Είναι γεγονός ότι η Βουλή, εξαιτίας της πρωθυπουργοκεντρικής δημοκρατίας που λειτουργεί στη χώρα από το 1985, είχε καταστεί σε όργανο έγκρισης των αποφάσεων του πρωθυπουργού, τις οποίες ψήφιζε η υποταγμένη σʼ αυτόν κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Ενός κόμματος (από τα δύο κόμματα εξουσίας), το οποίο κέρδιζε τις εκλογές χάρη στο καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα της ψευδώνυμης «ενισχυμένης αναλογικής». Οι βουλευτές, στις σπάνιες περιπτώσεις που εξέφραζαν με την ψήφο τους τη διαφωνία τους, με εντολή του πρωθυπουργού, διαγράφονταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα ή/και από το κόμμα.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι βουλευτές οι οποίοι υφίσταντο την αυταρχική συμπεριφορά του πρωθυπουργού. Υπήρξαν και περιπτώσεις στις οποίες σε ώρα συνεδρίασης της Βουλής και συζήτηση νομοσχεδίων, ο πρωθυπουργός, ανακοίνωνε ανατροπή της πολιτικής που υποστήριζε ο παριστάμενος υπουργός, εξαναγκάζοντάς τον, για να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του, να υποβάλει αμέσως την παραίτησή του.
Όλα αυτά τα απαράδεκτα συνέβαιναν παραβιάζοντας ρητές διατάξεις του Συντάγματος για την κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών, οι οποίοι, πρωταρχικά είναι αντιπρόσωποι του έθνους. Ταυτόχρονα συνέβαλλαν στη συνεχή υποβάθμιση του κύρους της Βουλής. Το κύρος αυτό, δυστυχώς, είχε υποβαθμιστεί και από διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τη βουλευτική ασυλία και τις δηλώσεις «Πόθεν Έσχες», στις οποίες, όπως και στα οικονομικά των κομμάτων, δεν έγινε ποτέ ουσιαστικός έλεγχος.
Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από την άνευ όρων παράδοση της χώρας μας στους δανειστές της. Παράδοση που έγινε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και την υποταγμένη σʼ αυτόν Κοινοβουλευτική Ομάδα, μετά τόσο από όσα έπραξε από την ανάληψη της εξουσίας το τελευταίο τρίμηνο του 2009, με διόγκωση του δημόσιου ελλείμματος με παροχές και κατάργηση νόμων που θα απέδιδαν έσοδα, όσο και το διασυρμό της χώρας με δηλώσεις του ίδιου και του τότε αρμόδιου υπουργού το πρώτο τρίμηνο του 2010.
Μετά την παράδοση αυτή της οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας στην τρόικα, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί όλων των κυβερνήσεων από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι σήμερα μετατράπηκαν σε εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων της τρόικας. Συνεδριάζει, βέβαια, το υπουργικό συμβούλιο (όταν συνεδριάζει), αλλά οι συνεδριάσεις του είναι, ουσιαστικά, για να παράσχει την υποχρεωτική συναίνεσή του σε νομοσχέδια που κατάρτισαν οι υπουργοί, σύμφωνα, όμως, με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις που περιέχονται στα Μνημόνια και πάντοτε με την έγκριση της τρόικας.
Τα νομοσχέδια αυτά υποβάλλονται στη Βουλή για να συζητηθούν, αλλά η όποια συζήτησή τους γίνεται είναι αδύνατο να αλλάξει την ουσία τους, οπότε εγκρίνονται, ουσιαστικά, ως έχουν. Σε κάποιες περιπτώσεις που παρεισέφρησαν διατάξεις διαφορετικές από εκείνες που είχε επιβάλει η τρόικα, τα ψηφισθέντα νομοσχέδια επιστρέφονταν στη Βουλή για «συμμόρφωση».
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από πρακτικές που προβλέπονται μεν ή δεν απαγορεύονται από το Σύνταγμα, αλλά η χρήση των οποίων πρέπει να γίνεται με φειδώ. Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δυόμισι ετών τις χρησιμοποίησαν και τις χρησιμοποιούν καταχρηστικά προκειμένου από τη μία μεριά για να δείξουν πόσο ευπειθείς είναι στην τρόικα και από την άλλη για να εκβιάσουν την ψήφο των βουλευτών που τις στηρίζουν, φέρνοντας τους προ τετελεσμένων γεγονότων. Πρόκειται για τη συχνή χρήση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, την ψήφιση νομοσχεδίων με τη διαδικασία του «κατεπείγοντος», νομοσχεδίων μάλιστα, που μπορεί να έχουν ένα και μόνο άρθρο με το οποίο επιβάλλονται πλήθος μέτρων.
Με τον τρόπο αυτό οι κυβερνήσεις που τις χρησιμοποίησαν και τις χρησιμοποιούν «συνέβαλαν» και «συμβάλλουν» στην καταβαράρθωση του ήδη υποβαθμισμένου κύρους Βουλής, μετατρέποντάς την ουσιαστικά, σε πειθήνιο όργανο - σφραγίδα της τρόικας των δανειστών μας. Τόσης έκτασης και βάθους απαξίωση και ταπείνωση της Βουλής, του κορυφαίου αυτού θεσμού της Δημοκρατίας, δεν έχει συμβεί ποτέ στα χρονικά λειτουργίας της.
Το ερώτημα που γεννιέται, φυσικά, είναι γιατί δεν εξεγείρονται οι βουλευτές των κομμάτων που στηρίζουν τις κυβερνήσεις, οι οποίοι μαζί με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, στο όνομα του λαού τον οποίο αντιπροσωπεύουν, να αρνηθούν να εγκρίνουν με την ψήφο τους αποφάσεις που εξανεμίζουν το κύρος της Βουλής και εξουθενώνουν και εξαθλιώνουν την πλειοψηφία του λαού;
Κατʼ αρχήν θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ορισμένοι βουλευτές το έπραξαν και, αυτόματα, διαγράφτηκαν από το κόμμα τους. Οι περισσότεροι, όμως, υποτάχθηκαν. Γιατί;
Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό προβάλλεται το επιχείρημα ότι διακυβεύεται η παραμονή της χώρας μας στο ευρώ. Το ίδιο, όμως, επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η πλειοψηφία που θα αρνιόταν να ψηφίσει τα μέτρα των Μνημονίων, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά, εκτός από όλα τα δεινά που προαναφέρθηκαν, έχουν προκαλέσει πρωτοφανή πολυετή ύφεση στην οικονομία της χώρας και αντί να επιλύουν, επιδεινώνουν την κρίση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η παραμονή της στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς, το πολύ ρεαλιστικό αυτό επιχείρημα δεν το χρησιμοποίησαν και δεν το χρησιμοποιούν προκειμένου να υπηρετήσουν τους ανεπαρκείς και άβουλους αρχηγούς τους και για να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό τη συμμετοχή τους στα ψηφοδέλτια των κομμάτων τους στις επόμενες εκλογές.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι βουλευτές οι οποίοι υφίσταντο την αυταρχική συμπεριφορά του πρωθυπουργού. Υπήρξαν και περιπτώσεις στις οποίες σε ώρα συνεδρίασης της Βουλής και συζήτηση νομοσχεδίων, ο πρωθυπουργός, ανακοίνωνε ανατροπή της πολιτικής που υποστήριζε ο παριστάμενος υπουργός, εξαναγκάζοντάς τον, για να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του, να υποβάλει αμέσως την παραίτησή του.
Όλα αυτά τα απαράδεκτα συνέβαιναν παραβιάζοντας ρητές διατάξεις του Συντάγματος για την κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών, οι οποίοι, πρωταρχικά είναι αντιπρόσωποι του έθνους. Ταυτόχρονα συνέβαλλαν στη συνεχή υποβάθμιση του κύρους της Βουλής. Το κύρος αυτό, δυστυχώς, είχε υποβαθμιστεί και από διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τη βουλευτική ασυλία και τις δηλώσεις «Πόθεν Έσχες», στις οποίες, όπως και στα οικονομικά των κομμάτων, δεν έγινε ποτέ ουσιαστικός έλεγχος.
Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από την άνευ όρων παράδοση της χώρας μας στους δανειστές της. Παράδοση που έγινε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και την υποταγμένη σʼ αυτόν Κοινοβουλευτική Ομάδα, μετά τόσο από όσα έπραξε από την ανάληψη της εξουσίας το τελευταίο τρίμηνο του 2009, με διόγκωση του δημόσιου ελλείμματος με παροχές και κατάργηση νόμων που θα απέδιδαν έσοδα, όσο και το διασυρμό της χώρας με δηλώσεις του ίδιου και του τότε αρμόδιου υπουργού το πρώτο τρίμηνο του 2010.
Μετά την παράδοση αυτή της οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας στην τρόικα, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί όλων των κυβερνήσεων από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι σήμερα μετατράπηκαν σε εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων της τρόικας. Συνεδριάζει, βέβαια, το υπουργικό συμβούλιο (όταν συνεδριάζει), αλλά οι συνεδριάσεις του είναι, ουσιαστικά, για να παράσχει την υποχρεωτική συναίνεσή του σε νομοσχέδια που κατάρτισαν οι υπουργοί, σύμφωνα, όμως, με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις που περιέχονται στα Μνημόνια και πάντοτε με την έγκριση της τρόικας.
Τα νομοσχέδια αυτά υποβάλλονται στη Βουλή για να συζητηθούν, αλλά η όποια συζήτησή τους γίνεται είναι αδύνατο να αλλάξει την ουσία τους, οπότε εγκρίνονται, ουσιαστικά, ως έχουν. Σε κάποιες περιπτώσεις που παρεισέφρησαν διατάξεις διαφορετικές από εκείνες που είχε επιβάλει η τρόικα, τα ψηφισθέντα νομοσχέδια επιστρέφονταν στη Βουλή για «συμμόρφωση».
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από πρακτικές που προβλέπονται μεν ή δεν απαγορεύονται από το Σύνταγμα, αλλά η χρήση των οποίων πρέπει να γίνεται με φειδώ. Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δυόμισι ετών τις χρησιμοποίησαν και τις χρησιμοποιούν καταχρηστικά προκειμένου από τη μία μεριά για να δείξουν πόσο ευπειθείς είναι στην τρόικα και από την άλλη για να εκβιάσουν την ψήφο των βουλευτών που τις στηρίζουν, φέρνοντας τους προ τετελεσμένων γεγονότων. Πρόκειται για τη συχνή χρήση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, την ψήφιση νομοσχεδίων με τη διαδικασία του «κατεπείγοντος», νομοσχεδίων μάλιστα, που μπορεί να έχουν ένα και μόνο άρθρο με το οποίο επιβάλλονται πλήθος μέτρων.
Με τον τρόπο αυτό οι κυβερνήσεις που τις χρησιμοποίησαν και τις χρησιμοποιούν «συνέβαλαν» και «συμβάλλουν» στην καταβαράρθωση του ήδη υποβαθμισμένου κύρους Βουλής, μετατρέποντάς την ουσιαστικά, σε πειθήνιο όργανο - σφραγίδα της τρόικας των δανειστών μας. Τόσης έκτασης και βάθους απαξίωση και ταπείνωση της Βουλής, του κορυφαίου αυτού θεσμού της Δημοκρατίας, δεν έχει συμβεί ποτέ στα χρονικά λειτουργίας της.
Το ερώτημα που γεννιέται, φυσικά, είναι γιατί δεν εξεγείρονται οι βουλευτές των κομμάτων που στηρίζουν τις κυβερνήσεις, οι οποίοι μαζί με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, στο όνομα του λαού τον οποίο αντιπροσωπεύουν, να αρνηθούν να εγκρίνουν με την ψήφο τους αποφάσεις που εξανεμίζουν το κύρος της Βουλής και εξουθενώνουν και εξαθλιώνουν την πλειοψηφία του λαού;
Κατʼ αρχήν θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ορισμένοι βουλευτές το έπραξαν και, αυτόματα, διαγράφτηκαν από το κόμμα τους. Οι περισσότεροι, όμως, υποτάχθηκαν. Γιατί;
Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό προβάλλεται το επιχείρημα ότι διακυβεύεται η παραμονή της χώρας μας στο ευρώ. Το ίδιο, όμως, επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η πλειοψηφία που θα αρνιόταν να ψηφίσει τα μέτρα των Μνημονίων, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά, εκτός από όλα τα δεινά που προαναφέρθηκαν, έχουν προκαλέσει πρωτοφανή πολυετή ύφεση στην οικονομία της χώρας και αντί να επιλύουν, επιδεινώνουν την κρίση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η παραμονή της στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς, το πολύ ρεαλιστικό αυτό επιχείρημα δεν το χρησιμοποίησαν και δεν το χρησιμοποιούν προκειμένου να υπηρετήσουν τους ανεπαρκείς και άβουλους αρχηγούς τους και για να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό τη συμμετοχή τους στα ψηφοδέλτια των κομμάτων τους στις επόμενες εκλογές.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου