Του Φίλιππου Νικολόπουλου*
Όπως είπαμε και σε προηγούμενα άρθρα μας, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου μπορεί να έδωσαν τελικά κυβέρνηση, αλλά τα αδιέξοδα συνεχίζονται. Η νέα κυβέρνηση ουσιαστικά είναι η ίδια η παλιά, με την ίδια πάνω-κάτω μνημονιακή πολιτική, αποτελούμενη από τους δυο παλιούς εταίρους, Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, συν μια νέα "εταίρα", τη ΔΗΜ.ΑΡ. Ωστόσο, κάθε σοβαρά σκεπτόμενος πολίτης, αλλά και πολιτικός σ' αυτή τη χώρα καταλαβαίνει ότι το ζήτημα, τα τελευταία δυόμισι χρόνια, δεν ήταν απλώς ν' αλλάζουμε τα πρόσωπα, δεν ήταν η απομάκρυνση της κυβέρνησης του ΓΑΠ, το PSI (με το νέο όμως, σκληρό ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης δανειακής σύμβασης), η ικανοποίηση της επιθυμίας του ανακόλουθου (τι έλεγε τον Νοέμβριο του 2011, τι υπέγραψε τον Φεβρουάριο τoυ 2012) Α. Σαμαρά να γίνει πρωθυπουργός, η προσπάθεια κάποιων βελτιώσεων των δυσμενών όρων των δανειακών συμβάσεων κ.ο.κ.
Το ζήτημα ήταν και είναι πώς θ' ανασυγκροτηθεί σοβαρά και σε βάθος δομικών αλλαγών η παραγωγική μηχανή της χώρας και η αντίστοιχη διάρθρωση της δημόσιας διοίκησης που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, ν' αποτελέσει τον ευνοϊκότερο παράγοντα για την επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών, τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. To ζήτημα ήταν και είναι πώς θα ανατραπεί η σαπίλα της διεφθαρμένης πλουτοκρατίας και του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου, ώστε να πάψουν ν' αποτελούν εμπόδιο στις βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές και τον νέο τύπο βιώσιμης ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα.
Κι αυτά ενώ η χώρα βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό κλοιό της τρόικας και υπάρχει ανάγκη οργάνωσης μιας μαχητικής και υπεύθυνης αντιπολίτευσης που να συμβάλλει αποφασιστικά στις απαιτούμενες αντιστάσεις απέναντι στην εξοντωτική πολιτική του χρηματοοικονομικού κατεστημένου της Ε.Ε.
Τουλάχιστον μέχρι τώρα μεταξύ πολιτικού συστήματος και ανάπτυξης υπήρχε συνεχώς αυξανόμενη αρνητική αλληλεπίδραση (η προβληματικότητα του πρώτου επιδρά αρνητικά επί της δεύτερης και αντίστροφα), πράγμα που διαρκώς ενισχύει τα μεγέθη της εντροπίας στο συνολικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα (δηλαδή, τάση αποδιοργάνωσης και πτωτική τάση της αποδοτικότητας σ' όλους τους τομείς). Μόνο αν προσεγγίζουμε το πολιτικό σύστημα ολιστικά και όχι εκ των «ενόντων» και περιστασιακά, μπορούμε να καταλάβουμε τις μόνιμες παθογένειές του.
Αυτός ο φαύλος κύκλος, συνεπικουρούμενος και από ένα πνεύμα -απόλυτα δικαιολογημένο- αποθάρρυνσης, απογοήτευσης και αδικίας (ύστερα από τα αυστηρότατα μέτρα λιτότητας με βαριές συνέπειες κυρίως «στους μη έχοντες και κατέχοντες»), που εξαπλώνεται σ' όλο τον κόσμο, δημιουργεί σαφέστατα αίσθηση αδιεξόδου. Ακόμα και μετά το PSI, τη νέα κυβέρνηση Σαμαρά, ο κίνδυνος της χρεωκοπίας της χώρας δεν έχει εκλείψει, διότι η ασφυκτική δημοσιονομική πολιτική που έχει επιβάλει η τρόικα διατηρεί και επαυξάνει την ύφεση. Το λάθος είναι εμφανές: Η κρίση θεωρείται ότι είναι απλώς ζήτημα δημοσιονομικής απειθαρχίας και αυξημένης ζήτησης και όχι της επιμονής του διεθνούς χρηματοοικονομικού κατεστημένου (και δεν είναι μόνο το γερμανικό, που βέβαια στην Ε.Ε. παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο) να διατηρεί και να επαυξάνει τα κέρδη του (εδώ υπάγονται και μια σειρά από κερδοσκοπικές τακτικές) σε βάρος του βιοτικού επιπέδου του μέσου πολίτη και της αυτοδυναμίας των κρατών που παρουσιάζουν αδυναμίες στην οικονομία τους (το πνεύμα της μονεταριστικής πολιτικής -που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την παρεμβατική πολιτική του κοινωνικού κράτους- στο μεγαλείο του!).
Τους τελευταίους μήνες του 2011 δεν ήταν μόνο η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απονομιμοποιημένη, αλλά όλο το πολιτικό σύστημα, πράγμα που είχε σαφώς αντανάκλαση στον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα των μετέπειτα κυβερνήσεων. Η τελευταία του Α. Σαμαρά δεν προήλθε από παρθενογένεση, ούτε από μια νέα ισχυρή εντολή των πολιτών. Τελικά σχηματίστηκε ύστερα από έμμεσους εκβιασμούς προς τον ψηφοφόρο, με καλλιέργεια κλίματος τεχνητού φόβου, με “σπρώξιμο” και με πολλά “μπαλώματα”. Αναγκαστικά κουβαλάει ένα μεγάλο μέρος του «άγους» των προηγούμενων καταστάσεων, που εύκολα δεν μπορεί να το χειριστεί. Και τα πρώτα βήματά της κάθε άλλο δείχνουν παρά συνέπεια προς την προεκλογική διακήρυξη των κομμάτων που την αποτελούν περί επαναδιαπραγμάτευσης των δυσμενών όρων των δανειακών συμβάσεων. Η τρόικα δεν της αφήνει περιθώρια (δεδομένου ότι ξέρει και με ποιους έχει να κάνει). Έτσι πορεύεται με το γνωστό πνεύμα του "συμμορφωνόμαστε προς τας υποδείξεις".
Κι αν αρκετοί καλών προθέσεων (από τα κόμματα κυρίως του παλιού δικομματικού κατεστημένου) επισημαίνουν ότι πολλά πρέπει ν' αλλάξουν ριζικά και οι "σωστοί άνθρωποι πρέπει να μπουν στις σωστές θέσεις", δεν μας λένε παράλληλα πώς θα γίνει αυτό, όταν ουσιαστικά η απόπειρα θα γίνει με "παλιά υλικά" (με το παλιό πολιτικό προσωπικό ή με πρόσωπα αρεστά στην «τρόικα»). Θεσμικά υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες, δεδομένου ότι το παλιό πολιτικό προσωπικό (δηλαδή οι πολιτικοί κυρίως των παλιών κομμάτων εξουσίας με τις εκτεταμένες πελατειακές σχέσεις και με την τεράστια ευθύνη στα ζητήματα της αναξιοκρατίας, της ευνοιοκρατίας και της διαφθοράς) κρατούν τις θέσεις-κλειδιά και κατέχουν τον τρόπο να κινούν τα "νήματα" ώστε να μη χάνει έδαφος η πολιτική τους επιρροή.
Βέβαια, μετά τις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου η μεγάλη ελπίδα που φάνηκε στον ορίζοντα είναι η εκπληκτική ενίσχυση των αντιμνημονιακών δυνάμεων και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος βαθμιαία συγκροτείται σε κόμμα έτοιμο νʼ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ενώ παράλληλα διαφυλάσσει τη δημοκρατικότητα και την πολυφωνία της βάσης του (διάσταση που τονίζει ιδιαίτερα ο Μανώλης Γλέζος).
Γενικά η παραγωγική και πολιτική ανασυγκρότηση της χώρας δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα μ' αυτές τις συνθήκες και με πολιτικούς και με κόμματα, που είναι βεβαρημένοι και βεβαρημένα με ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και με πολλαπλές αδυναμίες να βελτιώσουν την ποιότητα του πολιτικού συστήματος. Το επαναστατικό πνεύμα, που θα θέλαμε διαρκώς να ενισχύεται, για μια σειρά από λόγους, δεν έχει την έντονη παρουσία που θα έπρεπε (το υπάρχον σύστημα έχει δουλέψει αρκετά από πριν για να υπονομεύσει αυτό το πνεύμα). Επιπλέον, υπάρχουν "αόρατοι εχθροί" (συμπεριλαμβανομένου και των κρυμμένων σκοπιμοτήτων των ΜΜΕ και όχι μόνο) που καθημερινά δηλητηριάζουν την "κουρασμένη πια ψυχή" του ελληνικού λαού. Αλλά για να κατανοηθούν αυτά τα φαινόμενα και οι τελματωμένες καταστάσεις απαιτούνται ενδελεχείς κοινωνιολογικές αναλύσεις και όχι μόνο μετρήσεις οικονομικών μεγεθών. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, έχει πολλές διαστάσεις, και το κατεστημένο φυσικά έχει κάθε συμφέρον να τις αποκρύπτει. Προτιμά να παραπέμπει απλώς σε αριθμούς και ν' αποπροσανατολίζει δίνοντας (υποτίθεται) προσοχή και βαρύτητα στους λεγόμενους τεχνοκράτες.
Μπροστά φυσικά σ' αυτήν την κατάσταση της δημοσιονομικής ασφυξίας, της παραγωγικής υποβάθμισης και της πολιτικής παραλυσίας, οι "καλοί" μας εταίροι της Ε.Ε. (με τα θεσμικά της όργανα έτοιμα να κτυπήσουν), παίζουν το παιχνίδι που θέλουν, το παιχνίδι που τους συμφέρει. Οι βόρειοι εταίροι μας ξεχνούν τη βαριά κοινωνική ευθύνη (σε αυστηρούς κοινωνιολογικούς όρους) που έχουν ως μητροπολιτικό, κυρίως βιομηχανικό, κέντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος προς τις χώρες της ημι-περιφέρειας (γιατί εκεί ανήκει και η Ελλάδα), καθώς τις ωθούν να μεταβάλλονται απλώς σε αγορές με αυξημένα καταναλωτικά πρότυπα και τις ωθούν να δανείζονται για πραγματοποίηση έργων που τις καθιστούν τελικά υπερχρεωμένες.
Με βάση, λοιπόν, την υπερχρέωση και εκμεταλλευόμενοι τις πάσης φύσεως αδυναμίες και δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος οι βόρειοι εταίροι μας -ξεχνώντας κάθε έννοια ευρωπαϊκής αλληλεγγύης- επιτυγχάνουν δυσβάσταχτες συμβάσεις και συμφωνίες σε βάρος μας, με σκοπό να εξασφαλίσουν με τον πιο αυστηρό τρόπο τα συμφέροντά τους και -με προοπτική- να ελέγξουν τους φυσικούς μας πόρους και, ει δυνατόν, τη στάση της χώρας μας σε καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Επομένως μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., που ευνοεί αυτούς (η συγκρουσιακή θεωρία, που δίνει προτεραιότητα στον συσχετισμό δύναμης και όχι στην υποτιθέμενη αξιακή και θεσμική αυθόρμητη συναίνεση, πάντα παρούσα), μας επιβάλλουν νέες μορφές ξενοκρατίας και -με διάφορα προσχήματα- "τεχνοκρατικής εποπτείας" ουσιαστικά μας αφαιρούν σημαντικό μέρος της πολιτικής μας ανεξαρτησίας και της εθνικής μας κυριαρχίας.
Απ' την άλλη, οι πατριωτικές, αριστερές και οι ευρύτερα ριζοσπαστικές δυνάμεις της χώρας έχουν πολύ έργο να επιτελέσουν (δεν πρόκειται απλώς για απόρριψη των Μνημονίων). Πρέπει να προετοιμάζονται και να προετοιμάζουν συστηματικά τον λαό για δυναμική ενεργοποίηση βάσης, μήπως και καταφέρουμε νʼ αντισταθούμε με πράξεις και ν' αλλάξουμε κάποια πράγματα εκ βάθρων. Παράλληλα οφείλουν, πέρα απ' τις διαφορές τους, να βρουν κάποιες συγκλίνουσες σʼ επιμέρους πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και να είναι σε θέση να πείθουν (όχι μόνο σε επίπεδο ψήφου) για το πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας που προτείνουν και να δραστηριοποιούν κινηματικά τους πολίτες προς αυτή την κατεύθυνση (βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή χωρίς συστηματική κινηματική στήριξη “από τα κάτω” δεν νοείται). Η προοπτική διεξόδου δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από ορθολογικές και ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις που θα προϋποθέτουν όμως τη βαθμιαία ποιοτική (όχι ποσοτική, ίσα-ίσα η τελευταία αποτελεί πρόβλημα) ισχυροποίηση του κράτους και ιδιαίτερα της ικανότητάς του vα αντιστέκεται στο χρηματοιοκονομικό κατεστημένο της Ευρώπης κι ευρύτερα στα ξένα κέντρα ισχύος.
* Ο Φ. Νικολόπουλος είναι δικηγόρος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Ινδιανάπολης
Όπως είπαμε και σε προηγούμενα άρθρα μας, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου μπορεί να έδωσαν τελικά κυβέρνηση, αλλά τα αδιέξοδα συνεχίζονται. Η νέα κυβέρνηση ουσιαστικά είναι η ίδια η παλιά, με την ίδια πάνω-κάτω μνημονιακή πολιτική, αποτελούμενη από τους δυο παλιούς εταίρους, Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, συν μια νέα "εταίρα", τη ΔΗΜ.ΑΡ. Ωστόσο, κάθε σοβαρά σκεπτόμενος πολίτης, αλλά και πολιτικός σ' αυτή τη χώρα καταλαβαίνει ότι το ζήτημα, τα τελευταία δυόμισι χρόνια, δεν ήταν απλώς ν' αλλάζουμε τα πρόσωπα, δεν ήταν η απομάκρυνση της κυβέρνησης του ΓΑΠ, το PSI (με το νέο όμως, σκληρό ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης δανειακής σύμβασης), η ικανοποίηση της επιθυμίας του ανακόλουθου (τι έλεγε τον Νοέμβριο του 2011, τι υπέγραψε τον Φεβρουάριο τoυ 2012) Α. Σαμαρά να γίνει πρωθυπουργός, η προσπάθεια κάποιων βελτιώσεων των δυσμενών όρων των δανειακών συμβάσεων κ.ο.κ.
Το ζήτημα ήταν και είναι πώς θ' ανασυγκροτηθεί σοβαρά και σε βάθος δομικών αλλαγών η παραγωγική μηχανή της χώρας και η αντίστοιχη διάρθρωση της δημόσιας διοίκησης που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, ν' αποτελέσει τον ευνοϊκότερο παράγοντα για την επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών, τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. To ζήτημα ήταν και είναι πώς θα ανατραπεί η σαπίλα της διεφθαρμένης πλουτοκρατίας και του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου, ώστε να πάψουν ν' αποτελούν εμπόδιο στις βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές και τον νέο τύπο βιώσιμης ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα.
Κι αυτά ενώ η χώρα βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό κλοιό της τρόικας και υπάρχει ανάγκη οργάνωσης μιας μαχητικής και υπεύθυνης αντιπολίτευσης που να συμβάλλει αποφασιστικά στις απαιτούμενες αντιστάσεις απέναντι στην εξοντωτική πολιτική του χρηματοοικονομικού κατεστημένου της Ε.Ε.
Τουλάχιστον μέχρι τώρα μεταξύ πολιτικού συστήματος και ανάπτυξης υπήρχε συνεχώς αυξανόμενη αρνητική αλληλεπίδραση (η προβληματικότητα του πρώτου επιδρά αρνητικά επί της δεύτερης και αντίστροφα), πράγμα που διαρκώς ενισχύει τα μεγέθη της εντροπίας στο συνολικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα (δηλαδή, τάση αποδιοργάνωσης και πτωτική τάση της αποδοτικότητας σ' όλους τους τομείς). Μόνο αν προσεγγίζουμε το πολιτικό σύστημα ολιστικά και όχι εκ των «ενόντων» και περιστασιακά, μπορούμε να καταλάβουμε τις μόνιμες παθογένειές του.
Αυτός ο φαύλος κύκλος, συνεπικουρούμενος και από ένα πνεύμα -απόλυτα δικαιολογημένο- αποθάρρυνσης, απογοήτευσης και αδικίας (ύστερα από τα αυστηρότατα μέτρα λιτότητας με βαριές συνέπειες κυρίως «στους μη έχοντες και κατέχοντες»), που εξαπλώνεται σ' όλο τον κόσμο, δημιουργεί σαφέστατα αίσθηση αδιεξόδου. Ακόμα και μετά το PSI, τη νέα κυβέρνηση Σαμαρά, ο κίνδυνος της χρεωκοπίας της χώρας δεν έχει εκλείψει, διότι η ασφυκτική δημοσιονομική πολιτική που έχει επιβάλει η τρόικα διατηρεί και επαυξάνει την ύφεση. Το λάθος είναι εμφανές: Η κρίση θεωρείται ότι είναι απλώς ζήτημα δημοσιονομικής απειθαρχίας και αυξημένης ζήτησης και όχι της επιμονής του διεθνούς χρηματοοικονομικού κατεστημένου (και δεν είναι μόνο το γερμανικό, που βέβαια στην Ε.Ε. παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο) να διατηρεί και να επαυξάνει τα κέρδη του (εδώ υπάγονται και μια σειρά από κερδοσκοπικές τακτικές) σε βάρος του βιοτικού επιπέδου του μέσου πολίτη και της αυτοδυναμίας των κρατών που παρουσιάζουν αδυναμίες στην οικονομία τους (το πνεύμα της μονεταριστικής πολιτικής -που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την παρεμβατική πολιτική του κοινωνικού κράτους- στο μεγαλείο του!).
Τους τελευταίους μήνες του 2011 δεν ήταν μόνο η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απονομιμοποιημένη, αλλά όλο το πολιτικό σύστημα, πράγμα που είχε σαφώς αντανάκλαση στον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα των μετέπειτα κυβερνήσεων. Η τελευταία του Α. Σαμαρά δεν προήλθε από παρθενογένεση, ούτε από μια νέα ισχυρή εντολή των πολιτών. Τελικά σχηματίστηκε ύστερα από έμμεσους εκβιασμούς προς τον ψηφοφόρο, με καλλιέργεια κλίματος τεχνητού φόβου, με “σπρώξιμο” και με πολλά “μπαλώματα”. Αναγκαστικά κουβαλάει ένα μεγάλο μέρος του «άγους» των προηγούμενων καταστάσεων, που εύκολα δεν μπορεί να το χειριστεί. Και τα πρώτα βήματά της κάθε άλλο δείχνουν παρά συνέπεια προς την προεκλογική διακήρυξη των κομμάτων που την αποτελούν περί επαναδιαπραγμάτευσης των δυσμενών όρων των δανειακών συμβάσεων. Η τρόικα δεν της αφήνει περιθώρια (δεδομένου ότι ξέρει και με ποιους έχει να κάνει). Έτσι πορεύεται με το γνωστό πνεύμα του "συμμορφωνόμαστε προς τας υποδείξεις".
Κι αν αρκετοί καλών προθέσεων (από τα κόμματα κυρίως του παλιού δικομματικού κατεστημένου) επισημαίνουν ότι πολλά πρέπει ν' αλλάξουν ριζικά και οι "σωστοί άνθρωποι πρέπει να μπουν στις σωστές θέσεις", δεν μας λένε παράλληλα πώς θα γίνει αυτό, όταν ουσιαστικά η απόπειρα θα γίνει με "παλιά υλικά" (με το παλιό πολιτικό προσωπικό ή με πρόσωπα αρεστά στην «τρόικα»). Θεσμικά υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες, δεδομένου ότι το παλιό πολιτικό προσωπικό (δηλαδή οι πολιτικοί κυρίως των παλιών κομμάτων εξουσίας με τις εκτεταμένες πελατειακές σχέσεις και με την τεράστια ευθύνη στα ζητήματα της αναξιοκρατίας, της ευνοιοκρατίας και της διαφθοράς) κρατούν τις θέσεις-κλειδιά και κατέχουν τον τρόπο να κινούν τα "νήματα" ώστε να μη χάνει έδαφος η πολιτική τους επιρροή.
Βέβαια, μετά τις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου η μεγάλη ελπίδα που φάνηκε στον ορίζοντα είναι η εκπληκτική ενίσχυση των αντιμνημονιακών δυνάμεων και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος βαθμιαία συγκροτείται σε κόμμα έτοιμο νʼ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ενώ παράλληλα διαφυλάσσει τη δημοκρατικότητα και την πολυφωνία της βάσης του (διάσταση που τονίζει ιδιαίτερα ο Μανώλης Γλέζος).
Γενικά η παραγωγική και πολιτική ανασυγκρότηση της χώρας δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα μ' αυτές τις συνθήκες και με πολιτικούς και με κόμματα, που είναι βεβαρημένοι και βεβαρημένα με ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και με πολλαπλές αδυναμίες να βελτιώσουν την ποιότητα του πολιτικού συστήματος. Το επαναστατικό πνεύμα, που θα θέλαμε διαρκώς να ενισχύεται, για μια σειρά από λόγους, δεν έχει την έντονη παρουσία που θα έπρεπε (το υπάρχον σύστημα έχει δουλέψει αρκετά από πριν για να υπονομεύσει αυτό το πνεύμα). Επιπλέον, υπάρχουν "αόρατοι εχθροί" (συμπεριλαμβανομένου και των κρυμμένων σκοπιμοτήτων των ΜΜΕ και όχι μόνο) που καθημερινά δηλητηριάζουν την "κουρασμένη πια ψυχή" του ελληνικού λαού. Αλλά για να κατανοηθούν αυτά τα φαινόμενα και οι τελματωμένες καταστάσεις απαιτούνται ενδελεχείς κοινωνιολογικές αναλύσεις και όχι μόνο μετρήσεις οικονομικών μεγεθών. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, έχει πολλές διαστάσεις, και το κατεστημένο φυσικά έχει κάθε συμφέρον να τις αποκρύπτει. Προτιμά να παραπέμπει απλώς σε αριθμούς και ν' αποπροσανατολίζει δίνοντας (υποτίθεται) προσοχή και βαρύτητα στους λεγόμενους τεχνοκράτες.
Μπροστά φυσικά σ' αυτήν την κατάσταση της δημοσιονομικής ασφυξίας, της παραγωγικής υποβάθμισης και της πολιτικής παραλυσίας, οι "καλοί" μας εταίροι της Ε.Ε. (με τα θεσμικά της όργανα έτοιμα να κτυπήσουν), παίζουν το παιχνίδι που θέλουν, το παιχνίδι που τους συμφέρει. Οι βόρειοι εταίροι μας ξεχνούν τη βαριά κοινωνική ευθύνη (σε αυστηρούς κοινωνιολογικούς όρους) που έχουν ως μητροπολιτικό, κυρίως βιομηχανικό, κέντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος προς τις χώρες της ημι-περιφέρειας (γιατί εκεί ανήκει και η Ελλάδα), καθώς τις ωθούν να μεταβάλλονται απλώς σε αγορές με αυξημένα καταναλωτικά πρότυπα και τις ωθούν να δανείζονται για πραγματοποίηση έργων που τις καθιστούν τελικά υπερχρεωμένες.
Με βάση, λοιπόν, την υπερχρέωση και εκμεταλλευόμενοι τις πάσης φύσεως αδυναμίες και δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος οι βόρειοι εταίροι μας -ξεχνώντας κάθε έννοια ευρωπαϊκής αλληλεγγύης- επιτυγχάνουν δυσβάσταχτες συμβάσεις και συμφωνίες σε βάρος μας, με σκοπό να εξασφαλίσουν με τον πιο αυστηρό τρόπο τα συμφέροντά τους και -με προοπτική- να ελέγξουν τους φυσικούς μας πόρους και, ει δυνατόν, τη στάση της χώρας μας σε καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Επομένως μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., που ευνοεί αυτούς (η συγκρουσιακή θεωρία, που δίνει προτεραιότητα στον συσχετισμό δύναμης και όχι στην υποτιθέμενη αξιακή και θεσμική αυθόρμητη συναίνεση, πάντα παρούσα), μας επιβάλλουν νέες μορφές ξενοκρατίας και -με διάφορα προσχήματα- "τεχνοκρατικής εποπτείας" ουσιαστικά μας αφαιρούν σημαντικό μέρος της πολιτικής μας ανεξαρτησίας και της εθνικής μας κυριαρχίας.
Απ' την άλλη, οι πατριωτικές, αριστερές και οι ευρύτερα ριζοσπαστικές δυνάμεις της χώρας έχουν πολύ έργο να επιτελέσουν (δεν πρόκειται απλώς για απόρριψη των Μνημονίων). Πρέπει να προετοιμάζονται και να προετοιμάζουν συστηματικά τον λαό για δυναμική ενεργοποίηση βάσης, μήπως και καταφέρουμε νʼ αντισταθούμε με πράξεις και ν' αλλάξουμε κάποια πράγματα εκ βάθρων. Παράλληλα οφείλουν, πέρα απ' τις διαφορές τους, να βρουν κάποιες συγκλίνουσες σʼ επιμέρους πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και να είναι σε θέση να πείθουν (όχι μόνο σε επίπεδο ψήφου) για το πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας που προτείνουν και να δραστηριοποιούν κινηματικά τους πολίτες προς αυτή την κατεύθυνση (βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή χωρίς συστηματική κινηματική στήριξη “από τα κάτω” δεν νοείται). Η προοπτική διεξόδου δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από ορθολογικές και ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις που θα προϋποθέτουν όμως τη βαθμιαία ποιοτική (όχι ποσοτική, ίσα-ίσα η τελευταία αποτελεί πρόβλημα) ισχυροποίηση του κράτους και ιδιαίτερα της ικανότητάς του vα αντιστέκεται στο χρηματοιοκονομικό κατεστημένο της Ευρώπης κι ευρύτερα στα ξένα κέντρα ισχύος.
* Ο Φ. Νικολόπουλος είναι δικηγόρος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Ινδιανάπολης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου