Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης προτείνει αναψηλάφηση της πολιτικής για να αρθούν οι δυσμορφίες στις οποίες έχει περιέλθει.
Συνέντευξη στον Θανάση Βασιλείου. Η απαξίωση της πολιτικής, η άλωση του κράτους από το κόμμα και τις ομάδες συμφερόντων, το ηθικο-πολιτικό δίλημμα και οι συνέπειες της διαφθοράς/διαπλοκής, ο παραγκωνισμός του κοινωνικού ζητήματος από τον δημόσιο διάλογο καθιστούν επίκαιρη την αναψηλάφηση του πολιτικού συστήματος και προϋπόθεση άρσης των δυσμορφιών που το καθιστούν αποκρουστικό - μελαγχολικό κουτί.
«Η ενσάρκωση του κράτους από τον φορέα της πολιτικής, η σύμπτωση ελεγκτή και ελεγχόμενου δημιουργούν προφανώς μια ιδιάζουσα πολιτική κατάσταση, μοναδική για την εκκόλαψη της διαφθοράς, η οποία επιπλέον εννοεί να ενοχοποιεί το “θύμα” (την έννοια του έθνους) και στο βάθος την κοινωνία για τη διαφθορά των φορέων της».Συνέντευξη στον Θανάση Βασιλείου. Η απαξίωση της πολιτικής, η άλωση του κράτους από το κόμμα και τις ομάδες συμφερόντων, το ηθικο-πολιτικό δίλημμα και οι συνέπειες της διαφθοράς/διαπλοκής, ο παραγκωνισμός του κοινωνικού ζητήματος από τον δημόσιο διάλογο καθιστούν επίκαιρη την αναψηλάφηση του πολιτικού συστήματος και προϋπόθεση άρσης των δυσμορφιών που το καθιστούν αποκρουστικό - μελαγχολικό κουτί.
Ο καθηγητής Γ. Κοντογιώργης στο τελευταίο βιβλίο του «Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση» (Πατάκης, 2007), ορίζοντας τη δημοκρατία ως ταυτολογικό ισοδύναμο της καθολικής ελευθερίας, αποφαίνεται: το σημερινό σύστημα δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τη δημοκρατία.— Στο βιβλίο, φαίνεται πως δεν ξεφεύγετε από τον κανόνα, που θέλει τη διαφοροποίηση της πολιτικής θεωρίας από την πράξη της δημοκρατίας.
— Δεν θα το έλεγα. Εκτιμώ ότι η νεότερη πολιτική θεωρία, αντί να επεξεργασθεί μια θεωρία της δημοκρατίας, επέλεξε να διακηρύξει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτικού συστήματος. Αγνόησε το θεμελιώδες γνώρισμα της δημοκρατίας, που είναι η απόσπαση του πολιτικού συστήματος από το κράτος και η ενσάρκωσή του στην κοινωνία. Αν δεχθούμε ότι πολιτικό σύστημα και κράτος ταυτίζονται, συνομολογούμε ότι η δημοκρατία είναι ανέφικτη. Αν δεχθούμε ότι η ταύτιση συστήματος και κράτους αντιστοιχεί σε ένα πρώτο στάδιο της εξέλιξης των κοινωνιών προς την ελευθερία, το τοπίο αλλάζει. Η αντιπροσώπευση διαφέρει από τη δημοκρατία, στο ότι αναγνωρίζει την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας, δηλαδή ως δήμου. Αποδίδει, όμως, στην κοινωνία μόνο την ιδιότητα και τις αρμοδιότητες, του εντολέα. Στη δημοκρατία, το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας περιέρχεται στον δήμο.
Απαξίωση της πολιτικής
— Προβάλλοντας στο παρόν αυτές τις οριοθετήσεις, μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία;
— Σήμερα είμαστε μπροστά σε ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο πέτυχε το ακατόρθωτο: ισχυρίζεται ότι συγκεντρώνει συγχρόνως μέσα του δύο ασύμβατα μεταξύ τους συστήματα, τη δημοκρατία και την αντιπροσώπευση, τη στιγμή που δεν είναι ούτε δημοκρατικό ούτε αντιπροσωπευτικό. Κατακρατεί για λογαριασμό του κράτους τις ιδιότητες τόσο του εντολέα όσο και του εντολοδόχου, ενώ ορίζει ως εντολέα του μια έννοια, το «έθνος». Η κοινωνία, επομένως, στερείται της αρμοδιότητας να ορίζει τα του οίκου της ή, έστω, να ελέγχει τους διαχειριστές του κράτους. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η βούληση της κοινωνίας μπορεί να είναι αντίθετη με το πραγματικό της συμφέρον (εκείνο του έθνους), η βούληση όμως του κράτους ποτέ. Γι’ αυτό και η αρμοδιότητα του κράτους να αποφασίζει τι είναι «εθνικό» και τι όχι, τι συμφέρει την κοινωνία και τι όχι, είναι αποκλειστική και ανέκκλητη. Ο παραλογισμός αυτός, ωστόσο, υποκρύπτει μια σημαίνουσα ολιγαρχική αντίληψη.
— Πού αποδίδετε αυτή τη σύγχυση;
— Στο ότι οι προτεραιότητες της εποχής μας δεν συναντώνται με τη δημοκρατία σε συνδυασμό με την αδυναμία της νεοτερικότητας να συναντηθεί πραγματικά με την ελληνική γραμματεία. Οι ανάγκες μιας κοινωνίας που εξέρχεται μόλις από τη φεουδαρχία εστιάζονται στο πώς θα συγκροτηθούν τα μέλη της ως ελεύθερα άτομα και όχι πώς θα αυτοκυβερνηθούν στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο. Τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της εποχής μας καλλιέργησαν σιγά σιγά τη βεβαιότητα ότι ο διάλογος με την αρχαιότητα στο ζήτημα της δημοκρατίας ήταν περιττός κι έχασαν την ελευθερία. Η σύγχρονη θεωρία προσεγγίζει τη μεν ατομική ελευθερία ως αυτονομία, τη δε κοινωνική και την πολιτική ελευθερία με όρους δικαιώματος. Τα δικαιώματα, όμως, ευδοκιμούν εκεί όπου δεν συντρέχει η ελευθερία. Οι «νέες» προσεγγίσεις της δημοκρατίας προσθέτουν κατά βούληση επιθετικούς προσδιορισμούς στην έννοια (μιλάνε για συμμετοχική ή τηλεοπτική δημοκρατία κ.λπ.), θεωρώντας δεδομένη τη διχοτομία κοινωνίας και πολιτικής. Η συμμετοχή, όμως, που αναγνωρίζουν στον πολίτη είναι εξωθεσμική. Τον θέλουν κομματικό οπαδό, καταναλωτή θεάματος κ.ά. Του εξασφαλίζουν, λ.χ., το πολιτικό δικαίωμα της διαδήλωσης, αλλά όχι τη συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα έτσι ώστε να είναι περιττή η διαδήλωση, άρα το δικαίωμα. Δεν τον αποδέχονται ως συστατικό εταίρο της Πολιτείας.
Κράτος και κόμμα
— Εχετε μιλήσει για την κομματοκρατία στην Ελλάδα. Θα θέλατε να σχολιάσετε το φαινόμενο;
— Είναι μεγάλο θέμα. Συμβαίνει όταν το σύστημα υστερεί σε σχέση με το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας. Το νεότερο κράτος/σύστημα είχε κατά νου μια κοινωνία που κοίταζε προς την ελευθερία και όχι μια κοινωνία, όπως η ελληνική, που βίωνε την ανθρωποκεντρική αυτονομία στο πλαίσιο των κοινών. Ο πολίτης, που πριν ήταν μέρος της Πολιτείας, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα κράτος που κατέχει το σύνολο της πολιτικής αρμοδιότητας. Η συμπεριφορά του συνεχίζει να προσιδιάζει στην ιδιότητα του εντολέα, χωρίς το σύστημα να του εκχωρεί τον ρόλο αυτόν. Το κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, εμφανίζεται ως διαμεσολαβητής, όχι ως αντιπρόσωπος της κοινωνίας. Ετσι, η πελατειακή σχέση, από παρέκκλιση, γίνεται σύστημα, που το διαχειρίζεται το κόμμα. Και το κόμμα, από διαμεσολαβητής, γίνεται επικαρπωτής του κράτους, το οποίο υποτάσσεται στους σκοπούς του πελατειακού συστήματος. Το κράτος της νεοτερικότητας αποτέλεσε το ιδεώδες σύστημα για την οικοδόμηση της κομματοκρατίας. Για τις αποκλίσεις αυτές του κράτους από τον «κανόνα» ήταν φυσικό να ενοχοποιηθεί, όχι η πολιτική υπανάπτυξη του νεοτερικού κράτους, αλλά η κοινωνία και οι κληρονομιές της, που καταχωρίσθηκαν ως οθωμανικές. Φτάσαμε έτσι σε συστήματα πολιτικών ηγεμονιών, ποδηγέτησης της πολιτικής με όχημα τη διαπλοκή. Νομίζω ότι η εμμονή στην κομματική χειραγώγηση του κράτους εξακολουθεί να αποτελεί τη θεμελιώδη αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας.
Συνέπειες της διαφθοράς
— Εδώ εντάσσετε και τη διαφθορά στον πολιτικό βίο;
— Οταν ζητούμενο είναι πώς θα διαχειριστούμε το κράτος για να δημιουργήσουμε την πολιτική μας πελατεία και, επομένως, ένα σύστημα που αυτοσυντηρείται με τη λεηλασία του δημόσιου αγαθού, αναγκαστικά οδηγούμαστε σε υπερβάλλουσα διαπλοκή και διαφθορά. Ετσι κι αλλιώς, το παρόν πολιτικό σύστημα εγγράφει ως συμφυές γνώρισμά του τη διαφθορά. Δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτήν. Ενα κόμμα που φιλοδοξεί να πετύχει στις εκλογές, χρειάζεται πολλά εκατομμύρια. Πού τα βρίσκει; Στη διαπλοκή. Με τον διαμοιρασμό των ιματίων του κράτους στους χορηγούς χρήματος ή επικοινωνίας. Η νομιμοποίηση της διαφθοράς (π.χ. των χορηγιών) οδηγεί συγχρόνως στην εκτροπή της πολιτικής από τον σκοπό της. Ο πολιτικός μεταβάλλεται σε αντιπρόσωπο του χορηγού του και κυριολεκτικά σε διαχειριστή των συμφερόντων του στο κράτος. Τι απομένει; Να ενταχθεί ο «χορηγός» στη διαχείριση του συστήματος.
— Ως πότε, όμως, μπορεί να συνεχίζεται αυτό;
— Το σύστημα στην παρούσα φάση του είναι οργανικά δομημένο στη βάση της διαπλοκής και της διαφθοράς. Εάν αποκόβαμε τον ομφάλιο λώρο της διακομματικής ιδιοποίησης του κράτους, κάτι θα γινόταν. Ομως, δεν είμαι αισιόδοξος. Η πολιτική τάξη είναι όμηρος της διαπλοκής, που ακυρώνει αυτόματα κάθε ιδέα σύγκρουσης με κατεστημένες καταστάσεις που λυμαίνονται το κράτος. Το πρόβλημα της διαπλοκής/διαφθοράς έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι φορείς του κράτους δεν συναντώνται πλέον με την κοινωνία. Ούτε εξωθεσμικά, όπως πριν με τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας, ούτε προφανώς στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να ορθώσουμε αναχώματα διαμεσολάβησης (τις ομάδες πίεσης) μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής, αλλά να σκεφθούμε την ανασυγκρότηση του κράτους με την απόδοση της ιδιότητας του εντολέα στην κοινωνία.
Συντηρείται η μη αντιπροσωπευτικότητα
— Τα ελληνικά κόμματα κινούνται προς την αναζωογόνηση της αντιπροσωπευτικότητας προς την ενίσχυση του πολίτη-εντολέα;
— Σαφώς όχι. Φοβάμαι, όμως, ότι ούτε η διεθνής διανόηση έχει συνείδηση του διακυβεύματος. Σήμερα, η συζήτηση διεξάγεται με όρους συντήρησης του συστήματος και όχι υπό το πρίσμα της υπέρβασής του. Εξού και το έλλειμμα αντιπροσώπευσης τίθεται σε μια αποκλειστικά ηθική βάση. Αξιώνουμε από τον πολιτικό να λειτουργήσει ως αντιπρόσωπος της κοινωνίας τη στιγμή που το σύστημα δεν είναι αντιπροσωπευτικό και δεν συζητάμε πώς το σύστημα θα γίνει αντιπροσωπευτικό. Εδώ εντάσσεται κι ο διάλογος που γίνεται για το έθνος. Ενώ το κράτος οικειοποιήθηκε το δικαίωμα της κοινωνίας να συγκροτεί την ταυτοτική της συνείδηση και να διαμορφώνει τις πολιτικές της, στη συνέχεια χρέωσε στο έθνος τις πολιτικές που αυτό εφάρμοσε στο «όνομά» του. Γιατί, άραγε, υπόλογος των «εθνικισμών» να είναι μια έννοια που δεν έχει ιδίαν βούληση και όχι ο φορέας της βούλησής του, το κράτος; Γιατί σήμερα το κράτος δεν το απασχολεί η επέκταση των συνόρων του, αλλά η επέκταση της οικονομίας; Στην πραγματικότητα, πίσω από τον διάλογο για το έθνος κρύβεται η αγωνία της νεοτερικότητας να διατηρηθεί ανέγγιχτο το κράτος/σύστημα και, κατ’ επέκταση, η κοινωνία μακριά από το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η ομολογία του μη αντιπροσωπευτικού και μάλιστα του μη δημοκρατικού χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτικού συστήματος θα αποτελέσει το έναυσμα για μια σημαίνουσα αναγόμωση της έννοιας της προόδου με καίριες προεκτάσεις στην πολιτική ζωή. Ετσι κι αλλιώς, εάν η διανόηση δεν προσέλθει στην πρόοδο, θα την προλάβουν οι εξελίξεις καθώς, όπως όλα δείχνουν, η ανασύνταξη της κοινωνίας μέσα στο πολιτικό σύστημα θα αποβεί σύντομα κομβική για την ελευθερία.πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου