Τα όρια και οι κίνδυνοι των ιστορικών αναλογιών, η υπεράσπιση της δημοκρατίας, ο πολιτισμός της Βαϊμάρης, η «στριμωγμένη ταυτότητα», η χρήση και κατάχρηση του Καρλ Σμιτ. Συζητήσαμε με τον Μάκη Κουζέλη, καθηγητή κοινωνικής θεωρίας και κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του Δ.Σ. του «Πουλαντζά».
Οι αναλογίες και οι (απειλητικοί) παραλληλισμοί μεταξύ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της σημερινής Ελλάδας επανέρχονται διαρκώς στη δημόσια συζήτηση. Ξεκινώντας, θα θέλαμε ένα σχόλια επ’ αυτού .
Το σχήμα αυτό εντοπίζεται στον κίνδυνο: Βαϊμάρη= κίνδυνος=άνοδος του ναζισμού. Και, επίσης, ως σήμανση της περίφημης θεωρίας των «άκρων», της άποψης ότι η Αριστερά είναι επικίνδυνη, γιατί, παράγοντας οξύτητα, άνοιξε τον δρόμο στον ναζισμό. Βέβαια, πρόκειται για πολύ μερική και επιλεκτική ανάγνωση της Βαϊμάρης. Απουσιάζει, από αυτήν, όλο το τεράστιο κεφάλαιο του πολιτισμού –θα επανέλθω σε αυτό–, όπως απουσιάζουν, επίσης, τα δύο κρισιμότερα ζητήματα που αναδεικνύει η βιβλιογραφία όσον αφορά τη Βαϊμάρη: αφενός η ανοχή των αστικών δυνάμεων –αλλά αρχικά και των επαναστατικών– απέναντι στη ναζιστική ακροδεξιά, αφετέρου, και κυρίως, το ζήτημα της αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας.
Αν θέλει κανείς, ειδικότερα, να κάνει κριτική στην κομμουνιστική Αριστερά της εποχής, αυτή δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αναχθεί στο σχήμα των «άκρων», αλλά στο ότι δεν υπερασπίστηκε τη δημοκρατία στον βαθμό που έπρεπε. Δηλαδή, στο πλαίσιο μιας γενικευμένης αμφισβήτησης –ας μην το ξεχνάμε, η Βαϊμάρη είναι η πρώτη δημοκρατία στη Γερμανία– η Αριστερά δεν εκτίμησε, δεν αντιλήφθηκε ότι αυτό είναι πρωταρχικό. Όπως λέω και στην εισαγωγή του τόμου που εξέδωσε ο «Πουλαντζάς», αν πρέπει να καταλήξουμε σε μια πολιτική υπόθεση εργασίας σήμερα, αυτή είναι το χειραφετητικό αίτημα υπεράσπισης της δημοκρατίας. Υπεράσπιση της δημοκρατίας, με ταυτόχρονη ανανοηματοδότησή της.
Υποστηρίζεις δηλαδή –και συμφωνώ πλήρως– ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας αποτελεί βασικό πολιτικό καθήκον για την Αριστερά σήμερα.
Από την ευκολία με την οποία παραβιάζεται σήμερα στη χώρα μας το Σύνταγμα, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο κρίσιμος όρος είναι η δημοκρατία. Θα έλεγα ότι, υπερασπιζόμενοι στοιχεία της αστικής δημοκρατίας, μπορούμε σήμερα να κάνουμε επαναστατική δουλειά.
Ας δούμε την περίπτωση του ΕΑΜ — ένας άλλος ιστορικός παραλληλισμός, ακόμα πιο δύσκολος, αλλά εξαιρετικά χρήσιμος, και ίσως γι’ αυτό ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών. Μας δείχνει ότι, όταν φτιάξουμε ένα μέτωπο αντιφασιστικό-δημοκρατικό, το σκέλος της δημοκρατίας θα βαθαίνει από την ίδια τη μάχη που δίνουμε. Και, αν υλοποιηθεί, θα υλοποιηθεί, όπως και τότε, με όρους σχεδόν επαναστατικούς. Αυτό είναι το ενδιαφέρον, το προκλητικό θα έλεγα, που πρέπει να δούμε στο ΕΑΜ. Όχι βέβαια επειδή οι όροι είναι ίδιοι, αλλά επειδή, στη βάση ενός αιτήματος που δεν είναι επαναστατικό από μόνο του, αρχίζεις και συγκροτείς διαδικασίες που έχουν τέτοια χαρακτηριστικά.
Ταυτόχρονα, ακούμε συχνά, και στον χώρο της Αριστεράς, την άποψη ότι η δημοκρατία είναι ένα κενό γράμμα, δεν έχει νόημα να την υπερασπιστούμε.
Θεωρώ εντελώς λάθος τη λογική ότι η δημοκρατία είναι πλέον ένα «καραγκιοζιλίκι», και άρα δεν την υπερασπιζόμαστε. Είναι ένα παιχνίδι που θα το κερδίσουν οι άλλοι, και ιδίως οι ακροδεξιοί. Η απαξίωση του κοινοβουλευτικού σκηνικού, και ως κατάσταση και ως άποψη, είναι ό,τι χειρότερο. Ασφαλώς πρέπει να δούμε την απαξίωση αυτή, να αναδείξουμε τις αιτίες της, να τις καταγγείλουμε, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά του κοινοβουλευτισμού, το Σύνταγμα, τώρα που άλλοι το καταπατούν. Υπερασπιζόμενοι τη δημοκρατία και τους όρους της, όρους που επικαιροποιούν τα ανεκπλήρωτα προτάγματα της αστικής επανάστασης, συγκροτούμε μια άλλου είδους δυναμική.
Ένα ακόμα παράδειγμα, διαφορετικό, αλλά σχετικό για τους όρους της κριτικής και της στάσης μας: Δεν μπορούμε να προάγουμε, λ.χ., την καταγγελία της τοκογλυφίας σε βασικό σύνθημα, όπως η Χρυσή Αυγή: σε κάθε ανακοίνωσή της γράφει για τους τοκογλύφους — και η επιλογή δεν είναι τυχαία, οι τοκογλύφοι γι’ αυτήν είναι βέβαια οι Εβραίοι. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να χτυπήσουμε την τοκογλυφία, αλλά το θέμα είναι να αναδείξουμε, πέραν των εύκολων συνθημάτων, τις κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις της εξάρτησης, της κρίσης και της εκμετάλλευσης. Άλλωστε, το κεφάλαιο είναι απέναντί μας, αυτό είναι το μέτωπο και το αντικείμενο της κριτικής μας· και βέβαια στη λογική του κεφαλαίου εμπεριέχεται και η αξιοποίηση του χρήματος που γνωρίζουμε ως τοκογλυφία, και μάλιστα θεσμοποιημένη. Δεν είναι όμως ο κρυμμένος κακός τοκογλύφος ο δικός μας εχθρός. Συμμορίες και συνωμοσίες έβλεπαν πάντα, και βλέπουν και σήμερα, αυτοί που τις οργανώνουν, αυτοί που θέλουν να τις επιβάλουν.
Αναφέρθηκες πριν στους κινδύνους των εύκολων παραλληλισμών. Παρ’ όλα αυτά, οι ιστορικές αναλογίες μπορούν να μας βοηθήσουν σε κάτι;
Στην ημερίδα για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ο Χατζηιωσήφ επέμεινε στην υπόδειξη του κινδύνου που εμπεριέχεται στην υπερβολικά εύκολη χρήση των ιστορικών αναλογιών. Από πλευράς μου, θα μίλαγα μάλλον για τα όρια των αναλογιών αυτών. Πράγματι, οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες. Υπάρχουν ωστόσο ενδιαφέροντα στοιχεία αναλογίας, τα οποία όμως δεν είναι εκείνα που ανασύρονται κάθε φορά στη συζήτηση (τα «άκρα» και οι ευθύνες της Αριστεράς). Η αποσύνθεση του πολιτικού σκηνικού, η απαξίωση των πολιτικών, των δημοκρατικών όρων του κοινοβουλευτισμού, λ.χ., θα μπορούσε να είναι μια αφορμή για να ξανασκεφτεί κανείς το σχήμα «Βαϊμάρη».
Κοινό, στις δύο περιπτώσεις, είναι το στοιχείο της κρίσης, αλλά και αυτό όχι σε όλες τις όψεις του. Ένα κοινό στοιχείο που θεωρώ πολύ σημαντικό, παρά τη διάσταση ψυχολογισμού που ενέχει κάθε τέτοια προσέγγιση, είναι το στοιχείο της «στριμωγμένης ταυτότητας». Οι Γερμανοί μετά το 1918 αισθάνονται ότι έχουν χάσει πάρα πολλά, από τμήματα του εδάφους τους μέχρι την πραγματική τους ταυτότητα. Η ελληνική κοινωνία και πολιτική σκηνή παράγει τέτοια στοιχεία «στριμωγμένης ταυτότητας», συχνά και επαναλαμβανόμενα: στοιχεία απειλής (οι Βούλγαροι παλιότερα, μετά οι Τούρκοι, στη συνέχεια οι «Σκοπιανοί»), τα οποία σήμερα, στις συνθήκες της κρίσης, αποκτάνε πιο πραγματικά χαρακτηριστικά. Η περίοδος του Μακεδονικού ήταν ζοφερή, αλλά στο επίπεδο των ιδεών· η απειλή ότι η ΠΓΔΜ θα μας κατακτήσει ήταν φάντασμα, μια γελοιότητα. Τώρα, τα φαντάσματα αποκτούν υλική βάση: όταν διαβάζουμε για τη φτώχεια που επιβάλλεται, που πρέπει δηλαδή να αποδεχτούμε και μας επιβάλλει μέχρι και την εκποίηση ή εγκατάλειψη των νησιών, ανεξάρτητα από τους όρους με τους οποίους λέγονται αυτά, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με φαντάσματα, αλλά και με πραγματικές, υλικά θεμελιωμένες, απειλές.
Και πάλι, οι αναλογίες θέλουν προσοχή: στην Ελλάδα του 2012 δεν έχουμε έναν πόλεμο που χάσαμε ή απώλειες εδαφικές, ούτε η επικράτεια κινδυνεύει άμεσα. Υπάρχουν όμως ειδικοί όροι που φτιάχνουν μια αμφισβητούμενη, επαπειλούμενη ταυτότητα — ή, ορθότερα, μια ταυτότητα που βιώνεται ως επαπειλούμενη. Και αυτή είναι πολύ κακή συνθήκη, πολύ μεγάλο εμπόδιο για μια πολιτική που θέλει και πρέπει να μιλάει με επιχειρήματα, να απευθύνεται στο λογικό.
Είπες, στην αρχή, ότι από την τρέχουσα συζήτηση περί Βαϊμάρης, απουσιάζει, παραδόξως, ο πολιτισμός της Βαϊμάρης.
Στις περισσότερες χώρες, αν πεις «Βαϊμάρη» το πρώτο που σκέφτονται, σχεδόν αυτόματα, είναι ο πολιτισμός. Για τον αγγλόφωνο κόσμο, η παραπομπή είναι αμέσως στο κλασικό βιβλίο του Peter Gay The Weimar Culture (εκδ. Penguin).
Η Βαϊμάρη είναι η πρώτη δημοκρατία στη Γερμανία και, ταυτόχρονα, ένας πλήρης πολιτισμικός, επιστημονικός και φιλοσοφικός οργασμός, μια πρωτοπορία σε όλους τους τομείς, σε διεθνές επίπεδο, ένα πρωτοφανές φαινόμενο — προφανώς, εδώ δεν υπάρχει καμιά αναλογία με την Ελλάδα του 2012.
Είναι σαν να γονιμοποιούνται όλες οι δυνάμεις. Για να το πω με παλαιοκομμουνιστικούς όρους, έχουμε την καλώς νοούμενη αστική πρωτοπορία και ταυτόχρονα, εντός αυτής, αρχίζει να υπάρχει αριστερή κουλτούρα, μαρξισμός, σε πολύ γόνιμο έδαφος. Και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό: μια αριστερή καινοτόμα κουλτούρα προϋποθέτει ένα αντίστοιχο έδαφος.
Και είναι εντυπωσιακό πώς μια κοινωνία που παράγει αυτό τον οργασμό δημιουργικότητας, ταυτόχρονα, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, υποκύπτει, υιοθετεί, αποδέχεται –κι όχι απλώς παθητικά– τον ναζισμό, ο οποίος βέβαια καταστρέφει, διαλύει αυτή την πρωτοπορία. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες «γέφυρες». Σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, ίσως είναι ακόμα πιο έντονη η ευκολία του περάσματος ή οι ωσμώσεις. Όπως όμως κι αν προσεγγίσουμε το ζήτημα της ώσμωσης, της μετάβασης, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Πώς σε μια κοινωνία τόσο προχωρημένη πολιτισμικά καλλιεργούνται ταυτόχρονα οι συνθήκες για ό,τι θα ακολουθήσει;
Ας μείνουμε λίγο σε αυτές τις «γέφυρες».
Ο καθηγητής μου, ο Χάιντς Μάους, μαθητής και εκδότης του Χορκχάιμερ, έλεγε –και ήταν πολύ προκλητικό τότε– στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, προπύργιο του DKP (του Κομμουνιστικού Κόμματος της Δυτικής Γερμανίας), κάτι που οι Γερμανοί δεν ήθελαν να ακούσουν. Έλεγε να δούμε τις εκσυγχρονιστικές πλευρές του ναζισμού, λ.χ. τι έκανε η χιτλερική κρατική οργάνωση, με τη βεμπεριανή έννοια του εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας και οικονομίας.
Πρέπει να δούμε αυτό το νήμα σοβαρά, όπως ακριβώς πρέπει να δούμε σοβαρά και τον Καρλ Σμιτ, ως ένα μικρό αλλά σημαντικό κομμάτι τούτου του νήματος. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση, καθώς έχει παραγίνει, νομίζω, η ευκολία της χρήσης των εννοιών του, όπως εχθρός/φίλος, έκτακτη ανάγκη, κατάσταση εξαίρεσης. Ξαφνικά, στις συνθήκες της κρίσης, βλέπουμε ότι ο Σμιτ όχι μόνο θεωρείται σημαντικός θεωρητικός (που ήταν ανέκαθεν), αλλά πρότυπο, ασκεί ιδιαίτερη έλξη, ιδίως σε νεότερους που ενθουσιάζονται, και στους χώρους μας — συχνά μέσα από τον Αγκάμπεν ή, μάλλον, την ευκολία του «αγκαμπενιανισμού»
Δεν είναι απλό, όταν μέσα από διαδοχικές αναγνώσεις, φτάνεις να κάνεις αναφορά στον σκληρό πυρήνα της θεωρίας του Καρλ Σμιτ. Από το ταμπού της Δυτικής Γερμανίας, που δεν ανάφεραν καν τον Σμιτ, λες και δεν υπήρξε ποτέ, δεν χρειάζεται να περάσουμε στο άλλο άκρο, να τον χρησιμοποιούμε σαν είναι σχεδόν «δικός μας». Και θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν ήμασταν πιο προσεκτικοί με τον χειρισμό των αποσπασμάτων του Αγκάμπεν, που είναι αποσπάσματα του Καρλ Σμιτ, και μεσολαβεί και ένας λίγο παραναγνωσμένος Βάλτερ Μπένγιαμιν — τον Βάλτερ Μπένγιαμιν τον αγαπάω, τον Αγκάμπεν τον διαβάζω με ενδιαφέρον. Αν δούμε πώς επικαιροποιήθηκε, όπως θα έλεγε ο Μπένγιαμιν, από τον Αγκάμπεν η συζήτηση για την κατάσταση εξαίρεσης, καταλαβαίνουμε και τα όριά της και τους κινδύνους.
Επίσης, εξίσου προβληματική, πολλές φορές, είναι η χρήση του όρου «γυμνή ζωή»: o Αγκάμπεν παίρνει από τον Μπένγιαμιν τη λέξη bloss (που μπορεί να σημαίνει και «γυμνό», αλλά και «απλό» ή «σκέτο») και την τοποθετεί στο επίκεντρο ενός νέου «υποδείγματος», όπως λέει, προσδίδοντάς της έτσι ένα τεράστιο φορτίο, στο οποίο συχνά ο ίδιος ο όρος δεν αντέχει. Και δεν αντέχει κυρίως όταν η παραδειγματική του λειτουργία μετατρέπεται σε κυριολεκτική επίκληση, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με την πολιτική του αξιοποίηση. Εννοώ τη χρήση και την κατάχρηση, όπως λ.χ. στο σχήμα των μεταναστών που ζουν τη «γυμνή ζωή», του μετανάστη ή του αστέγου ως homo sacer, μια αγιότητα αλλά και μια σχεδόν μη ανθρώπινη υπόσταση που δεν μπορεί –και κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει– να ορίζει την αριστερή πολιτική στο πεδίο του κοινωνικού. Οι εύκολες αναφορές αυτού του είδους μπορεί να είναι ακόμα και επικίνδυνες. Δεν συνιστά αριστερή θεωρία και κριτική η αναφορά στον Καρλ Σμίτ. Δεν κάνεις, φοβάμαι, επαναστατική θεωρία έτσι.
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος
Πηγή: left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου