Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Αυτεξούσιο και καταστροφικότητα. Η ελλειματικότητα του δημιουργήματος

Ιωάννης Πλεξίδας
H ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δρά­σης ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὸν Γρη­γό­ρι­ο τὴν κα­τα­στα­σι­α­κὴ συν­θή­κη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ εἰ­κο­νί­ζει[i] τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο, ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «ἰ­σό­θε­ο»[ii]. Ἐ­πει­δὴ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι οὐ­σι­α­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τοῦ θε­ϊ­κοῦ τρό­που ὕ­παρ­ξης, ἡ ὁ­ρα­τὴ εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ό­ρα­του ὀ­φεί­λει νὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἐ­λεύ­θε­ρη. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη ἐκ­δο­χή της[iii]. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ συν­θή­κη ἢ ἀ­ναγκαι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ ἐμ­πό­δι­ο στὴν ἀν­θρώ­πι­νη βού­λη­ση[iv].
Ἀ­κό­μη καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει ἐ­λεύ­θε­ρα[v]. Ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πάρ­χει μό­νο στὸν ὁ­ρί­ζον­τα[vi] τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­πο­κλεί­σει κά­θε μορ­φὴ με­τα­φυ­σι­κοῦ ντε­τερ­μι­νι­σμοῦ[vii], ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι οἱ ἑ­κά­στο­τε ἐ­πι­λο­γὲς τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θο­ρί­ζον­ται μό­νο ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν τρό­πων δρά­σης. Αὐ­τὴ ἡ μορ­φὴ δρα­πέ­τευ­σης ἀ­πὸ μί­α προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη κα­νο­νι­κό­τη­τα ἐ­νέ­χει τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀ­πρό­ο­πτου, τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐγ­γε­νῶς ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς δι­α­θέ­τει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἀ­πό­κλι­σης ἀ­πὸ τὸ κοι­νω­νι­κό, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο, ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[viii]. Ἀ­πό­κλι­ση, ἡ ὁ­ποί­α κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν πρά­ξη τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας[ix]. Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη πρά­ξη, λοι­πόν, ἐ­νέ­χει μί­α ἀρ­χὴ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που[x]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι μέ­ρος τῆς φύ­σης μὲ τὸν τρό­πο ποὺ εἶ­ναι τὰ ζῶ­α. Τὰ ζῶ­α ὑ­πο­τάσ­σον­ται καὶ ἀ­κο­λου­θοῦν πι­στὰ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[xi], ἐ­νῶ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἡ φύ­ση τοῦ ἔ­χει ὁ­ρί­σει νὰ κά­νει. Κα­τα­νο­εῖ­ται ὡς ὂν μεταφυσικό, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ξε­περ­νά­ει τὴ φύ­ση καὶ τὴν ἐ­ξου­σι­ά­ζει[xii]. Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὸ δι­κό του μο­νο­πά­τι ζω­ῆς[xiii]. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἐν­το­πί­ζε­ται ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἑ­τε­ρό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς κα­τά­στα­σης ποὺ ὑ­πάρ­χει με­τα­ξὺ τῆς εἰ­κό­νας καὶ τοῦ ἀρ­χε­τύ­που, με­τα­ξὺ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος[xiv]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α του εἶ­ναι πάν­το­τε ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων[xv], δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς κτι­στό­τη­τάς του. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μί­α ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς καὶ ὄ­χι ὕ­παρ­ξης. Ἡ ὕ­παρ­ξη, δη­λα­δή, εἶ­ναι προ­τε­ρό­χρο­νη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί, συ­νε­πῶς, τὴν κα­θο­ρί­ζει. Κά­θε ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο ἐφ’ ὅ­σον τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ὂν ἔ­χει ἀ­να­δυ­θεῖ στὴν ὕ­παρ­ξη, στὸν κό­σμο τῆς πα­ρου­σί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἑ­πο­μέ­νως, τοῦ ἀν­θρώ­που πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ μί­α ὀρ­θο­λο­γι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἐν­δε­χό­με­να τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ κα­τα­σκευ­ή. Στὸν Θε­ό, ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι ὀντο­λο­γι­κή. Ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­λέ­γει νὰ ὑ­πάρ­χει καὶ δὲν ἐ­πι­λέ­γει ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­ξει. Ἡ ὕ­παρ­ξή του δὲν εἶ­ναι δο­σμέ­νη, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἡ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ τῆς ἠ­θι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α] καὶ τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [Θε­ός]. Στὴν ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἐ­νῶ στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμά της[xvi]. Ὁ Θε­ός, δη­λα­δή, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὴν ὕ­παρ­ξη καθ’ αὑτὴ καὶ ἀ­πὸ τὶς φυ­σι­κὲς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τες ποὺ αὐ­τὴ ἐ­πι­τάσ­σει[xvii].
Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἠ­θι­κὴ ἢ «ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων» ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ σὲ ὀν­το­λο­γι­κὴ ἢ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κα­θο­δη­γη­τι­κὸ νῆ­μα στὴν προ­σπά­θει­ά μας νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί ση­μαί­νει γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ μὲ ποιὸ τρό­πο μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α γεν­νι­έ­ται τὸ κα­κό. Εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει ex nihilo, ὅ­πως δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ Θε­ός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἕ­ναν ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ κό­σμο, ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ ἀ­σύν­δε­το μα­ζί του, ἀλ­λὰ τὸν με­τα­μορ­φώ­νει καὶ τὸν ἀ­να­δι­ορ­γα­νώ­νει ὅ­πως αὐ­τὸς ἐ­πι­θυ­μεῖ. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α πρά­ξη δη­μι­ουρ­γί­ας[xviii] καὶ με­τα­μόρ­φω­σης τοῦ κό­σμου, γιὰ μί­α ἐ­νερ­γη­τι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α ζω­ῆς, στὴν ὁ­ποί­α πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸ διτ­τὸ τοῦ πράγ­μα­τος: ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ τό­σο γιὰ κα­λό, ὅ­σο καὶ γιὰ κακό[xix]. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, λοι­πόν, δὲν εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τη, κα­θὼς ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ ὅ,­τι ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ ἑ­νὸς ἐ­νά­ρε­του ἢ ἀ­νή­θι­κου βί­ου[xx]. Ἂν κά­τι ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο[xxi], αὐ­τὸ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς κα­κί­ας[xxii]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸν ὅ­ρο προαίρεση[xxiii], προ­κει­μέ­νου νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴ δυ­να­τό­τη­τα γιὰ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς με­τα­ξὺ δύ­ο ἀν­τί­θε­των κα­τα­στά­σε­ων[xxiv]. Ἡ ἔν­νοι­α τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν terminus technicus τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης θὰ τὴ δι­α­στεί­λει ἀ­πὸ τὸ ἑ­κού­σι­ο, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α, τὸν θυ­μό, τὴ βού­λη­ση καὶ τὴ γνώ­μη ἢ δό­ξα, θέ­τον­τάς την ὡς ἀρ­χὴ τῆς πρά­ξης καὶ τῆς κί­νη­σης[xxv]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ­ρί­ζον­τας τὴν προ­αί­ρε­ση ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη κί­νη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς[xxvi], χω­ρὶς ὅ­μως νὰ προ­χω­ρή­σει στὴ δι­α­τύ­πω­ση πε­ρί­τε­χνων ὁ­ρι­σμῶν καὶ σὲ δι­ά­κρι­ση τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες ψυ­χι­κὲς δυ­νά­μεις. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἁ­πλῶς θὰ ἐ­πι­ση­μά­νει τὸν ἐ­λεύ­θε­ρο χα­ρα­κτή­ρα τῆς προ­αί­ρε­σης[xxvii], ἐ­λευ­θε­ρί­α τὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς ἁ­πλῶς μπο­ρεῖ καὶ προ­βλέ­πει, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἐ­ξου­σι­ά­ζει καὶ νὰ προ­ο­ρί­ζει[xxviii].
Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, ὅ­μως, δὲν ἐ­πι­λέ­γει μό­νο τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ δὲν νο­εῖ­ται μο­νο­σή­μαν­τα σὲ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ προ­ο­πτι­κή, ἀλ­λὰ ἐ­νέ­χει τὸ σπέρ­μα τῆς ρή­ξης καὶ τῆς ἀ­πο­δό­μη­σης, τὸ σπέρ­μα τῆς κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τας[xxix]. Ἀ­πὸ ποῦ, ὅ­μως, ἐκ­πη­γά­ζει αὐ­τὴ ἡ ἀρ­νη­τι­κό­τη­τα, αὐ­τὴ ἡ ὑ­παρ­ξι­α­κὴ ἐν­τρο­πί­α, ποὺ κα­θι­στᾶ ἱ­κα­νὸ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­φα­νί­σει τὸν ἄλ­λο καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του; Πῶς μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­γα­θῆς βού­λη­σης[xxx] τοῦ Θε­οῦ, νὰ δί­νει νό­η­μα στὸ ἀ-νό­η­το, πῶς μπο­ρεῖ νὰ οὐ­σι­ώ­σει[xxxi] τὸ ἀ­νού­σι­ο; Δι­α­νοί­γε­ται ἐ­νώ­πι­όν μας μί­α σα­φῶς ἀρ­νη­τι­κὴ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση εἶ­ναι ἡ μή­τρα τοῦ κα­κοῦ. Αὐ­τή, ἀ­κρι­βῶς, ἡ ἐκ­πή­γα­ση θε­με­λι­ώ­νε­ται σὲ μί­α ἐλ­λειμ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος ὡς δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, σὲ μί­α ὀν­το­λο­γι­κὴ ἀ­πό­στα­ση ἡ ὁ­ποί­α δί­νει στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἀ­πο­κλί­νουν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ κλί­νουν πρὸς ἐ­κεῖ­νο ποὺ πε­ρι­έ­χει λι­γό­τε­ρο εἶ­ναι, πρὸς τὸ μηδέν[xxxii]. Πρό­κει­ται, οὐ­σι­α­στι­κά, γιὰ μί­α κα­τα­σκευ­α­στι­κή, γιὰ μί­α φυ­σι­κὴ ἀ­τέ­λει­α τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔ­λευ­ση στὴν ὕ­παρ­ξη ση­μαί­νε­ται μὲ μί­α ἀλ­λοί­ω­ση, μὲ μί­α με­τα­βο­λή. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ὑ­πῆρ­χε πάν­το­τε, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α με­τέ­βη στὴν πα­ρου­σί­α μὲ τὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ πρό­σταγ­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ κί­νη­ση αὐ­τή, ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη, θέ­τει ὡς βα­σι­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τῆς κτί­σης τὴν τρε­πτό­τη­τα, τὴν ἀλ­λοί­ω­ση[xxxiii]. Ἡ τρε­πτό­τη­τα τῆς κτι­στῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μὲ αὐ­τή. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α, λοι­πόν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­ναι αὐ­θύ­παρ­κτη, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ex nihilo καὶ πάν­τως ὄ­χι ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ οὐ­σί­α, εἶ­ναι τρε­πτὴ καὶ ἀλ­λοι­ω­τή[xxxiv]. Σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σου­με τὴν ἀ­τέ­λει­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ τὴ συ­να­κό­λου­θη κί­νη­σή της εἴ­τε πρὸς τὸ ἀ­γα­θὸ εἴ­τε πρὸς τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἀ­σθέ­νει­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης[xxxv]. Ἡ ἔ­λευ­ση τοῦ κα­κοῦ στὸν κό­σμο, καὶ πρω­τί­στως ἡ κυ­ο­φό­ρη­σή του στὴν ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν τρε­πτό­τη­τα τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ εἶ­ναι συ­νέ­πει­ά της, ὅ­ταν τὰ ὄν­τα αὐ­το­βού­λως καὶ ἀ­βι­ά­στως ἐ­νερ­γοῦν πα­ρα­μορ­φω­τι­κά. Ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δη­μι­ουρ­γών­τας ἕ­ναν κό­σμο ἀ­πο­κύ­η­μα τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ τους φω­τι­σμοῦ καὶ τῆς ἐ­γω­τι­κῆς αὐ­τάρ­κει­άς τους.
Ὁ ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, βι­ώ­νει ἕ­να ἀ­κα­τά­παυ­στο γίγνεσθαι, μί­α δι­αρ­κῆ καὶ ἀ­κα­τά­λη­κτη κί­νη­ση[xxxvi], ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀμ­φιρ­ρε­πής[xxxvii]. Μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει στὸν ἀ­φα­νι­σμὸ καὶ στὴν ἀ­πώ­λει­α[xxxviii] ἢ στὴν πλή­ρω­ση τῆς ὕ­παρ­ξης, πλή­ρω­ση ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς ἕ­νω­ση μὲ τὸ ὑ­περ­βα­τι­κό[xxxix]. Αὐ­τὴ ἡ διτ­τὴ[xl] κί­νη­ση εἶ­ναι ποὺ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ἕ­να ὂν δι­φο­ρού­με­νο καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο, ἕ­να ὂν ποὺ με­τε­ω­ρί­ζε­ται καὶ ἀ­κρο­βα­τεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας. Αὐ­τὸς ὁ δι­φο­ρού­με­νος χα­ρα­κτή­ρας τῆς ὑ­παρ­κτι­κῆς καὶ ὀν­το­λο­γι­κῆς θέ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα στὸν κό­σμο, κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο μί­α αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη ποὺ βρί­σκε­ται σὲ δι­αρ­κῆ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­νη­συ­χί­α καὶ ἡ ὁ­ποί­α κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει στὴ με­θό­ρι­ο[xli] τοῦ κα­κοῦ καὶ τοῦ κα­λοῦ. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χουν στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση οἱ ἀ­φορ­μὲς καὶ τὰ ἐ­φαλ­τή­ρι­α γιὰ τὴ δι­ά­πρα­ξη τοῦ κα­λοῦ, γιὰ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν χῶ­ρο τοῦ ἀ­γα­θοῦ, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε φύ­σει ἀ­γα­θὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν πα­νά­γα­θο δη­μι­ουρ­γὸ[xlii] καὶ πα­ρου­σιά­ζει μί­α φυ­σι­κὴ προ­δι­ά­θε­ση[xliii] πρὸς τὸ ἀ­γα­θό[xliv], ὡ­στό­σο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς τρε­πτό­τη­τας τῆς φύ­σης του ρέ­πει καὶ πρὸς τὸ κακό[xlv], αὐ­το­α­ναι­ρών­τας τὴν ὕ­παρ­ξή του καὶ μο­λύ­νον­τας κά­θε τι ἀ­γα­θό. Αὐ­τός, βέ­βαι­α, ὁ μο­λυ­σμὸς τῆς ὕ­παρ­ξης νο­εῖ­ται πάν­το­τε σὲ ἐ­πί­πε­δο ἠ­θι­κὸ καὶ ὄ­χι φυ­σι­κό. Ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει φύσει ἀ­γα­θός, μὲ τὶς ἀ­γα­θὲς δυ­νά­μεις ποὺ συ­νο­δεύ­ουν τὴ φύ­ση του νὰ βρί­σκον­ται σὲ λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση[xlvi].
Στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, λοι­πόν, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μι­λή­σου­με γιὰ μί­α ὀν­το­λο­γί­α τοῦ κα­κοῦ. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτο. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τη­γο­ρί­α ἠ­θι­κὴ καὶ ὄ­χι ὀν­το­λο­γι­κή. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Νύσ­σης ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἐμ­φά­νει­α τοῦ κα­κοῦ καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ὁ­λωσ­δι­ό­λου πραγ­μα­τι­κά. Αὐ­τὸ ποὺ ἀρ­νεῖ­ται ὁ Γρη­γό­ρι­ος εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ κα­κοῦ ὡς μέ­ρος τῆς τά­ξης ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θεός[xlvii]. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι συ­νέ­πει­α τῆς αὐ­τε­ξου­σι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που[xlviii] καὶ νο­εῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο μὲ ὅ­ρους ἐ­ξω­κεν­τρι­κῆς το­πο­θε­τι­κό­τη­τας, μὲ ὅ­ρους δυ­να­τό­τη­τας ἀλ­λοί­ω­σης τοῦ ὑ­παρ­κτοῦ, κα­θὼς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς καὶ μό­νο το­πο­θε­τη­μέ­νος μέ­σα στὸν πε­ρί­γυ­ρό του, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ αὐ­τόν[xlix]. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὸν κα­τα­γω­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ κα­κοῦ ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα στὴ σφαί­ρα τῆς πρά­ξης. Στὴ συ­νέ­χει­α θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με νὰ δεί­ξου­με γι­α­τί, σύμ­φω­να μὲ τὸν Νύσ­σης πάν­το­τε, ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­πράτ­τει τὸ κα­κό, ἂν καὶ ὁ πυ­ρή­νας τῆς ὕ­παρ­ξής του πα­ρα­μέ­νει ἀ­γα­θός.
Κλεί­νον­τας θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι ἂν καὶ ὁ Νύσ­σης προ­βάλ­λει τὴν πρά­ξη ὡς πη­γὴ τοῦ κα­κοῦ, δὲν θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀ­παν­τᾶ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ κα­κοῦ. Ὁ λό­γος τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ρι­ζι­κοῦ κα­κοῦ πα­ρα­μέ­νει-καὶ νο­μί­ζου­με ὅ­τι θὰ συ­νε­χί­σει νὰ πα­ρα­μέ­νει-ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ Kant[l]. Ὁ Νύσ­σης, ἐ­ξάλ­λου, δὲν φαί­νε­ται νὰ δί­νει κά­ποια ἀ­πάν­τη­ση στὴν ἀ­δι­κί­α ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴ χρι­στια­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κό, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α οἱ πρά­ξεις τῶν προ­πα­τό­ρων μας κα­θο­ρί­ζουν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ὕ­παρ­ξής μας[li]. Ὁ ἴ­διος, βέ­βαι­α, φαί­νε­ται νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐ­τὸ τὸ λο­γι­κὸ κε­νό, γι’ αὐ­τὸ μᾶς κα­λεῖ νὰ σκε­φτοῦ­με ἀλ­λι­ῶς, κα­θὼς ἡ νο­η­τι­κή μας μα­τιὰ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ, μέ­σα στὴν ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τά της καὶ στὴν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τά της, τὸ ὅ­λο τῶν πραγ­μά­των, μᾶς κα­λεῖ νὰ δοῦ­με τὸ κα­κὸ ὡς ἐμ­πει­ρί­α γνώ­σης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴ χα­μέ­νη πα­ρα­δεί­σι­α πα­τρί­δα[lii].


[i] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184B: «…κα­τ’ εἰ­κό­να θε­οῦ γε­γε­νῆ­σθαι τὸν ἄν­θρω­πον.­.. ἓν δὲ τῶν πάν­των καὶ τὸ ἐ­λεύ­θε­ρον ἀ­νάγ­κης εἶ­ναι, καὶ μὴ ὑ­πε­ζεῦ­χθαί τι­νι φυ­σι­κῇ δυ­να­στεί­ᾳ. Ἀλ­λ’ αὐ­τε­ξού­σιον πρὸς τὸ δο­κοῦν ἔ­χειν τὴν γνώ­μην». Γιὰ τὸν εἰ­κο­νι­σμὸ τοῦ Θε­οῦ στὸν ἄν­θρω­πο καὶ γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης βλ. M­u­c­k­le T. J­o­hn, «T­he D­o­c­t­r­i­ne of St. G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa on M­an as t­he I­m­a­ge of G­od», στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ M­e­d­i­a­e­v­al S­t­u­d­i­es, τεῦ­χος, 7, 1945, σ. 55-84, A­r­m­s­t­r­o­ng H. A., «P­l­a­t­o­n­ic E­l­e­m­e­n­ts in G­r­e­g­o­ry of N­y­s­s­a­’s D­o­c­t­r­i­ne of M­an», στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ D­o­m­i­n­i­c­i­an S­t­u­d­i­es, τεῦ­χος 1, 1948, σ. 113-126, L­a­d­n­er B. G­e­r­h­a­rt, «T­he P­h­i­l­o­s­o­p­h­i­c­al A­n­t­h­r­o­p­o­l­o­gy of S­a­i­nt G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa», στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ D­u­m­b­a­r­t­on O­ak P­a­p­e­rs, τεῦ­χος 12, 1958, σ. 58-94, Z­a­c­h­h­u­b­er J­o­h­a­n­n­es, H­u­m­an N­a­t­u­re in G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa. P­h­i­l­o­s­o­p­h­i­c­al B­a­c­k­r­o­u­nd a­nd T­h­e­o­l­o­g­i­c­al S­i­g­n­i­f­i­c­a­n­ce, L­e­i­d­en, B­r­i­ll, σει­ρά: S­u­p­p­l­e­m­e­n­ts to V­i­g­i­l­i­ae C­h­r­i­s­t­i­a­n­ae, ἀρ. 46, 2000, σ. 145-173, M­e­r­e­d­i­th A­n­t­h­o­ny, G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa, ὅ.π., σ. 21: «F­or G­r­e­g­o­ry t­he i­m­a­ge of G­od in m­an r­e­s­i­d­es p­r­i­n­c­i­p­a­l­ly in h­is f­r­ee w­i­ll r­a­t­h­er in h­is i­n­t­e­l­l­e­c­t­u­al a­b­i­l­i­t­i­es». Γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας ὡς βα­σι­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα κά­θε θρη­σκεί­ας βλ. D­e­r­r­i­da J­a­c­q­u­es, T­he G­i­ft of D­e­a­th, ὅ.π., σ. 2-3.
[ii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10: «Ἐ­πει­δὴ γὰρ θε­ο­ει­δὴς ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γέ­νε­το καὶ μα­κά­ριος τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τε­τι­μη­μέ­νος (τὸ γὰρ αὐ­το­κρα­τές τε καὶ ἀ­δέ­σπο­τον ἴ­διόν ἐ­στι τῆς θεί­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος)…εἰ γὰρ ἑ­κου­σί­ως τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν κα­τὰ τὴν αὐ­τε­ξού­σιον κί­νη­σιν ἐ­πί τι τῶν οὐ δε­όν­των ὁρ­μή­σα­σαν βια­ίως τε καὶ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νως τῶν ἀ­ρε­σάν­των ἀ­πέ­στη­σεν, ἀ­φαί­ρε­σις ἂν ἦν τοῦ προ­έ­χον­τος ἀ­γα­θοῦ τὸ γι­νό­με­νον καὶ τῆς ἰ­σο­θέ­ου τι­μῆς ἀ­πο­στέ­ρη­σις (ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον)­».
[iii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 24CD: «Ὁ γὰρ ἐ­πὶ με­του­σί­ᾳ τῶν ἰ­δί­ων ἀ­γα­θῶν ποι­ή­σας τὸν ἄν­θρω­πον…οὐκ ἂν τοῦ καλ­λί­στου καὶ τι­μι­ω­τά­του τῶν ἀ­γα­θῶν ἀ­πε­στέ­ρη­σε, λέ­γω δὴ τῆς κα­τὰ τὸ ἀ­δέ­σπο­τον καὶ αὐ­τε­ξού­σιον χά­ρι­τος…Εἰ γάρ τις ἀ­νάγ­κη τῇ ἀν­θρω­πί­νῃ ἐ­πε­στά­τει ζω­ῇ, δι­ε­ψεύ­σθη ἂν ἡ εἰ­κὼν κα­τ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ μέ­ρος, ἀλ­λο­τρι­ω­θεῖ­σα τῷ ἀ­νο­μοί­ῳ πρὸς τὸ ἀρ­χέ­τυ­πον. Τῆς γὰρ βα­σι­λευ­ού­σης φύ­σε­ως ἡ ἀ­νάγ­καις τι­σὶν ὑ­πε­ζευγ­μέ­νη τε καὶ δου­λεύ­ου­σα, πῶς ἂν εἰ­κὼν ὀ­νο­μά­ζοι­το;­». Ὁ Γρη­γό­ριος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἔν­νοι­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἰ­δω­μέ­νης μέ­σα ἀ­πὸ τὴν προ­ο­πτι­κὴ τῆς πρά­ξης, θὰ ἀ­να­φερ­θεῖ στὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἑ­νὸς ἐ­πη­ρε­ά­ζει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἄλ­λου, δί­νον­τας ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α στὶς πο­λι­τι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς προ­ε­κτά­σεις αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης. Στὶς ὁ­μι­λί­ες του στὸν Ἐκ­κλη­σια­στή, θὰ ἐ­πι­ση­μά­νει ὅ­τι ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ἴ­σοι ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ [Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 338.1-23] καὶ θὰ το­νί­σει ὅ­τι ἡ ἐ­ξου­σί­α ποὺ ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὰ ἄ­λο­γα ὄν­τα [Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 335.12-13: «…ἐ­πι­λέ­λη­σαι τῶν τῆς ἐ­ξου­σί­ας ὅ­ρων, ὅ­τι σοι μέ­χρι τῆς τῶν ἀ­λό­γων ἐ­πι­στα­σί­ας ἡ ἀρ­χὴ πε­ρι­ώ­ρι­σται…­»­]. Θὰ κα­τα­δι­κά­σει, τέ­λος, τὴ δου­λεί­α [Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 336.10-15 καὶ σ. 338.8-17] για­τὶ ἀ­να­τρέ­πει τὴν τά­ξη τοῦ κό­σμου [Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 335.5-8: «…δου­λεί­ᾳ κα­τα­δι­κά­ζεις τὸν ἄν­θρω­πον, οὗ ἐ­λευ­θέ­ρα ἡ φύ­σις καὶ αὐ­τε­ξού­σιος, καὶ ἀν­τι­νο­μο­θε­τεῖς τῷ θε­ῷ, ἀ­να­τρέ­πων αὐ­τοῦ τὸν ἐ­πὶ τῇ φύ­σει νό­μον»­], πρβλ. D­e­n­n­is J. T., «T­he R­e­l­a­t­i­o­n­s­h­ip B­e­t­w­e­en G­r­e­g­o­ry of N­y­s­s­a­’s A­t­t­a­ck on S­l­a­v­e­ry in h­is F­o­u­r­th H­o­m­i­ly on E­c­c­l­e­s­i­a­s­t­es a­nd h­is T­r­e­a­t­i­se De H­o­m­i­n­is O­p­i­f­i­c­io», στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ S­t­u­d­ia P­a­t­r­i­s­t­i­ca, τεῦ­χος 17.3, 1982, σ. 1065-1072. Γιὰ τὴν κρι­τι­κὴ τοῦ Νύσ­σης στὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ τὴν ἰ­σό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων βλ. H­a­r­r­i­s­on V­e­r­na, G­r­a­ce a­nd H­u­m­an F­r­e­e­d­om A­c­c­o­r­d­i­ng to St. G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa, ὅ.π., σ. 141, σημ. 5.
[iv] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ παρ­θε­νί­ας, G.N.O. V­I­II.1, σ.298.9-16: «…καὶ δι­ὰ τοῦ­το καὶ ἐν τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως πρὸς τὸν ἐ­ξου­σι­ά­ζον­τα πάν­των εἶ­χε τὴν ὁ­μοι­ό­τη­τα, οὐ­δε­μιᾷ τι­νι τῶν ἔ­ξω­θεν ἀ­νάγ­κῃ δε­δου­λω­μέ­νος…τὸ ἀ­ρέ­σκον αὐ­τῷ κα­τ’ ἐ­ξου­σί­αν αἱ­ρού­με­νος», Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184B: «Ἓν δὲ τῶν πάν­των καὶ τὸ ἐ­λεύ­θε­ρον ἀ­νάγ­κης εἶ­ναι, καὶ μὴ ὑ­πε­ζεῦ­χθαί τι­νι φυ­σι­κῇ δυ­να­στεί­ᾳ· ἀλ­λ’ αὐ­τε­ξού­σιον πρὸς τὸ δο­κοῦν ἔ­χειν τὴν γνώ­μην». Ὁ Γρη­γό­ριος θὰ ἀ­πορ­ρί­ψει τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς εἱ­μαρ­μέ­νης κα­θὼς καὶ τὴν ἐ­πί­δρα­ση τῶν ἀ­στε­ρι­ῶν στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, βλ. A­m­a­nd de M­e­n­d­i­e­t­ta, F­a­t­a­l­i­s­me et l­i­b­e­r­té d­a­ns la­n­t­i­q­u­i­té g­r­e­c­q­ue, L­o­u­v­a­in, 1945, ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ γιὰ τὸν Γρη­γό­ριο γί­νε­ται στὶς σε­λί­δες 405-439, G­r­e­g­o­r­i­os M­ar P­a­u­l­os, C­o­s­m­ic M­an. T­he D­i­v­i­ne P­r­e­s­e­n­ce, ὅ.π., σ. 143, M­e­r­e­d­i­th A­n­t­h­o­ny, G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa, ὅ.π., σ. 62.
[v] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 77BC: «Ἀλ­λ’ οὐκ ἀ­πο­ροῦ­σιν οὐ­δὲ πρὸς τὰ τοια­ῦτα τῆς ἐ­ρι­στι­κῆς ἀν­τι­λο­γί­ας. Λέ­γου­σι γὰρ δύ­να­σθαι τὸν Θε­όν, εἴ­περ ἐ­βού­λε­το, καὶ τοὺς ἀν­τι­τύ­πως ἔ­χον­τας ἀ­ναγ­κα­στι­κῶς ἐ­φελ­κύ­σα­σθαι πρὸς τὴν πα­ρα­δο­χὴν τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ποῦ τοί­νυν ἐν τού­τοις τὸ αὐ­τε­ξού­σιον; Ποῦ δὲ τῶν κα­τορ­θούν­των ὁ ἔ­παι­νος; Μό­νων γὰρ τῶν ἀ­ψύ­χων ἢ τῶν ἀ­λό­γων ἔ­στι τῷ ἀλ­λο­τρί­ῳ βου­λή­μα­τι πρὸς τὸ δο­κοῦν πε­ρι­ά­γε­σθαι».
[vi] Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα ἐ­δῶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ νὰ δη­λώ­σει τὴν ἀ­νά­δυ­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης στὴν πα­ρου­σί­α, βλ. M­e­r­l­e­au-P­o­n­ty M­a­u­r­i­ce, Ση­μει­ώ­σεις μα­θη­μά­των γιὰ τὴν προ­έ­λευ­ση τῆς γε­ω­με­τρί­ας τοῦ H­u­s­s­e­rl, στό: H­u­s­s­e­rl E­d­m­u­nd, προ­έ­λευ­ση τῆς γε­ω­με­τρί­ας, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Ἐκ­κρε­μές, σει­ρά: Εὐ­με­νεῖς Ἔ­λεγ­χοι, 2003, μτφρ. Κον­τὸς Παῦ­λος, σ. 167: «Ἕ­νας ὁ­ρί­ζον­τας χώ­ρου δὲν εἶ­ναι μί­α πη­γὴ πραγ­μά­των, ἀλ­λὰ ἡ τυ­πι­κή τους δο­μή, τὸ στίλ τους, ἕ­νας προ­κα­τα­βο­λι­κὸς χῶ­ρος ὅ­που αὐ­τὰ μπο­ροῦν στὴ συ­νέ­χεια νὰ ὑ­πάρ­ξουν».
[vii] Ὁ K­a­rl P­o­p­p­er θὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅ­τι ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ντε­τερ­μι­νι­σμὸς [R­e­l­i­g­i­o­us D­e­t­e­r­m­i­n­i­sm] εἶ­ναι ἡ πη­γὴ κά­θε ἄλ­λης μορ­φῆς ντε­τερ­μι­νι­σμοῦ, ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ [S­c­i­e­n­t­i­f­ic] ἢ με­τα­φυ­σι­κοῦ [M­e­t­a­p­h­y­s­i­c­al]. Ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ντε­τερ­μι­νι­σμὸς ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ δόγ­μα γιὰ τὴ θε­ϊ­κὴ παν­το­δυ­να­μί­α καὶ τὴ θε­ϊ­κὴ παν­το­γνω­σί­α. Πάν­τως, θὰ πεῖ ὁ P­o­p­p­er, δὲν προ­κρί­νουν ὅ­λες οἱ θρη­σκεῖ­ες μί­α ντε­τερ­μι­νι­στι­κὴ θε­ώ­ρη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, βλ. P­o­p­p­er K­a­rl, T­he O­p­en U­n­i­v­e­r­se. An A­r­g­u­m­e­nt of I­n­d­e­t­e­r­m­i­n­i­sm, L­o­n­d­on a­nd N­ew Y­o­rk, R­o­u­t­l­e­d­ge, 20058, (19821), σ. 5 καὶ σημ. 1. Σὲ ἕ­να ἄλ­λο κεί­με­νό του ὁ P­o­p­p­er θὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅ­τι ὁ θε­ο­λο­γι­κὸς ντε­τερ­μι­νι­σμὸς ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀ­πὸ τὸν να­του­ρα­λι­στι­κὸ ντε­τερ­μι­νι­σμό, τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­δέ­χτη­κε ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς ντε­τερ­μι­νι­σμός, βλ. P­o­p­p­er K­a­rl, ἔν­δεια τοῦ ­στο­ρι­κι­σμοῦ, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Εὐ­ρα­σί­α, 2005, μτφρ. Σα­μαρ­τζῆς Ἀ­θα­νά­σιος, σ. 32-33: «Ἡ πρω­ι­μό­τε­ρη, να­του­ρα­λι­στι­κή, ἐ­πα­νά­στα­ση ἐ­νάν­τια στὸ Θε­ὸ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὸ ὄ­νο­μα ‘Θε­ό­ς’ μὲ τὸ ὄ­νο­μα φύ­ση…δη­λα­δὴ ἡ παν­το­δυ­να­μί­α καὶ ἡ παν­το­γνω­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­καν ἀ­πὸ τὴν παν­το­δυ­να­μί­α τῆς Φύ­σης». Ὁ S­t­e­i­n­er θὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἓ­να εἶ­δος «θε­ο­λο­γί­ας τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης», βλ. S­t­e­i­n­er G­e­o­r­ge, Νο­σταλ­γί­α τοῦ Ἀ­πό­λυ­του, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Ἂ­γρα, 2007, μτφρ. Παλ­μύ­ρα Ἰ­σμυ­ρί­δου, σ. 16: «Οἱ με­γά­λες μυ­θο­λο­γί­ες ποὺ οἰ­κο­δο­μή­θη­καν στὴ Δύ­ση ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ώ­να…Εἶ­ναι κα­θε­αυ­τές ἓ­να εἶ­δος θε­ο­λο­γί­ας τῆς ὑ­πο­κα­τά­στα­σης…ἡ δο­μή τους, οἱ φι­λο­δο­ξί­ες τους, οἱ ἀ­ξι­ώ­σεις τους ἀ­πὸ τοὺς πι­στοὺς, εἶ­ναι βα­θιά θρη­σκευ­τι­κὲς τό­σο ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς στρα­τη­γι­κῆς ὃ­σο καὶ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος».
[viii] S­c­h­e­l­er M­ax, Ἡ θέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν κό­σμο, ὅ.π., σ. 98-99: «Συγ­κρι­νό­με­νος μὲ τὸ ζῶ­ο, ποὺ πάν­το­τε λέ­ει ‘ναί’ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὡς τέ­τοι­α, ἀ­κό­μα καὶ στὶς πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ τὴν ἀ­πο­στρέ­φε­ται καὶ τὴν ἀ­πο­φεύ­γει, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τὸ ‘ὂν ποὺ μπο­ρεῖ νὰ λέ­ει ὄ­χι’, ‘ὁ ἀ­σκη­τὴς τῆς ζω­ῆ­ς’ καί, ὡς πρὸς ὁ­τι­δή­πο­τε εἶ­ναι μό­νο πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὁ αἰ­ώ­νιος δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νος».
[ix] Βλ. τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ζη­ζι­ού­λας, ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τὸν D­o­s­t­o­e­v­s­ky μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴ φρά­ση τοῦ K­i­r­i­l­ov: «Ἐ­κεῖ­νος ποὺ τολ­μᾶ νὰ αὐ­το­κτο­νή­σει εἶ­ναι ὁ Θε­ός», γιὰ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α ὡς μο­να­δι­κὸ τρό­πο ὑ­πέρ­βα­σης τῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ κτι­στὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, Z­i­z­i­o­u­l­as J­o­hn, B­e­i­ng as C­o­m­m­u­n­i­on. S­t­u­d­i­es in t­he P­e­r­s­o­n­h­o­od a­nd t­he C­h­u­r­ch, N­ew Y­o­rk, St. V­l­a­d­i­m­i­r­’s S­e­m­i­n­a­ry P­r­e­ss, 1985, σ. 42.
[x] M­o­r­in E­d­g­ar, Ἡ μέ­θο­δος. Ἡ ἀν­θρω­πι­νό­τη­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ταυ­τό­τη­τα, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις τοῦ Εἰ­κο­στοῦ Πρώ­του, 2005, μτφρ. Δη­μη­τρού­λια Τι­τί­κα, σ. 396.
[xi] Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νὸς χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὰ ζῶ­α ὑ­πε­ξού­σια, ἐ­πει­δὴ ὑ­πο­τάσ­σον­ται στοὺς νό­μους τῆς φύ­σης, βλ. Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός, Εἰ­σα­γω­γὴ δογ­μά­των στοι­χει­ώ­δης, §10.3-8, K­o­t­t­er I: «Τὰ μὲν γὰρ ἄ­λο­γα οὐκ αὐ­τε­ξου­σί­ως κι­νεῖ­ται πρὸς ὄ­ρε­ξιν· φυ­σι­κῶς γὰρ κι­νου­μέ­νης ἐν αὐ­τοῖς τῆς ὀ­ρέ­ξε­ως μὴ ἔ­χον­τα ἐ­πι­στα­τοῦν­τα τὸν λό­γον ἄ­γον­ται ὑ­πὸ τῆς φύ­σε­ως, τῇ ταύ­της ὀ­ρέ­ξει ἡτ­τώ­με­να. Ὅ­θεν εὐ­θέ­ως ὁρ­μᾷ πρὸς τὴν πρᾶ­ξιν, εἰ μὴ ὑ­φ’ ἑ­τέ­ρου κω­λυ­θῇ. Δι­ὸ οὐκ αὐ­τε­ξού­σιά εἰ­σιν, ἀλ­λ’ ὑ­πε­ξού­σια».
[xii] Γιὰ τὰ κυ­ρι­αρ­χι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὰ ἄ­λο­γα ὄν­τα καὶ στὴ φύ­ση γε­νι­κό­τε­ρα βλ. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 336.10-13: «Ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καὶ ὁ­μοί­ω­σιν. Τὸν κα­θ’ ὁ­μοι­ό­τη­τα τοῦ θε­οῦ ὄν­τα καὶ πά­σης ἄρ­χον­τα τῆς γῆς καὶ πάν­των τῶν ἐ­πὶ τῆς γῆς ἐ­ξου­σί­αν πα­ρὰ τοῦ θε­οῦ κλη­ρω­σά­με­νον», Κα­τὰ Εὐ­νο­μί­ου, Λό­γος Α΄, G.N.O. Ι, σ. 82.21-23: «Τι­μῶν τὸν ἄν­θρω­πον τῷ κα­τ’ εἰ­κό­να γε­γε­νῆ­σθαι τοῦ κτί­σαν­τος πᾶ­σαν αὐ­τῷ τὴν ἄ­λο­γον φύ­σιν ὑ­πέ­τα­ξεν ὁ κτί­σας θε­ός…­», Εἰς τὸ τό­τε ὑ­πο­τα­γή­σε­ται, G.N.O. Ι­Ι­Ι.2, σ. 5.20: «…τὰ δὲ ἄ­λο­γα τοῖς λο­γι­κοῖς εἰ­σι ὑ­πο­χεί­ρια». Ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὴ φύ­ση δὲν προ­κρί­νει μί­α ὠ­φε­λι­μι­στι­κὴ καὶ χρη­σι­μο­θη­ρι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τῆς κτί­σης, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος εἶ­ναι κτῆ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἀ­παι­τεῖ νὰ με­τα­χει­ρί­ζε­ται κα­νεὶς τὴν κτί­ση ὡς κά­τι ποὺ προ­ο­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὄ­χι μό­νο γιὰ νὰ ἐ­πι­ζή­σει, ἀλ­λὰ ἐ­πί­σης νὰ ‘ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ’ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ ἀν­θρώ­που, βλ. Ζη­ζι­ού­λας Ἰ­ω­άν­νης, Ἡ κτί­ση ὡς Εὐ­χα­ρι­στί­α. Θε­ο­λο­γι­κὴ προ­σέγ­γι­ση στὸ πρό­βλη­μα τῆς οἰ­κο­λο­γί­ας, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Ἀ­κρί­τας, σει­ρά: Ὀρ­θό­δο­ξη Μαρ­τυ­ρί­α, ἀρ. 44, 19982, (19821), μτφρ. Γκανούρη Ἑλένη, σ. 112-123, πρβλ. C­a­p­ra F­r­i­t­j­of, B­e­l­o­n­g­i­ng to t­he U­n­i­v­e­r­se. N­ew T­h­i­n­k­i­ng a­b­o­ut G­od a­nd N­a­t­u­re, L­o­n­d­on, P­e­n­g­u­in B­o­o­ks, 19922, (19911), σ. 85-86, ὅ­που υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στὴν ἐ­πι­φα­νεια­κὴ [ρη­χή] οἰ­κο­λο­γί­α [S­h­a­l­l­ow E­c­o­l­o­gy] καὶ στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ [βα­θιά] οἰ­κο­λο­γί­α [D­e­ep E­c­o­l­o­gy], μὲ τὴν πρώ­τη νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἐρ­γα­λεια­κὴ χρή­ση τῆς κτί­σης, ἐ­νῶ ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ μί­α ἐ­κλο­γι­κευ­μέ­νη χρή­ση τῶν φυ­σι­κῶν πό­ρων ἡ ὁ­ποί­α σέ­βε­ται τὴ φύ­ση.
[xiii] Ὁ ὅ­ρος μο­νο­πά­τια τῆς ζω­ῆς [l­i­f­e­l­i­n­es] χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὸν S­t­e­v­en R­o­se προ­κει­μέ­νου νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ ἐ­νυ­πάρ­χει στὶς ἔμ­βι­ες δι­α­δι­κα­σί­ες ποὺ συν­θέ­τουν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη, βλ. R­o­se S­t­e­v­en, Μο­νο­πά­τια τῆς ζω­ῆς. Βι­ο­λο­γί­α, ­λευ­θε­ρί­α, ντε­τερ­μι­νι­σμός, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Κά­το­πτρο, 2005, μτφρ. Πα­πα­σταύ­ρου Κα­τε­ρί­να, σ. 28-31: «…θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι στὴ φύ­ση τῶν ἔμ­βι­ων συ­στη­μά­των νὰ εἶ­ναι ρι­ζι­κὰ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στα, νὰ δι­α­μορ­φώ­νουν συ­νε­χῶς τὸ μέλ­λον τους-τὸ μέλ­λον μας-σὲ συν­θῆ­κες ὅ­μως ποὺ δὲν κα­θο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια», πρβλ. J­a­c­q­u­a­rd A­l­b­e­rt, ­γὼ καὶ οἱ ἄλ­λοι. Μί­α γε­νε­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Κά­το­πτρο, 20022 , (19951), μτφρ. Καζ­λα­ρῆς Χά­ρης-Μά­μα­λης Ἀ­λέ­ξαν­δρος, σ. 143: «Γιὰ νὰ γί­νω ἀ­λη­θι­νὸς ἄν­θρω­πος, μοῦ ὀ­φεί­λε­τε ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο δῶ­ρο: τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ γί­νω αὐ­τὸς ποὺ ἐ­πι­λέ­γω νὰ εἶ­μαι».
[xiv] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184C: «Ἐν πᾶ­σι τοί­νυν τῆς εἰ­κό­νος τοῦ πρω­το­τύ­που κάλ­λους τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα φε­ρού­σης, εἰ μὴ κα­τά τι τὴν δι­α­φο­ρὰν ἔ­χῃ, οὐ­κέ­τι ἂν εἴ­η πάν­τως ὁ­μοί­ω­μα, ἀλ­λὰ ταὐ­τὸν ἐ­κεῖ­νο δι­ὰ πάν­των ἀ­να­δει­χθή­σε­ται, τὸ ἐν παν­τὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτον», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 57D: «Τὸ δὲ μι­μού­με­νον, εἰ μὴ ἐν ἑ­τε­ρό­τη­τι τύ­χοι τι­νί, ταὐ­τὸν ἂν εἴ­η πάν­τως ἐ­κεί­νῳ ᾧ ἀ­φω­μοί­ω­ται».
[xv] Πρβλ. R­o­se S­t­e­v­en, Μο­νο­πά­τια τῆς ζω­ῆς. Βι­ο­λο­γί­α, ­λευ­θε­ρί­α, ντε­τερ­μι­νι­σμός, ὅ.π., σ. 323: «…ἂν ἡ βι­ο­λο­γί­α συ­νι­στᾶ ὄν­τως ἕ­να πε­πρω­μέ­νο, τὸ πε­πρω­μέ­νο αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐν­τὸς ὁ­ρι­σμέ­νων ὁ­ρί­ων».
[xvi] Z­i­z­i­o­u­l­as J­o­hn, C­o­m­m­u­n­i­on a­nd O­t­h­e­r­n­e­ss, ὅπ., σ. 122. Ὁ Γρη­γό­ριος Νύσ­σης θὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅ­τι κα­τορ­θώ­νε­ται ἡ ὑ­πέρ­βα­ση τῆς βι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πό­στα­σης καὶ τῶν ὁ­ρί­ων ποὺ αὐ­τὴ θέ­τει μὲ τὴ θέ­ω­ση, τὴν ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὶς ἄ­κτι­στες θε­ϊ­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες, βλ. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὸ ­σμα τῶν ­σμά­των, G.N.O. VI, σ. 271.10-12: «Ὁ δὲ λό­γος οὗ­τος φι­λο­σο­φί­α τις ἔ­στιν εἰς ὅ,­τι βλέ­πει τοῖς ἀν­θρώ­ποις ὁ κα­τ’ ἀ­ρε­τὴν βί­ος ὑ­πο­δει­κνύ­ων· πέ­ρας γὰρ τῆς ἐ­να­ρέ­του ζω­ῆς ἡ πρὸς τὸ θεῖ­ον ἔ­στιν ὁ­μοί­ω­σις» καὶ σ. 25.6-9: «Ἐκ­βὰς ἕ­κα­στος αὐ­τὸς ἑ­αυ­τοῦ καὶ ἔ­ξω τοῦ ὑ­λι­κοῦ κό­σμου γε­νό­με­νος καὶ ἐ­πα­νελ­θὼν τρό­πον τι­νὰ δι’ ἀ­πα­θεί­ας εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ δι­ὰ κα­θα­ρό­τη­τος ὁ­μοι­ω­θεὶς τῷ θε­ῷ…­», Εἰς τοῦ Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­I­Ι.2, σ. 151.15-17: «Ἐκ­βαί­νει τὴν ἑ­αυ­τοῦ φύ­σιν ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­θά­να­τος ἐκ θνη­τοῦ καὶ ἐξ ἐ­πι­κή­ρου ἀ­κή­ρα­τος καὶ ἐξ ἐ­φη­μέ­ρου ἀ­ΐ­διος καὶ τὸ ὅ­λον θε­ὸς ἐξ ἀν­θρώ­που γι­νό­με­νος», Εἰς τὰς ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 26.8-11: «Τὸ δὲ ἐν ἀν­θρώ­ποις μα­κά­ριον τῇ με­θέ­ξει τοῦ ὄν­τως ὄν­τος ἐ­κεῖ­νο πο­σῶς γί­νε­ταί τε καὶ ὀ­νο­μά­ζε­ται, ὅ­περ ἡ τοῦ με­τε­χο­μέ­νου φύ­σις ἔ­στιν. Οὐ­κοῦν ὅ­ρος ἔ­στι τῆς ἀν­θρω­πί­νης μα­κα­ρι­ό­τη­τος ἡ πρὸς τὸ θεῖ­ον ὁ­μοί­ω­σις». Ὁ K­a­rl B­a­r­th θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει φυ­σι­κὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος ὡς δη­μι­ούρ­γη­μα, ἐ­νῶ θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει ­πο­σχό­με­νη τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ θὰ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, βλ. B­a­r­th K­a­rl, T­he H­u­m­a­n­i­ty of G­od, L­o­u­s­v­i­l­le-K­e­n­t­u­c­ky, W­e­s­t­m­i­n­s­t­er J­o­hn K­n­ox P­r­e­ss, 1960, μτφρ. W­i­e­s­er T­h­o­m­as, σ. 75.
[xvii] Μα­νου­σά­κης Π. Ἰ­ω­άν­νης, Θε­ὸς φι­λο­σο­φού­με­νος. ­ξι προ­σεγ­γί­σεις σύγ­χρο­νης φι­λο­σο­φί­ας στὸ ­ρώ­τη­μα πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ, ὅ.π., σ. 132 καὶ σημ. 13, ὅ­που πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἔρ­γο τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Ζι­ζι­ού­λα. Γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ προ­σώ­που στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης βλ. Z­i­z­i­o­u­l­as J­o­hn, «H­u­m­an C­a­p­a­c­i­ty a­nd H­u­m­an I­n­c­a­p­a­c­i­ty», στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ S­c­o­t­t­i­sh J­o­u­r­n­al of T­h­e­o­l­o­gy, τεῦ­χος 28, 1975, σ. 401-447, ἰδ. 428.
[xviii] Γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὡς δη­μι­ουρ­γὸ στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης βλ. M­o­s­s­h­a­m­er A. A­l­d­en, «N­on-B­e­i­ng a­nd E­v­il in G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa», ὅ.π., σ. 144-147, ἰδ. σ. 146, ὅ­που ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γιὰ τὸν δη­μι­ουρ­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας: «T­he e­s­s­e­n­t­i­al d­i­f­f­e­r­e­n­ce…is t­h­at t­he d­i­v­i­ne w­i­ll c­o­n­t­a­i­ns r­e­al b­e­i­ng w­i­t­h­in i­t­s­e­lf, w­h­i­le t­he c­r­e­a­t­ed w­i­ll m­u­st d­e­r­i­ve b­e­i­ng f­r­om o­u­t­s­i­de i­t­s­e­lf»[Ἡ οὐ­σι­α­στι­κὴ δι­α­φο­ρά…εἶ­ναι ὅ­τι ἡ θε­ϊ­κὴ θέ­λη­ση πε­ρι­έ­χει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ὕ­παρ­ξη μέ­σα της, ἐ­νῶ ἡ δη­μι­ουρ­γη­μέ­νη πρέ­πει νὰ ἀν­τλή­σει τὴν ὕ­παρ­ξη ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό της].
[xix] H­a­r­r­i­s­on V­e­r­na, G­r­a­ce a­nd H­u­m­an F­r­e­e­d­om A­c­c­o­r­d­i­ng to St. G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa, ὅ.π., σ. 145, πρβλ. Ἀ­πο­στο­λο­πού­λου Γε­ωρ­γί­α, «D­as P­r­o­b­l­em d­er W­i­l­l­e­n­s­f­r­e­i­h­e­it b­ei G­r­e­g­or v­on N­y­s­sa», στό: W­e­n­in C­h­r­i­s­t­i­an [E­d­i­t­or], L’ h­o­me et s­on u­n­i­v­e­rs au M­o­y­en A­ge, v­ol. 2, L­o­u­v­a­in, L­o­u­v­a­in-la-N­e­u­ve, 1986, σ. 719-725, ὅ­που θέ­τει τὸ ζή­τη­μα τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ ὡς δυ­να­το­τή­των τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας.
[xx] Δευ­τε­ρο­νό­μιο, 30,15-19: «Ἰ­δού, δέ­δω­κα πρὸ προ­σώ­που σου σή­με­ρον τὴν ζω­ὴν καὶ τὸν θά­να­τον, τὸ ἀ­γα­θὸν καὶ τὸ κα­κόν…Δι­α­μαρ­τύ­ρο­μαι ὑ­μῖν σή­με­ρον τόν τε οὐ­ρα­νὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζω­ὴν καὶ τὸν θά­να­τον δέ­δω­κα πρὸ προ­σώ­που ὑ­μῶν, τὴν εὐ­λο­γί­αν καὶ τὴν κα­τά­ραν· ἔ­κλε­ξαι τὴν ζω­ήν».
[xxi] Ὁ Γρη­γό­ριος θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸν στω­ι­κὸ ὅ­ρο ­φ­μῖν γιὰ νὰ δη­λώ­σει ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ τὴ βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, βλ. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 77D, Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 379.20-22, Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 129.4-8 καὶ 13-26, Κα­τὰ Εὐ­νο­μί­ου, Λό­γος Γ΄, G.N.O. II, σ. 43.19-26, 44.1, Εἰς τὸ ­μοὶ ­ποι­ή­σα­τε, G.N.O. IX.1, σ. 113.18-19.
[xxii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὴν προ­σευ­χήν, G.N.O. V­II.2, σ. 37.19-21: «Ἐ­λευ­θέ­ραν γὰρ εἶ­ναι προ­σή­κει παν­τὸς φό­βου τὴν ἀ­ρε­τὴν καὶ ἀ­δέ­σπο­τον, ἑ­κου­σί­ᾳ γνώ­μῃ τὸ ἀ­γα­θὸν αἱ­ρου­μέ­νην», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 32D: «…ὁ τὴν ἀ­ρε­τήν.­.. ἀ­να­δεί­ξας ἆ­θλον τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως…­», Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184BC: «Ἀ­δέ­σπο­τον γάρ τι χρῆ­μα ἡ ἀ­ρε­τὴ καὶ ἑ­κού­σιον, τὸ δὲ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νον καὶ βε­βι­α­σμέ­νον ἀ­ρε­τὴ εἶ­ναι οὐ δύ­να­ται», Πρὸς τὰ ­πο­λι­να­ρί­ου Ἀν­τιρ­ρη­τι­κός, G.N.O. I­II.1, σ. 198.1: «Τίς γὰρ οὐκ οἶ­δεν, ὅ­τι ἀ­ρε­τὴ προ­αι­ρέ­σε­ώς ἐ­στι κα­τόρ­θω­μα;­».
[xxiii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 77A: «Τοῦ­το δὲ ἔ­στιν ἡ προ­αί­ρε­σις, ἀ­δού­λω­τόν τι χρῆ­μα καὶ αὐ­τε­ξού­σιον ἐν τῇ ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ τῆς δι­α­νοί­ας κεί­με­νον».
[xxiv] M­o­s­s­h­a­m­er A. A­l­d­en, «N­on-B­e­i­ng a­nd E­v­il in G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa», ὅ.π., σ. 146, πρβλ. G­a­ï­th J­é­r­ô­me, La c­o­n­c­e­p­t­i­on de la l­i­b­e­r­té c­h­ez G­r­é­g­o­i­re de N­y­s­se, P­a­r­is, σει­ρά: É­t­u­d­es de p­h­i­l­o­s­o­p­h­ie m­é­d­i­é­v­a­le, ἀρ. 43, 1953, σ. 77., G­i­a­m­p­i­e­t­ro D­al T­o­so, «La n­o­t­i­o­ne di ΠΡΟ­ΑΙ­ΡΕ­ΣΙΣ in G­r­e­g­o­r­io di N­y­s­sa», στό: H­u­b­e­r­t­us R. D­r­o­b­n­er a­nd V­i­c­i­a­no A­l­b­e­rt [E­d­i­t­o­rs], G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa: H­o­m­i­l­i­es on t­he B­e­a­t­i­t­u­d­es. An E­n­g­l­i­sh V­e­r­s­i­on w­i­th C­o­m­m­e­n­t­a­ry a­nd S­u­p­p­o­r­t­i­ng S­t­u­d­i­es. P­r­o­c­e­e­d­i­n­gs of t­he E­i­g­h­th I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al C­o­l­l­o­q­u­i­um on G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa (P­a­d­e­r­b­o­rn, 14-18 S­e­p­t­e­m­b­er, 1998), L­e­i­d­en, B­r­i­ll, σει­ρά: S­u­p­p­l­e­m­e­n­ts to V­i­g­i­l­i­ae C­h­r­i­s­t­i­a­n­ae, ἀρ. 52, 2000, σ. 569-580.
[xxv] Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, ­θι­κὰ Νι­κο­μά­χεια, 113a10-12: «…καὶ ἡ προ­αί­ρε­σις ἂν εἴ­η βου­λευ­τι­κὴ ὄ­ρε­ξις τῶν ἐ­φ’ ἡ­μῖν· ἐκ τοῦ βου­λεύ­σα­σθαι γὰρ κρί­ναν­τες ὀ­ρε­γό­με­θα κα­τὰ τὴν βού­λευ­σιν», πρβλ. Σκαλ­τσᾶς Θε­ό­δω­ρος, Χρυ­σοῦς αἰ­ὼν τῆς ­ρε­τῆς. ­ρι­στο­τε­λι­κὴ ­θι­κή, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Ἀ­λε­ξάν­δρεια, σει­ρά: Ἀρ­χαῖ­ος Κό­σμος, 1993, σ. 37, πρβλ. R­o­ss W. D., ­ρι­στο­τέ­λης, Ἀ­θή­να, ἔκ­δο­ση Μορ­φω­τι­κὸ Ἵ­δρυ­μα Ἐ­θνι­κῆς Τρα­πέ­ζης, 20013, (19911), μτφρ. Μή­τσου Μα­ρι­λί­ζα, σ. 281-287. Ὁ ὅ­ρος ἀ­παν­τᾶ­ται καὶ στὸν Πλά­τω­να [Παρ­με­νί­δης, 143c] χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ ὅ­ρο.
[xxvi] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 185A, πρβλ. Σκαλ­τσᾶς Γε­ώρ­γιος, «Ἡ ἐ­σχα­το­λο­γί­α ὡς δυ­να­μι­κὴ κοι­νω­νι­κὴ ὀν­το­λο­γί­α. Ἡ πρό­τα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης γιὰ μί­α νέ­α Ὀν­το­λο­γί­α» στό: Κα­λα­ϊν­τζί­δης Παν­τε­λῆς [Ἐ­πι­μέ­λεια]: Ἐκ­κλη­σί­α καὶ Ἐ­σχα­το­λο­γί­α, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Κα­στα­νι­ώ­της, 2003, σ. 263-337, ἰδ. 267-273.
[xxvii] Γιὰ τὸν αὐ­τε­ξού­σιο καὶ ἀ­δέ­σπο­το, ὅ­πως λέ­ει ὁ Γρη­γό­ριος, χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης προ­αί­ρε­σης βλ. W­a­r­en J. S­m­i­th, P­a­s­s­i­on a­nd P­a­r­a­d­i­se, ὅ.π., σ. 232-233, σημ. 6 καὶ 7, S­w­i­n­b­u­r­ne R­i­c­h­a­rd, P­r­o­v­i­d­e­n­ce a­nd t­he P­r­o­b­l­em of E­v­il, ὅ.π., σ. 106.
[xxviii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 189B: «…προ­εῖ­δε [ἐνν. ὁ Θε­ός] τῇ ὁ­ρα­τι­κῇ δυ­νά­μει μὴ εὐ­θυ­πο­ροῦ­σαν πρὸς τὸ κα­λὸν τὴν προ­αί­ρε­σιν…» καὶ 185Α: «…προ­κα­τα­νο­ή­σας τῇ προ­γνω­στι­κῇ δυ­νά­μει, πρὸς ὅ,­τι ῥέ­πει κα­τὰ τὸ αὐ­το­κρα­τὲς καὶ αὐ­τε­ξού­σιον τῆς ἀν­θρω­πί­νης προ­αι­ρέ­σε­ως ἡ κί­νη­σις, ἐ­πει­δὴ τὸ ἐ­σό­με­νον εἶ­δεν, ἐ­πι­τε­χνᾶ­ται τῇ εἰ­κό­νι τὴν πε­ρὶ τὸ ἄρ­ρεν καὶ θῆ­λυ δι­α­φο­ράν…­», πρβλ. Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός, Κα­τὰ Μα­νι­χαί­ων, §79.1-5, K­o­t­t­er IV: «Προ­ει­δὼς οὖν ὁ Θε­ὸς τὰ ἐ­σό­με­να ὑ­φ’ ἡ­μῶν ἑ­κου­σί­ως ἤ­γουν τὰ ἐ­φ’ ἡ­μῖν, ἀ­ρε­τήν φη­μι καὶ κα­κί­αν, προ­ο­ρί­ζει τὰ οὐκ ἐ­φ’ ἡ­μῖν. Καὶ ἡ μὲν προ­γνω­στι­κὴ δύ­να­μις τοῦ Θε­οῦ οὐκ ἐξ ἡ­μῶν ἔ­χει τὴν αἰ­τί­αν, τὸ δὲ προ­γνῶ­ναι, ἃ μέλ­λο­μεν ποι­εῖν, ἐξ ἡ­μῶν· εἰ γὰρ μὴ ἐ­μέλ­λο­μεν ποι­εῖν, οὐ­δὲ αὐ­τὸς προ­ε­γί­νω­σκε τὸ μὴ ἐ­σό­με­νον».
[xxix] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 24D: «…ἐμ­φύ­ε­ταί πως τὸ κα­κὸν ἔν­δο­θεν, τῇ προ­αι­ρέ­σει τό­τε συ­νι­στά­με­νον…­», Πρὸς τὰ ­πο­λι­να­ρί­ου Ἀν­τιρ­ρη­τι­κός, G.N.O. I­II.1, σ. 164.27-28: «Κα­κί­α δὲ προ­αι­ρέ­σε­ως αἶ­σχός ἐ­στι…­», Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 129.21-22: «Αὐ­τὸ δὲ ἐ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ κα­τ’ ἰ­δί­αν ὑ­πό­στα­σιν ἔ­ξω προ­αι­ρέ­σε­ως οὐ­δα­μοῦ τὸ κα­κὸν εὑ­ρί­σκε­ται κεί­με­νον», Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 58.7-8: «…ἡ προ­αί­ρε­σις [ἐ­στίν] ἡ δη­μι­ουρ­γοῦ­σα τὰ πά­θη».
[xxx] Ση­μει­ώ­νου­με στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ὅ­τι ἐ­νῶ ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς βού­λη­σης τοῦ Θε­οῦ, οἱ ὑ­πο­στά­σεις τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Πνεύ­μα­τος εἶ­ναι ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα φύ­σε­ως, βλ. Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός, Ἔκ­δο­σις ­κρι­βὴς τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, §8.67-72, K­o­t­t­er II: «Ἡ μὲν γέν­νη­σις ἄ­ναρ­χος καὶ ἀ­ΐ­διος, φύ­σε­ως ἔρ­γον οὖ­σα…ἡ δὲ κτί­σις ἐ­πὶ θε­οῦ θε­λή­σε­ως ἔρ­γον οὖ­σα, οὐ συ­να­ΐ­διος ἔ­στι τῷ θε­ῷ…­». Βλ. τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ F­e­u­e­r­b­a­ch, F­e­u­e­r­b­a­ch L­u­d­w­ig, T­he E­s­s­e­n­ce of R­e­l­i­g­i­on, ὅ.π., σ. 13-14.
[xxxi] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 439.19-20, 440.1: «Οὕ­τω καὶ τὰ ἄλ­λα πάν­τα, ὅ­σα πα­ρὰ τοῦ θε­οῦ ἔ­χει ἡ φύ­σις, ἐν τῇ προ­αι­ρέ­σει τῶν κε­χρη­μέ­νων κεῖ­ται ἢ κα­λῶν ἢ κα­κῶν ὕ­λη γε­νέ­σθαι» καὶ σ. 407.8-10: «…τό­τε ἡ ἀ­νύ­παρ­κτος τῆς κα­κί­ας φύ­σις ἐν τοῖς ἀ­πορ­ρυ­εῖ­σι τοῦ ἀ­γα­θοῦ οὐ­σι­ώ­θη…­».
[xxxii] R­i­c­o­e­ur P­a­ul, Τὸ κα­κό. Μια πρό­κλη­ση γιὰ τὴ φι­λο­σο­φί­α καὶ τὴ θε­ο­λο­γί­α, ὅ.π., σ. 43.
[xxxiii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τὰ Εὐ­νο­μί­ου, Λό­γος Γ΄, G.N.O. II, σ. 214.4-6: «Ἡ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος πά­ρο­δος τὸ τρε­πτὸν κα­τα­μη­νύ­ει τῆς φύ­σε­ως. ᾯ δὲ συγ­γε­νὴς ἡ ἀλ­λοί­ω­σις…­», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 40AB: «…ὅ­σα πα­ρὰ τῆς ἀ­κτί­στου φύ­σε­ως ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος ὑ­πέ­στη, εὐ­θὺς ἀ­πὸ τρο­πῆς τοῦ εἶ­ναι ἀρ­ξά­με­να, πάν­το­τε δι’ ἀλ­λοι­ώ­σε­ως πρό­ει­σιν».
[xxxiv] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184D: «Ἐ­πει­δὴ τοί­νυν τὸ μὲν ὡ­σαύ­τως ἔ­χει, καὶ ἀ­εί [ἐνν. ὁ Θε­ός], τὸ δὲ δι­ὰ κτί­σε­ως γε­γε­νη­μέ­νον ἀ­π’ ἀλ­λοι­ώ­σε­ως τοῦ εἶ­ναι ἤρ­ξα­το, καὶ συγ­γε­νῶς πρὸς τὴν τοια­ύτην ἔ­χει τρο­πήν» καὶ 129C: «Τῆς γὰρ κι­νή­σε­ως οὐ μό­νον κα­τὰ τὴν το­πι­κὴν με­τά­στα­σιν νο­ου­μέ­νης, ἀλ­λὰ καὶ ἐν τῇ τρο­πῇ καὶ ἀλ­λοι­ώ­σει θε­ω­ρου­μέ­νης», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 28CD: «Ἐ­πει­δὴ τοί­νυν ἡ ἄ­κτι­στος φύ­σις, τῆς κι­νή­σε­ως τῆς κα­τὰ τρο­πὴν καὶ με­τα­βο­λὴν καὶ ἀλ­λοί­ω­σιν ἔ­στιν ἀ­νε­πί­δε­κτος· πᾶν δὲ τὸ δι­ὰ κτί­σε­ως ὑ­πο­στάν, συγ­γε­νῶς πρὸς τὴν ἀλ­λοί­ω­σιν ἔ­χει» καὶ 57D: «Τρε­πτῆς δὲ φύ­σε­ως ὢν κα­τ’ ἀ­νάγ­κην· οὐ γὰρ ἐ­νε­δέ­χε­το τὸν ἐξ ἀλ­λοι­ώ­σε­ως τὴν ἀρ­χὴν τοῦ εἶ­ναι ἔ­χον­τα, μὴ τρε­πτὸν εἶ­ναι πάν­τως», Πε­ρὶ ψυ­χῆς καὶ ­να­στά­σε­ως, P.G. 46, 92A: «Ἄν­θρω­ποι μὲν γάρ, δι­ὰ τὸ ἀ­εὶ πάν­τως ἐν κι­νή­σει τὴν φύ­σιν εἶ­ναι, κα­θά­περ ἂν ἡ ὁρ­μὴ τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως γέ­νη­ται, κα­τ’ ἐ­κεῖ­νο φε­ρό­με­θα».
[xxxv] F­l­o­r­o­v­s­ky G­e­o­r­ge, Δη­μι­ουρ­γί­α καὶ ­πο­λύ­τρω­ση, ὅ.π., σ. 97: «Στὴ φύ­ση πρὶν ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση, μπο­ρεῖ κα­νεὶς ἴ­σως νὰ μι­λᾶ γιὰ ἔλ­λει­ψη καὶ ἐ­λατ­τώ­μα­τα. Ἀλ­λὰ στὸν ‘πε­πτω­κό­τα’ κό­σμο ὑ­πάρ­χει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο-μί­α δι­α­στρο­φή, μί­α ἐ­πα­νά­στα­ση, μί­α βλα­σφη­μί­α ποὺ προ­κα­λεῖ ἴ­λιγ­γο, μί­α βι­αι­ό­τη­τα. Εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος τοῦ σφε­τε­ρι­σμοῦ».
[xxxvi] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὰς ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 46.2-4: «Ἐν τρο­πῇ καὶ ἀλ­λοι­ώ­σει τὸ ἀν­θρώ­πι­νον κεί­με­νον μη­δέ­πο­τε ἐ­πὶ τοῦ αὐ­τοῦ μέ­νειν, μή­τε εἰ πρὸς τὸ κρεῖτ­τον ἀ­νί­οι, μή­τε εἰ ἐκ­πί­πτοι τῆς με­του­σί­ας τοῦ κρείτ­το­νος», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 60AB: «Ἐ­πει­δὴ τοί­νυν κα­τὰ τὴν τρε­πτήν τε καὶ ἀλ­λοι­ω­τὴν ὁρ­μήν τε καὶ κί­νη­σιν, οὐκ ἐν­δέ­χε­ται τὴν φύ­σιν ἀ­φ’ ἑ­αυ­τῆς μέ­νειν ἀ­κί­νη­τον».
[xxxvii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τὰ Εὐ­νο­μί­ου, Λό­γος Γ΄, G.N.O. II, σ. 43.20-21: «­..πρὸς ἑ­κά­τε­ρον ἐ­πιρ­ρε­πῶς τὸ ἀν­θρώ­πι­νον ἔ­χειν, πρὸς κα­κί­αν λέ­γω καὶ ἀ­ρε­τήν», Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45 60A: «Δύ­ο λέ­γει τῆς τοια­ύτης εἴ­δη κι­νή­σε­ως· τὸ μὲν πρὸς ἀ­γα­θόν…τὸ δὲ πρὸς τὸ ἐ­ναν­τί­ον», Εἰς τὰς ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 74.12-14: «Ἡ­μεῖς δὲ οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν τρο­πῇ τε καὶ ἀλ­λοι­ώ­σει κεί­με­νοι κα­τ’ ἀμ­φό­τε­ρα δι­ὰ τῆς ἀλ­λοι­ω­τι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας ἢ χεί­ρους ἢ βελ­τί­ους γι­νό­με­θα».
[xxxviii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὸ τό­τε ­πο­τα­γή­σε­ται, G.N.O. Ι­II.2, σ. 9.21-22: «Τὸ γὰρ με­τὰ ταῦ­τά τι γι­νό­με­νον νῦν δὲ μὴ ὂν ἴ­διον τῆς τρε­πτῆς ἔ­στι φύ­σε­ως».
[xxxix]            Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ ψυ­χῆς καὶ ἀ­να­στά­σε­ως, P.G. 46, 105BC.
[xl] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 95.6-8: «Δι­πλῆ τῆς ἑ­κά­στου προ­αι­ρέ­σε­ως ἔ­στιν ἡ κί­νη­σις, κα­τ’ ἐ­ξου­σί­αν πρὸς τὸ δο­κοῦν προ­ϊ­οῦ­σα, ἔν­θεν πρὸς σω­φρο­σύ­νην, ἐ­κεῖ­θεν πρὸς τὸ ἀ­κό­λα­στον».
[xli] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 164.16-17: «…ἐ­πει­δὴ γὰρ ἐν με­θο­ρί­ῳ κεῖ­ται τοῦ ἀ­γα­θοῦ καὶ τοῦ χεί­ρο­νος ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή…­», Κα­τὰ Ευ­νο­μί­ου, Λό­γος Α΄, G.N.O. Ι, σ. 106.23-25: «…τῆς γὰρ φύ­σε­ως τῆς ἐν τῇ κτί­σει νο­ου­μέ­νης ἐν με­θο­ρί­ῳ τῶν ἀ­γα­θῶν καὶ τῶν ἐ­ναν­τί­ων ἑ­στώ­σης…­», Πε­ρὶ τε­λει­ό­τη­τος, G.N.O. V­I­II.1, σ. 213.11-26, 214.1-4.
[xlii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 80.26, 81.1-2: «Ἡ ἀν­θρω­πί­νη φύ­σις, εἰ­κὼν οὖ­σα τῆς ὑ­περ­κει­μέ­νης μα­κα­ρι­ό­τη­τος, καὶ αὐ­τὴ τῷ ἀ­γα­θῷ κάλ­λει χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται…­», Πε­ρὶ κα­τα­σκευ­ῆς ἀν­θρώ­που, P.G. 44, 184B: «…παν­τὸς ἀ­γα­θοῦ μέ­το­χον τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν ἐ­ποί­η­σεν [ἐνν. ὁ Θε­ός]­», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 24A: «…ἀ­γα­θῆς τε καὶ ἐν ἀ­γα­θοῖς οὔ­σης κα­ταρ­χὰς τῆς φύ­σε­ως» καὶ 21C: «Εἰ τοί­νυν ἐ­πὶ τού­τοις ὁ ἄν­θρω­πος εἰς γέ­νε­σιν ἔρ­χε­ται, ἐ­φ’ ᾧ μέ­το­χος τῶν θεί­ων ἀ­γα­θῶν γε­νέ­σθαι…­».
[xliii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὸν βί­ον Μω­υ­σέ­ως, G.N.O. V­II.1, σ. 108.15-17: «Φυ­σι­κῶς ἡ­μῖν ἐγ­κει­μέ­νου τοῦ κα­τὰ νό­μον βου­λή­μα­τος ἐν τῇ ἀ­πο­στρο­φῇ τοῦ κα­κοῦ καὶ ἐν τῇ τοῦ θεί­ου τι­μῇ», Εἰς τὸν Ἐκ­κλη­σια­στήν, G.N.O. V, σ. 427.15-17: «…ἐκ πα­ρό­δου δόγ­μα ἐ­μά­θο­μεν, ὅ­τι πᾶ­σα τῆς ψυ­χῆς κί­νη­σις ἐ­π’ ἀ­γα­θῷ πα­ρὰ τοῦ δη­μι­ουρ­γή­σαν­τος τὴν φύ­σιν ἡ­μῶν κα­τε­σκευά­σθη», Κα­τη­χη­τι­κὸς Λό­γος, P.G. 45, 60B: «…ἀλ­λ’ ἐ­πί τι πάν­τως ἡ προ­αί­ρε­σις ἵ­ε­ται, τῆς πρὸς τὸ κα­λὸν ἐ­πι­θυ­μί­ας αὐ­τὴν ἐ­φελ­κο­μέ­νης φυ­σι­κῶς εἰς κί­νη­σιν».
[xliv] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὰς ἐ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 26.12-14: «Ἐ­πεὶ οὖν τὸ ἀ­λη­θῶς ἀ­γα­θὸν ἤ­τοι τὸ ἐ­πέ­κει­να τοῦ ἀ­γα­θοῦ, τοῦ­το μό­νον ἐ­στὶ καὶ μα­κά­ριον καὶ ὀ­ρε­κτὸν τῇ φύ­σει, οὐ πᾶν τὸ με­τέ­χον μα­κά­ριον γί­νε­ται».
[xlv] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς Μα­κα­ρι­σμούς, G.N.O. V­II.2, σ. 94.16-18: «…πολ­λὴ πρὸς τὴν κα­κί­αν ἐ­στὶν ἡ εὐ­κο­λί­α καὶ ὀ­ξύρ­ρο­πον ἐ­πὶ τὸ χεῖ­ρον ἡ φύ­σις…­», Πρὸς τὰ Ἀ­πο­λι­να­ρί­ου Ἀν­τιρ­ρη­τι­κός, G.N.O. I­II.1, σ. 133.8-9: «…τὴν ἡ­με­τέ­ραν πρὸς τὸ κα­κὸν τρο­πήν…­», Εἰς τὸ πά­τερ ἡ­μῶν, G.N.O. V­II.2, σ. 47.17-18: «…ἀ­σθε­νὴς ἡ ἀν­θρω­πί­νη φύ­σις πρὸς τὸ ἀ­γα­θὸν ἔ­στιν…­», Εἰς τὰς ἐ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 46.14-16: «…τὸ δὲ ἀν­θρώ­πι­νον τῷ τρε­πτῷ τῆς φύ­σε­ως ἐκ τοῦ ὕ­ψους τῶν ἀ­γα­θῶν πρὸς τὸ τα­πει­νόν τε καὶ ὀ­λι­σθη­ρὸν τῆς ἁ­μαρ­τί­ας κα­τε­νε­χθὲν κα­τε­σύ­ρη».
[xlvi] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Πε­ρὶ παρ­θε­νί­ας, G.N.O. V­I­II.1, σ. 300.20-23: «Τὸ τοῦ θε­οῦ ἀ­γα­θόν…οὐ δι­ώ­ρι­σται τῆς φύ­σε­ως ἡ­μῶν οὐ­δὲ πόρ­ρω­θέν που τῶν ζη­τεῖν αὐ­τὸ προ­αι­ρου­μέ­νων ἀ­πῴκι­σται, ἀλλ’ ἀ­εὶ ἐν ἑ­κά­στῳ ἔ­στιν, ἀ­γνο­ού­με­νον μὲν καὶ λαν­θά­νον…».
[xlvii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τὰς ἐ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 56.14-16: «…πάν­των δὲ τού­των ὑ­πό­θε­σις ἦν ἡ τοῦ θεί­ου νό­μου πα­ρα­κο­ὴ καὶ ἡ τῆς βου­λῆς τοῦ ὑ­ψί­στου ἀ­θέ­τη­σις». Γιὰ τὸν Νύσ­σης, τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κό, ἡ πα­ρα­βί­α­ση τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει ὀν­το­λο­γι­κὲς συ­νέ­πει­ες. Ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­βαί­νον­τας τὴ θε­ϊ­κὴ ἐν­το­λὴ ἐ­πι­λέ­γει ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ὕ­παρ­ξης ἀ­πὸ αὐ­τὸν ποὺ τοῦ ὅ­ρι­σε ὁ Θε­ός, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι κά­θε δε­σμὸ μὲ τὸ ζω­ο­πά­ρο­χο μη­τρι­κὸ σῶ­μα.
[xlviii] P­e­l­i­k­an J­a­r­o­s­l­av, T­he C­h­r­i­s­t­i­an T­r­a­d­i­t­i­on. A H­i­s­t­o­ry of t­he D­e­v­e­l­o­p­m­e­nt of D­o­c­t­r­i­ne, v­ol. 1. T­he E­m­e­r­g­e­n­ce of t­he C­a­t­h­o­l­ic T­r­a­d­i­t­i­on (100-600), C­h­i­c­a­go, T­he U­n­i­v­e­r­s­i­ty of C­h­i­c­a­go P­r­e­ss, 19752, (19711), σ. 279-284, ὅ­που ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀν­τι­δι­α­στέλ­λει τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὴν εἱ­μαρ­μέ­νη.
[xlix] Ὁ ὅ­ρος ­ξω­κεν­τρι­κὴ το­πο­θε­τι­κό­τη­τα [E­x­z­e­n­t­r­i­s­c­he P­o­s­i­t­i­o­n­a­l­i­t­ät] χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὸν H­e­l­m­u­th P­l­e­s­s­n­er γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὴ ρή­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση του, τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος, ἂν καὶ το­πο­θε­τεῖ­ται μέ­σα σὲ ἕ­να ὅ­ριο, ζεῖ ὑ­πε­ρά­νω τού­του, βλ. P­l­e­s­s­n­er H­e­l­m­u­th, Κεί­με­να φι­λο­σο­φι­κῆς ἀν­θρω­πο­λο­γί­ας, Πρέ­βε­ζα, 2004, μτφρ. Θε­ο­δω­ρό­που­λος Ἰ­ω­άν­νης, σ. 97-102.
[l] K­a­nt I­m­m­a­n­u­el, Ἡ θρη­σκεί­α ἐν­τὸς τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Λό­γου καὶ μό­νο, Ἀ­θή­να, ἐκ­δό­σεις Πό­λις, 2007, μτφρ. Ἀν­δρου­λι­δά­κης Κώ­στας, σ. 85-87: «…ἡ προ­έ­λευ­ση τῆς ρο­πῆς αὐ­τῆς γιὰ τὸ κα­κό, πα­ρα­μέ­νει γιὰ μᾶς ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη…δὲν ὑ­πάρ­χει γιὰ μᾶς ἕ­νας κα­τα­νο­η­τὸς λό­γος, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ ἦλ­θε σὲ μᾶς γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ κα­κό. Τὸ ἀ­κα­τα­νό­η­το τοῦ­το, μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­κρι­βέ­στε­ρο προσ­δι­ο­ρι­σμὸ τῆς κα­κο­ή­θειας τοῦ γέ­νους μας, τὸ ἐκ­φρά­ζει ἡ Γρα­φὴ στὴν ἀ­φή­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας μὲ τὸ νὰ το­πο­θε­τεῖ μὲν τὸ κα­κὸ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ κό­σμου, ὄ­χι ὅ­μως ἀ­κό­μη στὸν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λὰ προ­η­γου­μέ­νως σὲ ἕ­να πνεῦ­μα μὲ ἀρ­χι­κῶς ὑ­ψη­λό­τε­ρο προ­ο­ρι­σμό· ὁ­πό­τε, λοι­πόν, ἡ πρώ­τη ἔ­ναρ­ξη κά­θε κα­κοῦ ἐν γέ­νει πα­ρι­στά­νε­ται ὡς ἀ­κα­τα­νό­η­τη γιὰ μᾶς (δι­ό­τι ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται τὸ κα­κὸ στὸ πνεῦ­μα ἐ­κεῖ­νο;­)­», πρβλ. Γιανναρᾶς Χρῆστος, Τὸ ρητὸ καὶ τὸ  Ἂρρητο. Τὰ γλωσσικὰ ὅρια ρεαλισμοῦ τῆς μεταφυσικῆς, Αθήνα, ἐκδόσεις Ἲκαρος, 1999, σ. 100: «Δὲν ἔχουμε πειστικὴ ἑρμηνεία γιὰ τὸν παραλογισμὸ τοῦ κακοῦ…».
[li] J­a­m­es S­u­s­an, P­a­s­s­i­on a­nd A­c­t­i­on. T­he E­m­o­t­i­o­ns in S­e­v­e­n­t­e­e­n­th C­e­n­t­u­ry P­h­i­l­o­s­o­p­hy, N­ew Y­o­rk, O­x­f­o­rd U­n­i­v­e­r­s­i­ty P­r­e­ss, 1997, σ. 239, ὅ­που πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ κρι­τι­κὴ τοῦ P­a­s­c­al στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α πε­ρὶ κα­κοῦ.
[lii] Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.I, σ. 54.13-16: «…ἵ­να γευ­σά­με­νος τῶν κα­κῶν ὧν ἐ­πε­θύ­μη­σεν καὶ τῇ πεί­ρᾳ μα­θὼν οἷ­α ἀν­θ’ οἵ­ων ἠλ­λά­ξα­το, πα­λιν­δρο­μή­σῃ δι­ὰ τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας ἑ­κου­σί­ως πρὸς τὴν πρώ­την μα­κα­ρι­ό­τη­τα…­», Εἰς τὰς ­πι­γρα­φὰς τῶν Ψαλ­μῶν, G.N.O. V, σ. 50.5-7: «…γνώ­ρι­σον ἡ­μῖν τὴν δε­ξιάν σου, ὡς χω­ρῆ­σαι δυ­νά­με­θα ἐν σο­φί­ᾳ, οὐκ ἐν τι­μω­ρί­ᾳ, πα­ρὰ σοῦ τῆς παι­δεύ­σε­ως ἡ­μῖν ἐ­νερ­γου­μέ­νης».
πηγή: antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου