείς αλήθειες», που φυσικά μόνο αλήθειες δεν είναι και που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την στρέβλωση και κακοποίηση των εννοιών της ύφεσης και της ανάπτυξης.
Μία ύφεση που θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί;
Η οιονεί χρεοκοπία δεν ήταν, φυσικά, προϊόν κακής τύχης. Ήταν συνέπεια μίας συλλογικής τύφλωσης, στην οποία μεγάλη συμβολή είχαν και οι οικονομικοί αναλυτές. Στην πορεία προς την καταστροφή θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει βαρυσήμαντα άρθρα ακαδημαϊκών οικονομολόγων και κυβερνητικών συμβούλων, (εκ των οποίων μερικοί ακόμη και σήμερα ασκούν υψηλά καθήκοντα), στα οποία αναλυόταν το πως στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί μία «θωρακισμένη οικονομία», ή το πόσο οι ξένοι μας θαύμαζαν για την καταπληκτική ανάπτυξή μας που είχε απομακρύνει κάθε κίνδυνο ο οποίος θα ήταν δυνατόν να προέλθει από τυχόν διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση!1 Σε ένα άλλο επίπεδο, επίσης, ερευνητικά ιδρύματα τραπεζών ή συνδικαλιστικών οργανισμών εξηγούσαν σε μακροσκελείς αναλύσεις τους ότι υπάρχουν δύο είδη ανάπτυξης: η ασιατικού τύπου, με ισχυρή βιομηχανική παραγωγή και εξαγωγικό προσανατολισμό, και η νοτιο-ευρωπαϊκού τύπου, με κινητήριο δύναμη την εσωτερική κατανάλωση (στην οποία ενέπιπτε, βεβαίως, και η περίπτωση της Ελλάδας)! Φυσικά όπως είναι προφανές ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστούσε μία απίστευτη τερατολογία, διότι η ανάπτυξη είναι ενός τύπου και μόνο και συναντάται αποκλειστικά εκεί όπου παράγεται προϊόν με μονοσήμαντο και θετικό δείκτη ποσοτικής αλλαγής στην διάρκεια μίας δεδομένης περιόδου και όπου, εξ αιτίας αυτού, αυξάνεται και το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων. Αντίθετα στην Ελλάδα ο ετήσιος δανεισμός του δημοσίου ήταν διπλάσιος, και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών τριπλάσιο, από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (που παρουσιαζόταν ως ανάπτυξη), ενώ η παραγωγή πραγματικού προϊόντος συνεχώς υποχωρούσε ως ποσοστό του εισοδήματος σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010.2 Πράγμα που σημαίνει πως όχι μόνο δεν υπήρχε (πραγματική) ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του κοινωνικού προϊόντος αλλά, τουναντίον, υπήρχε οπισθοδρόμηση, δηλαδή καταστροφή κοινωνικού προϊόντος και παραγωγικού δυναμικού, η οποία όμως κρυβόταν, προσωρινά, κάτω από την απατηλή ευδαιμονία του δανεισμού, της χρέωσης και της κατανάλωσης των εισαγομένων που εξασφαλιζόταν μέσω αυτών. Μόνο που μόλις τα περιθώρια δανεισμού εξαντλήθηκαν, η χώρα απέμεινε, αφ’ ενός, με το κατεστραμμένο παραγωγικό δυναμικό της και, αφ’ ετέρου, με ένα διεστραμμένο σύστημα σχετικών τιμών που αντιστοιχεί στην προηγούμενη φάση της υπερβάλλουσας ρευστότητας και που δεν έχει καμμία σχέση με την παραγωγική δυναμικότητα, και πραγματικότητα, της ελληνικής οικονομίας. Όταν όμως μία οικονομία λειτουργεί στο επίπεδο του πραγματικού παραγωγικού της δυναμικού τότε δεν βρίσκεται σε ύφεση γιατί ο ορισμός της ύφεσης είναι ότι η πραγματική παραγωγή υπολείπεται (του «δυνητικού προϊόντος» και) της πλήρους αξιοποίησης του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού.3 Εάν βρισκόταν σε «ύφεση», αυτό θα σήμαινε ότι βραχυχρονίως θα ήταν σε θέση να ανακάμψει και να επιστρέψει στο προηγούμενο επίπεδο κατανάλωσης και εισοδήματος, πράγμα που δεν πιστεύει κανένας σοβαρός αναλυτής.
Μέσα λοιπόν από το ίδιο εύφορο έδαφος οικονομικής (αλλά και πολιτικής και δημοσιογραφικής) σκέψης που προήλθαν, χθες, τα περί «θωρακισμένης οικονομίας», αναφύονται σήμερα και οι αναλύσεις, καταγγελίες και κατάρες για την «ύφεση» και για τον μεγάλο υπεύθυνο της συμφοράς: το Μνημόνιο και τις σκοτεινές δυνάμεις που κρύπτονται όπισθεν αυτού. Το γεγονός ότι όλα όσα λέγονται σχετικά ξεπερνούν σε παραλογισμό ακόμη και εκείνα που καταμαρτυρούν στους ναυαγοσώστες οι παρατρεχάμενοι του Αδωνιδος που γλίστρησε από την κουπαστή όπου έκανε γυμναστικές επιδείξεις, δεν έχει φαίνεται σημασία αφού δια της αδιάλειπτης επαναλήψεως οτιδήποτε είναι δυνατόν, στο τέλος, να καταλήξει να μοιάζει λογικοφανές. Ας προσπαθήσει κανείς τουλάχιστον να απαντήσει στα λιγότερο φαιδρά εξ όλων αυτών.
-«Ίσως πραγματικά να ήταν απαραίτητη η προσφυγή σε έναν διεθνή μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε διαπραγματευθεί πιο αποφασιστικά ώστε να επιτύχει λιγότερο επαχθείς όρους».
Εδώ μάλλον πρόκειται για την περίπτωση όπου η μανούλα του λυγερόκορμου, εκτός από τις κατάρες προς τους ναυαγοσώστες που της έφεραν τον λεβέντη της βρεγμένο, τους ζητάει και αποζημίωση διότι, όπως τον άρπαξαν για να τον τραβήξουν έξω από το νερό, του έσκισαν και το καλό του πουκάμισο. Μπορεί η Ελλάδα να καταπίνει ατάραχη και με αρχοντιά τα δισεκατομμύρια σαν στραγάλια, για την διεθνή οικονομική κοινότητα όμως, και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς κρίσης, τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν για τον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να είναι ένα πραγματικά κολοσσιαίο ποσό. Ακόμη και αν αντιπαρέλθει κανείς τα κύματα διαμαρτυρίας που προκλήθηκαν στους φορολογούμενους πολίτες στις συνετές χώρες της Βόρειας Ευρώπης και τα πολιτικά εμπόδια που αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν τον μηχανισμό4, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τους βασικούς λόγους που καθόρισαν τα δύο, αλληλοσυνδεόμενα, σκέλη του, δηλαδή το ύψος του ποσού και τους όρους αποπληρωμής. Όσον αφορά, πρώτα, το ύψος του ποσού δεν θα είχε κανείς να πει πολλά: είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που δόθηκε ποτέ σε μία χώρα σε οικονομική κρίση. (Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο αρχικός σχεδιασμός για τον μηχανισμό διάσωσης αφορούσε ποσό 125 δισεκατομμυρίων, το οποίο όμως δεν κατέστη δυνατόν να εξασφαλισθεί). Αν η Ελλάδα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερο ποσό, οι πιστώτριες χώρες, (που φυσικά δεν κινήθηκαν από αλτρουισμό αλλά από πρακτική αναγκαιότητα), αντιλαμβανόμενες ότι δεν θα το έπαιρναν ποτέ πίσω, θα έβρισκαν πιο συμφέρον να διασώσουν με τα ίδια χρήματα τις τράπεζές τους, που είναι εκτεθειμένες στα ελληνικά τοξικά ομόλογα, και να αφήσουν την χώρα μας στην τύχη της.5 Άλλωστε, έχοντας υπ’ όψιν τους ότι μετά την Ελλάδα έπονται για διάσωση η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και -ενδεχομένως- η Ισπανία, οι διασώστες σε καμμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να δημιουργήσουν ένα προηγούμενο «άτοπης γενναιοδωρίας» το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να επαναλάβουν στην συνέχεια με τις χώρες αυτές.
Όσον αφορά τους όρους της βοήθειας (και κυρίως το πρόγραμμα μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος γιατί τόσο η διάρκεια του δανείου όσο και το επιτόκιο ήταν εξ αρχής εμφανές πως στην συνέχεια, σε κάποια στιγμή, θα τροποποιούνταν με ευνοϊκό για την Ελλάδα τρόπο6) ας σκεφθεί κανείς μόνο το εξής: τι θα έπραττε ένας λογικός άνθρωπος έχοντας απέναντί του μία χώρα με δημοσιονομικό έλλειμμα 15%, με έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 14% και με δημόσιο χρέος 130% του ΑΕΠ, η οποία παρεμπιπτόντως είναι παγκοσμίως γνωστή για την «δημιουργική λογιστική» της και για την ιδιόμορφη αντίληψη τήρησης των υποχρεώσεών της έναντι των εταίρων της στην νομισματική ένωση που ανήκει; Θα την καλούσε να μειώνει το έλλειμμά της με ομαλό τρόπο, δηλαδή για παράδειγμα κατά 2% ετησίως, ώστε να αποφύγει την οικονομική δυσπραγία; Σε αυτή την περίπτωση όμως, όπως μπορεί να δείξει ένας μικρός υπολογισμός, τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ πίστωσης δεν θα επαρκούσαν, αλλά θα χρειάζονταν περίπου υπερδιπλάσιο ποσό, το οποίο φυσικά η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει ποτέ. Σε μία πενταετία το χρέος της θα είχε φθάσει κάπου μεταξύ 180 με 200% του ΑΕΠ και στην περίπτωση αυτή θα ήταν κωμικό να γίνεται συζήτηση για βιώσιμη προοπτική. Συνεπώς η απάντηση είναι απλή: το κολοσσιαίο ποσό των 110 δισεκατομμυρίων δεν θα μπορούσε να διατεθεί με «άλλους όρους» διότι εάν τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην κρίσιμη τριετία είχαν προγραμματισθεί να είναι μεγαλύτερα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να έχει περισσότερη άνεση προσαρμογής, θα χρειαζόταν και μεγαλύτερες δόσεις, άρα ακόμη μεγαλύτερο συνολικό ποσό.7 Ποιος ήρωας θα το διέθετε; Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι πάντως, παρά τα θρυλούμενα, δεν εξέφρασαν ποτέ κάποια τέτοια επιθυμία, προφανώς διότι δεν έχουν ακόμη παραφρονήσει συλλογικά.
Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινή γνώμη, συμπεριλαμβανομένων και πολλών διαπρεπών, αλλά και αριθμοφοβικών ταυτόχρονα, οικονομολόγων, πολιτικών σχολιαστών και πολιτικών ηγετών, θεωρεί (κάπως σαν την μάνα του παλικαριού) τους πιστωτές και σωτήρες μας ανάλγητους εκμεταλλευτές μόνο και μόνο διότι αφ’ ενός δεν είναι ηλίθιοι και γνωρίζουν την αριθμητική του δημοτικού σχολείου και αφ’ ετέρου δεν είναι αρκετά γενναιόδωροι για να μας χαρίσουν 200 με 250 δισεκατομμύρια ευρώ.
- «Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα δεν διαχωρίζει τα κυκλικά από τα δομικά χαρακτηριστικά της κρίσης και είναι εμπροσθοβαρές. Ως εκ τούτου οδηγεί σε υπερβολική και όχι αναγκαία κάμψη του ΑΕΠ».
Η άποψη8 αυτή είναι γνήσιας πολιτικής εμπνεύσεως και εφευρέθηκε για να πλαισιώσει ψευτο-επιστημονικά μία εμφανώς καιροσκοπική και μικρο-πολιτική δαιμονοποίηση του Μνημονίου. Φυσικά και το Μνημόνιο είναι «εμπροσθοβαρές»: τα 110 δισεκατομμύρια, τα μόνα διαθέσιμα την στιγμή που συνετάγη, έφθαναν μετά βίας για την κάλυψη 3 ετών ελληνικών ελλειμμάτων και μάλιστα με δραστική μείωσή τους το πρώτο έτος. Εάν ήταν «οπισθοβαρές», και απέβλεπε στον μηδενισμό του ελλείμματος κάπου μεταξύ του 2020 και του 2030 θα χρειαζόντουσαν να προϋπολογιστούν μερικά τρισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον, απλά και μόνο για να καταλήξουμε στην χρεοκοπία και οι πιστωτές να μην πάρουν ποτέ πίσω ούτε δεκάρα από τα χρήματά τους. Η αριθμητική της τρίτης Δημοτικού αρκεί για να το κατανοήσει κανείς αυτό πλήρως.
Ακόμη όμως και αν παραβλεφθεί η ανωτέρω μικρή λεπτομέρεια, ο ισχυρισμός περί «τεχνικού λάθους» του Μνημονίου, που οφείλεται στην αδυναμία του να διακρίνει μεταξύ «κυκλικού» και «διαρθρωτικού» ελλείμματος, παραμένει μία μεγάλη αερολογία. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, αίφνης, τους εισηγητές της γιατί ή ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του 2009 με το γνωστό έλλειμμα του 15% του ΑΕΠ, συνυπήρξε με μείωση του εθνικού εισοδήματος και όχι με αύξησή του; Δεν ήρκεσε το τόσο μεγάλο έλλειμμα για να τονώσει και την κυκλική φάση της οικονομίας; Θα μπορούσε επίσης να ρωτήσει τι πιστεύουν ότι καθορίζει την οικονομική συγκυρία στην ελληνική οικονομία. Υπάρχει κάποιος αυτόνομος «επιχειρηματικός κύκλος» που κινείται ανεξαρτήτως της, κατά περίεργο τρόπο διαρκώς και πάντοτε φιλοκυκλικής-προκυκλικής, δημοσιονομικής πολιτικής; Και πως συνέβη ο επιχειρηματικός αυτός κύκλος να βρεθεί στην κάμψη του ακριβώς την στιγμή που το ελληνικό δημόσιο έχασε την δυνατότητα να δανείζεται και να διοχετεύει στην οικονομία ανεξέλεγκτη ρευστότητα; Σε όλη την προηγούμενη δεκαετία πριν την κρίση, που το ονομαστικό ΑΕΠ εμφάνιζε εντυπωσιακή αύξηση, παρά την υποχώρηση της παραγωγής πραγματικού προϊόντος, το σύνδρομο δημοσιονομικό έλλειμμα είχε «κυκλικό» ή «διαρθρωτικό» χαρακτήρα; Η επίκληση μίας τόσο επισφαλούς στον υπολογισμό της (και συνήθως αμφιλεγόμενης ως προς τις τιμές της) μεταβλητής όπως το «κυκλικό έλλειμμα», (σε μία στιγμή μάλιστα που κάποιος θα πρέπει να «υποψιασθεί» ότι εμφανίζεται μία «ιστορική» καμπή της μακροχρόνιας τάσης του ΑΕΠ), ως μοναδικού επιχειρήματος για την απαξίωση μίας οικονομικής πολιτικής «έσχατης ανάγκης» εκφράζει μόνο ανευθυνότητα και πολιτικό καιροσκοπισμό.
Βεβαίως, μία ακραία κεϋνσιανή αντίληψη, (την οποία, πάντως, οι εισηγητές της θεωρίας του «τεχνικού λάθους» δεν επικαλούνται), σύμφωνα με την οποία η δημόσια δαπάνη δεν έχει σημασία διότι, ενεργοποιώντας την οικονομική δραστηριότητα, αυξάνει πολλαπλασιαστικά το επίπεδο του εθνικού εισοδήματος και δημιουργεί ισοδύναμες δημοσιονομικές προσόδους στην επόμενη φάση του κύκλου, μπορεί και να είναι αληθής, πλην όμως υπό εντελώς ειδικές συνθήκες. Θα πρέπει να υπάρχει ικανή αποταμίευση, εμπιστοσύνη στην δανειοληπτική ικανότητα και στην φερεγγυότητα του δημοσίου, αχρησιμοποίητοι παραγωγικοί πόροι με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς και δυνατότητα αλλαγής της εξωτερικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος.9 Τίποτα τέτοιο, εκτός από τους αχρησιμοποίητους -αν και όχι με μεγάλη ελαστικότητα προσφοράς- παραγωγικούς πόρους, δεν υφίσταται σήμερα στην Ελλάδα. Πληθώρα αποταμίευσης, βεβαίως, είναι ανύπαρκτη σε μία οικονομία που ο ιδιωτικός της τομέας και τα νοικοκυριά βρίσκονται σε συνθήκες υπερχρέωσης και προσπαθούν να μειώσουν το δανειακό τους άχθος, ενώ παράλληλα αμφιβάλλουν βαθειά για την βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος και του νομισματικού καθεστώτος. Για εμπιστοσύνη στην δανειοληπτική ικανότητα του δημοσίου δεν γίνεται συζήτηση αλλά ακόμη και αν υπήρχε δυνατότητα δανεισμού του, το ύψος των επιτοκίων θα συνέθλιπτε τον πολλαπλασιαστή της δημόσιας δαπάνης.10 Και φυσικά η δυνατότητα υποτίμησης, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε αντι-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περίοδο κρίσης, δεν υφίσταται για τα μέλη της ΟΝΕ.11 Πάντως, ακόμη και όταν σε προηγούμενες περιόδους της ελληνικής οικονομίας υπήρχαν σε κάποιο βαθμό ευνοϊκότερες συνθήκες, και πάλι η δημόσια δαπάνη, αντί να αυτο-ανατροφοδοτείται, κατέληγε στην δημιουργία ελλείμματος και χρέους. Αυτό διότι στην χώρα μας, σε σημαντικό βαθμό, η ανάπτυξη και του ιδιωτικού τομέα πραγματοποιήθηκε με μη-ανταγωνιστικούς όρους εφ’ όσον ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας ήταν απλά παρελκόμενο της δημόσιας δαπάνης, αντλώντας από τον προϋπολογισμό περισσότερους πόρους από όσους ήταν σε θέση να του προσφέρει. Αλλά αυτό είναι διαρθρωτικό χαρακτηριστικό, και όχι «κυκλικό» και συγκυριακό, και πρέπει κάποτε να αλλάξει.
Το πλέον σημαντικό όμως στοιχείο που παραβλέπει, ή αποσιωπά, η άποψη του «τεχνικού σφάλματος» του Μνημονίου είναι ότι από το 2002 έως το 2008 η αύξηση του ΑΕΠ κινήθηκε, ως επί το πλείστον, πολύ υψηλότερα από το επίπεδο του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ζήτησης που ξεπερνούσε τα πραγματικά εισοδήματα που αναλογούσαν στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ζήτησης η οποία διαμόρφωσε μία σειρά από «φούσκες» δηλαδή μία διάρθρωση κατανάλωσης και μία δομή τιμών σε επί μέρους αγορές που δεν ήταν βιώσιμες μεσοπρόθεσμα. Για παράδειγμα η οικοδομική δραστηριότητα σε αυτήν την περίοδο κινήθηκε σταθερά πάνω από τον μέσο μακροχρόνιο όρο της. Σήμερα, με την ύπαρξη τεράστιου αριθμού ολοκληρωμένων και απούλητων οικοδομών γίνεται φανερό ότι το επίπεδο μακροχρόνιας ισορροπίας της αγοράς ακινήτων βρίσκεται πολύ χαμηλότερα και για να συγκλίνουν και πάλι προς αυτό η προσφορά και η ζήτηση, ώστε να εκκινήσει εκ νέου η παραγωγική δραστηριότητα, μόνη δυνατή διαδικασία είναι η μείωση των τιμών και των εισοδημάτων στον συγκεκριμένο κλάδο. Όταν όμως υπάρχουν πολιτικοί και οικονομολόγοι –ένθεν και ένθεν- που εισηγούνται ως απάντηση στην κρίση «την ενίσχυση της οικοδομής» (για να πάρει η οικονομία μπροστά!), αυτό που στην πραγματικότητα ζητούν είναι η δημιουργία μίας νέας «φούσκας», η επόμενη καταστροφή της οποίας θα επιφέρει, βεβαίως, πολύ μεγαλύτερη κάμψη και οικονομική δυσπραγία. Συνεπώς όσοι αναφέρονται σε κάτι παρόμοιο είναι προφανές ότι δεν έχουν αντιληφθεί απολύτως τίποτε απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική οικονομία. Η άποψη του «τεχνικού σφάλματος» του Μνημονίου παραβλέπει πως όταν η οικονομία επιστρέφει για να λειτουργήσει στο πραγματικό επίπεδο των δυνατοτήτων της, δεν πρόκειται για ύφεση αλλά για διόρθωση, δηλαδή για κάτι που έχει βαθύτερο χαρακτήρα και δεν μπορεί να γίνει χωρίς ανατροπή στις ισορροπίες κατανάλωσης, επένδυσης και αποδόσεων που αντιστοιχούσαν σε μία μακροχρόνια δανειοβίωτη δυναμική η οποία έπνευσε τα λοίσθια. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, όπου για τα επόμενα πενήντα με εκατό χρόνια η κρατική δαψίλεια δεν θα είναι πλέον δυνατή, εξ ίσου αδύνατη θα είναι και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Για τον λόγο αυτό η παρούσα κρίση δεν είναι κρίση «κυκλικού» χαρακτήρα αλλά διαρθρωτικού με μακροχρόνιες συνέπειες, και ως εκ τούτου οδυνηρή και σκληρή. Η δημοκοπία και η δημαγωγία που προσπαθούν, με ψέματα και ανακρίβειες, να χαϊδέψουν τα αυτιά όσων υποφέρουν είναι στην πραγματικότητα ο μεγαλύτερος εχθρός τους διότι τους εμποδίζει να αντιληφθούν σε ποια κατεύθυνση βρίσκεται η σωτηρία τους. Δεν είναι δυνατόν να πέσει κανείς στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού και να βγει από εκεί ατσαλάκωτος, σιδερωμένος και στεγνός.
Υπάρχει μία ανώδυνη και εύκολη λύση που λέγεται ανάπτυξη;
Όσοι μελετούν την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού θα ξέρουν ότι οι παλιοί ρεμπέτες δεν είχαν σε καμμία υπόληψη τα ελληνικής παραγωγής ελαφρά παραισθησιογόνα (που τα θεωρούσαν σκέτο χώμα) και το μεγάλο τους πάθος ήταν τα προϊόντα εισαγωγής, κυρίως από την Τουρκία, και ειδικότερα από την περιοχή της Προύσας (το πολυτραγουδισμένο «προυσαλιό»). Όταν σχετικά πρόσφατα η ελληνική κοινή γνώμη συνταράχθηκε από τα γεγονότα στα Ζωνιανά, με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι τα ειδικά καπνά της περιοχής θεωρούνται τα καλύτερα της Ευρώπης, είναι ακριβότερα από όλα τα άλλα και τυγχάνουν περιζήτητα στα Coffee shops του Άμστερνταμ Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι στην διάρκεια 70 περίπου χρόνων η ελληνική παραγωγή στον συγκεκριμένο κλάδο κατάφερε θαύματα. Χωρίς καμμία κρατική επιχορήγηση και επιδότηση μπόρεσε να βελτιώσει ποιοτικά το προϊόν της, να ξεπεράσει τον ανταγωνισμό και να κατακτήσει τις ξένες αγορές! Ένα λαμπρό παράδειγμα σωστής αναπτυξιακής πορείας για το οποίο οι Έλληνες μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι! Δυστυχώς όμως, όσο και αν ψάξουν και για άλλα, παρεμφερή, παραδείγματα επιτυχούς ανάπτυξης, στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών, δεν θα βρουν κανένα. Η επιτυχία της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την καινοτομία προϊόντος, την καινοτομία παραγωγής και την αλλαγή επιπέδου ανταγωνιστικότητας, για μία ολόκληρη 70ετία, περιορίσθηκε αποκλειστικά στον κλάδο της λεγόμενης «φούντας».12 Είναι για τον λόγο αυτό που όποιος επίσης παρατήρησε που επένδυαν τα επαναπατριζόμενα κεφάλαιά τους οι Έλληνες εφοπλιστές την περίοδο των μεγάλων κερδών από τους υψηλούς ναύλους, πριν το 2008, θα πρόσεξε πως αυτά κατευθύνονταν οπουδήποτε αλλού θα μπορούσε να φανταστεί κανείς (εκδοτικοί οίκοι, εισαγωγικές εταιρείες, οίκοι μόδας, ακίνητα, νυχτερινά κέντρα, αναψυκτήρια, αλυσίδες κομμωτηρίων κλπ) εκτός από τον παραγωγικό τομέα. Οι συγκεκριμένες επιλογές, όμως, ήταν απολύτως ορθολογικές με καθαρά οικονομικά κριτήρια: εκεί, στον τομέα των υπηρεσιών και της οικοδομής, (δηλαδή εν πολλοίς στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων») βρίσκονταν οι υψηλές αποδόσεις και η επίφαση της σχετικής βεβαιότητας που ζητάει κανείς από μία τοποθέτηση των κεφαλαίων του. Στον τομέα αντίθετα της παραγωγής (δηλαδή στον τομέα των καθαρών «διεθνώς εμπορευσίμων») η Ελλάδα ουδέν το δελεαστικό έχει να παρουσιάσει για τον επίδοξο επενδυτή: πέρα από έναν μικρό θύλακα υγιών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιομηχανίας, που παράγει απλοϊκά προϊόντα με μεθόδους εντάσεως εργασίας, στο πρώτο φύσημα του ανέμου είτε καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, είτε μεταφέρεται βορείως των συνόρων, στις χώρες των φθηνών ημερομισθίων. Εξήντα έτη αναπτυξιακών προσπαθειών δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τίποτε περισσότερο από την δασμοβίωτη και κρατικοδίαιτη καλτσοβιομηχανία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, που ένα μεγάλο μέρος της εξαερώθηκε μετά την δεύτερη πετρελαϊκή κρίση και την είσοδο στην ΕΟΚ, και τον αναιμικό διάδοχό της που και αυτός φυλλορροεί και φθίνει, ιδιαίτερα από την πρόσδεση και εισδοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ (1999-2001) και μετά, όπου η συνεχής ανατίμηση της πραγματικής εξωτερικής ισοτιμίας της νομισματικής μονάδας συνέθλιψε την ανταγωνιστικότητά του.13
Και όμως! Εάν πιστέψουμε τους διώκτες του επικατάρατου Μνημονίου, το αναπτυξιακό θηρίο που κοιμόταν καλά κρυμμένο μέσα στα στήθια του ακάματου και φίλεργου Έλληνα παραγωγού, για τόσες δεκαετίες, τώρα, ξαφνικά, έχει ξυπνήσει! Σαν λιοντάρι που κλεισμένο στο κλουβί προσπαθεί να σπάσει τα σίδερα για να ελευθερωθεί, έτσι και η διάθεση για ανάπτυξη αφυπνίζεται και ζητάει να απαλλάξει την χώρα από την πενία και τις δοκιμασίες της και να της δώσει νέες προοπτικές και ελπίδες! Εξαίφνης, ίσως από κάποιο θαύμα που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η ελληνική οικονομία είναι πλέον έτοιμη να απογειωθεί προς την διαρκή ανάπτυξη Το μόνο που χρειάζεται είναι η απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας από τον κρατικό εναγκαλισμό, αναπτυξιακά μέτρα και σωστός προγραμματισμός εκ μέρους του κράτους, αντισταθμιστικά μέτρα χαμηλού ή μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, αλλαγή του ψυχολογικού κλίματος και διαμόρφωση θετικών προσδοκιών! Μόνο αυτά τα ολίγα, και πολύ συγκεκριμένα, θα αρκούσαν για να βγει η χώρα άμεσα από την κρίση, όπως μας διαβεβαιώνουν, επί καθημερινής βάσεως, εξέχοντες πολιτικοί, διακεκριμένοι δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου καθώς και διαπρεπείς οικονομολόγοι! Αλλά φευ. Το αντιαναπτυξιακό Μνημόνιο δεν το επιτρέπει! Οι εκπρόσωποι του ξένου Διευθυντηρίου, ή γιατί εξυπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα, ή γιατί προέρχονται από καθυστερημένες χώρες και δεν ξέρουν τι θα πει ανάπτυξη, δεν ενδίδουν, πράγμα που καθιστά επιβεβλημένη είτε την αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου (μετριοπαθής εκδοχή), είτε την παντελή απόρριψή του και την αποδέσμευσή της χώρας από αυτό (ριζοσπαστική εκδοχή).
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι απλά πως τα παραπάνω εξωφρενικά αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα άποψη. Ακόμη πιο θλιβερό και ανησυχητικό είναι ότι δεν συναντούν σχεδόν κανέναν αντίλογο, πράγμα που δεν οφείλεται στο γεγονός πως δεν υπάρχουν σοβαροί και συγκροτημένοι άνθρωποι οι οποίοι να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απίστευτης ανοησίας που τα χαρακτηρίζει, αλλά στο ότι, δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί αποφεύγουν να μιλήσουν, προφανώς γιατί φοβούνται τους γνωστούς χαρακτηρισμούς, αλλά και γιατί γνωρίζουν καλά την δύναμη απέναντι στην οποία και οι Θεοί ακόμη ηττώνται. Αυτός όμως είναι και ο ένας από τους δύο βασικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό δυναμισμό: η πνευματική της καχεξία, όπως αποκρυσταλλώνεται όχι μόνο στις κυριαρχούσες παρακρούσεις αλλά και στην θλιβερή λειτουργία και ανεπάρκεια των θεσμών. Διότι, από το 1986 τουλάχιστον, η οικονομική θεωρία έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποιοτική οικονομική ανάπτυξη, που στηρίζεται στην τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία, «δεν πέφτει από τον ουρανό».14 Αντίθετα είναι κάτι που προκύπτει μέσα από την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των θεσμών (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, και του κυριότερου θεσμού απ’ όλους-του κράτους), από την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και από την ποιότητα των ιδεών που κυκλοφορούν στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα (αφού οι αποτελεσματικές ιδέες, διαχεόμενες μέσα από λειτουργικούς θεσμούς προσφέρουν «αύξουσες αποδόσεις» για όλους, άρα και θετικές οικονομικές «εξωτερικότητες»).
Οι πολέμιοι του Μνημονίου, λοιπόν, ισχυρίζονται ότι ξαφνικά το 2010 και το 2011, η ηφαιστειακή αφύπνιση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας καταπνίγεται από τις αντιαναπτυξιακές προβλέψεις του. (Κάτι που ενδεχομένως θα ίσχυε πράγματι εάν το Μνημόνιο αφορούσε άλλη χώρα). Και προτείνουν μία πλειάδα δραστικών αλλά και πρακτικών λύσεων όπως μέτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, πρόσληψη 100.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων κλπ. Η σημαντικότερη όμως πρόταση που ακούγεται είναι η εξής: να πάψει επί τέλους το γραφειοκρατικό και αδηφάγο κράτος να πνίγει την επιχειρηματική πρωτοβουλία ώστε η χώρα να δυνηθεί να εκτοξευθεί, με θυελλώδη και ακατανίκητη πλέον ορμή, προς την ανάπτυξη. Αυτό θα επιτευχθεί όταν σε όλους τους εν δυνάμει επενδυτές, που τώρα επιθυμούν διακαώς να επενδύσουν προκειμένου να επωφεληθούν από τις τεράστιες αναπτυξιακές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα αλλά εμποδίζονται από την γραφειοκρατία, δοθεί η δυνατότητα να λαμβάνουν την σχετική άδεια μέσα σε μία ημέρα, καταβάλλοντας παράβολο πέντε (5) ευρώ. (Γιατί όλοι οι μεγάλοι και σοβαροί, ξένοι κυρίως, κεφαλαιούχοι που έλκονται ακατανίκητα από την ελληνική οικονομία και επιθυμούν να επενδύσουν στην Ελλάδα, από αυτό κυρίως αποτρέπονται: από το ότι χρειάζεται 15 ημέρες για να λάβουν την άδεια της επένδυσης και η όλη διαδικασία χρεώνεται με το υπέρογκο ποσό των 1500 ευρώ!).
Για τους ισχυρισμούς αυτούς των όψιμων λεοντιδέων της ανάπτυξης θα πρέπει να σημειώσει κανείς τα εξής:
-Το ελληνικό κράτος πράγματι είναι καταστροφέας της ανάπτυξης, εδώ και 60 χρόνια. Αυτό όμως δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εδίωκε την ιδιωτική επιχειρηματικότητα αλλά στο γεγονός ότι δημιουργούσε θερμοκηπιακές συνθήκες γι’ αυτήν, με απίστευτους προστατευτικούς μηχανισμούς και απίστευτες μορφές επιδοτήσεων (που αντί για επενδύσεις κατέληγαν συνήθως ή σε λογαριασμούς στην Ελβετία ή ως περιδέραια στους λαιμούς καλλίπυγων τραγουδιστριών). Με αυτόν τον τρόπο όμως, ουσιαστικά, δεν υπήρχε οικονομία της αγοράς στην Ελλάδα αλλά οικονομία σοβιετικού τύπου. Ο δευτερογενής, και όχι μόνο, τομέας στην πραγματικότητα έζησε για 60 χρόνια μέσα σε μία πολύ ακριβή θερμοκοιτίδα. Μία μεγάλη συνεισφορά του κράτους στην ανάπτυξη, συνεπώς, θα ήταν να άφηνε τις εταιρείες να οδηγούνται στην ρευστοποίηση όταν χρεοκοπούν και όχι να τις διατηρεί τεχνητά εν ζωή με τα χρήματα των καταθετών και των φορολογουμένων Μία ακόμη μεγαλύτερη συνεισφορά του θα ήταν να παραιτηθεί από κάθε είδους αναπτυξιακή πολιτική, έτσι τουλάχιστον όπως την εννοούν και την διεκδικούν οι -λεγόμενες- παραγωγικές τάξεις και τα πολιτικά τους φερέφωνα. Η μέγιστη, βεβαίως, θα ήταν αν καταργούσε κάθε «αναπτυξιακό» νόμο και δεν εισήγαγε ποτέ κανέναν άλλο.
-Στην Ελλάδα υπάρχουν γύρω στο ένα εκατομμύριο επιχειρήσεις, από περίπτερα έως μεγάλες βιομηχανίες-αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ. Η γραφειοκρατία δεν εμπόδισε την δημιουργία τους. Γιατί άλλωστε να γινόταν κάτι τέτοιο όταν ο χρόνος και η δαπάνη που απαιτούνται για να αδειοδοτηθεί μία επιχείρηση στην Ελλάδα είναι αντίστοιχα με εκείνα της Γερμανίας; Επίσης υπάρχει μεγάλος αριθμός περιοχών βιομηχανικής ανάπτυξης όπου είναι δυνατόν να επενδύσει κανείς χωρίς να αντιμετωπίζει την παραμικρή επιπλοκή από το Συμβούλιο Επικρατείας, φερ’ ειπείν, ή από τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η παντοειδής οικονομική δραστηριότητα ουδεμία δυσκολία αντιμετωπίζει από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού, όπως αποδεικνύουν οι τεράστιες ποσότητες μονοσθενούς χρωμίου που εμπλουτίζουν τα υδατικά αποθέματα της Αττικοβοιωτίας.15 Συνελόντι ειπείν, ακριβώς λόγω της ακατάπαυστης κρατικής αναπτυξιακής πολιτικής και όχι λόγω της ελλείψεώς της, στην Ελλάδα υπάρχει μία ακραία διόγκωση διεφθαρμένης γραφειοκρατίας καθώς και μία τρομερή δυσπλασία στην παραγωγική δομή όπου, αντί να δημιουργείται, καταστρέφεται αξία συνεχώς και αδιαλείπτως, τόσο με την μορφή κατασπατάλησης οικονομικών πόρων όσο και με την μορφή της κακοποίησης του περιβάλλοντος.
-Η ανάπτυξη δεν προκύπτει από αερολογίες. Είναι συνδυασμός της επάρκειας των κοινωνικών θεσμών και της ταχύτητας και του πλούτου των ανταλλαγών γνώσης και πληροφορίας στο εσωτερικό της κοινωνίας, ανταλλαγών που δημιουργούν το «ανθρώπινο κεφάλαιο».16 Οι αερολογούντες περί «αναπτύξεως» έχουν συμβάλλει τα πλείστα ώστε και στους δύο τομείς η Ελλάδα να μην ανήκει στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η παντελής έλλειψη Κράτους Δικαίου συνδυάζεται πλήρως με μία τραγική κατάσταση σε αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται «τρίγωνο της γνώσεως». Πλην όμως από αυτά τα δύο είναι που προκύπτει η ευημερία των σύγχρονων κοινωνιών. Ειδικά δε για το «τρίγωνο της γνώσεως» (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) η κατάσταση δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Στην έρευνα ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας συναγωνίζονται για το ποιος θα έχει τις χαμηλότερες επενδύσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους. Στην παιδεία τα πανεπιστήμια, με βάση όλους τους δείκτες, ανήκουν αντικειμενικά στον άλλοτε καλούμενο «τρίτο κόσμο», ενώ στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι διεθνείς συγκρίσεις για τις αποδόσεις των μαθητών είναι απογοητευτικές, και αυτό μάλιστα παρά το γεγονός των άφθονων χρηματικών πόρων που διατίθενται. 17 Κατόπιν όλων αυτών, επειδή η έρευνα και η εκπαίδευση συνήθως καταλήγουν στην επιστημονική πρόοδο και στην τεχνολογική (και εμπορική) καινοτομία, δεν είναι καθόλου παράξενο που η μόνη αληθινή καινοτομία που είδε το φώς τον προηγούμενο αιώνα στην ελληνική οικονομία έχει σχέση με τις διαφορετικές ποικιλίες «φούντας».
Η ανάπτυξη δεν αποφασίζεται, δεν διατάζεται και, κυρίως, δεν είναι θέμα οικονομικής συγκυρίας. Είναι προϊόν μίας ενδογενούς δυναμικής της κοινωνίας, η οποία απαιτεί ολόκληρες ιστορικές περιόδους για να επωασθεί διότι συμπεριλαμβάνει την διαμόρφωση κοινωνικών πρακτικών, νοοτροπιών και συμπεριφορών που κατατείνουν στην αξιοπιστία των θεσμών, (η οποία όμως κατοχυρώνεται και επιβεβαιώνεται μόνο σε βάθος χρόνου), καθώς και στην δημιουργία ενός πολιτισμικού και ιδεολογικού περιβάλλοντος όπου η υγιής και έντιμη επιχειρηματικότητα προστατεύεται (και τιμάται) και όπου η παραγωγή γνώσης και ιδεών καλλιεργείται και ενισχύεται προκειμένου στην συνέχεια οι εφαρμογές τους να βελτιώσουν το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας. Φυσικά και πρέπει η ελληνική κοινωνία να αρχίσει άμεσα μία πορεία προς τα εκεί. Ο ισχυρισμός όμως ότι αυτό είναι η εναλλακτική ανώδυνη και ευεργετική για όλους λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα εξ αιτίας της ταυτόχρονης χρεοκοπίας του πλέον παρασιτικού, αντιπαραγωγικού και διεφθαρμένου δημόσιου τομέα του Βόρειου ημισφαιρίου, καθώς και της πλέον τυχάρπαστης, ανερμάτιστης και καιροσκοπικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας της Ευρώπης, είναι μία μεγάλη δημαγωγική αερολογία. Η κρίση είναι αναπόφευκτη και η οδός προς την ανάπτυξη περνάει μέσα από διαδικασίες οδυνηρών ανατροπών και όχι μέσα από τους φαντασιακούς ροδώνες μίας ευημερίας που είναι δήθεν άμεσα προσβάσιμη και διαθέτει δωρεάν απόλαυση για κάθε πονεμένο.18
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον η ανάπτυξη δεν είναι άμεσα εφικτή, και για τον οποίον η ελληνική οικονομία θα είναι καταδικασμένη να πλανάται σε δύσβατες οδούς τα προσεχή έτη ώσπου να τα καταφέρει, είναι περισσότερο τεχνικός. Οι επενδυτές στην οικονομία ενεργούν αντιδρώντας σε σήματα που παίρνουν από την αγορά, η οποία μέσω των τιμών που διαμορφώνει υποδεικνύει με έμμεσο αλλά και με σαφέστατο τρόπο σε ποιους τομείς και κλάδους υπάρχει η προοπτική (του μεγαλύτερου δυνατού) κέρδους. Οι σχετικές τιμές των προϊόντων (και συνεπώς τα ποσοστά κέρδους στην παραγωγή του καθ’ ενός εξ αυτών) είναι ο κυριότερος παράγων που προσδιορίζει το ύψος των επενδύσεων και την δραστηριότητα ανά κλάδο. Όμως, όλοι οι κλάδοι και οι τομείς της οικονομίας δεν συμβάλλουν το ίδιο στην ανάπτυξη και στην ευημερία. Υπάρχουν κλάδοι που χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή παραγωγικότητα και από την δημιουργία σύνθετων αγαθών που ενσωματώνουν μεγάλες ποσότητες εργασίας και φαιάς ουσίας, όσον αφορά την σύλληψη της ιδέας τους και τον σχεδιασμό τους, αλλά υπάρχουν και κλάδοι που δεν έχουν μεγάλη παραγωγικότητα και τα προϊόντα τους είναι χαμηλής αξίας, με την έννοια ότι εύκολα μπορεί να παραχθούν σε οποιαδήποτε χώρα. Για παράδειγμα, ένα προϊόν όπως το iPad δεν προϋποθέτει μόνο μία εταιρεία που έχει υψηλή δημιουργικότητα και παραγωγικότητα στον τομέα των υπολογιστών αλλά και, πίσω από αυτήν, ένα ολόκληρο κοινωνικό δίκτυο παραγωγής γνώσης και τεχνολογικών εφαρμογών της που δεν υπάρχει σε πολλές χώρες. Αντίθετα, ένα άλλο προϊόν όπως η καθαριότητα ενός οικιακού χώρου δεν απαιτεί ιδιαίτερα προχωρημένη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και γι’ αυτό σε οιοδήποτε σημείο του κόσμου μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει εύκολα τις σχετικές υπηρεσίες.
Τι επιπτώσεις όμως μπορεί να έχει στις αναπτυξιακές ροπές μίας οικονομίας το γεγονός ότι οι σχετικές τιμές μεταξύ των δύο αυτών ομάδων προϊόντων είναι τέτοιες ώστε οι μεγαλύτερες προοπτικές κέρδους να προσφέρονται στον τομέα που παράγει απλά αγαθά με διαδικασίες χαμηλής παραγωγικότητας; Προφανώς πολύ αρνητικές, διότι η μακροχρόνια και σταθερή ανάπτυξη απαιτεί κυρίως επενδύσεις στους τομείς υψηλής παραγωγικότητας, η λειτουργία των οποίων καθώς και τα προϊόντα που παράγουν ενσωματώνουν όλο και περισσότερο ιδέες, δηλαδή έρευνα και γνώση. Οι ιδέες, με την μορφή της γνώσης, είναι το μόνο στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας οι ποσότητες του οποίου δεν είναι πεπερασμένες και εξαντλήσιμες αλλά και η μοναδική παραγωγική εισροή της οποίας η αυξανόμενη χρήση δεν έχει φθίνουσες, αλλά αντίθετα αύξουσες, αποδόσεις κλίμακος. Σε μία οικονομία που η δομή των σχετικών τιμών ωθεί το κεφάλαιο να επενδυθεί στον λιγότερο παραγωγικό τομέα δεν θα υπάρχει κανένα ουσιαστικό κίνητρο για αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων, μιας και οι επενδύσεις με υψηλές αποδόσεις δεν βρίσκονται εκεί. Παρεπόμενη συνέπεια λοιπόν είναι πως η διαδικασία δημιουργίας και διάδοσης γνώσης, εφ’ όσον δεν αποτελεί προτεραιότητα και κεντρική ανάγκη της παραγωγικής διαδικασίας, υποβαθμίζεται, ατονεί και παρακμάζει (με αρνητικά αποτελέσματα μεσο-μακροχρόνια όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην ίδια την κοινωνική συνοχή και στην ποιότητα ζωής).
Η Ελλάδα, σήμερα, είναι η χώρα που περισσότερο κάθε άλλης βρίσκεται στην συγκεκριμένη θέση και κατάσταση, και δυστυχώς δεν μπορεί να ξεφύγει πλέον από εκεί. Αιτία είναι η άφρων απόφαση για την συμμετοχή της στην ΟΝΕ αλλά και η ακόμη πιο άφρων οικονομική πολιτική της περιόδου 1999-2009 που την κατέστησε χώρα με ακραία υπερτιμημένο καθεστώς πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών στις εξωτερικές της συναλλαγές. Αυτό διότι η σχέση μεταξύ των δύο ομάδων αγαθών, δηλαδή εκείνων που δεν ενσωματώνουν υψηλά επίπεδα γνώσης στην διαδικασία παραγωγής τους και ως εκ τούτου έχουν ασθενείς αναπτυξιακές επιδράσεις μακροχρόνια (τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα») και εκείνων που αντιθέτως, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, παράγονται με διαδικασίες που πρέπει συνεχώς να ενσωματώνουν τις προόδους της τεχνολογίας και της επιστήμης για να παραμείνουν ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά (τα «διεθνώς εμπορεύσιμα»), καθορίζεται από το επίπεδο της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος της κάθε χώρας. Θεωρώντας ότι επίπεδο ισορροπίας της εξωτερικής αξίας ενός νομίσματος είναι εκείνο στο οποίο το εμπορικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, μία ανατίμηση της ισοτιμίας ωθεί προς την δημιουργία ελλείμματος, ενώ μία υποτίμηση προς την δημιουργία πλεονάσματος. Η ανατίμηση καθιστά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» σχετικά πιο φτηνά (από τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα») και αυτό έχει ένα διπλό αποτέλεσμα: αφ’ ενός η ζήτησή τους αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας, αφ’ ετέρου όμως η παραγωγή τους εκεί τείνει να μειωθεί διότι η χαμηλότερη σχετική τιμή τους περιορίζει και τις αποδόσεις τους για τους παραγωγούς. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης και της μειωμένης εσωτερικής παραγωγής είναι, υπό κανονικές συνθήκες, δημιουργία ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο (και αναλόγων ροπών στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών). Η υποτίμηση του νομίσματος λειτουργεί αντίστροφα: οι σχετικές τιμές μεταβάλλονται προς την αντίθετη κατεύθυνση καθιστώντας πιο ακριβά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα». Αυτό περιορίζει την ζήτησή τους στο εσωτερικό της χώρας αλλά αυξάνει την ροπή για παραγωγή τους διότι προσφέρουν πλέον υψηλότερες αποδόσεις. Εάν συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι η υποτίμηση του νομίσματος τα καθιστά φθηνότερα στην διεθνή αγορά, άρα και πιο ανταγωνιστικά, είναι προφανές γιατί δημιουργείται ώθηση προς την δημιουργία εξωτερικού πλεονάσματος. Μόνο που υπό το καθεστώς της ΟΝΕ, που ισοδυναμεί με ένα σύστημα ανέκκλητα σταθερών ισοτιμιών για τα μέλη της, δεν υπάρχει δυνατότητα ονομαστικής υποτίμησης.
Στις δεδομένες συνθήκες όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει κατανοητό το πως επιδρά η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που προσπαθεί να τονώσει το επίπεδο του εισοδήματος και να ανασχέσει την κάμψη της οικονομίας. (Σε ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών η δημοσιονομική πολιτική θεωρείται ως το καταλληλότερο μέσον για την ενίσχυση του επιπέδου του εισοδήματος, στην κατωφερή φάση του οικονομικού κύκλου, ενώ η νομισματική πολιτική δεν είναι αποτελεσματική, ή απλά δεν υφίσταται σε εθνικό επίπεδο, όπως συμβαίνει στην ΟΝΕ). Η αύξηση της ζήτησης που δημιουργείται τείνει να αυξήσει τις τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» στο εσωτερικό της χώρας, όχι όμως αναγκαστικά και τις τιμές των «διεθνώς εμπορευσίμων»: εάν πρόκειται για μία «μικρή ανοικτή οικονομία», όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση της εκ μέρους της ζήτησης για την κατηγορία εκείνη των προϊόντων που είναι αντικείμενο διεθνών συναλλαγών είναι ανεπαίσθητη, έως μηδενική, στο συνολικό επίπεδο της παγκόσμιας ζήτησης, και ουδόλως αυξάνει τις τιμές τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στο εσωτερικό της «μικρής ανοικτής οικονομίας» ενώ αυξάνει τις απόλυτες τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» αγαθών, που η τιμή τους προσδιορίζεται σε κάθε χώρα ξεχωριστά ανάλογα με τις ιδιαίτερες εσωτερικές της συνθήκες, δεν μπορεί να αυξήσει τις απόλυτες τιμές των «διεθνώς εμπορευσίμων», που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεπώς, η αλλαγή των σχετικών τιμών προς όφελος των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» οδηγεί την δημοσιονομική πολιτική να λειτουργεί ως μία οιονεί ανατίμηση του νομίσματος. Εάν πρόκειται για μία χώρα με διογκωμένο τομέα παραγωγής «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» και με υψηλή ροπή για εισαγωγές, (όπως η Ελλάδα), το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής επέκτασης αντί να είναι αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, καταλήγει να είναι μείωσή τους και αύξηση του εμπορικού ελλείμματος. Εξ ίσου άσχημα, ή ακόμη χειρότερα, είναι όμως τα πράγματα εάν ιδωθούν όχι από βραχυχρόνια «κυκλική» οπτική, αλλά από μακροχρόνια «αναπτυξιακή»: η σταθεροποίηση ενός συστήματος σχετικών τιμών που περιορίζει αντικειμενικά την κερδοφορία του μη-προστατευόμενου αλλά παραγωγικού τομέα, υπονομεύει σοβαρά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Για να πετύχει τους στόχους της, κατά συνέπεια, η αντι-κυκλική οικονομική πολιτική, σε μία «μικρή ανοικτή οικονομία», παράλληλα με την δημοσιονομική επέκταση απαιτείται τουλάχιστον και μία εφ άπαξ υποτίμηση του νομίσματος, κάτι που στις συνθήκες του συστήματος Bretton Woods ήταν οριακά και υπό προϋποθέσεις εφικτό (σε συνθήκες μεγάλης κρίσης), πλην όμως στις συνθήκες της ΟΝΕ είναι παντελώς αδύνατο.
Με την εισδοχή της στην ΟΝΕ και την πορεία της εν μέσω αυτής η Ελλάδα διέπραξε μία σειρά σοβαρών λαθών. Το πρώτο, και μεγαλύτερο, ήταν πως η συμμετοχή της στην ζώνη του ευρώ σήμαινε την υιοθέτηση μίας νομισματικής μονάδας η οποία όχι μόνο ήταν υπερτιμημένη εξ αντικειμένου, εφ’ όσον η Ελλάδα με βάση την «κλειδωμένη» ισοτιμία δραχμής-ευρώ παρουσίαζε ήδη εξ αρχής σοβαρό έλλειμμα των εξωτερικών ισοζυγίων της (το 2000 ήταν -9,5 το εμπορικό και -11,2 των τρεχουσών συναλλαγών) αλλά και η οποία την ανάγκαζε να εσωτερικεύσει ανέκκλητα σχετικές τιμές μεταξύ των «διεθνώς εμπορευσίμων» και «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» που δεν ανταποκρινόντουσαν στο επίπεδο παραγωγικότητας της δικής της οικονομίας αλλά στο υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της λοιπής ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα τούτου εμπεδώθηκε η υψηλή ζήτηση για κατανάλωση «διεθνώς εμπορευσίμων» αλλά και η χαμηλή ροπή για εγχώρια παραγωγή τους, εφ’ όσον δεν προσέφεραν αξιόλογα περιθώρια κέρδους. Απεναντίας τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» έχοντας καταστεί πιο ακριβά είχαν γίνει ταυτόχρονα και πιο αποδοτικά, έλκοντας την παραγωγική δραστηριότητα προς την κατεύθυνσή τους. Το στοιχείο αυτό, όμως, δεν θα αρκούσε από μόνο του για να δημιουργήσει πρόβλημα και η μετακίνηση παραγωγικών πόρων προς τα εκεί θα είχε σύντομα ατονήσει διότι, εκτός της προσφοράς, σημασία έχει και η ζήτηση η οποία με δεδομένη την υψηλή σχετική τιμή των προϊόντων του κλάδου θα έτεινε να μειωθεί. Εδώ όμως ήρθε το δεύτερο σοβαρό λάθος οικονομικής πολιτικής: ενώ ο περιορισμός των δομικών δυσκολιών που δημιουργούσε στην ελληνική οικονομία η συμμετοχή στην ΟΝΕ ήταν εν μέρει εφικτός με μία συγκρατημένη δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική (ελληνιστί: λιτότητα), εκείνο που συνέβη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Με μία ακραία ανεύθυνη -αλλά και κακόβουλη καθ’ ότι εν πολλοίς κρυφή- προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό τροφοδοτήθηκε μία σειρά τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων που υπερθέρμαναν την ελληνική οικονομία εκτοξεύοντας την ζήτηση και για «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» στα ύψη, δημιουργώντας μία απίστευτη «φούσκα» στους κλάδους του εμπορίου, της οικοδομής και των υπηρεσιών, ενώ την ίδια στιγμή το εμπορικό ισοζύγιο κατέρρεε. Παράλληλα, ο ιδιωτικός τομέας ακολουθούσε μία αντίστοιχη πορεία υπερχρέωσης, εφ’ όσον η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ήταν ιδιαίτερα επεκτατική για την ελληνική οικονομική συγκυρία λόγω των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων στο μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου, χωρίς όμως να υπάρξει προσπάθεια από την πλευρά των κυβερνήσεων και της Τράπεζας της Ελλάδας να ελεγχθεί η πιστωτική επέκταση.
Τα δύο αυτά στοιχεία, η δημοσιονομική και πιστωτική «χαλαρότητα», με την υπερβάλλουσα ζήτηση που δημιούργησαν ανέτρεψαν και την τελευταία ελπίδα για κάποια ισορροπία στην ελληνική οικονομία που θα ήταν δυνατόν να προκύψει από το γεγονός ότι οι υψηλές σχετικές τιμές για τα «διεθνώς μη-εμπορεύσιμα» θα μπορούσαν να περιορίσουν την ζήτησή τους και συνεπώς και τον αντιαναπτυξιακό προσανατολισμό των παραγωγικών συντελεστών προς τον κλάδο τους. Όμως αυτό το ενδεχόμενο εκμηδενίσθηκε από την πλημμύρα κρατικής δαπάνης και πιστωτικής επέκτασης που τα κατέστησαν περιζήτητα. Και σαν κορωνίδα όλων αυτών, φυσικά, ήρθε και η εισοδηματική πολιτική για να δώσει την χαριστική βολή σε κάθε αναπτυξιακή ροπή: προσπαθώντας να συλλάβει τον πληθωρισμό που δημιουργούσε η εκρηκτική άνοδος των τιμών στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» παραχωρούσε συνεχώς αυξήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τόσο την βελτίωση της παραγωγικότητας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», όσο και τις αντίστοιχες αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων στις υπόλοιπες χώρες της ΟΝΕ. Αποτέλεσμα ήταν η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία, ας υπενθυμισθεί, δεν χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους δυναμισμό που θα μπορούσε μέσα από την έρευνα και την τεχνολογία να προωθεί αυτόνομα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, ανεξαρτήτως της τιμής του παραγωγικού συντελεστή εργασία.
Κατόπιν όλων αυτών η χώρα κατέληξε στην γνωστή οιονεί χρεοκοπία της, η οποία απεσβέσθη, ή αναβλήθηκε, μόνο χάρις στην εξωτερική συνδρομή και στην εφαρμογή του (επικατάρατου για κάποιους) Μνημονίου. Εκείνο πάντως που δεν γίνεται κατανοητό από την κυριαρχούσα δημοκοπική αντίληψη (περί «ύφεσης» και «ανάπτυξης») είναι το εξής απλό: η έξοδος από την παρούσα κατάσταση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί όσο συνεχίζει να υπάρχει η ίδια δομή σχετικών τιμών στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. Σε μία χώρα που γνωρίζει κάμψη του ΑΕΠ κατά 5%, και που υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες νεόδμητα ακίνητα απούλητα, είναι παράλογο ένα διαμέρισμα, για παράδειγμα, στο Αιγάλεω να στοιχίζει περίπου όσο ένα ίδιου εμβαδού στο κέντρο του Βερολίνου. Όπως επίσης είναι παράλογο σε μία οικονομία που βρίσκεται σε χρεοκοπία να συνεχίζουν να υπάρχουν περισσότερα εμπορικά καταστήματα ανά κάτοικο απ’ ότι σε οιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Αυτά είναι καταστάσεις που προέρχονται από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν της αλόγιστης κρατικο-ελλειμματικής και πιστωτικής διόγκωσης της κατανάλωσης, η οποία επέτρεπε την υψηλή, και απολύτως αντιαναπτυξιακή, προσοδοφορία στον τομέα των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» μέσω των υψηλών σχετικών και απόλυτων τιμών τους που δημιουργούσαν. Για να επανέλθει όμως η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης οι παραγωγικοί πόροι θα πρέπει να μεταφερθούν από τις χρήσεις της χαμηλής στις χρήσεις της υψηλής παραγωγικότητας και οι τομείς των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» να ισορροπήσουν εκ νέου σε ένα άλλο επίπεδο, με τελείως διαφορετικές αναλογίες, σε μία νέα σύνθεση του προϊόντος της εθνικής οικονομίας. Μόνο που αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει ούτε αυτόματα, ούτε ανώδυνα. Απαιτείται, δυστυχώς, εκείνη η διαδικασία με την οποία η οικονομία της αγοράς προχωράει μπροστά και αναπτύσσεται, δηλαδή μία μορφή της διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής», και αυτό σημαίνει ότι η αυριανή ανάπτυξη στηρίζεται μοιραία στην σημερινή δυσπραγία και πτώχευση όλων εκείνων που δεν είναι σε θέση πλέον να ικανοποιήσουν τις διαφοροποιούμενες και διαφοροποιημένες ανάγκες της οικονομίας.19
Η αλλαγή της δομής των σχετικών τιμών περιλαμβάνει και την τιμή ενός πολύ σημαντικού, αλλά και ευαίσθητου, παραγωγικού συντελεστή οι εξελίξεις του οποίου επηρεάζουν όχι μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική: της εργασίας. Η προσαρμογή της τιμής της στα επίπεδα που υπαγορεύει η οικονομική πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε εφικτή ή εύκολη από κοινωνικο-πολιτική άποψη, αποτελεί, όμως, την πιο σημαντική από τις παραμέτρους που θεωρούνται αναγκαίες (χωρίς βεβαίως να είναι και ικανή από μόνη της) για την δημιουργία συνθηκών αναπτυξιακής δυναμικής, κάτι που συναρτάται και με τους δύο τομείς της οικονομίας, και εκείνον των «εμπορευσίμων» και εκείνον των «μη-εμπορευσίμων». Για τον πρώτο τομέα ο λόγος είναι προφανής: εάν η εργασία αμείβεται περισσότερο από την παραγωγικότητά της το αποτέλεσμα είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, και εκεί μπορεί να βρει κανείς μία από τις δύο βασικές αιτίες της κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1999-2008. (Από την άλλη πλευρά, πάλι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ένας από τους βασικούς λόγους στους οποίους αποδίδεται η, εν μέσω βαθειάς κρίσης, σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών στην παρούσα περίοδο είναι οι αλλαγές που έλαβαν χώρα πρόσφατα στην αγορά εργασίας καθιστώντας την πιο «ευέλικτη»). Για τον δεύτερο τομέα, αυτόν των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων», η τιμή της εργασίας έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Δεδομένου ότι οι παραγωγική διαδικασία εκεί είναι περισσότερο «εντάσεως εργασίας», αλλά και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κριτήριο διεθνούς ανταγωνιστικότητας (αλλά μόνο εγχώριας) η τιμή της εργασίας καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την συνολική τιμή των προϊόντων του τομέα (από την πλευρά της προσφοράς) και κατά συνέπεια και το απόλυτο όπως και το σχετικό επίπεδο τιμών (δηλαδή τον πληθωρισμό). Εάν αυτή η πίεση στο επίπεδο τιμών από την πλευρά της προσφοράς συμπληρώνεται και από ισχυρή -ή υπερβάλλουσα- έλξη από την πλευρά της ζήτησης, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα στην περίοδο 1999-2008, αποτέλεσμα είναι ένας ενδημικός πληθωρισμός, δηλαδή ένα επίπεδο τιμών που δεν ευνοεί την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εφ’ όσον, πέραν όλων των άλλων, τα προϊόντα του τομέα των «μη-εμπορευσίμων» είναι σε μεγάλο βαθμό εισροές για την παραγωγή των προϊόντων στον τομέα των «εμπορευσίμων». Με πιο απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι η θεωρούμενη ως φιλολαϊκή πρακτική της αύξησης των μισθών και ημερομισθίων με πολιτικά κριτήρια, ερήμην των δεδομένων της οικονομικής πραγματικότητας, μεσο-μακροπρόθεσμα καταλήγει εις βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα στην Ελλάδα όπου την «γενναιοδωρία» (δηλαδή πολιτική ανευθυνότητα) ως προς την παροχή αυξήσεων της προηγούμενης περιόδου, ακολούθησε, απολύτως φυσιολογικά, η σημερινή υψηλή ανεργία, η μείωση των μέσων αποδοχών και οι ζοφερές προοπτικές για το μέλλον.
Στον αντίποδα της ελληνικής βρίσκεται η περίπτωση της Γερμανίας. Είναι γνωστό ότι από το 1995 η χώρα αυτή εφάρμοσε μία περιοριστική εισοδηματική πολιτική σύμφωνα με την οποία οι αυξήσεις στους μισθούς και τα ημερομίσθια είτε ακολουθούσαν αυστηρά την παραγωγικότητα του κλάδου τους ή ακόμη και υπολείπονταν από αυτήν. Αποτέλεσμα ήταν η γνωστή εκτόξευση της ανταγωνιστικότητας των («διεθνώς εμπορευσίμων») γερμανικών προϊόντων και το δεύτερο «γερμανικό οικονομικό θαύμα».20 Εκείνο όμως που είναι σημαντικότερο, χωρίς να έχει γίνει ιδιαίτερα εμφανές και γνωστό, είναι το γεγονός πως αυτή η πορεία στηρίχθηκε σε ένα πολύ χαμηλό απόλυτο επίπεδο εσωτερικών τιμών, και φυσικά στον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, εξ αιτίας της επιδράσεως που η περιοριστική πολιτική είχε στις τιμές των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων». Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς ότι ακόμη και σήμερα η γερμανική οικονομία, που βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, έχει πολύ χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού από τις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι αυτές διέρχονται περίοδο κάμψης ή ύφεσης. Δεν πρόκειται όμως μόνο για τον πληθωρισμό. Η διατήρηση του επιπέδου των τιμών των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» σε χαμηλά απόλυτα επίπεδα στην Γερμανία, (σε ορισμένους κλάδους χαμηλότερα και από την Ελλάδα) βρίσκεται στην πραγματικότητα στην βάση ενός «ενάρετου κύκλου» της γερμανικής οικονομίας, αφού είναι αυτή που επέτρεψε την χωρίς ιδιαίτερους κοινωνικο-πολιτικούς κραδασμούς, συγκράτηση των μισθολογικών δαπανών και στους τομείς των «διεθνώς εμπορευσίμων», εφ’ όσον η αγοραστική δύναμη των μισθών στο εσωτερικό της χώρας παρέμενε ισχυρή.21
Η γερμανική περίπτωση αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα «εσωτερικής υποτίμησης». Η εξωτερική υποτίμηση είναι βέβαια πιο εύκολη, πιο γρήγορη και πολύ περισσότερο αποτελεσματική. Η Γερμανία όμως, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της ενοποίησής της, δεν είχε περιθώρια για κάτι τέτοιο εφ’ όσον ήταν μέλος μίας νομισματικής ένωσης. Επεχείρησε λοιπόν, και πέτυχε, το δυσκολότερο και πιο σύνθετο εγχείρημα της «εσωτερικής υποτίμησης», καταφέρνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό να εξαγάγει τις υφεσιακές πιέσεις και την ανεργία της στους υπόλοιπους εταίρους της ΟΝΕ-κυρίως στους πέντε PIIGS, αλλά όχι μόνο.22 Η πορεία που ακολούθησε η Ελλάδα από την στιγμή της εισόδου της στην ΟΝΕ ήταν η ακριβώς αντίθετη. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εσωτερική ανατίμηση» και είχε ως αποτέλεσμα να εισαγάγει αυτή σταδιακά, και να υποστεί, πιθανόν για μία μακρά ιστορική περίοδο, την κάμψη στην ανάπτυξη, την ανεργία και την κοινωνική δυσπραγία και αποσύνθεση που άλλοι, πιο νουνεχείς, εταίροι «εξήγαγαν» μέσω μίας περισσότερο σώφρονος οικονομικής πολιτικής. Τώρα πλέον η «εσωτερική υποτίμηση», που θα διορθώσει αναγκαστικά τα ημαρτημένα του παρελθόντος στην Ελλάδα είναι και αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη. Αναπόφευκτη διότι ακόμη και αν δεν υλοποιηθεί ως προϊόν της οικονομικής πολιτικής, θα επέλθει ως προϊόν χρεοκοπίας. Αναγκαία διότι, εφ’ όσον η χώρα διέπραξε το τραγικό σφάλμα να συμμετάσχει στην ΟΝΕ, τώρα είναι αναγκασμένη να παραμείνει σε αυτήν, Η αποχώρησή της στις παρούσες συνθήκες τεχνικής χρεοκοπίας θα είχε διαστάσεις εθνικής τραγωδίας. Θα είναι εφικτή μόνο σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον, και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως θα έχει πλήρως ανατάξει την οικονομία της. Αυτό όμως σημαίνει ότι παραμένοντας στην ΟΝΕ, η μόνη δυνατότητα διεξόδου που διαθέτει από την σημερινή της καθίζηση είναι η αναδιάρθρωση του συστήματος των σχετικών τιμών στο εσωτερικό της, κάτι που δεν απαιτείται μόνο για τις ομάδες προϊόντων αλλά και για τους παραγωγικούς συντελεστές. Και δυστυχώς, όσον αφορά το κεφάλαιο, την επιχειρηματικότητα και την έγγεια ιδιοκτησία κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί, παρά μόνο μέσα από έντονες αναταράξεις, δηλαδή από την εκκαθάριση των μη βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων (με πτωχεύσεις και ρευστοποιήσεις). Όσον αφορά την εργασία μπορεί να συμβεί είτε με ομαλό και επιτυχή τρόπο (κατά το παράδειγμα της Γερμανίας) εάν γίνει κατανοητή η αναγκαιότητά της, είτε ως παραπροϊόν της συνολικής πτώχευσης που θα προκαλέσουν οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι λεγόμενοι «ταξικοί αγώνες», στην περίπτωση που η κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζει να ζει σε συνθήκες πλαναισθησίας.
Η επίκληση της «ανάπτυξης» ως λύσης στην σημερινή βαθειά κρίση της ελληνικής οικονομίας στερείται, συνεπώς, κάθε λογικής θεμελίωσης δεδομένου ότι η ανάπτυξη αντί να αποτελεί μέσον άμεσης εξόδου από την κρίση είναι στην πραγματικότητα το επιζητούμενο και ευκταίο αποτέλεσμά της, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η κρίση μετά την αναπόφευκτη, αλλά και απαραίτητη, καταστροφική της φάση θα ολοκληρώσει την πορεία της δημιουργικά, διαμορφώνοντας τις νέες εκείνες ισορροπίες οι οποίες απαιτούνται για να τροφοδοτηθεί αναπτυξιακή δυναμική. Ως εκ τούτου η στάση όσων απέναντι σε κάθε συγκεκριμένη, επώδυνη, αλλά και αναγκαία, κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή, αντιτάσσουν την δημαγωγικά εύκολη κενολογία μίας για τους πάντες επωφελούς και εύκολης ανάπτυξης, είναι επιβλαβής καθ’ ότι επιβραδυντική, υπονομευτική και αποπροσανατολιστική της όλης προσπάθειας. Η ανάπτυξη δεν σαλπίζεται από κάποιον οικονομικό ή και πολιτικό στρατάρχη, δεν αποφασίζεται από το κράτος και δεν επιτυγχάνεται με την νεκρανάσταση πρακτικών και νοοτροπιών που οδήγησαν σε μία από τις πλέον επαίσχυντες χρεοκοπίες διεθνώς. Οι προϋποθέσεις της μπορεί να δημιουργηθούν μόνο εφ’ όσον ολοκληρωθεί ομαλά η αλλαγή της δομής των σχετικών τιμών στην ελληνική οικονομία (μέσω και της «εσωτερικής υποτίμησης») και εφ’ όσον πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αλλαγές ώστε οι θεσμικές λειτουργίες, (συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης), μαζί με την ανάδειξη μίας νέας επιχειρηματικότητας, να διαμορφώσουν συνθήκες «ενδογενούς» δυναμικής και να προωθήσουν μετασχηματισμούς προς μία μορφή παραγωγικής μεγέθυνσης η οποία θα δημιουργεί περισσότερη κοινωνική αξία απ’ ότι θα καταναλώνει-και, συνεπώς, περισσότερη ευημερία και ποιότητα ζωής. (Το αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβαινε τα εξήντα τελευταία χρόνια όπου οι άφθονοι πόροι που τέθηκαν στην διάθεση της ελληνικής οικονομίας, εξ αιτίας διάφορων ευνοϊκών συγκυριών, κατασπαταλήθηκαν σε μία ατέρμονη διαδικασία πολιτικής διανομής τους, κυρίως ως λεία της εκάστοτε δεσπόζουσας κοινωνικο-πολιτικής ομάδας). Το επικατάρατο Μνημόνιο ίσως να μην είναι το απαύγασμα της οικονομολογικής σοφίας, πλην όμως βρίσκεται σε σωστή γενικά κατεύθυνση επιχειρώντας, υπό εξαιρετικά δυσμενείς όρους, να διευκολύνει αυτή την διαδικασία ανατροπής και ανασύνθεσης που χρειάζεται επειγόντως η ελληνική οικονομία. Εάν το όλο εγχείρημα αποτύχει δεν θα ευθύνονται φυσικά οι προβλέψεις του αλλά όσοι, ένθεν και ένθεν, θεωρούν ότι μπορείς να πέσεις στην θάλασσα χωρίς να βραχείς.
Κοινωνιολογικό επίμετρο.
Τα πράγματα πάνω στο υπερωκεάνιο δεν πάνε πολύ καλά. Η πρόσκρουση στο παγωμένο νερό από ψηλά και η παραμονή του για πολλή ώρα μέσα σε αυτό έχουν φέρει το παλικάρι σε άσχημη κατάσταση. Το κρυοπάγημα στο ένα του πόδι εξελίσσεται σε γάγγραινα δημιουργώντας θανάσιμο κίνδυνο για την ζωή του, και ο γιατρός του πλοίου αναγκάζεται να το ακρωτηριάσει. Αυτή είναι μία σωτήρια ενέργεια που τελικά σώζει την ζωή του λεβέντη, αλλά μετά τους ναυαγοσώστες ούτε και για τον γιατρό θα περισσέψει λίγο ευγνωμοσύνη: οι κατάρες της μανούλας θα πέσουν και πάνω σε αυτόν, γιατί θεωρεί ότι με δολιότητα και μοχθηρία σακάτεψε τον λεβέντη της, πού τον ζήλευε βαθειά για όλα όσα τον καθιστούσαν ξεχωριστό.
Στην ιστορία του υπερωκεάνιου όμως έχουμε δύο οπτικές γωνίες και δύο «κατά σύμβασιν» αλήθειες. Πρώτη από αυτές είναι εκείνη της μανούλας του αλαφροΐσκιωτου παλικαριού και όλων των ακολούθων του. ¨Όταν πια βρίσκονται στο λιμάνι είναι βαθειά πεπεισμένοι ότι αυτό που συνέβη ήταν μία αδίστακτη συνωμοσία εις βάρος του λεβέντη τους. Κάποιοι τον μάτιασαν, ή κάτι ανάλογο, για να πέσει στην παγωμένη θάλασσα και μετά, δήθεν ψυχόπονα, να τον ανασύρουν βρεγμένο, παγωμένο και με σκισμένο το καλό του πουκάμισο για να τον παραδώσουν σε κατάσταση υποθερμίας στον αδίστακτο δήμιο που τον κατακρεούργησε, ώστε να μην κινδυνεύουν πλέον από το κάλλος του και την γοητεία του αυτοί, οι ύπουλοι και φθονεροί αντεραστές του, ή τέλος πάντων, οι πάσης φύσεως ανταγωνιστές του σε όποιον κλάδο θα επιθυμούσε να πρωταγωνιστήσει και να λάμψει.
Δεύτερη ερμηνεία, σε διαφορετική κατεύθυνση, είναι εκείνη των υπόλοιπων επιβατών και του πληρώματος του πλοίου. Αισθάνονται βαθειά λύπη όχι μόνο για την σωματική αλλά και για την πνευματική αναπηρία του δυστυχούς, που περπατούσε στην κουπαστή γιατί νόμιζε ότι θα εντυπωσιάσει τις νεαρές, που έβριζε τους ναυαγοσώστες που τον μάζεψαν από την θάλασσα, που ορκιζόταν να εκδικηθεί τον γιατρό που του έσωσε την ζωή. Λυπούνται γιατί σκέπτονται ότι με την έλλειψη ψυχικής ευστάθειας που χαρακτηρίζει τόσο τον ίδιο όσο και εκείνους που τον περιτριγυρίζουν το πιθανότερο είναι πως η συμφορά που τον βρήκε δεν θα είναι η τελευταία.
Ανάλογες είναι και οι δύο απόψεις που υπάρχουν για την παρούσα κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Μια πλειοψηφούσα μερίδα των Ελλήνων βλέπει τα πράγματα κάπως σαν την μανούλα του παλικαριού. Σκοτεινές ξένες δυνάμεις που έχουν εξυφάνει σατανικά σχέδια οδήγησαν την Ελλάδα σε χρεοκοπία, μετατρέποντάς την έτσι σε πειραματόζωο για την επιβολή μίας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων στην οποία θα κυριαρχούν ολοκληρωτικά, συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες που ελέγχουν το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η επιβολή του Μνημονίου ισοδυναμεί με ξένη κατοχή και έχει ως σκοπό να οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση και στην υπανάπτυξη ώστε τα ξένα μονοπώλια να μπορέσουν να εξαγοράσουν έναντι πινακίου φακής το πολύτιμο παραγωγικό της δυναμικό και να την μετατρέψουν σε μία υποτελή χώρα-δορυφόρο, ανάλογη των αποικιών του 19ου αιώνα. Η υπερχρέωση της χώρας οφείλεται στην αδίστακτη λεηλασία της από τους πολιτικούς που εξαπατούσαν επί δεκαετίες τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο λαό. Πλην όμως, δεν είναι όλα χαμένα. Η σωτηρία θα έρθει από την δυναμική εκείνη πολιτική στάση που θα επιβάλει στους ξένους την αναθεώρηση του Μνημονίου και θα προωθήσει πολιτικές εξόδου από την ύφεση οι οποίες θα δρομολογήσουν δυναμικά την ανάπτυξη, κυρίως με μέτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, με τον εκμηδενισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος εντός εξαμήνου και με άμεση εφαρμογή καθ’ άπασαν την επκράτειαν του κανόνος «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και ασθενής». Ή, πάλι, θα έρθει από την πλήρη απόρριψη του Μνημονίου, την κήρυξη στάσης πληρωμών, την έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ και την επιβολή μίας πολιτικής για αυτοδύναμη ανάπτυξη με πρώτο μέτρο την πρόσληψη 800.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων για να εξαλειφθεί παντελώς η ανεργία, δεύτερο την επανακρατικοποίηση της Ολυμπιακής και τρίτο την κατάργηση του εισιτηρίου στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας.
Την δεύτερη άποψη για την ελληνική κρίση, η οποία είναι ανάλογη εκείνης της πλειοψηφίας των επιβατών και του πληρώματος του πλοίου, την υιοθετεί μία μικρή μειοψηφία εντός των ελληνικών συνόρων, και σύμπασα η ανθρωπότητα έξω από αυτά.23 Η εν λόγω άποψη θεωρεί πως την αποκλειστική ευθύνη για την χρεοκοπία φέρει η ίδια η ελληνική κοινωνία γιατί όχι μόνο κανείς ξένος δεν την πίεσε ή την ανάγκασε να δανεισθεί ανεξέλεγκτα, αλλά αντιθέτως οι ξένοι την καλούσαν επί σταθεράς βάσεως και μονότονα, για δεκαετίες ολόκληρες, να διορθώσει τα δημόσια οικονομικά της, πράγμα που αυτή απέφευγε επιμελώς μετερχόμενη χιλιάδες κουτοπόνηρα στρατηγήματα για να τους παραπλανήσει. Θεωρεί επίσης πως ο ισχυρισμός ότι υπεύθυνοι για την χρεοκοπία δεν είναι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή ο ελληνικός λαός αλλά μόνο ο πολιτικός κόσμος, είναι ένας τελείως υποκριτικός ισχυρισμός διότι από το 1974 και μετά κανείς -μα κανείς- στην Ελλάδα δεν αυτοχρίσθηκε πρωθυπουργός, υπουργός ή βουλευτής, αλλά άπαντες εξελέγησαν (και -συνήθως- επανεξελέγησαν) μέσω εκλογών στις οποίες μάλιστα συμμετείχαν αποκλειστικά οι ενήλικες. Μεσουράνησαν δε και διακρίθηκαν μόνο όσοι έπεισαν πως είναι σε θέση να δρομολογήσουν με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία ένα καλύτερο μέλλον για τον ελληνικό λαό, χωρίς αυτός να καταπονηθεί και να κοπιάσει ιδιαίτερα. Αντίθετα οι ελάχιστοι εκείνοι μυστήριοι τύποι που θέλησαν να κρούσουν κάποιο κώδωνα κινδύνου, ή να υπενθυμίσουν το, στιγματισμένο ως νεοφιλελεύθερο και γι’ αυτό απορριπτέο, ρητό πως «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα», ως επί το πλείστον εξαφανίσθηκαν τάχιστα από το πολιτικό στερέωμα, χωρίς να ξανακούσει ποτέ κανείς γι’ αυτούς.
Και σαν ποια από τις δύο διαμετρικά αντίθετες αυτές απόψεις, άραγε, να είναι η σωστή; Στην περίπτωση του λεβέντη και της μανούλας του αυτό μπορεί να συναχθεί με έμμεσο τρόπο: ο καθένας καταλαβαίνει ότι εάν δεν συμφιλιωθούν, το συντομότερο δυνατόν, με τους κανόνες της λογικής, της φυσικής και της κοινωνικής συμβίωσης, το πιθανότερο είναι πως δεν θα πάνε πολύ μακριά και αυτό που ξεκίνησε σαν κωμωδία και συνεχίσθηκε σαν δράμα θα τελειώσει σαν τραγωδία. Ακριβώς ίδια είναι και η περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας: εάν δεν συνέλθει ταχέως από την τεράστια πλαναισθησία και εάν δεν απολακτίσει την φενακιστική φρεναπάτη πως οι κανόνες της οικονομίας (και της αριθμητικής) ισχύουν για όλους τους άλλους αλλά όχι γι’ αυτήν, η καταστροφή την παραμονεύει. Για να λογικευθεί, όμως, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την βασική αλήθεια την οποία προσπαθεί να απωθήσει με ψυχικούς αυτοματισμούς που προσιδιάζουν μόνο στην προ-εφηβική ηλικία, την αλήθεια, δηλαδή, ότι για την κρίση δεν ευθύνονται οι ξένοι, οι ιουδαιο-προτεστάντες, οι χρυσοκάνθαροι της ολιγαρχίας ή κάποιοι ανάξιοι πολιτικοί. Ευθύνεται πλήρως η ίδια η κοινωνία, και τα άτομα που την συνθέτουν, γιατί λειτουργούν και σκέπτονται με έναν αρχαϊκό και αγελαίο τρόπο, με την νοοτροπία του απελεύθερου και του ετερόφωτου. Και αν δεν αλλάξουν, η συλλογική τους πορεία θα παραμείνει καθοδική.
Ο ψυχικός μηχανισμός εκβολής από την συλλογική συνείδηση της ενοχής για την ευθύνη της κρίσης, μαρτυρείται από την σχεδόν ψυχωτική εμμονή και πίστη ότι η παρούσα χρεοκοπία είναι αποτέλεσμα του απλού γεγονότος ότι οι «πολιτικοί έκλεψαν». Πράγμα φυσικά που δεν είναι ψέμα διότι όπως όλοι γνωρίζουμε έκλεψαν και οι μέν, έκλεψαν -ακόμη περισσότερα- και οι δε. Πλην όμως η πεποίθηση πως αυτό αρκεί για να ερμηνεύσει την διάλυση της χώρας είναι παντελώς λανθασμένη διότι προσκρούει στα αντικειμενικά δεδομένα. Με όποιους υπολογισμούς και αν προσπαθήσει κανείς να συλλάβει το μέγεθος της διασπάθισης και της λεηλασίας του «πολιτικού χρήματος» την τελευταία τριακονταετία, δεν είναι σε θέση να φθάσει σε ένα αριθμό που ξεπερνάει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά για να διευκολυνθεί ο συλλογισμός αυτός ας πούμε ότι είναι 20 ή ακόμη και 30 δισεκατομμύρια. Ίσως δε και 40, για να μην κάνουμε τσιγγουνιές. Και πάλι το εν λόγω ποσό δεν λέει τίποτα. Το δημόσιο χρωστάει 340 δισεκατομμύρια ευρώ, που μπορεί να είναι και 400, ενώ το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος της χώρας φθάνει τα 450 δισεκατομμύρια, και αν τα είχαν κλέψει κάποιοι δεν θα υπήρχε στον κόσμο τράπεζα για να τα κρύψουν. (Θα τους ξέραμε άλλωστε γιατί θα ήταν διεθνώς γνωστοί: με τόσα λεφτά θα είχαν προσλάβει τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς και την Πάρις Χίλτον για να τους σφουγγαρίζουν τις σκάλες).
Ο ισχυρισμός ότι ένα τόσο μεγάλο ποσό «εκλάπη» από τόσο λίγους είναι μία τερατολογία, που προσπαθεί να συσκοτίσει ένα πολύ πιο σύνθετο, και ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό, φαινόμενο Διότι η πραγματικότητα είναι πως στην ψιμυθιωμένη αλλά δυσμορφική κοινωνία μας μία πλειοψηφική ομάδα του πληθυσμού λειτουργούσε και λειτουργεί με βάση μία προ-νεωτερική αντίληψη «τιμαριωτικής» προσόδου, η οποία δεν έχει κοινά σημεία με την κυριαρχούσα στον υπόλοιπο κόσμο αντίληψη για την κεφαλαιοκρατική οικονομία της αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν την τελευταία, η συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή κοινωνικού προϊόντος καθορίζει και την διανομή του, με την έννοια πως όποιος δημιουργεί νέο πλούτο λαμβάνει και το μερίδιο που του αναλογεί. Αντίθετα, η ελληνική κοινή συνείδηση πιστεύει βαθειά, (και όχι εντελώς αβάσιμα εφ’ όσον η πίστη αυτοεπιβεβαιώνεται και καθίσταται κοινωνική πραγματικότητα) ότι ο διαθέσιμος όγκος του κοινωνικού προϊόντος είναι διαχρονικά στάσιμος και η νομή του ορίζεται κυρίως με κριτήριο την πρόσβαση ενός εκάστου στην πολιτική εξουσία. Επίσης, με το ίδιο πνεύμα, θεωρεί ότι το κοινωνικό άτομο δεν έχει υποχρεώσεις ως παραγωγός, αλλά μόνο δικαιώματα ως καταναλωτής, πράγμα που αντανακλά την μετεξέλιξη ενός τρόπου σκέψης που υπήρξε χαρακτηριστικός του ύστερου οθωμανισμού. Όταν λοιπόν η εισδοχή στην ΟΝΕ, που δεν ήταν και η πλέον σοφή οικονομική και πολιτική πράξη, κατέστρεψε όλες τις τεχνικές και οικονομικές δικλείδες ασφαλείας που υπήρχαν στο παρελθόν για την ελληνική οικονομία, η συγκεκριμένη πλειοψηφική νοοτροπία, με εργαλείο της τους πολιτικούς μηχανισμούς, οδήγησε τα πράγματα πέραν των ορίων αντοχής του συστήματος, με τελικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα την χρεοκοπία.
Στο νέο-τιμαριωτικό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υπήρχε μία πυραμίδα όπου οι κομματικοί μηχανισμοί (όχι αναγκαστικά οι πολιτικοί ηγέτες, από τους οποίους κάποιοι απλώς ύπνωτταν- αλλά οι κομματικοί μηχανισμοί) είχαν τον ρυθμιστικό ρόλο στην νομή του προϊόντος, το οποίο προερχόταν από την απομύζηση της παραγωγικής μειοψηφίας του ελληνικού λαού αλλά κυρίως, μετά το 1999, από το άφθονο δανεικό χρήμα.24 Κατερχόμενος κανείς την πυραμίδα θα συναντούσε στο μέσον την επιχειρηματική πολιτική πελατεία που απολάμβανε της κρατικο-κομματικής («αναπτυξιακής» βεβαίως) γενναιοδωρίας, με διάφορους τρόπους που είναι λίγο ή πολύ γνωστοί, ενώ στην βάση της πυραμίδας βρισκόταν ο τιμημένος ιδιώτης ψηφοφόρος ο οποίος διοριζόταν κατόπιν ενεργειών του πολιτευτή του σε μία υπηρεσία που δεν είχε αντικείμενο αλλά το επόμενο έτος λάμβανε αύξηση και επίδομα παραγωγικότητας. Έτσι οικοδομήσαμε την κοινωνία που έχει τους πλουσιότερους μηχανοδηγούς τραίνων της Ευρώπης αλλά τις λιγότερες και τις χειρότερες σιδηροδρομικές γραμμές, τους περισσότερους φαρμακοποιούς και γιατρούς ανά κάτοικο, αλλά την χειρότερη περίθαλψη, τους περισσότερους καθηγητές ανά μαθητή αλλά την χειρότερη εκπαίδευση κλπ. Η αντιπαραγωγική πλειοψηφική ομάδα του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου τμήματος της λεγόμενης «επιχειρηματικής τάξης», στηρίζοντας το κομματικό σύστημα για να κάνει ακριβώς αυτό που έκανε, και όχι κάτι άλλο, αρτύζονταν από το κράτος, πράγμα που θεωρούσε ως κατακτημένο δικαίωμα το οποίο ούτε και σήμερα δέχεται να απεμπολήσει. Με την συγκεκριμένη αυτή στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας φθάσαμε αισίως στην χρεοκοπία, και ο ισχυρισμός ότι υπεύθυνοι είναι κάποιοι πολιτικοί είναι φαιδρός διότι οι πολιτικοί δεν ήταν παρά οι απλοί εκτελεστές – μερικοί βέβαια και με το αζημίωτο- των επιταγών και της βούλησης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Είναι ίσως εντυπωσιακό το γεγονός ότι, σε αντίθεση με όσα διακινούνται στον χώρο των φτηνών εντυπώσεων και των μεγάλων λόγων, η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη μεταξύ των 15 της ΕΕ που στην διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, είδε τις εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό της να μειώνονται με τον ταχύτερο ρυθμό. Πιο εντυπωσιακό ακόμη είναι το γεγονός ότι οι άλλες χώρες της ΕΕ των 15 που παρουσιάζουν το ίδιο χαρακτηριστικό είναι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, Ακόμη πιο εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ των 15 που στην ίδια περίοδο είδαν τις εισοδηματικές ανισότητες των πολιτών τους να αυξάνονται περισσότερο ήταν η Γερμανία, η Φιλανδία και η Δανία.25 Πρόκειται για ένα γεγονός που δεν χρειάζεται να σχολιασθεί, το οποίο όμως πρέπει να υποβάλει την σκέψη ότι ίσως «φιλολαϊκό» δεν είναι πάντοτε αυτό που είναι κραυγαλέο και εύκολο, καθώς και ότι έντιμος πολίτης και καλός Έλληνας πατριώτης είναι εκείνος που προβάλλει δυσάρεστες αλήθειες και ζητάει δύσκολες επιλογές, και όχι ο «πραγματιστής» που αραδιάζει σαχλαμάρες γιατί «αυτά θέλει ο κόσμος». Στην συγκεκριμένη στιγμή οι κλαυθμυρισμοί, οι οιμωγές και οι επαναστατικές δημηγορίες εναντίον των ξένων που απομυζούν τον άμοιρο ελληνικό λαό είναι ό,τι περίπου οι κατάρες της μανούλας του ωραίου νέου για τους ναυαγοσώστες. Όμως όποιος συλλογάται λίγο πιο λογικά αντιλαμβάνεται ότι, δυστυχώς, η μόνη σωτηρία της χώρας βρίσκεται στην πιστή και ευπειθή εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου (την οποία φυσικά έως σήμερα δεν έχουμε δει), και στην συμμόρφωση με τις επιταγές των ισχυρών εταίρων. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να μας γλυτώσει από την αναδιάρθρωση του χρέους, (που θα είναι κάτι σαν τον ακρωτηριασμό του νέου), αλλά θα μας σώσει από την καταστροφή, υπό την απαράβατη όμως προϋπόθεση πως θα καταφέρουμε εντός τριετίας να περιαγάγουμε το χρέος σε κατάσταση ευσταθούς μεν, φθίνουσας δε, πορείας, δεδομένου ότι μετά την αναδιάρθρωση δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλα δανεικά. Σαφώς πρόκειται για σκηνικό διόλου ευχάριστο, αφού δεν συνάδει με την φαντασιακή εικόνα που η χώρα έχει δημιουργήσει στο Υπερ-εγώ της για τον εαυτό της. Εν τούτοις είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας, διότι σε αντίθεση με τον ναυαγό που, τουλάχιστον, τον ανέσυραν οι ναυαγοσώστες σώο και τους έβρισε μετά, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μέσα στο νερό και παλεύει με τα κύματα σε έναν αμφίβολο αγώνα. Σε αντίθεση, επίσης, με τον αλαφροΐσκιωτο νέο που αν χανόταν θα τον έκλαιγε τουλάχιστον η μανούλα του, την Ελλάδα εάν βυθισθεί για πάντα στον βυθό ίσως να μην την κλάψει κανείς, αλλά να ορμήσουν όλοι για να διαμοιράσουν τα υπάρχοντά της, πολλοί δε και με ήσυχη την συνείδησή τους διότι θα σκέπτονται ότι οι ίδιοι τουλάχιστον προσπάθησαν να την βοηθήσουν αλλά αυτή δεν είχε τις πνευματικές δυνάμεις που χρειαζόταν για να σωθεί.
Σημειώσεις
1 Χαρακτηριστικά: Ε. Λουρή-Δενδρινού, «Η διεθνής κρίση και η ελληνική οικονομία», Το Βήμα, 27 Απριλίου 2008.
2 Uri Dadush and contributors, “Paradigm lost. The Euro in Crisis”, Carnegie Endowment, 2010.
3 «Η δραματική ύφεση που ζούμε χαμηλώνει το εισόδημα από 22.000 ευρώ κατά κεφαλήν σε 17-18.000, επίπεδο που αναλογεί στην παραγωγικότητά μας». Κ. Αζαριάδης-Γ. Ιωαννίδης-Χ. Πισσαρίδης, «Προτάσεις για μία νέα αναπτυξιακή στρατηγική», Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 2010.
4 Χαρακτηριστικά: “Europe: Northern exposure”, Financial Times, 9 March 2011.
5 “Exposure to Greece is the smallest (13%) and is almost entirely through the sovereign channel…the exposure of Euro zone banks to peripheral countries is relatively limited and (…) spillover risks from difficulties in one periphery country to the rest of the Euro zone would therefore be manageable, except if Spain had severe difficulties”. Z. Darvas, J. Pisani-Ferry, A. Sapir, “A comprehensive solution for the euro crisis”, VoxEU org, 28 February 2011.
6 Όχι από καλοσύνη αλλά γιατί η «επιείκεια» είναι πιο αποδοτική. Βλ. P. De Grauwe, “A less punishing, more forgiving approach to the debt crisis in the eurozone”, CEPS Policy Brief no 230, January 2011.
7 Σύμφωνα με τον προγραμματισμό εκταμιεύσεων του Μηχανισμού Στήριξης, οι εκταμιεύσεις σε σχέση με τις «δράσεις» ανά έτος προβλέπεται να είναι 53 δισεκατομμύρια για το 2010, 35 για το 2011, 20 για το 2012 και 2 για τους πρώτους μήνες του 2013. Εκεί εξαντλούνται τα 110 δισεκατομμύρια. Εάν οι εκταμιεύσεις, εξ αιτίας πιο «επιεικών» ελλειμμάτων ήταν, για παράδειγμα, 60 δισεκατομμύρια για το 2010 και 40 για το 2011 (δηλαδή συνολικά 100), πως θα συνεχιζόταν η χρηματοδότηση των δαπανών του δημοσίου (και το «γύρισμα» του χρέους) για τις επόμενες περιόδους;
8 Γ. Μουρμούρας, «Το τεχνικό λάθος του μνημονίου», Ημερησία, 17 Ιουλίου 2010, καθώς και: Γ. Μουρμούρας, «Ο κίνδυνος της ύφεσης και τα δημοσιονομικά μέτρα», Ημερησία, 11 Σεπτεμβρίου 2010.
9 Αυτό είναι μία, όχι αυθαίρετη, κωδικοποίηση των απόψεων του βασικού υποστηρικτή της εν λόγω θεωρίας. Βλ. J. K. Galbraith, “Statement on the Commission on Deficit Reduction”, 30 June 2010, http://www.fiscalcommission.gov/meetings/public-forum/additional/James_Galbraith.pdf καθώς και: J. K. Galbraith, “In Defense of Deficits”, The Nation, 22 March 2010.
10 E. Athanassiou, “Fiscal Policy and the Recession: The Case of Greece”, KEPE, July 2009.
11Η οποία έτσι γίνεται ένα σύστημα που προσομοιάζει στον «κανόνα χρυσού», πιο άκαμπτο όμως. Βλ. B. Eichengreen and P. Temin, “Fetters of Gold and Paper”, NBER Working Paper No. 16202, July 2010.
12 Η σκέψη για την διεύρυνση της σχετικής καλλιέργειας σε όλη την Ελλάδα, πάντως, δεν είναι σωστή. Δεν προσφέρουν όλα τα εδάφη και κλίματα την ίδια ποιότητα. Το κυριότερο όμως είναι ότι η πολλαπλάσια προσφορά του προϊόντος θα έριχνε τις τιμές κατακόρυφα και θα οδηγούσε τους παραγωγούς στην καταστροφή. (Εκτός βέβαια που θα μας έδιωχναν και από το ΝΑΤΟ, που είναι πολύ αυστηροί σ’ αυτά τα θέματα).
13 Gisela Stuart, “Auf Wiedersehen, Euro”, Standpoint, Jyly/August 2010.
14 Τότε δημοσιεύθηκε το καινοτόμο άρθρο του P. Romer, “Increasing Return and Long-Run Growth”, το οποίο δημιούργησε ένα νέο, ιδιαίτερα παραγωγικό πεδίο αναζήτησης για την οικονομική θεωρία.
2 Uri Dadush and contributors, “Paradigm lost. The Euro in Crisis”, Carnegie Endowment, 2010.
3 «Η δραματική ύφεση που ζούμε χαμηλώνει το εισόδημα από 22.000 ευρώ κατά κεφαλήν σε 17-18.000, επίπεδο που αναλογεί στην παραγωγικότητά μας». Κ. Αζαριάδης-Γ. Ιωαννίδης-Χ. Πισσαρίδης, «Προτάσεις για μία νέα αναπτυξιακή στρατηγική», Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 2010.
4 Χαρακτηριστικά: “Europe: Northern exposure”, Financial Times, 9 March 2011.
5 “Exposure to Greece is the smallest (13%) and is almost entirely through the sovereign channel…the exposure of Euro zone banks to peripheral countries is relatively limited and (…) spillover risks from difficulties in one periphery country to the rest of the Euro zone would therefore be manageable, except if Spain had severe difficulties”. Z. Darvas, J. Pisani-Ferry, A. Sapir, “A comprehensive solution for the euro crisis”, VoxEU org, 28 February 2011.
6 Όχι από καλοσύνη αλλά γιατί η «επιείκεια» είναι πιο αποδοτική. Βλ. P. De Grauwe, “A less punishing, more forgiving approach to the debt crisis in the eurozone”, CEPS Policy Brief no 230, January 2011.
7 Σύμφωνα με τον προγραμματισμό εκταμιεύσεων του Μηχανισμού Στήριξης, οι εκταμιεύσεις σε σχέση με τις «δράσεις» ανά έτος προβλέπεται να είναι 53 δισεκατομμύρια για το 2010, 35 για το 2011, 20 για το 2012 και 2 για τους πρώτους μήνες του 2013. Εκεί εξαντλούνται τα 110 δισεκατομμύρια. Εάν οι εκταμιεύσεις, εξ αιτίας πιο «επιεικών» ελλειμμάτων ήταν, για παράδειγμα, 60 δισεκατομμύρια για το 2010 και 40 για το 2011 (δηλαδή συνολικά 100), πως θα συνεχιζόταν η χρηματοδότηση των δαπανών του δημοσίου (και το «γύρισμα» του χρέους) για τις επόμενες περιόδους;
8 Γ. Μουρμούρας, «Το τεχνικό λάθος του μνημονίου», Ημερησία, 17 Ιουλίου 2010, καθώς και: Γ. Μουρμούρας, «Ο κίνδυνος της ύφεσης και τα δημοσιονομικά μέτρα», Ημερησία, 11 Σεπτεμβρίου 2010.
9 Αυτό είναι μία, όχι αυθαίρετη, κωδικοποίηση των απόψεων του βασικού υποστηρικτή της εν λόγω θεωρίας. Βλ. J. K. Galbraith, “Statement on the Commission on Deficit Reduction”, 30 June 2010, http://www.fiscalcommission.gov/meetings/public-forum/additional/James_Galbraith.pdf καθώς και: J. K. Galbraith, “In Defense of Deficits”, The Nation, 22 March 2010.
10 E. Athanassiou, “Fiscal Policy and the Recession: The Case of Greece”, KEPE, July 2009.
11Η οποία έτσι γίνεται ένα σύστημα που προσομοιάζει στον «κανόνα χρυσού», πιο άκαμπτο όμως. Βλ. B. Eichengreen and P. Temin, “Fetters of Gold and Paper”, NBER Working Paper No. 16202, July 2010.
12 Η σκέψη για την διεύρυνση της σχετικής καλλιέργειας σε όλη την Ελλάδα, πάντως, δεν είναι σωστή. Δεν προσφέρουν όλα τα εδάφη και κλίματα την ίδια ποιότητα. Το κυριότερο όμως είναι ότι η πολλαπλάσια προσφορά του προϊόντος θα έριχνε τις τιμές κατακόρυφα και θα οδηγούσε τους παραγωγούς στην καταστροφή. (Εκτός βέβαια που θα μας έδιωχναν και από το ΝΑΤΟ, που είναι πολύ αυστηροί σ’ αυτά τα θέματα).
13 Gisela Stuart, “Auf Wiedersehen, Euro”, Standpoint, Jyly/August 2010.
14 Τότε δημοσιεύθηκε το καινοτόμο άρθρο του P. Romer, “Increasing Return and Long-Run Growth”, το οποίο δημιούργησε ένα νέο, ιδιαίτερα παραγωγικό πεδίο αναζήτησης για την οικονομική θεωρία.
15 Λόγος για τον οποίο δεν χρειάζεται άλλη «ανάπτυξη» με επενδύσεις τύπου Αστακού, όπου θα παράγεται ρεύμα στην Ελλάδα και θα πωλείται στην Ιταλία. (Γιατί άραγε;)
16 Για την ένδεια του οποίου στην Ελλάδα και για τις επιπτώσεις που αυτό έχει στην κρίση βλ: M. Cardoso, R. Domenech, “The sovereign debt crisis: Structural reforms and country risk”, VoxEU org, 13 December 2010.
17 Ο πιο απογοητευτικός, και εξοργιστικός, πίνακας που μπορεί να βρει κάποιος στις έρευνες PISA για την μέση εκπαίδευση στις χώρες του ΟΟΣΑ, είναι εκείνος που συσχετίζει τις δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τις επιδόσεις των μαθητών. Η Ελλάδα παρουσιάζεται να έχει πολύ χειρότερες επιδόσεις από χώρες που δαπανούν πολύ λιγότερα, σχετικά ή απόλυτα, για την παιδεία τους. Γεγονός που δεν μπορεί να οφείλεται σε ελλείψεις του τύπου «Λεφτά για την παιδεία και όχι για το ΝΑΤΟ» αλλά σε κάποια σοβαρή εσωτερική παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Βλ. http://www.oecd.org/dataoecd/1/60/34002216.pdf (σελ. 100 και αλλού).
18 Βλ. “All pain, no gain?”, The Economist, 11 December, 2010, καθώς και, G. Corsetti et al, “Can Greece pull it off?”, VoxEU org, 18 March 2011.
19 «Within two years of cutting the budget deficit by 1 percent of GDP, domestic demand—consumption and investment—is about 1 percent lower, and the unemployment rate is about ⅓ percentage point higher. Because net exports––exports minus imports––tend to rise when budget deficits are cut, the overall impact on GDP is a decline of ½ percent». http://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2010/02/pdf/3sum.pdf. Η «αποτυχία» του ΔΝΤ να προβλέψει σωστά το μέγεθος της κάμψης του ΑΕΠ οφείλεται εμφανώς στο ότι χρησιμοποιεί κάποιους πολλαπλασιαστές που αντιστοιχούν σε περιπτώσεις μίας τυπικής ύφεσης, και όχι μιας διαρθρωτικής κρίσης, όπως αυτή που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Για μία ανάλογη δυσκολία στην περίπτωση της οικονομίας των ΗΠΑ βλ. J. Bradford Delong, “The Anatomy of Slow Recovery”, Project Syndicate, 31 March 2011, http://www.project-syndicate.org/commentary/delong112/English.
20 H. Gartner-C. Merki, “The roots of the German miracle”, VoxEU org, 9 March 2011.
21 W. Munchau, “Germany’s rebound is no cause for cheer”, Financial Times, 29 August 2010.
22 S. de Nardis, “German imbalance and European tensions”, VoxEU org, 2 December 2010.
23 Βλ. το σύντομο, πολύ πικρό αλλά καθόλου κακόβουλο: «En Grèce, la faillite d’ une société », Les Echos, 11 mai 2010.
24 Διακρατώντας βεβαίως και την «νόμιμη μοίρα» για τον εαυτό τους, όπως για παράδειγμα μέσω του χρηματιστηρίου και των μετοχοποιήσεων των ΔΕΚΟ παλαιότερα («στηρίξτε την μετοχή σας»), και μέσω των «δομημένων» ομολόγων και του Βατοπεδίου πιο πρόσφατα.
25 Μετρημένες ως εξέλιξη στον λόγο των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% της κοινωνίας προς το φτωχότερο 20%. Βλ. την σχετική επεξεργασία των στοιχείων της Eurostat στο: A. Lechevalier, « Un modèle qui ne fait guère envie », Les Alternatives Economiques no 300, mars 2011
16 Για την ένδεια του οποίου στην Ελλάδα και για τις επιπτώσεις που αυτό έχει στην κρίση βλ: M. Cardoso, R. Domenech, “The sovereign debt crisis: Structural reforms and country risk”, VoxEU org, 13 December 2010.
17 Ο πιο απογοητευτικός, και εξοργιστικός, πίνακας που μπορεί να βρει κάποιος στις έρευνες PISA για την μέση εκπαίδευση στις χώρες του ΟΟΣΑ, είναι εκείνος που συσχετίζει τις δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τις επιδόσεις των μαθητών. Η Ελλάδα παρουσιάζεται να έχει πολύ χειρότερες επιδόσεις από χώρες που δαπανούν πολύ λιγότερα, σχετικά ή απόλυτα, για την παιδεία τους. Γεγονός που δεν μπορεί να οφείλεται σε ελλείψεις του τύπου «Λεφτά για την παιδεία και όχι για το ΝΑΤΟ» αλλά σε κάποια σοβαρή εσωτερική παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Βλ. http://www.oecd.org/dataoecd/1/60/34002216.pdf (σελ. 100 και αλλού).
18 Βλ. “All pain, no gain?”, The Economist, 11 December, 2010, καθώς και, G. Corsetti et al, “Can Greece pull it off?”, VoxEU org, 18 March 2011.
19 «Within two years of cutting the budget deficit by 1 percent of GDP, domestic demand—consumption and investment—is about 1 percent lower, and the unemployment rate is about ⅓ percentage point higher. Because net exports––exports minus imports––tend to rise when budget deficits are cut, the overall impact on GDP is a decline of ½ percent». http://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2010/02/pdf/3sum.pdf. Η «αποτυχία» του ΔΝΤ να προβλέψει σωστά το μέγεθος της κάμψης του ΑΕΠ οφείλεται εμφανώς στο ότι χρησιμοποιεί κάποιους πολλαπλασιαστές που αντιστοιχούν σε περιπτώσεις μίας τυπικής ύφεσης, και όχι μιας διαρθρωτικής κρίσης, όπως αυτή που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Για μία ανάλογη δυσκολία στην περίπτωση της οικονομίας των ΗΠΑ βλ. J. Bradford Delong, “The Anatomy of Slow Recovery”, Project Syndicate, 31 March 2011, http://www.project-syndicate.org/commentary/delong112/English.
20 H. Gartner-C. Merki, “The roots of the German miracle”, VoxEU org, 9 March 2011.
21 W. Munchau, “Germany’s rebound is no cause for cheer”, Financial Times, 29 August 2010.
22 S. de Nardis, “German imbalance and European tensions”, VoxEU org, 2 December 2010.
23 Βλ. το σύντομο, πολύ πικρό αλλά καθόλου κακόβουλο: «En Grèce, la faillite d’ une société », Les Echos, 11 mai 2010.
24 Διακρατώντας βεβαίως και την «νόμιμη μοίρα» για τον εαυτό τους, όπως για παράδειγμα μέσω του χρηματιστηρίου και των μετοχοποιήσεων των ΔΕΚΟ παλαιότερα («στηρίξτε την μετοχή σας»), και μέσω των «δομημένων» ομολόγων και του Βατοπεδίου πιο πρόσφατα.
25 Μετρημένες ως εξέλιξη στον λόγο των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% της κοινωνίας προς το φτωχότερο 20%. Βλ. την σχετική επεξεργασία των στοιχείων της Eurostat στο: A. Lechevalier, « Un modèle qui ne fait guère envie », Les Alternatives Economiques no 300, mars 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου