Πέτρος Θ. Θωμαΐδης
«Ποιός θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχα η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα.
Ποτέ δε έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια
της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου παγωμένος και ασταθής.
Σαν ήμουνα μικρός καθρεπτιζόμουν στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο
δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι και αν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα κομμένα στον ήλιο με το σπαθί του θεού».
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο και δίνει τον τίτλο στο ομώνυμο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Μουρμουρίζει και ζωγραφίζει.
Με ρωγμές και αγγίγματα.
Με γήινα χρώματα, αλλά σε φωτεινό καμβά.
Αφήνοντας νοσταλγικούς λυγμούς, όχι όμως σε τόνο ελεγειακό, μα έντιμο και υπερβατικό.
Με μία αίσθηση αξιοπρέπειας και υπεροχής έναντι του ίδιου του τού εαυτού.
Μ’ ένα εμφύσημα πνεύματος στον χού της υλικής πλευράς του ατομικού του επιθυμητικού.
Με τις πτυχές από τις σημαίες των προγόνων και το νοητό μαργαρίτη από το αρτοφόριο της εθνικής ιστορικής μνήμης.
Και με την πατρίδα να είναι τελικά η μάνα, που γεννιέται από τα παιδιά της και με κάτι χέρια που ξεκλαδίζονται τα δάκτυλά τους τη νύχτα των απογοητεύσεων και των παθών μας σκεπάζει το στερέωμα πάνω μας.
«Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοιας της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί, με τις λύπες τους, με τα δάκρυα, με τις κουβέντες τους», συνεχίζει να ισοκρατεί ο ίδιος στρατιώτης.
Του ’παν να βάλει το χακί, να μπει στην πρώτη τη γραμμή και ήρωας να γίνει;
Ήρωας εξ ανάγκης, λόγω φύλλου πορείας;
Μεταμοσχευμένη μεμβράνη στα τύμπανα του πολέμου και επιστρατευμένη ανάσα στις σάλπιγγες των εμβατηρίων;
Ανώνυμο θύμα ιδανικών και ρητορευμάτων της συλλογικής φαντασίας και της κρατικής προπαγάνδας;
Μα τότε το μελανό και ζοφερό φάσμα του φόβου του θανάτου θα του είχε ήδη αφυδατώσει την ψυχή και δεν θα μπορούσε να ακουστεί εγκώμιο ζωής εν τάφω.
«Μα ό,τι και να γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μέσα στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι».
Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ ζούμε, εδώ έχουμε θάψει τους νεκρούς μας.
Μόνο όμως από το γεωγραφικό υπόστρωμα δεν αναβλύζει ραψωδίας αφήγημα.
Δεν έχει τραγούδι η Μούσα για τα νεώτερα της Ελλάδος παιδιά.
Τα παιδιά εκείνης της γενιάς, που ενηλικιώθηκαν μέσα σε μια νύχτα.
Τη νύχτα που παρουσιάστηκε ξαφνικά το στιλέτο.
Και είπαν: Θα το υποδεχθούμε με το μέτωπο ψηλά, με το στήθος προτεταμένο, με κάτι ανώτερο από το χάλυβα, τα αεροπλάνα και το πετρέλαιο. Με το θάρρος και τα φτερά της ψυχής. Και θα πεθάνουμε όλοι. Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα Λαό, ο οποίος έχει αποφασίσει να πεθάνει, η αληθινή νίκη θα ’ναι και πάλι δική μας.
Γιατί για μας και την Εκκλησία μας, νίκη δεν είναι η επιτυχία. Είναι η Μεγάλη Παρασκευή και η θυσία.
«Άμα θέλω γίνομαι διάβολος, άμα θέλω γίνομαι άγγελος» θα μπορούσε να πει ο Έλληνας του ’40 επαναλαμβάνοντας τον Καραϊσκάκη.
Ναι. Αλλά άμα θέλω, πεθαίνω κιόλας. Βγαίνω από το μικρόκοσμό μου, για να εμπαίξω το θάνατο. Ανεβαίνω, ακόμη και με το τσιγάρο των αδυναμιών μου, στο κοντάρι της σημαίας και λέω «ρίχτε». Αλλά αυτή δεν θα τη πάρετε.
Δεν ήμουνα άγιος. Πολλές φορές ντρεπόμουν για τον εαυτό μου και τον ατομισμό μου. Έναντι της κοινωνίας σπάνια ήμουν δοτικός. Συνήθως ιδιοτελής, σίγουρα διχασμένος, κατ’ επιλογήν βουλιαγμένος στο υπερτροφικό μου «Εγώ» και χρησιδεσποζόμενος υπό των αψύχων και των ενστίκτων.
Όμως τώρα, εκ νυκτός ορθρίζει το βαθύτερο πνεύμα μας.
«Εκεί που περπατάμε την καθημερινή μας χαμοζωή, σκυφτοί κάτω από το βάρος της βιοπάλης, σκυθρωποί από τα βάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα, βλοσυροί από τον ανελέητο αγώνα για την ύπαρξη, ακούμε τις ιερές καμπάνες να σημαίνουν τον όρθρο της ψυχής και ξαφνιαζόμαστε.
Σταματάμε μεσοστρατίς και βλέπουμε μπροστά μας την ψηλή κορφή. Η καρδιά γεμίζει αναγάλια, τα μάτια βουρκώνουν. Την ξέρουμε ετούτη την υψηλότατη σκοπιά, στην κορφή ανεμίζει χαιρετιστικά η σημαία που υψώσαμε με τα ματωμένα μας χέρια. Με τούτα τα δικά μας χέρια, με των πατεράδων μας, με των προγόνων μας τα χέρια…
Τότες μία λαχτάρα ξεπηδάει από την καρδιά μας. Να ανεβούμε την ψηλή κορυφή, να σταθούμε ορθοί στην ακρότατη άκρη, εκεί που ο ουρανός είναι ανοιχτός και οι ορίζοντες αποτραβιούνται στ’ απόμακρα. Να βάλουμε αντήλιο το χέρι και από κει ψηλά ν’ αγναντέψουμε τα περασμένα, να μαντέψουμε και τα μελλούμενα. Από πού ήρθαμε. Ποιες στράτες περάσαμε. Σε ποια ριζικά τραβάμε», γράφει χαρακτηριστικά ο Στρατής Μυριβήλης.
Ο Βασίλης Καραποστόλης σ’ ένα πρόσφατο συναρπαστικό και ζέον βιβλίο του με τον τίτλο «Διχασμός και Εξιλέωση» ή «Περί Πολιτικής Ηθικής Των Ελλήνων» αναρωτιέται: Πώς και γιατί ο εγωϊστής, απείθαρχος, άπληστος Έλληνας μεταμορφώνεται σε γενναίο, σε ήρωα, σε ανιδιοτελή δότη; Πώς έγινε και στον ηρωϊσμό του ΄40 ξαναβρέθηκε η ομοθυμία στη θέση της ανέφικτης ομόνοιας;
Καθώς χτυπούσαν οι καμπάνες μετά το ιταλικό τελεσίγραφο και την απόρριψή του, και τα ερτζιανά μετέδιδαν τα πρώτα ανακοινωθέντα, άρχισε να γίνεται και πάλι πιστευτό στον πληθυσμό ότι μπορούσε να επιδείξει την αγωνιστικότητα που τον διέκρινε από παλιά. Δεν ήταν μια νέα ιδέα, μια επανεξέταση του παρελθόντος αυτή που υποστασιάστηκε στο ΟΧΙ. Αλλά η ίδια η πράξη. Γενναιότητα, σημειώνει ο Καραποστόλης, είναι η ανύψωση του πράττειν σε όργανο αποκάλυψης του πραγματικού εαυτού: δείχνει κάποιος, σ’ αυτόν τον ίδιο πρώτα απ’ όλα, ποιος είναι και τι είδους ζωή του αξίζει ενεργοποιώντας ξανά δυνατότητες που τις είχε θάψει μέσα του.
Βασικό μοτίβο της σκέψης του συγγραφέα που μιλά οδυνηρά για να ερμηνεύσει τον ατομιστή που γίνεται ήρωας, είναι η αντιπαραβολή της κοινωνίας προς την πατρίδα. Η κοινωνία δεν συνεγείρει τον εγωϊστή Έλληνα, τη βλέπει δυστυχώς σαν εργαλείο, σαν μέσο, δεν της οφείλει τίποτε. Μόνο η πατρίδα, και μάλιστα η εν κινδύνω, η πάσχουσα μπορεί να συνεγείρει τον Έλληνα, να τον οδηγήσει πέρα από τον εαυτό του, πέρα από τα αποκτήματά του και τα συμφέροντά του, να τον βάλει στην περιοχή του δότη, του γενναίου, ακόμη και του ήρωα. Το είδαμε και το ’40, όταν οι διχασμένοι και απογοητευμένοι κάνουν, με την κραυγή «αέρα!» την υπέρβαση έναντι του ίδιου τους του εαυτού και αντικρίζουν το θάνατο χωρίς τρόμο. Όταν η Ρωμιοσύνη για άλλη μία φορά, εκεί που πήγαινε να σκύψει, πετάχτηκε από ψηλά φανερώνοντας το πνεύμα της Φυλής και δικαιώνοντας το ίδιο το φαινόμενο της ζωής. Όταν, κατά τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, η αίσθηση του ανήκειν σ’ ένα ευρύτερο σύνολο απέδειξε ότι η αυτοθυσία αποτελεί την ύψιστη δημοκρατική αρετή και ότι ο ηρωισμός αποτελεί το κατ’ εξοχήν κοινωνικό και δημοκρατικό ιδεώδες.
Θα πρέπει όμως να ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου για να προσφύγουμε στην παρακαταθήκη του θάρρους και στην πατριωτική εθνική συνείδηση;
Γιατί σε καιρούς ειρήνης να σπάμε τα κόκαλα της ίδιας μας της πατρίδας και να την ανασταίνουμε από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά μόνο κάθε φορά που θα αποπειραθεί κάποιος να μας την πάρει πριν σβήσει στα δικά μας χέρια σπαρακτικά;
Είναι πια τόσο ουτοπικός ο κοινωνικός πατριωτισμός και το πέρασμα στο Εμείς; Και πώς μπορεί να αυξηθεί το κατά κεφαλήν εισόδημα όχι στην οικονομία, αλλά στην πνευματική καλλιέργεια και κοινωνική ευαισθησία;
Για τον έρανο όλων των πιθανών απαντήσεων θα χρειαζόταν μεγάλη συζήτηση, την οποία το πλαίσιο μιας απλής ομιλίας δεν μπορεί να αντέξει.
Αυτό πάντως που θα μπορούσε εδώ να υπογραμμιστεί είναι ότι τώρα πλέον που η θρησκευτική πίστη λογιάζεται ανάλογα με το πόσο αναπαύει συνειδήσεις και όχι ανάλογα με το πόσο εμπνέει στρατούς, η Εκκλησία μέσω της δημοκρατίας των ψυχών έχει να επιτελέσει ενός άλλου περιεχομένου εθνική αποστολή. Συμβάλλοντας στην απελευθέρωση του πολίτη από το ναρκισσισμό και τον ατομικισμό του, τον προθυμοποιεί να χτίσει την ταυτότητά του μέσω της προσφοράς στο σύνολο και να ασκήσει το δικαίωμα ενεργούς συμμετοχής στη συλλογική δημοκρατική διαδικασία εμπνεόμενος από τον μακαρισμό του διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν. Έτσι η Εκκλησία μπορεί να αναδυθεί σε βασικό παράγοντα ποιοτικής αναβάθμισης του δημοκρατικού πολιτεύματος και κοινωνιοκεντρικής θεώρησης του δημόσιου βίου.
Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι
Ποιος τολμά σήμερα να μιλήσει για την Ελλάδα και του Έλληνες, με την Ελλάδα στα γόνατα και τους Έλληνες αλαφιασμένους και ασύντακτους;
Η κοινωνία ραγίζει από απειλές, πρωτόγνωρες τουλάχιστον για δύο – τρεις γενιές. Απειλές φτώχειας, απειλές κατά της κοινωνικής συνοχής, απειλές κατά του κοινωνικού συμβολαίου, απειλές κατά του δημόσιου πλούτου και της εθνικής κυριαρχίας. Μόνο αν αναγνωρίσει τον εαυτό της σαν κοινότητα, βάσει συνομολογημένων παρονομαστών, γύρω από ένα μίνιμουμ αξιακό πλαίσιο, η κοινωνία μπορεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της διάλυσης και να υπερασπιστεί τον δημόσιο χώρο, τον κοινό λόγο, την πατρίδα, προειδοποιεί ο δημοσιογράφος και κριτικός Νίκος Ξυδάκης.
Ας την πούμε πατρίδα αυτή την οντότητα που μπορεί να μας ενώσει και ας υπερασπιστούμε το από κοινού εδώ, το εδώ που διαλέξαμε, αυτό που δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε από ανάγκη, τάφους, αμπέλια και σοκάκια, φίλους, οικείους, συμπολίτες, παλιούς συμμαθητές. Μπορούμε να ριζώσουμε και αλλού, αλλά ας το κάνουμε ως ελεύθεροι και όχι ως ανδραποδισμένοι. Γι’ αυτό το κοινό εδώ αξίζει να πολεμήσουμε, φτωχοί αλλά ελεύθεροι, ενωμένοι, όχι σπαραγμένοι και δούλοι. Όπως μπορούμε.
Με το σθένος που νοιώθω ότι θα ήθελε ο καθένας από μας, ο άντρας στη γυναίκα, ο γονιός στο παιδί και το παιδί στους γονείς να πει με τα ίδια περίπου λόγια αυτό με το οποίο αποχαιρετούσε τον κόσμο που έχανε ο στρατιώτης στο παραπάνω ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, με το οποίο αρχίσαμε την αποψινή μας συνάντηση:
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο,
αν δεν ήσουν εσύ,
Πατρίδα μου,
Ελλάδα
Γι’ αυτό:
«Τα καράβια μου καίω,
δεν θα πάω πουθενά.
Κι ας μη μου ’χεις χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα.
Πάντα εδώ θα γυρνώ, από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα.
Ώσπου να βρω νερό. Γιατί ανήκω εδώ.
Σταυρωμένη πατρίδα, μες στα μάτια σου είδα της ανάστασης φως» (Ν. Πορτοκάλογλου).
* Εκφωνήθηκε την 28-10-2010 σε επετειακή εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου στην «Κροκίδειο Αίθουσα».
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου