Δημήτρης Μπαλτάς
Ἀξιωματικῶς γίνεται δεκτό ὅτι ἡ κληρονομία τῶν προηγουμένων γενεῶν πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπό τίς ἑπόμενες. Ἐπειδή ἡ κληρονομία ἀφορᾶ σέ ἀξίες (ὅπως ἡ γλῶσσα) πού ἀντέχουν στόν χρόνο, εἶναι ἱστορικῶς ἄδικο καί ἠθικῶς ἀνέντιμο νά ἀμφισβητοῦνται καί νά διαγράφονται αὐτές καί μάλιστα μέ ἀποφάσεις πολιτικές. Βεβαίως στήν περίπτωση αὐτή λησμονεῖται ὅτι «ἡ γλῶσσα εἶναι μία ὀργανική ἑνότητα ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά βγάλεις καί νά κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶς ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στό ὑπουργεῖο Παιδείας» (Κ. Καστοριάδης). Ἀλλά εἶναι καί πολιτικῶς ἀνέντιμο νά ἐπιβάλλεται ἡ δῆθεν «πολιτική ἀπόφαση» περί τῆς γλώσσας μας στόν λαό.
Εἶναι γνωστή ἡ πραξικοπηματικῶς ληφθεῖσα πολιτική ἀπόφαση (ἀπό μία μειοψηφία στήν ἑλληνική βουλή, κατά τό 1982) γιά τήν καθιέρωση τοῦ λεγομένου «μονοτονικοῦ συστήματος». Μέ ἀφορμή τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁ Καθηγητής Ι. Θ. Θεοδωρακόπουλος εἶχε παρατηρήσει ὅτι «οἱ γλωσσικοί νομοθέτες δέν ἔχουν καμμία ἁρμοδιότητα καί ἀνακόπτουν ἁπλῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ γλωσσικοῦ μας πολιτισμοῦ». Παράλληλα, τά τελευταῖα χρόνια διαπιστώνεται, ἄν καί χωρίς τήν σχετική νομοθετική κατοχύρωση, ἡ υἱοθέτηση τῆς ἀποδόσεως τῶν ἑλληνικῶν λέξεων μέ λατινικούς χαρακτῆρες (πρόταση παλαιότερη, πού εἶχε διατυπωθεῖ γιά πρώτη φορά ἀπό τόν βουλευτή Δημήτρη Γληνό).
Καί ἐνῶ ἡ γλῶσσα μας κακοποιεῖται καθημερινά, ἔρχεται σήμερα ἡ πρόταση Κυπρίου εὐρωβουλευτοῦ περί τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς ὀρθογραφίας τῶν ἑλληνικῶν λέξεων. Δέν θά ἐξετάσω ἄν τά κίνητρά του ἔχουν νά κάνουν μέ τήν ἀτομική του προβολή, μέ μία διάθεση πρωτοτυπίας, ἤ μέ τήν «ἀγάπη» του γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα. Ὅσον ἀφορᾶ τήν σκέψη του ὅτι ἡ ἁπλοποίηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας «καθίσταται ἀναγκαία μέσα στά πλαίσια μιᾶς τάσης ἑνωτικῆς πορείας τῶν γλωσσῶν στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση», αὐτή μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ εἴτε ὡς μία ἀκόμα ἰσοπεδωτική λογική εἴτε ὡς μία ἀκόμα ἔνδειξη παραφροσύνης.Σέ κάθε περίπτωση, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ πολιτική γιά τήν γλῶσσα ἐκφράζεται μέ τήν γλῶσσα τῆς πολιτικῆς, ἐν τέλει μ’ ἕνα λόγο ξύλινο καί ἀ-σήμαντο. Ἀλλά εἶναι καί ἰδιαζόντως τραγικό ἡ πολιτική γιά τήν γλῶσσα νά διατυπώνεται μέν «ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ», ἀλλά «ἐρήμην τοῦ λαοῦ». Ἐάν γίνει δεκτό ὅτι οἱ ἰδιαιτερότητες τῆς ἱστορίας καί τῆς γλώσσας συνιστοῦν τόν «τόπο» μας, τότε αὐτός ὁ «τόπος» δέν εἶναι ἁπλῶς μία γεωγραφική ἔκταση. Προφανῶς αὐτός ὁ «τόπος» δέν φυλάσσεται μέ πολιτικές ἀποφάσεις καί μέ στρατιωτικές δυνάμεις ἀλλά μέ τήν συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἐάν ὁ λαός δέν ἐπιθυμεῖ νά διαφυλάξει τόν «τόπον» του, αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ιmm. Kant εἶχε διερωτηθεῖ: «πῶς οἱ μακρινοί ἀπόγονοί μας θά προσπαθήσουν νά τά βγάλουν πέρα μέ τό φορτίο τῆς ἱστορίας πού πρόκειται νά τούς ἀφήσομε ὕστερ’ ἀπό μερικούς αἰῶνες;» (Δοκίμια, μετ. Ε. Π. Παπανούτσου, Ἀθήνα 1971, σ. 41).
Καί μία τελευταία παρατήρηση. Εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀπέναντι σ’ αὐτούς πού ἀσεβοῦν στήν γλωσσική μας παράδοση, ἤτοι τούς ἐπαγγελματίες τῆς πολιτικῆς, τούς κήρυκες τῆς δημοκρατίας καί τῆς προόδου, ἀλλά καί τούς θεράποντες τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἡ ἀντίσταση, ὡς ἕνα μέγεθος πολιτιστικό, μέ τρόπο γνήσιο καί ὄχι ρητορικό. Στό πλαίσιο αὐτό, προϋποτίθεται «μία ἐπανάσταση στό φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου» (Imm. Kant, Ἡ θρησκεία ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ λόγου καί μόνο, μετ. Κ. Ἀνδρουλιδάκης, Ἀθήνα 2007, σ. 95), γιά νά μιλήσω καί πάλι μέ τήν ὁρολογία τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ φιλοσόφου.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου