Θεόδωρος Ζιάκας
Η φύση του ανθρώπου ως ζώου είναι κοινωνική. Ως ανθρώπου, είναι κοινωνική-πολιτισμική. Είναι «ζώον πολιτικόν» ο άνθρωπος. Ως εκ τούτου, είναι πάντοτε υπόσταση πολιτισμικού κοινωνικού πεδίου και μόνο υπ' αυτή την έννοια μπορούμε να λέμε, ότι είναι υποκείμενο.
Ο άνθρωπος υφίσταται ως υποκείμενο μέσω της συνδρομής δύο κλήσεων, της αυτο-επιβεβαιωτικής και της αυτο-υπερβατικής. Διά της αυτοεπιβεβαιωτικής αναπαράγει τον εαυτό του ως φυσική ατομικότητα. Δια της αυθυπερβατικής αναπαράγει την κοινωνία στην οποία ανήκει. Ο υπαρξιακός χρόνος του «μοιράζεται στα δύο»: ως ανταπόκριση στο κάλεσμα της ατομικής του φύσης και ως ανταπόκριση στην κλήση της υπερατομικής του φύσης.
Ουσιώδης είναι εδώ η απάντηση στην κλήση «να κάνει το καλό». Το Καλό ως βασική παράμετρος του «παραδειγματικού» εκφέρεται κατ' αρχήν και εν γένει ως υπερατομικό από την μεταφυσική «Κεφαλή» του συλλογικού. Και ακριβώς, η αυθυπερβατική πραγματοποίηση του «υπερατομικού καλού» είναι αυτή που αναπαράγει το συλλογικό ως υποκείμενο, ως πατρίδα. Η προσπάθεια ανάλυσης και υποστήριξης του ισχυρισμού αυτού, στην οποία και αμέσως περνούμε, θα μας αποκαλύψει πολύ ενδιαφέρουσες και θεμελιώδεις όψεις του θέματός μας.
Τρεις τύποι ατομικού υποκειμένου
Ως υποκείμενα οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ή τύπους. Ο πρώτος τύπος περιλαμβάνει όλους εκείνους, που θέλουν να ζουν μόνο για τον εαυτό τους, για την ηδονή και το συμφέρον. Τις κοινωνικές υποχρεώσεις τους, οι άνθρωποι αυτοί τις βλέπουν σαν αγγαρεία, που ουδέποτε θα την αναλάμβαναν οικειοθελώς, αν η «Κεφαλή» του συλλογικού δεν τους τρομοκρατούσε με την ισχύ της. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν το υπερατομικό «Καλό». Όταν μπορούν να το αποφύγουν, το αποφεύγουν. Το μέρος της ζωής τους, που αναγκάζονται να διαθέσουν για υπερατομικούς σκοπούς, το αισθάνονται σαν θυσία. Θυσία στανική ή στην καλύτερη περίπτωση σαν «εξιλαστήρια» θυσία.
Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει εκείνους, που δεν θέλουν να ζουν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και «για το σύνολο». Θεωρούν σωστό οι άνθρωποι αυτοί να εκπληρώνουν αγόγγυστα τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις και να πράττουν ό,τι το υπερατομικό «Καλό» απαιτεί απ' αυτούς. Προσπαθούν, έτσι, να είναι «εντάξει» με τον Θεό και τον Καίσαρα, αφ' ενός, και με τον Εαυτό τους, αφ' ετέρου. Προσπαθούν «να κάνουν το καλό» και να εκπληρώνουν τις κοινωνικές υποχρεώσεις τους, όχι επειδή φοβούνται την τιμωρία, αλλά επειδή «αυτό είναι το σωστό». Την θυσία, στην οποία υποβάλλονται για το «συλλογικό καλό», την αισθάνονται ως ηθικό καθήκον.
Ο τρίτος τύπος περιλαμβάνει εκείνους που μπορούν να πουν, όπως ο Απ. Παύλος, «ζη εν εμοί Χριστός». Οι άνθρωποι αυτοί απέρριψαν την ακροβασία ανάμεσα στις δύο αντιθετικές απαιτήσεις, με ένα ριζικό διάβημα: εγκατέλειψαν τελείως την φιλαυτία τους. Το χθεσινό εγωιστικό θέλημα αντικαταστάθηκε με το θέλημα του Χριστού. Το παράδοξο είναι, ότι «το θέλημα του Χριστού δεν περιορίζει το δικό τους θέλημα, αφού αυτό είναι τώρα το δικό τους θέλημα. Όλος ο χρόνος τους, με το να είναι αφιερωμένος σε Εκείνον, ανήκει στους ίδιους, αφού και αυτοί δικοί Του είναι». Το παράδοξο είναι, επίσης, ότι όλος ο χρόνος του Χριστιανού ανήκει ταυτόχρονα στο συλλογικό, αφού ο Χριστός είναι η αυτοθυσιαστική ενσάρκωση του κοινωνικού απολύτου και όλον του τον χρόνο για τους άλλους εργάζεται, -«έως άρτι».
Τα ονόματα των τριών αυτών τύπων υποκειμένου είναι: Ιδιώτης, Πατριώτης, Χριστιανός. Μιλώντας για τρεις «τύπους», δεν λέω, ότι εσύ κι εγώ αγαπητέ αναγνώστη, μαζί με τους φίλους μας, είμαστε «καθαρή» ενσάρκωση του ενός ή του άλλου τύπου. Στην πραγματικότητα μετέχουμε, ας πούμε, και στους τρεις τύπους σε κάποιο «ποσοστό».
Θα μπορούσαμε, ίσως, να χρησιμοποιήσουμε την γνωστή εικόνα του ανθρώπου, «που ζει μετακινούμενος σε τρία δωμάτια – τα γνωρίζει και τα τρία – αλλά επιλέγει να περνά περισσότερο καιρό στο ένα, λιγότερο στο άλλο και μηδαμινό στο τρίτο. Μέχρι που καταλήγει να ζει μόνιμα στο ένα απ' αυτά, έχοντας κάποια μνήμη και συνείδηση των άλλων».
Τρεις τύποι συλλογικού υποκειμένου
Ας δούμε τώρα τους τύπους συλλογικού υποκειμένου, που αντιστοιχούν στους τρεις τύπους ατομικού υποκειμένου.
α) Του Ιδιώτη
Η εκ μέρους του τυπολογικού Ιδιώτη αναπαραγωγή του συλλογικού βασίζεται αποκλειστικά στον φόβο, τον φυσικό και μεταφυσικό. Βασίζεται στην εσωτερίκευση του φόβου, η οποία παράγει τη μηχανική τήρηση του Νόμου ως συνήθεια, ήθη - έθιμα, «κουλτούρα». Το σύστημα πατρίδος, που αντιστοιχεί στον Ιδιώτη είναι το δεσποτικό σύστημα πατρίδος.
Εμβληματική μεταφυσική «Κεφαλή» του είναι ο Μολώχ, ο οποίος αρέσκεται να «τρώει τα παιδιά» του Ιδιώτη. Ο Ιδιώτης αναπαράγει την φυσική ατομικότητά του, ως δούλος του δεσποτικού συστήματος και θυσιαστικός τροφοδότης της «μολωχιστικής» μεταφυσικής «Κεφαλής» του. Όλες εν γένει οι γνωστές ιστορικές υποστάσεις του δεσποτικού συστήματος, δουλοκτητικές και δουλοπαροικιακές, υπόκεινται στην ανθρωπολογική αυτή προδιαγραφή.
β) Του Πατριώτη
Ο Πατριώτης γνωρίζει, ότι ο ηθικός «φόρος», που καταβάλλει στο υπερατομικό Καλό, «χρηματοδοτεί» την αναπαραγωγή του συλλογικού ως υποκειμένου, ως Πατρίδος. Το σύστημα πατρίδος, που του αντιστοιχεί ως τύπου, είναι η Πόλις και το Έθνος. Η Πόλις για την ελληνική εκδοχή Πατριώτη και το Έθνος για την νεωτερική εκδοχή. Αναπαράγοντας την Πόλιν του ή το Έθνος του, ο Πατριώτης αναπαράγει τον εαυτό του ως «ελεύθερο άνθρωπο», ως Πολίτη. Υπό την έννοια του «Πολίτη», ο Πατριώτης υπόκειται σε εξελικτική διαβάθμιση (βασιλεία, αριστοκρατία, δημοκρατία). Ανάλογα, βέβαια, με την έκταση της μετοχής του στην κεκτημένη συλλογική αυτονομία, που ως βάση της έχει πάντοτε την ανεξαρτησία της Πατρίδας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο η Πόλις όσο και το Έθνος περιλαμβάνουν πάντοτε περισσότερους Ιδιώτες παρά Πατριώτες. Δεν εννοώ τους «ξένους» («μετοίκους» και «δούλους», που μπορεί να μην ήταν Ιδιώτες στις πατρίδες τους), αλλά το ίδιο το σύστημα των Πατριωτών-Πολιτών (δηλαδή των μετόχων της κεκτημένης συλλογικής ελευθερίας) διακρίνεται σε δύο «πατώματα»: στο πρώτο, όπου ο άνθρωπος «ιδιωτεύει» και στο δεύτερο, όπου «πολιτεύεται».
Η μεταφυσική «Κεφαλή» της Πόλεως και του Έθνους, προσλαμβάνει, επίσης, μεικτά χαρακτηριστικά, τα οποία και εξελίσσονται μαζί με τους δύο τύπους. Με τη μετάβαση στο σύστημα πατρίδος του Πατριώτη, ο προ-πολεοτικός - προ-εθνικός Μολώχ έχει αντικατασταθεί από τον ήπιο «πολιούχο» ή «εθνούχο» θεό, ήρωα ή άγιο. Πρόκειται για μεταφυσικές «Κεφαλές», οι οποίες υποστασιοποιούν την Πατρίδα κατά την ανοδική φάση της Πόλεως και του Έθνους έως την συμβατική στιγμή της ακμής τους, οπότε και μεταλλάσσονται, κατά κανόνα, σε απρόσωπη υπερατομική Αρχή με κανονιστική απλώς δικαιοδοσία. Ο Δίας π.χ. «συνταξιοδοτείται». Παύει να ασχολείται με τις πολιτικές υποθέσεις των ανθρώπων και υποκαθίσταται από την βασική του θεία ιδιότητα, που είναι η Δικαιοσύνη ως Λόγος του παντός[i]. Δηλαδή, ο αρμονικός εριστικός Λόγος ως απρόσωπη-κανονιστική υπερατομική Αρχή.
Ομόλογες της αρχαίας απρόσωπης υπερατομικής Αρχής, κανονιστικές επίσης, είναι οι νεωτερικές εκδοχές Λόγου: της Φύσης, της Ιστορίας, της Προόδου (της μιας ή της άλλης κοπής: φιλελεύθερης, αταξικής, φυλετικής κ.ά.).
γ) Του Χριστιανού
Το συλλογικό υποκείμενο που αναπαράγει ο Χριστιανός είναι το πάντοτε μισούμενο και αποπεμπόμενο από τον κόσμο εκκλησιαστικό συλλογικό. Φαίνεται πολύ οξύμωρο, για να είναι αλήθεια, αλλά είναι. Ο αναγνώστης καλείται να θυμηθεί τους δομικούς φενακισμούς, για τους οποίους μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Όσο προχωρούμε οι φενακισμοί αυτοί θα διευκρινίζονται περισσότερο και θα εξηγούν το φαινομενικώς οξύμωρο.
Ο Εσταυρωμένος, «το αρνίον το εσφαγμένον», το απολύτως αθώο θύμα, είναι ο Θεός των από καταβολής κόσμου θυμάτων. Διαμελίζεται συνεχώς, μηδέποτε δαπανώμενος, από τους ίδιους τους λάτρεις-δούλους Του, ενώ πολλά τα «πιστά» παράσιτα, εγκαταβιώνουν στο ιστορικό κέλυφος του Λόγου Του. Καθώς, όμως, αποσπά τον θύτη από τους προ αυτού θεούς - θύτες και τον κάνει δικό Του «λάτρη» - θύτη, ο Λόγος του Θεού - Θύματος ρίχνει άπλετο φως στο κεκρυμμένο από καταβολής κόσμου μυστήριο της Ισχύος, απεργαζόμενος την άνευ βίας, εξουσίας και επιβολής υπέρβασή της. «Η δύναμίς του εν ασθενεία τελειούται».
Το εκκλησιαστικό συλλογικό είναι «σώμα Χριστού», επειδή ο Χριστιανός, αντικαθιστώντας την αγάπη προς τον εαυτό του με την αγάπη προς τον Χριστό, έγινε «κύτταρο» του συλλογικού «σώματος» του Χριστού. Τρέφεται άλλωστε μυστηριακά από το σώμα και το αίμα Του. Βέβαια το εκκλησιαστικό συλλογικό «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Εξ ού και αποπεμπόμενο. Είναι «άλλο σύστημα πατρίδος». Άλλο μεν, εντός δε, των συστημάτων πατρίδος του «πτωτικού» κόσμου. Όπου και καλείται να λειτουργεί σαν αντισηπτικό (άλας της γης) και σαν ανανοηματοδοτική πηγή (φως του κόσμου). Υπ' αυτή την έννοια, το εκκλησιαστικό συλλογικό γίνεται ο εσώτερος συνεκτικός πυρήνας των συστημάτων πατρίδος του Ιδιώτη και του Πατριώτη. -Όπως η ψυχή σε σχέση με το σώμα, διαβάζουμε στην πρωτοχριστιανική Επιστολή προς Διόγνητον. Το σώμα μισεί την ψυχή, γιατί δεν το αφήνει να κάνει ό,τι του κατέβη. Αλλά η ψυχή αγαπά το σώμα και το φροντίζει. Δεν το εγκαταλείπει ποτέ. Μόνο με τον θάνατο και παρά την θέλησή της. -Διευκρινίζει ο αρχαίος επιστολογράφος.
Η ειδική αυτή σχέση (όπως η ψυχή με το σώμα) έκανε τον ονοματικώς «ξεχασμένο» Έλληνα χιλιόχρονο Πολίτη τριών πατρίδων συγχρόνως: της Ουράνιας, της Οικουμενικής και της πατρογονικής Πόλης-Κοινού. Πρώτα Χριστιανός, έπειτα Ρωμαίος και μετά αυτό που ήταν και πριν και στο οποίο καταλήγει κατ' αποκλειστικότητα, αν χάσει τα δύο προηγούμενα. Δηλαδή, Αθηναίος, Λάκων, Μακεδών κ.λπ. Η τριεπίπεδη ιθαγένεια του Έλληνα αγνοείται, όταν γίνεται λόγος για το Βυζάντιο. Εξ ού και η απίστευτη σύγχυση και οι ανόητες αντιπαλότητες, για το αν είμαστε Έλληνες ή Ρωμαίοι (Ρωμηοί).
Το συλλογικώς πολύτιμο, που χάνεται μέσα στη σύγχυση, είναι η σωστική γνώση, ότι αν ο Έλλην χάσει την Κοινοτική και Οικουμενική του πολιτειότητα, είναι σε θέση να τις ανακτήσει ή να τις «αναγεννήσει», αν και εφόσον κατορθώνει να είναι Ουρανοπολίτης. Αν διατηρήσει «φλογερό» τον «πατριωτισμό» του έναντι του υπερσυμπαντικού αυτού «άλλου συστήματος πατρίδος».
Το ανθρωπολογικό μηδέν
Η τυπολογία Ιδιώτης - Πατριώτης - Χριστιανός δεν παραπέμπει σε διαφορές «φυσικές» ή «οντολογικές», αλλά σε διαφορές υποκειμενοποίησης. Βεβαίως ανάμεσα στα συστήματα πατρίδος των τριών τύπων υπάρχει χάσμα αδιάβατο. Για να πάει όμως το ατομικό υποκείμενο από τον έναν τύπο στον άλλο δεν χρειάζεται να μεσολαβήσουν κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις. Η δυνατότητα να μεταλλαχθεί ο άνθρωπος από Ιδιώτη σε Πατριώτη και από Πατριώτη σε Χριστιανό, είναι απολύτως ρεαλιστική. Αρκεί ο άνθρωπος να το επιθυμεί έντονα και να υπάρχει στο περιβάλλον του η παράδοση που θα τον βοηθήσει.
α) Ο "ταραγμός"
Τι ξεχωρίζει τον Πατριώτη από τον Ιδιώτη;
Πρώτον, η συνειδητοποίηση ότι η θυσία είναι ανταποδοτική. Όρος απαραίτητος, για να αναπαράγεται κι ο ίδιος ως φυσική ατομικότητα. Και δεύτερον, ότι αντιλαμβάνεται την προσφορά της ως ηθικό καθήκον. Και των δύο τύπων ο χρόνος «χωρίζεται στα δύο». Απλώς ο Πατριωτισμός έχει μεταποιήσει την αγγαρεία σε ηθική δέσμευση, σε εθελοντική πράξη. Αρκεί, επομένως, ένα συνειδησιακό «κλικ», για να μεταβληθεί ο Ιδιώτης σε Πατριώτη. Αρκεί μια ειδικά προσανατολισμένη παιδεία, για να παραχθούν Πατριώτες από τα παιδιά του Ιδιώτη.
Βέβαια η Πόλις και το Έθνος, δεν «γεννιούνται» με ένα συνειδησιακό «κλικ» από την «Κεφαλή» του δεσποτικού συστήματος. Για να ξεπηδήσει πάνοπλη η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, όταν ολοκληρωθεί η «κύηση», χρειάζεται να του ανοίξει το κεφάλι ο Ήφαιστος με την τσεκούρα του! Αρκεί, με άλλα λόγια, να σκεφθεί κανείς, πώς ο κραταιός αρχαιοελληνικός κόσμος γεννήθηκε από τον Μυκηναϊκό και πώς η Νεωτερικότητα από τον Μεσαίωνα. Μεσολάβησε τρομακτική κοσμοχαλασιά: ο Τρωικός πόλεμος και η καταστροφή των μυκηναϊκών βασιλείων, ο Εκατονταετής και ο Τριακονταετής πόλεμος. Επίσης: Η μετάλλαξη του αρχαιοελληνικού κόσμου σε χριστιανικό, έχει πίσω της τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον ελληνιστικό super nova και την ρωμαϊκή κατάκτηση. Χώρια όλα τα άλλα, των Διωγμών συμπεριλαμβανομένων.
Συλλογική κατάρρευση και ανθρωπολογική μετάλλαξη πρέπει να συνδέονται, αλλά το πώς και το γιατί είναι δύσκολο να το συλλάβουμε[ii]. Στο ατομικό, όμως, επίπεδο η μετάβαση είναι άλλης τάξης και μπορούμε άμεσα να την προσεγγίσουμε. Αρκεί να λάβουμε υπόψη, ότι τόσο ο Ιδιώτης όσο και ο Πατριώτης υποφέρουν από το «μοίρασμα του χρόνου στα δύο». Και ότι η «δυστυχία» τους αυτή καθιστά εντελώς επισφαλή την ισορροπία του ατομικού και του υπερατομικού μέσα τους. Κοντολογίς, βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με τον κίνδυνο «εσωτερικής κατάρρευσης».
Ο Ιδιώτης «καταρρέει», δηλαδή, παύει να εκπληρώνει τις οφειλές του στο συλλογικό, όταν συμβεί να έχει αποβάλλει τον φόβο του, χωρίς να τον έχει αντικαταστήσει με την ηθική συνείδηση. Μιλάμε για τον φόβο, που «φυλάει τα έρημα», τον φόβο τον εξωτερικό, αλλά και τον βαθύ, τον μεταφυσικό. Ο Πατριώτης «καταρρέει», όταν το ηθικό σθένος του τον έχει εγκαταλείψει, πράγμα εύλογο και φυσιολογικό, αφού κατά τον C.S.Lewis, το ηθικό υποκείμενο «είναι πάντοτε και απαραιτήτως δυστυχισμένο. Διότι ο φόρος με τον οποίο χρεώνει τις επιθυμίες του η ηθική συνείδηση είναι αρκετά επαχθής, με αποτέλεσμα να μην του περισσεύουν και πολλά για να ζήσει. Και πρέπει είτε να αισθάνεται ενοχές, γιατί δεν έχει πληρώσει τον φόρο του, είτε να αισθάνεται φτωχός, επειδή τον πλήρωσε». Η εσωτερική αυτή αντίθεση καθιστά αναπόφευκτη την εξάντληση του πατριωτικού σθένους -αν όχι στην πρώτη γενιά, στην δεύτερη ή την τρίτη, οπωσδήποτε, λένε οι Έλληνες κλασικοί[iii]. «Έχουσι γαρ ταραγμόν αι φύσεις βροτών»[iv]. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και οι προσωπικές προσπάθειες, για να σταθεροποιηθεί η Αρετή. Το πάθος είναι «κρείσσων των εμών βουλευμάτων» και αναδεικνύει την ηθική αστάθεια σταθερότερη από την ηθική σταθερότητα. Η εσωτερική ισορροπία ατομικού - υπερατομικού στην ψυχή του Ιδιώτη και του Πατριώτη, δεν επιδέχεται «κλείδωμα».
Από την κατάρρευση του προ-πολεοτικού και προ-εθνικού Ιδιώτη, προέκυψαν οι αντίστοιχες μορφές Πατριώτη. Το πώς και το γιατί είναι πολύ μακριά πίσω μας, για να έχει κάτι παραπάνω από εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον για μας σήμερα. Θα αφήσουμε, λοιπόν, τον Ιδιώτη των προ-πολιτικών και προ-εθνικών δεσποτικών συστημάτων, για να εντοπιστούμε στον Πατριώτη.
β) Το «πατριδεγωφάγο» παράσιτο
«Καταρρέει», λοιπόν, ο Πατριώτης. Για να γίνει όμως τι; -Ιδιώτης, θα ήταν η εύλογη απάντηση. Δεν πρόκειται, όμως, πλέον για τον κλασικό Ιδιώτη, επειδή ο παλιός βαθύς και συνάμα υποκειμενοποιητικός φόβος δεν επανέρχεται. Το πιθανότερο είναι να μπει στην θέση της εξαχνωμένης ηθικής συνείδησης η σοφιστική ιδέα, ότι το συλλογικό δεν έχει υπόσταση και ότι το καλό δεν είναι υπερατομικό. Ότι η υπερατομικότητα του καλού είναι «επινόηση των παπάδων και των βασιλιάδων, των πλουτοκρατών και των κονδυλοφόρων τους, για να τρέφονται ανενόχλητοι από τον φόρο βλακείας των κορόϊδων». Καλό για τον άνθρωπο είναι μόνο ό,τι ευχαριστεί την επιθυμία του. Και αρμόδιος να το αξιολογήσει είναι ο ίδιος και κανένας άλλος.
Η αμιγώς εγωιστική σοφιστική ιδέα έχει καθοριστικές συνέπειες. «Θρομβώνει» την αυθυπερβατική κλήση στον άνθρωπο και εμποδίζει την ζωτική του ενέργεια να κατευθυνθεί σε υπερατομικούς σκοπούς. Ο τέως Πατριώτης δεν αναπαράγει το σύστημα πατρίδος του. Απεναντίας, το αποσυνθέτει, διότι αφ' ενός το απομυζά, χωρίς να αναπληρώνει το απομυζούμενο, και αφ' ετέρου, η παρουσία του δρα σαν διαβρωτικό οξύ πάνω στην κοινωνικότητα, την στανική του συν-Ιδιώτη και την ηθική του συν-Πατριώτη. Δύναται κανείς να συλλάβει την έκταση της καταστροφής, που προκαλεί η αρρώστια αυτή, αν σκεφθεί, ότι προσβάλλει πρώτα τα άτομα των ελίτ, τις πνευματικές και πολιτικές ηγεσίες.
Συνεπώς: από κατεξοχήν πατριδοφόρος τύπος, ο Πατριώτης μεταλλάσσεται σε τύπο παρασιτικό - πατριδοφθόρο. Δεν πρόκειται όμως για «τέταρτο τύπο», αλλά για μη-τύπο. Η εκκοπή της κοινωνικής συνιστώσας της υποστάσεώς του, τον αποσαθρώνει ως υποκείμενο. Ενδοστρεφόμενη η αυθυπερβατική ενέργεια, μεταλλάσσεται σε αυθυποβατική, κατακρημνίζοντάς τον σε μια κοχλιοειδή διαδικασία εσωτερικής αποσύνθεσης στον πυθμένα της οποίας μορφάζει το απόλυτο Τίποτα. Φυσικά η εκρηκτική κλιμάκωσή της θέτει κάποια όρια στην εξωτερική επικινδυνότητα του διαλυμένου ατόμου, γιατί ξυπνά το λεγόμενο «ένστικτο αυτοσυντήρησης» του συλλογικού με αποτέλεσμα τις τυραννικές, εν γένει, υποστροφές. Στις υποστροφές αυτές, και για να «κλείσει ο κύκλος», η συλλογική «Κεφαλή», από ήπια απρόσωπη Αρχή στην ακμή της Πόλεως και του Έθνους, μεταλλάσσεται σε ανθρωποκτονικότερη της αρχαϊκής μολωχιστικής εκδοχής της.
Το φαινόμενο είναι βέβαια «αδιανόητο». Αυτό όμως δεν το εμποδίζει να συμβαίνει. Είναι ανθρωπολογικός νόμος. Συνέβη στους Έλληνες, συνέβη στους Ρωμαίους, συμβαίνει και στον σύγχρονο κόσμο. Η συλλογική διάρκεια της πατριωτικής συνοχής, εξαρτάται από τα διαθέσιμα ηθικά αποθέματα κι αυτά από το θεμελιακό θυσιαστικό κεφάλαιο, πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το δικαιοπολιτικό σύστημα. Δυστυχώς, το δένδρο του Πατριωτισμού και του Πολιτισμού γενικότερα, φυτρώνει και δίνει τους καρπούς του, στον «αγρό του αίματος». Πράγμα, που δεν αρέσει βέβαια σε κανέναν. Πόσο μάλλον στους επιγόνους, οι οποίοι επειδή «τα βρήκαν όλα έτοιμα», έχουν την άνεση να «το παίζουν υπεράνω», «ανεκτικοί» και «φιλελεύθεροι» απέναντι στην βαθμιαία εξασθένιση - έκλειψη της συλλογικής συνείδησης. Μην ξέροντας τι τους περιμένει ως συνέπεια των πράξεών τους, απορούν έπειτα, γιατί και πώς η «επικατάρατη διχόνοια», ο «κακός αυτός δαίμων του έθνους», τους ξανάριξε στον «αγρό του αίματος»[v].
Η εσωτερική κατάρρευση της πατριωτικής συνείδησης συνέτριψε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Δύναται να επισημανθεί σαν το εστιακό κέντρο της ελληνικής παρακμής. Ως εμβληματική φιγούρα της έχει καταγραφεί ο Σοφιστής, διότι αυτός είναι που εξιδανίκευσε την ανθρωπολογική αρρώστια και την προβίβασε σε απαύγασμα του ευ ζην. Το ομόλογο φαινόμενο στον νεωτερικό πολιτισμό εκδηλώνεται κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα με την μορφή του «μεταμοντέρνου μηδενισμού», ο οποίος έχει ήδη αποσαθρώσει τον εθνικό πατριωτισμό σε ασύλληπτη κλίμακα.
Πώς να ονομάσουμε αυτόν τον «μη-τύπο», αυτόν τον ανθρωπολογικό καρκίνο, αυτό το πατριδοφάγο παράσιτο, που τρώει συνάμα και τον εαυτό του; Μιλάμε συνήθως για «γραικυλισμό», για «εθνομηδενισμό», για «πατριδομηδενισμό» ή για σκέτο «μηδενισμό». Η λέξη «μηδενιστής», δεν είναι ωστόσο επαρκής, επειδή της λείπει η διάσταση του αυτομηδενισμού. Πατριδεγωφάγος, ή γενικότερα κοινωνιω-εγωφάγος, θα ήταν ίσως μια καταλληλότερη ονομασία.
Αν από την κατάρρευση του προελληνικού και του προνεωτερικού Ιδιώτη γεννήθηκε ο Πατριώτης, ο βραχύβιος αυτός τύπος υποκειμένου, μήπως μέσα από την δική του κατάρρευση δύναται να προκύψει ένας άλλος τύπος; Αυτό είναι το κεντρικό ανθρωπολογικό ερώτημα, που αντιμετωπίζει ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός στο ζενίθ της ανάπτυξής του. Ξέρουμε, βέβαια, ότι στην ελληνική περίπτωση, είχαμε την εμφάνιση του Χριστιανού, ο οποίος έδωσε άλλα χίλια χρόνια ζωής στο ελληνικό σύστημα πατρίδος και οικουμένης. Δεδομένου, όμως, ότι ο νεωτερικός άνθρωπος είναι «μεταχριστιανικός», η απάντηση μοιάζει να διαφοροποιείται. Εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον.
Το θεμελιώδες ζητούμενο
Όπως έδειξε η ιστορία του αρχαιο-ελληνικού συστήματος πατρίδος, ο θάνατος από τον ανθρωπολογικό καρκίνο δεν είναι το αναπόδραστο πεπρωμένο του Πατριώτη, επειδή του προσφέρεται η δυνατότητα να γίνει Χριστιανός. Με την χριστιανική του μετάλλαξη το υποκείμενο «σώζεται», δηλαδή αποφεύγει την διάλυση, που αναπόφευκτα το περιμένει, όταν φτάσει στην ακμή του. Και, επιπλέον, κερδίζει αυτό που του έλειπε πριν: την υπαρκτική του ακεραιότητα.
Το εμπόδιο
Αρκεί βέβαια να υπερνικηθεί μια «μικρή», αλλά δυσκαταγώνιστη δυσκολία. Τον ζητούμενο «νέο εαυτό», τον χριστιανικό εαυτό με το νέο θέλημα, δεν μπορώ να τον «κατασκευάσω» μόνος μου. Πρέπει ο ίδιος ο Χριστός να έλθει να «σκηνώσει» -να στήσει τη «σκηνή» του- μέσα μου. Αλλά ο Χριστός δεν έρχεται, αν δεν τον έχω επιθυμήσει με όλη μου την καρδιά. Αν δεν τον έχω συνεχώς στο μυαλό μου. Αν δεν τον προσκαλώ «αδιαλείπτως» και με την φορτικότητα του επαίτη. (Ώστε «διά γε την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ όσων χρήζει».) Κι αν δεν τον αναζητώ εκεί που ο Ίδιος βρίσκεται, αλλά απάδει προς την αξιοπρέπειά μου: ανάμεσα στους πεινώντες και διψώντες, στους ξένους, στους γυμνούς και στους ασθενούντες ή στους εν φυλακή. Τον θέλω βέβαια στην ζωή μου ως υποψήφιος Χριστιανός που είμαι. Τον θέλω στο σπίτι μου. Αλλά όχι και να του παραχωρήσω «όλα τα δωμάτια». Και να μου κουβαλήσει όλους αυτούς... Δεν είναι λογικό να κρατήσω κάτι για μένα; Μια γωνίτσα; Αυτό είναι όλο κι όλο το εμπόδιο... Αλλά τα πράγματα δεν έρχονται όπως εγώ τα φαντάζομαι και τα περιμένω. Προσωπικές αποτυχίες, κρίσεις, αρρώστιες κ.λπ. με συνετίζουν με τον δικό τους πολύ πειστικό τρόπο. Το παίρνω απόφαση και το εμπόδιο ξεπερνιέται. Κάπως έτσι συντελείται η "καλή αλλοίωση". Σύμφωνα βέβαια με όσα έχουν πει και γράψει αυτοί που την έζησαν. Ο γράφων απλώς αντιγράφει.
Η Οδός
Οι τρεις τύποι, ο Ιδιώτης, ο Πατριώτης και ο Χριστιανός συγκροτούν την τρίβαθμη κλίμακα της υποκειμενοποίησης με το υποκειμενικό «μηδέν» να χάσκει ανάμεσα στις τρεις βαθμίδες.
Στην χριστιανική Παράδοση γίνεται λόγος για τις «τρεις τάξεις των σωζομένων»: τους «Δούλους του Θεού», τους «Εργάτες του Θεού» (ή «Μισθωτούς» Του) και τα «Παιδιά του Θεού» (ή τους «Φίλους» Του). Στην κοινωνική οντολογία της ετερότητας εμφανίζονται ως «Κολεκτιβιστικός άνθρωπος», «Άτομο», «Πρόσωπο» και οι αντίστοιχοι πολιτισμοί ως «Κολεκτιβιστικοί», «Ατομοκεντρικοί», «Προσωποκεντρικοί», -ανάλογα με το ποιός από τους τρεις τύπους ανθρώπου συμβαίνει να είναι εκεί ο ελκυστής με το μεγαλύτερο νοηματοδοτικό σθένος. Ο Ιδιώτης είναι Υπήκοος, ο Πατριώτης είναι Πολίτης, ο Χριστιανός είναι Ουρανοπολίτης και εξ αυτού του λόγου μετέχει και στα δύο χθόνια συστήματα πατρίδος. Ακόμα κι όταν αυτά καταντούν ερυσι-χθόνια. Δεν συμπίπτουν οι λέξεις με τα σημαίνοντα. Συμπίπτουν όμως τα σημαινόμενα, τα πράγματα. Πρόκειται για την ίδια ανθρωπολογική Κλίμακα κοιταγμένη από διαφορετικές γωνίες.
Αλλά τι είναι αυτό που κάνει «Κλίμακα» την τυπολογία των τριών τύπων; Είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που στα συστήματα πατρίδος του Ιδιώτη και του Πατριώτη έχει εισχωρήσει ο Χριστιανός και έχει εγκαταστήσει εκεί το «άλλο σύστημα πατρίδος» του, έχει γεφυρωθεί το μεταξύ τους χάσμα.
Η γεφύρωση του πρωταρχικού χάσματος, μεταξύ θείου και ανθρωπίνου, συνεπιφέρει την γεφύρωση όλων των λοιπών χασμάτων επί των οποίων ο αρχαίος «πατήρ πόλεμος» θεμελιώνει την κοινωνία των ανθρώπων.
Άνοιξε δηλαδή η Οδός, η οποία ξεκινά από την πρώτη βαθμίδα, περνά από την δεύτερη και εκβάλλει στην τρίτη. Η Οδός που γεφυρώνει, επίσης, τις διαφορετικές ιστορικές υποστάσεις των συστημάτων οικουμένης. Η διάνοιξη της Οδού επιτρέπει στους δύο πρώτους τύπους -τον Δούλο και τον Μισθωτό- να φοιτήσουν στο τριτάξιο σχολείο των «σωζωμένων», δηλαδή των διαφευγόντων τη διάλυση και ανακτώντων την ακεραιότητά τους. -Και να «σωθούν», ακόμα κι αν δεν κατορθώσουν να φτάσουν στην «τρίτη τάξη», την τάξη των «τελείων». Γι' αυτό «χριστιανός» λογίζεται όχι μόνο ο κατά κυριολεξία Χριστιανός, ο τρίτος τύπος, αλλά και ο Μισθωτός και ο Δούλος, που έχουν εισέλθει στην Οδό. Η Οδός κατέστη δυνατή, επειδή η συλλογική Κεφαλή του χριστιανού Δούλου, του χριστιανού Μισθωτού και του χριστιανού Φίλου είναι η Ίδια και η Αυτή στις τρείς βαθμίδες της Κλίμακας: ο Εσταυρωμένος. «Εγώ είμαι η Οδός», λέει Αυτός, που γεφύρωσε «ασυγχύτως και αδιαιρέτως», μέσα κι έξω του, την διάκριση θείου και ανθρωπίνου, ατομικού και συλλογικού. Αυτός που γκρέμισε τον «μεσότοιχο του φραγμού» και έκανε το υποκείμενο, που ο κόσμος αποπέμπει, «πνεύμα κοινωνίας», το οποίο «όπου θέλει πνει» -μέσα κι έξω από τα Συστήματα.
Αυτός, προκειμένου να απελευθερώσει τον Δούλο και να τον οδηγήσει στην τάξη των Μισθωτών, αξιοποιεί ό,τι τον συνέχει, δηλαδή τον φόβο του για την τιμωρία (Κόλαση = Τιμωρία). Προκειμένου επίσης να απελευθερώσει τον Μισθωτό από την «χειράφετη δουλεία»[vi] του και να τον οδηγήσει στην τάξη των Υιών, Φίλων και Κληρονόμων Του, τον πληρώνει κι από πάνω με τον Παράδεισο για μισθό!
Τους «σώζει», οδηγώντας τους σε «αόρατο πόλεμο» με τις «αρχές και τις εξουσίες τις πνευματικές», που τους ακρωτηριάζουν την ύπαρξη και τους οδηγούν στην ανυπαρξία. Εκείνες βέβαια εξαπολύουν τη γνωστή τους πατέντα: τον διωγμό, την αποπομπή, την «σταύρωση». Αυτοί όμως ξέρουν, ότι «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν .... οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ". Αυτοί, «σηκώνουν τον σταυρό τους» και «νικούν» – «σώζονται». Εκείνες, "χάφτοντας λαίμαργα το αγκίστρι του σταυρού", δένονται μόνες τους στο "άρμα του θριάμβου" Του. Οι μεν "θύματα", αλλά ακέραιοι-σωσμένοι. Οι δε θηρία "ξεδοντιασμένα", σκιάχτρα γελοία, που θα παραδοθούν στο σκότος της εξώτερης λήθης, μόλις η κοσμική Πομπή φτάσει στο τέρμα της. Που ήδη "εγγύς εστι"...
Διερωτήματα
Η ανθρωπολογική Κλίμακα ταξινομεί τις υποκειμενοποιητικές Παραδόσεις σε τρεις τύπους: τις θεο-κρατικές, τις ανθρωπο-κεντρικές και την χριστιανική παράδοση. Ή με όρους οντολογίας της ετερότητας, σε κολεκτιβιστικές, ατομο-κεντρικές και προσωπο-κεντρικές παραδόσεις.
Η χριστιανική παράδοση είναι η Οδός (η «στενή και τεθλιμένη»), που διαπερνά τα συστήματα πατρίδος του Δούλου και του Μισθωτού, του Ιδιώτη και του Πατριώτη και εκβάλλει στο υπερσυμπαντικό «άλλο σύστημα πατρίδος». Περιλαμβάνει δε και το πλήθος των «ατραπών», που παρά (ή μάλλον χάρη) στον φαινομενικά αλλοπρόσαλλο προσανατολισμό τους, προ-άγουν στην Οδό[vii]. Ως προς τον διεμβολιστικό όλων των «πτωτικών» διαιρέσεων χαρακτήρα της, η χριστιανική παράδοση είναι η μοναδική, μεταξύ των ομολόγων της, -παρότι (ή μάλλον διότι) προσλαμβάνει «κολεκτιβιστική» και «ατομοκεντρική» μορφή κατά την διέλευσή της από τα δύο «πατώματα» της διανθρώπινης συλλογικότητας. Συναποκομίζοντας, βέβαια, και το αντίστοιχο απωθητικό «κέλυφος».
Βεβαίως, ενώ είναι σαφής θεωρητικά η γεφύρωση των ανθρωπολογικών βαθμίδων, μέσω της Οδού, μοιάζει μυστηριώδης ο τρόπος που αυτή λειτουργεί ιστορικά. Πώς, παρά τα μακροχρόνια ρήγματα, η συνέχεια ξαφνικά αποκαθίσταται; Πώς έγινε και, παρά την συστηματική αθεϊστική λοβοτόμηση τριών γενεών, επανήλθε στη Ρωσία για να αγιοποιήσει τον τελευταίο Τσάρο-θύμα του μπολσεβικισμού και να στηρίξει ολόπλευρα την εθνο-κρατική της πατρίδα; Πώς άραγε να λειτουργεί μέσα στην ευρύτερη τριλεκτική (ορθόδοξη, καθολική, προτεσταντική) δομή της Ευρώπης; Και πώς αντιμετωπίζει την δική της μηδενιστική διάβρωση και βέβαια το ερυσιχθόνιο συστημικό βαμπίρ, που απειλεί άμεσα με ολοκληρωτική αφαίμαξη όλα τα εθνοκρατικά της σώματα;
Το ιστορικό προηγούμενο, που μπορεί να δώσει κάποια ιδέα, είναι αυτό της βυζαντινής κατάρρευσης, όταν οι Δυνατοί είχαν εκφύγει παντός ελέγχου και η κρατική και η σχολική παρακμή υπό τον μανδύα ενός δήθεν «ελληνο-αναγεννητικού» φουνταμεταλισμού, είχαν ήδη ενθρονίσει και πάλι τον εφτάψυχο ελληνικό μηδενισμό, ο οποίος θεότυφλος, όπως ανέκαθεν είναι, νόμιζε ότι θα έρθει ... ο Πάπας να τον «σώσει». Ότι η υποστροφή είχε φτάσει στο μηδέν, εκεί ακριβώς απ' όπου ξεκίνησε η βυζαντινή εκτίναξη, το βλέπουμε στην «φρικώδη εικόνα», που μας δίνει ο 14ος αιώνας για το ποιόν των αρχόντων του Μοριά.[viii]
Τότε η Εκκλησία έσπασε τους καθεστωτικούς δεσμούς της με το βαμπιρικό κακό συναπάντημα. Μετέφερε την εκκλησιαστική αυθεντία από τις δυναμοκεντρικές δομές στον ταπεινό ασκητή, που φτωχότερος κι απ’ τον φτωχότερο των φτωχών, κράτησε έκτοτε αναμμένη για αιώνες τη δάδα του ακτίστου Φωτός. Με το κίνημα των Ησυχαστών η χριστιανική παράδοση ανέλαβε τις οικουμενικές ευθύνες της, σώζοντας τα έθνη της Ορθόδοξης οικουμένης. Εξ ού και το άσβηστο μίσος, που τρέφει εφεξής ο μηδενισμός, εναντίον του ελληνικότατου και υπερδραστήριου αυτού («ομφαλοσκοπικού» τάχα) ησυχαστικού κινήματος. Μπορούμε νομίζω να το συμπεράνουμε: Το κλειδί της εξόδου από την Κρίση το κρατά η χριστιανική παράδοση. Καλείται, λοιπόν, να επαληθεύσει και εφεξής το αινιγματικό «και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής».
Ο Χριστιανός είναι βέβαια ο τύπος υποκειμένου, που έχει τις προδιαγραφές, να λύσει το ανθρωπολογικό πρόβλημα. Μήπως όμως υστερεί στην κατανόηση του προβλήματος; Το λέω αυτό, γιατί το πρόβλημα δεν είναι, πώς θα απαντήσει στα ερωτήματα της ελληνικής ψυχής, πράγμα που έκανε με επιτυχία στα χίλια τόσα χρόνια της πάλης του με τον ελληνικό Πρωτέα. Το συστημικό περιβάλλον, που δημιούργησε ο νεωτερικός Πρωτέας, είναι απολύτως αντίθετο: δεν αφήνει καν να «φυτρώσει» ψυχή μέσα στον άνθρωπο. Η ψυχή στεγνώνει πριν ακόμη βλαστήσει στο παιδί και στον έφηβο. Ενώ, όταν η εσωτερική αποσύνθεση του ενηλίκου πάει να μαλακώσει κάπως το έδαφος και το δάκρυ του πόνου να ποτίσει τις ρίζες της, έρχεται το ψυχιατρικό σύστημα και ρίχνει με τον τόνο τα φιλάνθρωπα ψυχοκτόνα του.
Πώς να ξεπεταχθεί, λοιπόν, στον σύγχρονο άνθρωπο, αυτό το «φυτόν ουράνιον», που ο κλασικός Χριστιανός ήξερε να καλλιεργεί; Εδώ ο Χριστός ηττάται κατά κράτος. Αλλά, σύμφωνα με την χριστιανική Παράδοση, ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για να φαγωθεί από το ερυσιχθόνιο, κοινωνιο-εγωφάγο και κοσμο-εγωφάγο, συστημικό παράσιτο. Που αν του δινόταν τα μέσα, θα καταβρόχθιζε το σύμπαν ολόκληρο, για να το μεταποιήσει σε βόθρο. Η συστημική «κρίση» δημιουργεί συνθήκες ευνοϊκές για την εμφάνιση Χριστιανών «εκ μεταστροφής», δηλαδή, Χριστιανών στην κυριολεξία. Αυτοί θα ξέρουν πώς να αξιοποιήσουν την εμμονή του νεωτερικού ανθρώπου στην «ιδιαιτερότητά» του και την πιθανή παρόρμησή της να εισβάλει στον δημόσιο χώρο, μόλις η Κρίση τον βγάλει από το σύννεφο με τις ροζ ψευδαισθήσεις, που δημιουργούσε ως τώρα το γλυκό δόντι του ανθρωπολογικού βαμπίρ. Εννοούμε, βέβαια, την αφύπνιση του νέου ανθρώπου, γιατί η βλάβη που ήδη υπέστη ο παλιός, είναι μάλλον ανήκεστη. Αλλά πού και πώς ακριβώς θα γίνει τούτο; Εδώ ο συγγραφέας «σηκώνει τα χέρια ψηλά». Δεν την ξέρει την απάντηση. Ξέρει μόνο αυτό που βλέπει. Ότι ο Χριστός, μη έχων «πού την κεφαλήν κλίνη», ξενυχτάει στα πεζοδρόμια μαζί με τον νηστικό, τον άστεγο και το πρεζόνι.
Σημειώσεις
i Κυριαζόπουλου Σπ., Η πολιτική θρησκεία των Ελλήνων (ΕκδόσειςΓρηγόρης).
ii Το θέμα εξετάζεται αναλυτικά στα βιβλία μου Πέρα από το Άτομο και στο Αυτοείδωλον εγενόμην... (Εκδόσεις Αρμός).
iii Ο Πλάτων στο Η' βιβλίο της Πολιτείας και στους Νόμους, αλλά και ο Αριστοτέλης, όταν μιλά για τις "παρεκβάσεις" των πολιτευμάτων.
iv Ευριπίδου, Ηλέκτρα στ.367-368.
v Για μια σε βάθος συναίσθηση του προβλήματος, βλ. Κοσματόπουλος Αλέξανδρος, Ο αγρός του αίματος, εκδ. Κέδρος.
vi Είναι η διατύπωση του Μαρξ για την νεωτερική ελευθερία στο έργο του Αγία Οικογένεια.
vii Ατραπός: «ει δε και ετέρας οδούς λέγεται είνε... ας οι ακρίται ατραπούς καλούσι».
viii «Ο ανώνυμος εγκωμιαστής του αυτοκράτορος Μανουήλ έγραψε φρικώδη εικόνα του βίου των εν Πελοποννήσω τιμαριωτών, εξ ής παραθέτω την εξής περικοπήν' «...γένος Ελλήνων, ουκ ασφαλεί γλώττη χρώμενον, έργω δε το παν άθεοι, και θηρίων απάντων ωμότεροι, μήτε θεώ, μήτε φύσεως όροις πειθόμενοι, αλλά πλεονεξία και αρπαγή και τοις των ομοφύλων αίμασι χαίροντες, ανδραποδιστάς περί κακίας άθλων μιμούμενοι, στεφανηφορούσιν ασέβειαν, αυτούς προς υπερβάλλοντες... τοιούτοις έθεσιν εξαιρέτως προσέχοντες αργαλεωτάτων δεινών και απεχθεστάτων αίτιοι γίγνονται, αναλαβόντες άνωθεν εκ προγόνων αυτό (το έθος της αλληλομαχίας) κατά τινα συγγενείας διαδοχήν, και κλήρον ανόσιον άμα και απαραίτητον, σεμνυνόμενοι μάλλον αυτοίς (τοις προγόνοις) ή τη σφενδόνη Γύγης, και πλατάνω Κύρος χρυσή». Επιεικέστερον τούτου εικονίζει τους Πελοποννησίους τοπάρχας ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Καντακουζηνός' «Ούτε γαρ κακοπραγία, ουτ' ευημερία, ούτε χρόνος ο πάντα λύων, διαλύειν δύναται αυτοίς την προς αλλήλους έχθραν, αλλά δια βίου τε πολέμιοι εισίν αλλήλοις, και μετά τελευτήν, ώσπερ τινά πατρώον κλήρον καταλείποντες την προς τινας διαφοράν. Και των Λυκούργου νόμων πάντων αμελήσαντες, ενός μόνου του Σόλωνος εξέχονται του Αθηναίου ακριβώς, ος ατίμους ποιεί των πολιτών τους εν στάσει μηδεμιδί μερίδι προσκειμένους.» Τον εν Μάνη πόλεμον φατριών κετέπαυσεν η ελληνική επανάστασις.» (Σάθας Κ., Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήναι 1885.)
* Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο Πατριδεγωφάγος Η νόσος της Πόλεως (Εκδ. Αρμός.)
πηγή: Aντίφωνο, (Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ τόμος 83, τεύχος 2ο, Απρίλιος-Ιούνιος 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου