Βασιλική Νευροκοπλή
Αγαπημένη μου Πατρίδα,
Εδώ και καιρό κάθε μέρα σου γράφω αυτό το γράμμα κι όταν νυχτώνει σκίζω τα χαρτιά, σαν την Πηνελόπη που ύφαινε απ’ το χάραμα στον αργαλειό το εργόχειρό της και το βράδυ το ξύλωνε. Αυτή όμως περίμενε τον Οδυσσέα να γύρίσει στην Ιθάκη κι έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να μην την λεηλατήσουν οι μνηστήρες που ορέγονταν την ίδια και τα πλούτη του βασιλείου της. Εγώ τι περιμένω; Ποιος είναι ο δικός μου Οδυσσέας και ποια η Ιθάκη μου, οι μνηστήρες μου ποιοι είναι;
Απελπισμένη κατέβηκα σήμερα στη θάλασσα ν’ αφήσω στα γαλανά νερά της τη λύπη μου βαρκούλα χάρτινη, μήπως και ταξιδεύοντάς την κάπου οδηγηθεί. Με συμπόνεσε η θάλασσα, διέλυσε την ομίχλη απ’ το θολωμένο μου μυαλό κι όλα ξεπρόβαλαν καθαρά μπροστά μου. Έτσι, καθισμένη στην προκυμαία του Θερμαϊκού μπόρεσα, επιτέλους, να ολοκληρώσω αυτό το γράμμα.
Πατρίδα μου,
εσύ είσαι ο Οδυσσέας που χρόνια περιμένω να γυρίσει στην Ιθάκη. Εσύ είσαι κι η Ιθάκη μου. Ιθάκη χωρίς εσένα δεν είναι Ιθάκη. Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη, δεν είναι Οδυσσέας. Περιμένω να επιστρέψεις στον τόπο που σε γέννησε και σ’ ανάθερψε, στον τόπο που εξουσίασες και πόνεσες γι’ αυτόν. Να ενωθείς μαζί του και πάλι, να ταυτιστείς με την ουσία σου την πρώτη, για να ενωθούμε κι οι δυο μας ύστερα ξανά.
Ο πλανήτης και πλάνητας, δεν είναι άνθρωπος. Είναι στοιχειό. Στοίχιωσες Οδυσσέα μου και μαζί σου στοίχειωσε κι η Πατρίδα. Κι εγώ που σου έμεινα πιστή υφαίνοντας και ξυλώνοντας την ψυχή μου για σένα, φαντάζω τώρα γέρικο στοιχειό.
Στον γαλανό ορίζοντα πέρα απ’ τον Όλυμπο διακρίνω απ’ την αρχή τους θριάμβους σου όλους κι όλα σου τα παθήματα.
Νίκησες τους Τρώες, μα τυφλωμένος απ’ την αλαζονεία της νίκης σου πρόσβαλλες τους θεούς γκρεμίζοντας τα ιερά τους. Πήρες το δρόμο της επιστροφής με τους συντρόφους σου, μα ο πόλεμος των θεών για την ύβρη που διέπραξες δε σ’ άφησε ακόμα να φτάσεις στην Πατρίδα.
Γλίτωσες απ’ τους πολυάριθμους Κίκονες φεύγοντας νύχτα. Ήξερες πότε να πολεμάς, πότε να δραπετεύεις.
Έσωσες τους άμυαλους ναύτες σου σπρώχνοντάς τους με τη βία στα καράβια για να ξαναθυμηθούν τη γη τους που τη λησμόνησαν τρώγοντας τους λωτούς.
Τύφλωσες τον τερατόμορφο Πολύφημο κερνώντας τον λίγο περισσόερο κρασί. Τα πάθη των εχθρών σου τα γνώριζες καλύτερα απ’ τους ίδιους, όχι απλώς γιατί τα κουβαλούσες μέσα σου, όπως ο καθένας, μα γιατί εσύ δεν έπαψες στιγμή να τ’ αντικρίζεις και να τα πολεμάς όπως τους μεγαλύτερους εχθρούς σου.
Έφτασες στο νησί του Αιόλου κι οι μωροί σου σύντροφοί άνοιξαν το ασκί του κι οι ενάντιοι άνεμοι ξεχύθηκαν για να σας εμποδίσουν.
Όσοι άντρες σου σώθηκαν απ’ την υπερηφάνεια, έγιναν γουρούνια από τη βουλιμία τους πέφτοντας άπληστα στα πλούσια φαγητά της Κίρκης, μα εσύ βρήκες το αντίδοτο για να τους θεραπεύσεις.
Ως τον Άδη έφτασες, αγάπη μου, για να πάρεις την προφητεία του Τειρεσία που σ’ ορμήνεψε να μην αγγίξετε τα βόδια του Ήλιου σαν θα περάσετε από το νησί του, κι εκει πληροφορήθηκες κι όλες τις συμφορές μου απ’ την αγαπημένη σου μητέρα, την Αντίκλεια.
Για να μην κυριέψει την καρδιά σου το τραγούδι των Σειρήνων, που μόνο στα δικά σου αφτιά θα ηχούσε, τα σφράγισες με βουλοκέρι και πρόσταξες τους συντρόφους σου να σε δέσουν στο κατάρτι και να μη σε λύσουν όσο κι αν θα τους ικέτευες μετά. Δεν πίστεψες ποτέ τον εαυτό σου για θεό. Γνώριζες της φύσης σου τα όρια. Κι οι Σειρήνες, όπως η Κίρκη, εσένα ποθούσαν περισσότερο. Πάντα εσένα ορέγονταν οι μάγισσες, οι Νύμφες και τα τέρατα, όχι γιατί ήσουν ο μόνος άξιος, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος, ο ατρόμητος κι ελεύθερος, μα γιατί ήσουν αυτός που δε λησμόνησε ποτέ του την πατρίδα.
Άφησες πίσω σου τις Συμπληγάδες πέτρες που μόνο η γοργοτάξιδη Αργώ τις διάβηκε, και τα ’βαλες με τα φοβερότερα θεριά του κόσμου, τη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Η πρώτη κρυμμένη στη σπηλιά της λούφαζε και όταν πρόβάλε άρπάζε τους ναύτες στο τεράστιο στόμα της κι η δεύτερη, πιο φοβερή, ρουφούσε τη θάλασσα όλη, -αυτή που τώρα απλώνεται μπροστά μου-, και κατάπινε καράβια. Σώθηκες κι απ’ τη Σκύλα, γλύτωσες κι απ’ τη Χάρυβδη κι ας σήκωσε τέτοια θαλασσοταραχή που κόντεψε ν’ αφανίσει το σκαρί σου με τους ναύτες του.
Έφτασες στο νησί του Ήλιου κι ήσουν ο μόνος που δεν ήθελε να σταθμεύσετε εκεί. Πρόσταξες τους άντρες σου να συνεχίσουν να κωπηλατούν τον μεγάλο πειρασμό για ν’ αποφύγουν. Τι κρίμα που σύντροφοι κάποτε συνετοί, σαν τον Ευρύλοχο, επέμειναν να ξαποστάσουν. Σε είπαν αλύπητο και σκληροτράχηλο κι εσύ πίστεψες πως ήταν αρκετό να σου ορκιστούν πως δε θ’ αγγίξουν τα ζώα του Ήλιου κι έτσι αράξατε στο λιμάνι της νέας συμφοράς που σας περίμενε. Μα το κουπί το ορίζατε εσείς, τον άνεμο όχι. Την ώρα της ανάπαυλας ένας Σιρόκος ήταν αρκετός για να σας εμποδίσει να ξεκινήσετε και πάλι. Μέσα σε λίγες μέρες η ξεκούραση έγινε νωχέλεια, τέλειωσαν τ’ αποθέματα όπως ήταν φυσικό, κι οι σύντροφοί σου τόσο που ξεκουράστηκαν, αρνήθηκαν ακόμη και τον κόπο του ψαρέματος. Δεν ήταν διόλου δύσκολο μετά να παραβιάσουν και τον όρκο που σου έδωσαν. Έσφαξαν κι έψησαν, οι ιερόσυλοι, τα βόδια του θεού. Η οκνηρία τους έγινε λίπος στην καρδιά τους και δε δίστασαν να σηκώσουν αστόχαστα τα βέλη στην καρδιά του θεού, δίχως να νιώθουν, οι ανόητοι, πως την ίδια ώρα σημάδευαν τον εαυτό τους.
Μ’ ελάχιστους συντρόφους πήρες πάλι το δρόμο του γυρισμού καθώς λίγοι λίγοι χάνονταν απ’ πάθη τους τα σαρκοφάγα. Έπρεπε να γλιτώσετε γι’ άλλη μια φορά απ’ τα νύχια της Χάρυβδης. Άλλον δρόμο δεν είχε. Το τέρας ρούφηξε τη θάλασσα όλη κι είδατε πρώτη φορά τον πάτο της. Όταν την ξέρασε με δύναμη σας εκσφενδόνισε στους βράχους. Χάθηκαν κι οι λιγοστοι σου σύντροφοι. Συντρίμμια το καράβι. Μια μικρή σανίδα σ’ έσωσε αγάπη μου και το σώμα σου το ασκημένο. Μια μικρή, μια τόση δα σανίδα από τη μνήμη σου. Κρατήθηκες γερά απ’ αυτήν και στάθηκε ικανή για να σε σώσει όσο πάλευες με τ’ άγρια κύμματα.
Αυτή η σανίδα σ’ έσωσε κι απ’ τη γητεύτρα Καλυψώ που σου ’ταξε την αθανασία για να μείνεις κοντά της, -τόσο που σε πόθησε η Νύμφη. Μα η σανίδα που κρατούσες στην καρδιά σου δεν έπαψε να σου ψιθυρίζει μυστικά πως η αθανασία βρίσκεται στο τέλος του πόθου κι όχι στην αρχή του. Βρίσκεται εκεί που αρχινά η αγάπη. Κι εσύ την φωνή της την άκουσες. Η αγάπη ήτανε δική μας πατρίδα.
Και τώρα αγαπημένε μου Οδυσσέα, βρέθηκες μόνος στο νησί των Φαιάκων. Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, θαρρείς πως χάθηκες ολότελα. Πως όλα έχουν για σένα χαθεί. Μη σκιάζεσαι Οδυσσέα. Σε λίγο θα φανεί η Ναυσικά και θα σε οδηγήσει, άγνωστον ανάμεσα σ’ αγνώστους, στο παλάτι του πατέρα της. Ο τυφλός Δημόδοκος θα τραγουδήσει τον πόλεμο της Τροίας και τα κατορθώματά σου, κι εσύ θα κλάψεις πικρά ενθυμούμενος τα πάθη σου. Θα νιώσουν αμέσως οι ξένοι, πως, δεν μπορεί, κάποια σχέση έχεις εσύ με τον πόλεμο και με την Τροία. Θα σε ρωτήσουν να μάθουν ποιος είσαι κι από που κρατά το γένος σου. Τότε θα χρειαστεί μέσα στο νεώριο νου σου να ναυπηγήσεις από την αρχή το σκαρί της μνήμης σου απ’ τη σανίδα που σαν κειμήλιο μέσα σου φύλαξες. Θα χρειαστεί ν’ αρμολογίσεις τον κομματιασμένο εαυτό σου για να τον ομολογήσεις. Για τ’ άλλα μη σκοτίζεσαι. Ο Αλκίνοος θα σε βοηθήσει να φτάσεις μέχρις εδώ.
Δε θα φορτώσω τούτο το γράμμα μιλώντας σου για τους μνηστήρες. Αν φτάσεις ως εδώ, οι μνηστήρες για σένα θα ’ναι παιχνιδάκι. Τώρα, είναι αρκετό να θυμηθείς ποιος είσαι και ποιος ήσουνα, από πού ξεκίνησες κάποτε και πού πασχίζεις να επιστρέψεις.
Άφησε πίσω σου τα τέρατα που θέλησαν να σε κατασπαράξουν. Μη στρέψεις το βλέμμα ούτε μια στιγμή για να τα δεις. Γέρασα αγάπη μου, κουράστηκα πολύ, μα δεν έπαψα να σε προσμένω. Γέρασα αγάπη μου, κουράστηκα πολύ, μα σε μνηστήρα δεν υποτάχθηκα. Τις μέρες ύφαινα την υπομονή μου χειροποίητο υφαντό και ξύλωνα τις νύχτες τις επιθυμίες του σώματος. Καρφωμένη εδώ. Σ’ αυτόν τον τόπο τον πλασμένο από ποίηση και μνήμη, ιστορία πολύπαθη και σοφία αρχαία. Σ’ αυτόν τον τόπο, που όλα τούτα ήσουν εσύ, κι ό, τι κι αν γίνει πάλι εσύ θα είσαι.
Διάβηκαν γρήγορα οι αιώνες Οδυσσέα μου, Ιθάκη μου, Πατρίδα μου αγαπημένη. Τι κι αν άλλαξαν τα ονόματά μας στο διάβα τους; Τι κι αν οι παλιοί θεοί μας γίναν ένας; Οι έλληνες έμειναν έλληνες και τα θηρία θηρία. Κι εσύ πλανήτης και πλάνητας επιστρέφεις.
Η Παναγιά μαζί σου,
Πατρίδα μου,
Ιθάκη μου,
Οδυσσέα μου αγαπημένε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου