Ιωάννης Πλεξίδας
H ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης δράσης ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Γρηγόριο τὴν καταστασιακὴ συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, ἐπειδὴ εἰκονίζει[i] τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, χαρακτηρίζεται «ἰσόθεο»[ii]. Ἐπειδὴ ἡ ἐλευθερία εἶναι οὐσιακὸ κατηγόρημα τοῦ θεϊκοῦ τρόπου ὕπαρξης, ἡ ὁρατὴ εἰκόνα τοῦ ἀόρατου ὀφείλει νὰ εἶναι ἐπίσης ἐλεύθερη. Διαφορετικὰ δὲν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα, ἀλλὰ γιὰ μία ἀλλοιωμένη ἐκδοχή της[iii]. Δὲν ὑπάρχει καμία ἐξωτερικὴ συνθήκη ἢ ἀναγκαιότητα ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὴν ἀνθρώπινη βούληση[iv].
Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποφασίσει ἐλεύθερα[v]. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει μόνο στὸν ὁρίζοντα[vi] τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Γρηγόριος θὰ ἀποκλείσει κάθε μορφὴ μεταφυσικοῦ ντετερμινισμοῦ[vii], ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ ἑκάστοτε ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου καθορίζονται μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει μεταξὺ διαφορετικῶν τρόπων δράσης. Αὐτὴ ἡ μορφὴ δραπέτευσης ἀπὸ μία προκαθορισμένη κανονικότητα ἐνέχει τὸ στοιχεῖο τοῦ ἀπρόοπτου, τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγγενῶς ἐλεύθερος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς διαθέτει τὴ δυνατότητα τῆς ἀπόκλισης ἀπὸ τὸ κοινωνικό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀνθρώπινο, ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τῆς φύσης[viii]. Ἀπόκλιση, ἡ ὁποία κορυφώνεται στὴν πράξη τῆς αὐτοκτονίας[ix]. Κάθε ἀνθρώπινη πράξη, λοιπόν, ἐνέχει μία ἀρχὴ ἀβεβαιότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου[x]. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μέρος τῆς φύσης μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶναι τὰ ζῶα. Τὰ ζῶα ὑποτάσσονται καὶ ἀκολουθοῦν πιστὰ τὶς ἐπιταγὲς τῆς φύσης[xi], ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ φύση τοῦ ἔχει ὁρίσει νὰ κάνει. Κατανοεῖται ὡς ὂν μεταφυσικό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ξεπερνάει τὴ φύση καὶ τὴν ἐξουσιάζει[xii]. Ὁ κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἐπιλέξει τὸ δικό του μονοπάτι ζωῆς[xiii]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντοπίζεται ἡ ἑτερότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἑτερότητα ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια τῆς διαφορετικῆς ὀντολογικῆς κατάστασης ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς εἰκόνας καὶ τοῦ ἀρχετύπου, μεταξὺ τοῦ δημιουργοῦ καὶ τοῦ δημιουργήματος[xiv]. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του εἶναι πάντοτε ἐντὸς ὁρίων[xv], δεσμεύεται ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κτιστότητάς του. Ἡ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ἐλευθερία ἐπιλογῆς καὶ ὄχι ὕπαρξης. Ἡ ὕπαρξη, δηλαδή, εἶναι προτερόχρονη τῆς ἐλευθερίας καί, συνεπῶς, τὴν καθορίζει. Κάθε ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιεῖται μόνο ἐφ’ ὅσον τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἔχει ἀναδυθεῖ στὴν ὕπαρξη, στὸν κόσμο τῆς παρουσίας. Ἡ ἐλευθερία, ἑπομένως, τοῦ ἀνθρώπου περιορίζεται σὲ μία ὀρθολογικὴ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σὲ ἐνδεχόμενα τὰ ὁποῖα ὁρίζονται ἀπὸ τὴ φυσικὴ κατασκευή. Στὸν Θεό, ἀντίθετα, ἡ ἐλευθερία εἶναι ὀντολογική. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει νὰ ὑπάρχει καὶ δὲν ἐπιλέγει ἀφοῦ ὑπάρξει. Ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶναι δοσμένη, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας [ἀνθρώπινη ἐλευθερία] καὶ τῆς ὀντολογικῆς ἐλευθερίας [Θεός]. Στὴν ἠθικὴ ἐλευθερία προϋποτίθεται ἡ προσωπικότητα, ἐνῶ στὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία ἡ προσωπικότητα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμά της[xvi]. Ὁ Θεός, δηλαδή, εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καθ’ αὑτὴ καὶ ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ αὐτὴ ἐπιτάσσει[xvii].
Ἡ διάκριση αὐτὴ ἀνάμεσα σὲ ἠθικὴ ἢ «ἐντὸς ὁρίων» ἐλευθερία καὶ σὲ ὀντολογικὴ ἢ ἀπόλυτη ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὸ καθοδηγητικὸ νῆμα στὴν προσπάθειά μας νὰ κατανοήσουμε τί σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία γεννιέται τὸ κακό. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ex nihilo, ὅπως δημιουργεῖ ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος δὲν προϋποθέτει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕναν ἀντικειμενικὸ κόσμο, ἐξωτερικὸ καὶ ἀσύνδετο μαζί του, ἀλλὰ τὸν μεταμορφώνει καὶ τὸν ἀναδιοργανώνει ὅπως αὐτὸς ἐπιθυμεῖ. Πρόκειται γιὰ μία πράξη δημιουργίας[xviii] καὶ μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, γιὰ μία ἐνεργητικὴ διαδικασία ζωῆς, στὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὸ διττὸ τοῦ πράγματος: ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ τόσο γιὰ καλό, ὅσο καὶ γιὰ κακό[xix]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, δὲν εἶναι ἀπόλυτη, καθὼς ἀναφέρεται σὲ ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ἑνὸς ἐνάρετου ἢ ἀνήθικου βίου[xx]. Ἂν κάτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο[xxi], αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας[xxii]. Ὁ Γρηγόριος θὰ χρησιμοποιήσει τὸν ὅρο προαίρεση[xxiii], προκειμένου νὰ περιγράψει τὴ δυνατότητα γιὰ ἐπιλογὴ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μεταξὺ δύο ἀντίθετων καταστάσεων[xxiv]. Ἡ ἔννοια τῆς προαίρεσης ἀποτελεῖ τὸν terminus technicus τῆς ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης θὰ τὴ διαστείλει ἀπὸ τὸ ἑκούσιο, τὴν ἐπιθυμία, τὸν θυμό, τὴ βούληση καὶ τὴ γνώμη ἢ δόξα, θέτοντάς την ὡς ἀρχὴ τῆς πράξης καὶ τῆς κίνησης[xxv]. Ὁ Γρηγόριος θὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἀριστοτέλη, ὁρίζοντας τὴν προαίρεση ὡς ἐλεύθερη κίνηση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς[xxvi], χωρὶς ὅμως νὰ προχωρήσει στὴ διατύπωση περίτεχνων ὁρισμῶν καὶ σὲ διάκριση τῆς προαίρεσης ἀπὸ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις. Ὁ Γρηγόριος, ἁπλῶς θὰ ἐπισημάνει τὸν ἐλεύθερο χαρακτήρα τῆς προαίρεσης[xxvii], ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἁπλῶς μπορεῖ καὶ προβλέπει, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ προορίζει[xxviii].
Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση, ὅμως, δὲν ἐπιλέγει μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ δὲν νοεῖται μονοσήμαντα σὲ μία δημιουργικὴ προοπτική, ἀλλὰ ἐνέχει τὸ σπέρμα τῆς ρήξης καὶ τῆς ἀποδόμησης, τὸ σπέρμα τῆς καταστροφικότητας[xxix]. Ἀπὸ ποῦ, ὅμως, ἐκπηγάζει αὐτὴ ἡ ἀρνητικότητα, αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ ἐντροπία, ποὺ καθιστᾶ ἱκανὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφανίσει τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγαθῆς βούλησης[xxx] τοῦ Θεοῦ, νὰ δίνει νόημα στὸ ἀ-νόητο, πῶς μπορεῖ νὰ οὐσιώσει[xxxi] τὸ ἀνούσιο; Διανοίγεται ἐνώπιόν μας μία σαφῶς ἀρνητικὴ ἐνεργοποίηση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση εἶναι ἡ μήτρα τοῦ κακοῦ. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐκπήγαση θεμελιώνεται σὲ μία ἐλλειμματικότητα τοῦ δημιουργήματος ὡς δημιουργήματος, σὲ μία ὀντολογικὴ ἀπόσταση ἡ ὁποία δίνει στὰ δημιουργήματα τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ κλίνουν πρὸς ἐκεῖνο ποὺ περιέχει λιγότερο εἶναι, πρὸς τὸ μηδέν[xxxii]. Πρόκειται, οὐσιαστικά, γιὰ μία κατασκευαστική, γιὰ μία φυσικὴ ἀτέλεια τοῦ δημιουργήματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἔλευση στὴν ὕπαρξη σημαίνεται μὲ μία ἀλλοίωση, μὲ μία μεταβολή. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε πάντοτε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπουσία μετέβη στὴν παρουσία μὲ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ κίνηση αὐτή, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, θέτει ὡς βασικὸ κατηγόρημα τῆς κτίσης τὴν τρεπτότητα, τὴν ἀλλοίωση[xxxiii]. Ἡ τρεπτότητα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας εἶναι σύμφυτη μὲ αὐτή. Ἡ δημιουργία, λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη, ἀλλὰ δημιουργήθηκε ex nihilo καὶ πάντως ὄχι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία, εἶναι τρεπτὴ καὶ ἀλλοιωτή[xxxiv]. Σὲ καμία περίπτωση, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀτέλεια τῆς δημιουργίας καὶ τὴ συνακόλουθη κίνησή της εἴτε πρὸς τὸ ἀγαθὸ εἴτε πρὸς τὸ κακό, μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης[xxxv]. Ἡ ἔλευση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, καὶ πρωτίστως ἡ κυοφόρησή του στὴν ἀνθρώπινη προαίρεση, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν τρεπτότητα τῶν ὄντων, ἀλλὰ εἶναι συνέπειά της, ὅταν τὰ ὄντα αὐτοβούλως καὶ ἀβιάστως ἐνεργοῦν παραμορφωτικά. Ἀπομακρύνονται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ πραγματικότητα, δημιουργώντας ἕναν κόσμο ἀποκύημα τοῦ ὑποκειμενικοῦ τους φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐγωτικῆς αὐτάρκειάς τους.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, βιώνει ἕνα ἀκατάπαυστο γίγνεσθαι, μία διαρκῆ καὶ ἀκατάληκτη κίνηση[xxxvi], ἡ ὁποία εἶναι ἀμφιρρεπής[xxxvii]. Μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν ἀφανισμὸ καὶ στὴν ἀπώλεια[xxxviii] ἢ στὴν πλήρωση τῆς ὕπαρξης, πλήρωση ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ἕνωση μὲ τὸ ὑπερβατικό[xxxix]. Αὐτὴ ἡ διττὴ[xl] κίνηση εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἕνα ὂν διφορούμενο καὶ ἀκαθόριστο, ἕνα ὂν ποὺ μετεωρίζεται καὶ ἀκροβατεῖ πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας. Αὐτὸς ὁ διφορούμενος χαρακτήρας τῆς ὑπαρκτικῆς καὶ ὀντολογικῆς θέσης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο μία αἰνιγματικὴ ὕπαρξη ποὺ βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἀβεβαιότητα καὶ ἀνησυχία καὶ ἡ ὁποία κατοικοεδρεύει στὴ μεθόριο[xli] τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ καλοῦ. Ἂν καὶ ὑπάρχουν στὴν ἀνθρώπινη φύση οἱ ἀφορμὲς καὶ τὰ ἐφαλτήρια γιὰ τὴ διάπραξη τοῦ καλοῦ, γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χῶρο τοῦ ἀγαθοῦ, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε φύσει ἀγαθὸς ἀπὸ ἕναν πανάγαθο δημιουργὸ[xlii] καὶ παρουσιάζει μία φυσικὴ προδιάθεση[xliii] πρὸς τὸ ἀγαθό[xliv], ὡστόσο ἐξαιτίας τῆς τρεπτότητας τῆς φύσης του ρέπει καὶ πρὸς τὸ κακό[xlv], αὐτοαναιρώντας τὴν ὕπαρξή του καὶ μολύνοντας κάθε τι ἀγαθό. Αὐτός, βέβαια, ὁ μολυσμὸς τῆς ὕπαρξης νοεῖται πάντοτε σὲ ἐπίπεδο ἠθικὸ καὶ ὄχι φυσικό. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει φύσει ἀγαθός, μὲ τὶς ἀγαθὲς δυνάμεις ποὺ συνοδεύουν τὴ φύση του νὰ βρίσκονται σὲ λανθάνουσα κατάσταση[xlvi].
Στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου, λοιπόν, δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μία ὀντολογία τοῦ κακοῦ. Τὸ κακὸ εἶναι ὀντολογικὰ ἀνύπαρκτο. Πρόκειται γιὰ κατηγορία ἠθικὴ καὶ ὄχι ὀντολογική. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Νύσσης ἀρνεῖται τὴν ἐμφάνεια τοῦ κακοῦ καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁλωσδιόλου πραγματικά. Αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται ὁ Γρηγόριος εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κακοῦ ὡς μέρος τῆς τάξης ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός[xlvii]. Τὸ κακὸ εἶναι συνέπεια τῆς αὐτεξουσιότητας τοῦ ἀνθρώπου[xlviii] καὶ νοεῖται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ ὅρους ἐξωκεντρικῆς τοποθετικότητας, μὲ ὅρους δυνατότητας ἀλλοίωσης τοῦ ὑπαρκτοῦ, καθὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο τοποθετημένος μέσα στὸν περίγυρό του, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ αὐτόν[xlix]. Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν καταγωγικὸ χαρακτήρα τοῦ κακοῦ ἀποκτᾶ νόημα στὴ σφαίρα τῆς πράξης. Στὴ συνέχεια θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δείξουμε γιατί, σύμφωνα μὲ τὸν Νύσσης πάντοτε, ὁ ἄνθρωπος διαπράττει τὸ κακό, ἂν καὶ ὁ πυρήνας τῆς ὕπαρξής του παραμένει ἀγαθός.
Κλείνοντας θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἂν καὶ ὁ Νύσσης προβάλλει τὴν πράξη ὡς πηγὴ τοῦ κακοῦ, δὲν θεωροῦμε ὅτι ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ. Ὁ λόγος τῆς ὕπαρξης τοῦ ριζικοῦ κακοῦ παραμένει-καὶ νομίζουμε ὅτι θὰ συνεχίσει νὰ παραμένει-ἀνεξερεύνητος, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Kant[l]. Ὁ Νύσσης, ἐξάλλου, δὲν φαίνεται νὰ δίνει κάποια ἀπάντηση στὴν ἀδικία ποὺ ὑπάρχει στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἠθικὸ κακό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ πράξεις τῶν προπατόρων μας καθορίζουν τὴν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας[li]. Ὁ ἴδιος, βέβαια, φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται αὐτὸ τὸ λογικὸ κενό, γι’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε ἀλλιῶς, καθὼς ἡ νοητική μας ματιὰ δὲν ἐξαντλεῖ, μέσα στὴν ὑποκειμενικότητά της καὶ στὴν ἀποσπασματικότητά της, τὸ ὅλο τῶν πραγμάτων, μᾶς καλεῖ νὰ δοῦμε τὸ κακὸ ὡς ἐμπειρία γνώσης, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἐπαναφέρει στὴ χαμένη παραδείσια πατρίδα[lii].
[i] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184B: «…κατ’ εἰκόνα θεοῦ γεγενῆσθαι τὸν ἄνθρωπον... ἓν δὲ τῶν πάντων καὶ τὸ ἐλεύθερον ἀνάγκης εἶναι, καὶ μὴ ὑπεζεῦχθαί τινι φυσικῇ δυναστείᾳ. Ἀλλ’ αὐτεξούσιον πρὸς τὸ δοκοῦν ἔχειν τὴν γνώμην». Γιὰ τὸν εἰκονισμὸ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Muckle T. John, «The Doctrine of St. Gregory of Nyssa on Man as the Image of God», στὸ περιοδικὸ Mediaeval Studies, τεῦχος, 7, 1945, σ. 55-84, Armstrong H. A., «Platonic Elements in Gregory of Nyssa’s Doctrine of Man», στὸ περιοδικὸ Dominician Studies, τεῦχος 1, 1948, σ. 113-126, Ladner B. Gerhart, «The Philosophical Anthropology of Saint Gregory of Nyssa», στὸ περιοδικὸ Dumbarton Oak Papers, τεῦχος 12, 1958, σ. 58-94, Zachhuber Johannes, Human Nature in Gregory of Nyssa. Philosophical Backround and Theological Significance, Leiden, Brill, σειρά: Supplements to Vigiliae Christianae, ἀρ. 46, 2000, σ. 145-173, Meredith Anthony, Gregory of Nyssa, ὅ.π., σ. 21: «For Gregory the image of God in man resides principally in his free will rather in his intellectual abilities». Γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ὡς βασικὸ κατηγόρημα κάθε θρησκείας βλ. Derrida Jacques, The Gift of Death, ὅ.π., σ. 2-3.
[ii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10: «Ἐπειδὴ γὰρ θεοειδὴς ὁ ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ μακάριος τῷ αὐτεξουσίῳ τετιμημένος (τὸ γὰρ αὐτοκρατές τε καὶ ἀδέσποτον ἴδιόν ἐστι τῆς θείας μακαριότητος)…εἰ γὰρ ἑκουσίως τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν κατὰ τὴν αὐτεξούσιον κίνησιν ἐπί τι τῶν οὐ δεόντων ὁρμήσασαν βιαίως τε καὶ κατηναγκασμένως τῶν ἀρεσάντων ἀπέστησεν, ἀφαίρεσις ἂν ἦν τοῦ προέχοντος ἀγαθοῦ τὸ γινόμενον καὶ τῆς ἰσοθέου τιμῆς ἀποστέρησις (ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον)».
[iii] Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 24CD: «Ὁ γὰρ ἐπὶ μετουσίᾳ τῶν ἰδίων ἀγαθῶν ποιήσας τὸν ἄνθρωπον…οὐκ ἂν τοῦ καλλίστου καὶ τιμιωτάτου τῶν ἀγαθῶν ἀπεστέρησε, λέγω δὴ τῆς κατὰ τὸ ἀδέσποτον καὶ αὐτεξούσιον χάριτος…Εἰ γάρ τις ἀνάγκη τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐπεστάτει ζωῇ, διεψεύσθη ἂν ἡ εἰκὼν κατ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀλλοτριωθεῖσα τῷ ἀνομοίῳ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον. Τῆς γὰρ βασιλευούσης φύσεως ἡ ἀνάγκαις τισὶν ὑπεζευγμένη τε καὶ δουλεύουσα, πῶς ἂν εἰκὼν ὀνομάζοιτο;». Ὁ Γρηγόριος ἀναφερόμενος στὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ἰδωμένης μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς πράξης, θὰ ἀναφερθεῖ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς ἐπηρεάζει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, δίνοντας ἰδιαίτερη σημασία στὶς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς προεκτάσεις αὐτῆς τῆς ἀλληλεπίδρασης. Στὶς ὁμιλίες του στὸν Ἐκκλησιαστή, θὰ ἐπισημάνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεύθεροι καὶ ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ [Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 338.1-23] καὶ θὰ τονίσει ὅτι ἡ ἐξουσία ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι περιορίζεται στὰ ἄλογα ὄντα [Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 335.12-13: «…ἐπιλέλησαι τῶν τῆς ἐξουσίας ὅρων, ὅτι σοι μέχρι τῆς τῶν ἀλόγων ἐπιστασίας ἡ ἀρχὴ περιώρισται…»]. Θὰ καταδικάσει, τέλος, τὴ δουλεία [Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 336.10-15 καὶ σ. 338.8-17] γιατὶ ἀνατρέπει τὴν τάξη τοῦ κόσμου [Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 335.5-8: «…δουλείᾳ καταδικάζεις τὸν ἄνθρωπον, οὗ ἐλευθέρα ἡ φύσις καὶ αὐτεξούσιος, καὶ ἀντινομοθετεῖς τῷ θεῷ, ἀνατρέπων αὐτοῦ τὸν ἐπὶ τῇ φύσει νόμον»], πρβλ. Dennis J. T., «The Relationship Between Gregory of Nyssa’s Attack on Slavery in his Fourth Homily on Ecclesiastes and his Treatise De Hominis Opificio», στὸ περιοδικὸ Studia Patristica, τεῦχος 17.3, 1982, σ. 1065-1072. Γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ Νύσσης στὴν πολιτικὴ ζωὴ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων βλ. Harrison Verna, Grace and Human Freedom According to St. Gregory of Nyssa, ὅ.π., σ. 141, σημ. 5.
[iv] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ παρθενίας, G.N.O. VIII.1, σ.298.9-16: «…καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῷ αὐτεξουσίῳ τῆς προαιρέσεως πρὸς τὸν ἐξουσιάζοντα πάντων εἶχε τὴν ὁμοιότητα, οὐδεμιᾷ τινι τῶν ἔξωθεν ἀνάγκῃ δεδουλωμένος…τὸ ἀρέσκον αὐτῷ κατ’ ἐξουσίαν αἱρούμενος», Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184B: «Ἓν δὲ τῶν πάντων καὶ τὸ ἐλεύθερον ἀνάγκης εἶναι, καὶ μὴ ὑπεζεῦχθαί τινι φυσικῇ δυναστείᾳ· ἀλλ’ αὐτεξούσιον πρὸς τὸ δοκοῦν ἔχειν τὴν γνώμην». Ὁ Γρηγόριος θὰ ἀπορρίψει τὴν ὕπαρξη τῆς εἱμαρμένης καθὼς καὶ τὴν ἐπίδραση τῶν ἀστεριῶν στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, βλ. Amand de Mendietta, Fatalisme et liberté dans l’ antiquité grecque, Louvain, 1945, ἰδιαίτερη ἀναφορὰ γιὰ τὸν Γρηγόριο γίνεται στὶς σελίδες 405-439, Gregorios Mar Paulos, Cosmic Man. The Divine Presence, ὅ.π., σ. 143, Meredith Anthony, Gregory of Nyssa, ὅ.π., σ. 62.
[v] Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 77BC: «Ἀλλ’ οὐκ ἀποροῦσιν οὐδὲ πρὸς τὰ τοιαῦτα τῆς ἐριστικῆς ἀντιλογίας. Λέγουσι γὰρ δύνασθαι τὸν Θεόν, εἴπερ ἐβούλετο, καὶ τοὺς ἀντιτύπως ἔχοντας ἀναγκαστικῶς ἐφελκύσασθαι πρὸς τὴν παραδοχὴν τοῦ κηρύγματος. Ποῦ τοίνυν ἐν τούτοις τὸ αὐτεξούσιον; Ποῦ δὲ τῶν κατορθούντων ὁ ἔπαινος; Μόνων γὰρ τῶν ἀψύχων ἢ τῶν ἀλόγων ἔστι τῷ ἀλλοτρίῳ βουλήματι πρὸς τὸ δοκοῦν περιάγεσθαι».
[vi] Ἡ ἔννοια τοῦ ὁρίζοντα ἐδῶ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀνάδυση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν παρουσία, βλ. Merleau-Ponty Maurice, Σημειώσεις μαθημάτων γιὰ τὴν προέλευση τῆς γεωμετρίας τοῦ Husserl, στό: Husserl Edmund, Ἡ προέλευση τῆς γεωμετρίας, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἐκκρεμές, σειρά: Εὐμενεῖς Ἔλεγχοι, 2003, μτφρ. Κοντὸς Παῦλος, σ. 167: «Ἕνας ὁρίζοντας χώρου δὲν εἶναι μία πηγὴ πραγμάτων, ἀλλὰ ἡ τυπική τους δομή, τὸ στίλ τους, ἕνας προκαταβολικὸς χῶρος ὅπου αὐτὰ μποροῦν στὴ συνέχεια νὰ ὑπάρξουν».
[vii] Ὁ Karl Popper θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ὁ θρησκευτικὸς ντετερμινισμὸς [Religious Determinism] εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης μορφῆς ντετερμινισμοῦ, ἐπιστημονικοῦ [Scientific] ἢ μεταφυσικοῦ [Metaphysical]. Ὁ θρησκευτικὸς ντετερμινισμὸς ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ δόγμα γιὰ τὴ θεϊκὴ παντοδυναμία καὶ τὴ θεϊκὴ παντογνωσία. Πάντως, θὰ πεῖ ὁ Popper, δὲν προκρίνουν ὅλες οἱ θρησκεῖες μία ντετερμινιστικὴ θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, βλ. Popper Karl, The Open Universe. An Argument of Indeterminism, London and New York, Routledge, 20058, (19821), σ. 5 καὶ σημ. 1. Σὲ ἕνα ἄλλο κείμενό του ὁ Popper θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ὁ θεολογικὸς ντετερμινισμὸς ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν νατουραλιστικὸ ντετερμινισμό, τὸν ὁποῖο διαδέχτηκε ὁ ἱστορικὸς ντετερμινισμός, βλ. Popper Karl, Ἡ ἔνδεια τοῦ Ἱστορικισμοῦ, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Εὐρασία, 2005, μτφρ. Σαμαρτζῆς Ἀθανάσιος, σ. 32-33: «Ἡ πρωιμότερη, νατουραλιστική, ἐπανάσταση ἐνάντια στὸ Θεὸ ἀντικατέστησε τὸ ὄνομα ‘Θεός’ μὲ τὸ ὄνομα φύση…δηλαδὴ ἡ παντοδυναμία καὶ ἡ παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὴν παντοδυναμία τῆς Φύσης». Ὁ Steiner θὰ ὑποστηρίξει ὅτι πρόκειται γιὰ ἓνα εἶδος «θεολογίας τῆς ἀποκατάστασης», βλ. Steiner George, Νοσταλγία τοῦ Ἀπόλυτου, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἂγρα, 2007, μτφρ. Παλμύρα Ἰσμυρίδου, σ. 16: «Οἱ μεγάλες μυθολογίες ποὺ οἰκοδομήθηκαν στὴ Δύση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα…Εἶναι καθεαυτές ἓνα εἶδος θεολογίας τῆς ὑποκατάστασης…ἡ δομή τους, οἱ φιλοδοξίες τους, οἱ ἀξιώσεις τους ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, εἶναι βαθιά θρησκευτικὲς τόσο ἀπὸ πλευρᾶς στρατηγικῆς ὃσο καὶ ἀποτελέσματος».
[viii] Scheler Max, Ἡ θέση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο, ὅ.π., σ. 98-99: «Συγκρινόμενος μὲ τὸ ζῶο, ποὺ πάντοτε λέει ‘ναί’ στὴν πραγματικότητα ὡς τέτοια, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ τὴν ἀποστρέφεται καὶ τὴν ἀποφεύγει, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ‘ὂν ποὺ μπορεῖ νὰ λέει ὄχι’, ‘ὁ ἀσκητὴς τῆς ζωῆς’ καί, ὡς πρὸς ὁτιδήποτε εἶναι μόνο πραγματικότητα, ὁ αἰώνιος διαμαρτυρόμενος».
[ix] Βλ. τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας, ἑρμηνεύοντας τὸν Dostoevsky μὲ ἀφορμὴ τὴ φράση τοῦ Kirilov: «Ἐκεῖνος ποὺ τολμᾶ νὰ αὐτοκτονήσει εἶναι ὁ Θεός», γιὰ τὴν αὐτοκτονία ὡς μοναδικὸ τρόπο ὑπέρβασης τῆς ἀναγκαιότητας ποὺ ἐπιβάλλει στὸν ἄνθρωπο ἡ κτιστὴ πραγματικότητα, Zizioulas John, Being as Communion. Studies in the Personhood and the Church, New York, St. Vladimir’s Seminary Press, 1985, σ. 42.
[x] Morin Edgar, Ἡ μέθοδος. Ἡ ἀνθρωπινότητα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἀνθρώπινη ταυτότητα, Ἀθήνα, ἐκδόσεις τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου, 2005, μτφρ. Δημητρούλια Τιτίκα, σ. 396.
[xi] Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει τὰ ζῶα ὑπεξούσια, ἐπειδὴ ὑποτάσσονται στοὺς νόμους τῆς φύσης, βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Εἰσαγωγὴ δογμάτων στοιχειώδης, §10.3-8, Kotter I: «Τὰ μὲν γὰρ ἄλογα οὐκ αὐτεξουσίως κινεῖται πρὸς ὄρεξιν· φυσικῶς γὰρ κινουμένης ἐν αὐτοῖς τῆς ὀρέξεως μὴ ἔχοντα ἐπιστατοῦντα τὸν λόγον ἄγονται ὑπὸ τῆς φύσεως, τῇ ταύτης ὀρέξει ἡττώμενα. Ὅθεν εὐθέως ὁρμᾷ πρὸς τὴν πρᾶξιν, εἰ μὴ ὑφ’ ἑτέρου κωλυθῇ. Διὸ οὐκ αὐτεξούσιά εἰσιν, ἀλλ’ ὑπεξούσια».
[xii] Γιὰ τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὰ ἄλογα ὄντα καὶ στὴ φύση γενικότερα βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 336.10-13: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν. Τὸν καθ’ ὁμοιότητα τοῦ θεοῦ ὄντα καὶ πάσης ἄρχοντα τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἐξουσίαν παρὰ τοῦ θεοῦ κληρωσάμενον», Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Α΄, G.N.O. Ι, σ. 82.21-23: «Τιμῶν τὸν ἄνθρωπον τῷ κατ’ εἰκόνα γεγενῆσθαι τοῦ κτίσαντος πᾶσαν αὐτῷ τὴν ἄλογον φύσιν ὑπέταξεν ὁ κτίσας θεός…», Εἰς τὸ τότε ὑποταγήσεται, G.N.O. ΙΙΙ.2, σ. 5.20: «…τὰ δὲ ἄλογα τοῖς λογικοῖς εἰσι ὑποχείρια». Ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ φύση δὲν προκρίνει μία ὠφελιμιστικὴ καὶ χρησιμοθηρικὴ προσέγγιση τῆς κτίσης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ κόσμος εἶναι κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ νὰ μεταχειρίζεται κανεὶς τὴν κτίση ὡς κάτι ποὺ προορίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐπιζήσει, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ ‘ὁλοκληρωθεῖ’ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου, βλ. Ζηζιούλας Ἰωάννης, Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία. Θεολογικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς οἰκολογίας, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, σειρά: Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, ἀρ. 44, 19982, (19821), μτφρ. Γκανούρη Ἑλένη, σ. 112-123, πρβλ. Capra Fritjof, Belonging to the Universe. New Thinking about God and Nature, London, Penguin Books, 19922, (19911), σ. 85-86, ὅπου υἱοθετεῖται ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὴν ἐπιφανειακὴ [ρηχή] οἰκολογία [Shallow Ecology] καὶ στὴν οὐσιαστικὴ [βαθιά] οἰκολογία [Deep Ecology], μὲ τὴν πρώτη νὰ ἀναφέρεται στὴν ἐργαλειακὴ χρήση τῆς κτίσης, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀναφέρεται σὲ μία ἐκλογικευμένη χρήση τῶν φυσικῶν πόρων ἡ ὁποία σέβεται τὴ φύση.
[xiii] Ὁ ὅρος μονοπάτια τῆς ζωῆς [lifelines] χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Steven Rose προκειμένου νὰ ἐκφράσει τὴν ἐλευθερία ποὺ ἐνυπάρχει στὶς ἔμβιες διαδικασίες ποὺ συνθέτουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, βλ. Rose Steven, Μονοπάτια τῆς ζωῆς. Βιολογία, ἐλευθερία, ντετερμινισμός, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Κάτοπτρο, 2005, μτφρ. Παπασταύρου Κατερίνα, σ. 28-31: «…θεωροῦμε ὅτι εἶναι στὴ φύση τῶν ἔμβιων συστημάτων νὰ εἶναι ριζικὰ ἀπροσδιόριστα, νὰ διαμορφώνουν συνεχῶς τὸ μέλλον τους-τὸ μέλλον μας-σὲ συνθῆκες ὅμως ποὺ δὲν καθορίζονται ἀπὸ τὰ ἴδια», πρβλ. Jacquard Albert, Ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι. Μία γενετικὴ προσέγγιση, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Κάτοπτρο, 20022 , (19951), μτφρ. Καζλαρῆς Χάρης-Μάμαλης Ἀλέξανδρος, σ. 143: «Γιὰ νὰ γίνω ἀληθινὸς ἄνθρωπος, μοῦ ὀφείλετε ἕνα τελευταῖο δῶρο: τὴν ἐλευθερία νὰ γίνω αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγω νὰ εἶμαι».
[xiv] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184C: «Ἐν πᾶσι τοίνυν τῆς εἰκόνος τοῦ πρωτοτύπου κάλλους τὸν χαρακτῆρα φερούσης, εἰ μὴ κατά τι τὴν διαφορὰν ἔχῃ, οὐκέτι ἂν εἴη πάντως ὁμοίωμα, ἀλλὰ ταὐτὸν ἐκεῖνο διὰ πάντων ἀναδειχθήσεται, τὸ ἐν παντὶ ἀπαράλλακτον», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 57D: «Τὸ δὲ μιμούμενον, εἰ μὴ ἐν ἑτερότητι τύχοι τινί, ταὐτὸν ἂν εἴη πάντως ἐκείνῳ ᾧ ἀφωμοίωται».
[xv] Πρβλ. Rose Steven, Μονοπάτια τῆς ζωῆς. Βιολογία, ἐλευθερία, ντετερμινισμός, ὅ.π., σ. 323: «…ἂν ἡ βιολογία συνιστᾶ ὄντως ἕνα πεπρωμένο, τὸ πεπρωμένο αὐτὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐλευθερία ἐντὸς ὁρισμένων ὁρίων».
[xvi] Zizioulas John, Communion and Otherness, ὅπ., σ. 122. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης θὰ ὑποστηρίξει ὅτι κατορθώνεται ἡ ὑπέρβαση τῆς βιολογικῆς ὑπόστασης καὶ τῶν ὁρίων ποὺ αὐτὴ θέτει μὲ τὴ θέωση, τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς ἄκτιστες θεϊκὲς ἐνέργειες, βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων, G.N.O. VI, σ. 271.10-12: «Ὁ δὲ λόγος οὗτος φιλοσοφία τις ἔστιν εἰς ὅ,τι βλέπει τοῖς ἀνθρώποις ὁ κατ’ ἀρετὴν βίος ὑποδεικνύων· πέρας γὰρ τῆς ἐναρέτου ζωῆς ἡ πρὸς τὸ θεῖον ἔστιν ὁμοίωσις» καὶ σ. 25.6-9: «Ἐκβὰς ἕκαστος αὐτὸς ἑαυτοῦ καὶ ἔξω τοῦ ὑλικοῦ κόσμου γενόμενος καὶ ἐπανελθὼν τρόπον τινὰ δι’ ἀπαθείας εἰς τὸν παράδεισον καὶ διὰ καθαρότητος ὁμοιωθεὶς τῷ θεῷ…», Εἰς τοῦ Μακαρισμούς, G.N.O. VIΙ.2, σ. 151.15-17: «Ἐκβαίνει τὴν ἑαυτοῦ φύσιν ὁ ἄνθρωπος, ἀθάνατος ἐκ θνητοῦ καὶ ἐξ ἐπικήρου ἀκήρατος καὶ ἐξ ἐφημέρου ἀΐδιος καὶ τὸ ὅλον θεὸς ἐξ ἀνθρώπου γινόμενος», Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 26.8-11: «Τὸ δὲ ἐν ἀνθρώποις μακάριον τῇ μεθέξει τοῦ ὄντως ὄντος ἐκεῖνο ποσῶς γίνεταί τε καὶ ὀνομάζεται, ὅπερ ἡ τοῦ μετεχομένου φύσις ἔστιν. Οὐκοῦν ὅρος ἔστι τῆς ἀνθρωπίνης μακαριότητος ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις». Ὁ Karl Barth θὰ χαρακτηρίσει φυσικὴ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιούργημα, ἐνῶ θὰ χαρακτηρίσει ὑποσχόμενη τὴν ἐλευθερία ποὺ θὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴ μέλλουσα ζωή, βλ. Barth Karl, The Humanity of God, Lousville-Kentucky, Westminster John Knox Press, 1960, μτφρ. Wieser Thomas, σ. 75.
[xvii] Μανουσάκης Π. Ἰωάννης, Θεὸς φιλοσοφούμενος. Ἕξι προσεγγίσεις σύγχρονης φιλοσοφίας στὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅ.π., σ. 132 καὶ σημ. 13, ὅπου παραπέμπει στὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Ζιζιούλα. Γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Zizioulas John, «Human Capacity and Human Incapacity», στὸ περιοδικὸ Scottish Journal of Theology, τεῦχος 28, 1975, σ. 401-447, ἰδ. 428.
[xviii] Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς δημιουργὸ στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Mosshamer A. Alden, «Non-Being and Evil in Gregory of Nyssa», ὅ.π., σ. 144-147, ἰδ. σ. 146, ὅπου ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸν δημιουργικὸ χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας: «The essential difference…is that the divine will contains real being within itself, while the created will must derive being from outside itself»[Ἡ οὐσιαστικὴ διαφορά…εἶναι ὅτι ἡ θεϊκὴ θέληση περιέχει τὴν ἀληθινὴ ὕπαρξη μέσα της, ἐνῶ ἡ δημιουργημένη πρέπει νὰ ἀντλήσει τὴν ὕπαρξη ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της].
[xix] Harrison Verna, Grace and Human Freedom According to St. Gregory of Nyssa, ὅ.π., σ. 145, πρβλ. Ἀποστολοπούλου Γεωργία, «Das Problem der Willensfreiheit bei Gregor von Nyssa», στό: Wenin Christian [Editor], L’ home et son univers au Moyen Age, vol. 2, Louvain, Louvain-la-Neuve, 1986, σ. 719-725, ὅπου θέτει τὸ ζήτημα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὡς δυνατοτήτων τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας.
[xx] Δευτερονόμιο, 30,15-19: «Ἰδού, δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν…Διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν ζωήν».
[xxi] Ὁ Γρηγόριος θὰ χρησιμοποιήσει τὸν στωικὸ ὅρο ἐφ’ ἡμῖν γιὰ νὰ δηλώσει ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου, βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 77D, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 379.20-22, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 129.4-8 καὶ 13-26, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ΄, G.N.O. II, σ. 43.19-26, 44.1, Εἰς τὸ ἐμοὶ ἐποιήσατε, G.N.O. IX.1, σ. 113.18-19.
[xxii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὴν προσευχήν, G.N.O. VII.2, σ. 37.19-21: «Ἐλευθέραν γὰρ εἶναι προσήκει παντὸς φόβου τὴν ἀρετὴν καὶ ἀδέσποτον, ἑκουσίᾳ γνώμῃ τὸ ἀγαθὸν αἱρουμένην», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 32D: «…ὁ τὴν ἀρετήν... ἀναδείξας ἆθλον τῆς προαιρέσεως…», Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184BC: «Ἀδέσποτον γάρ τι χρῆμα ἡ ἀρετὴ καὶ ἑκούσιον, τὸ δὲ κατηναγκασμένον καὶ βεβιασμένον ἀρετὴ εἶναι οὐ δύναται», Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικός, G.N.O. III.1, σ. 198.1: «Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι ἀρετὴ προαιρέσεώς ἐστι κατόρθωμα;».
[xxiii] Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 77A: «Τοῦτο δὲ ἔστιν ἡ προαίρεσις, ἀδούλωτόν τι χρῆμα καὶ αὐτεξούσιον ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τῆς διανοίας κείμενον».
[xxiv] Mosshamer A. Alden, «Non-Being and Evil in Gregory of Nyssa», ὅ.π., σ. 146, πρβλ. Gaïth Jérôme, La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, Paris, σειρά: Études de philosophie médiévale, ἀρ. 43, 1953, σ. 77., Giampietro Dal Toso, «La notione di ΠΡΟΑΙΡΕΣΙΣ in Gregorio di Nyssa», στό: Hubertus R. Drobner and Viciano Albert [Editors], Gregory of Nyssa: Homilies on the Beatitudes. An English Version with Commentary and Supporting Studies. Proceedings of the Eighth International Colloquium on Gregory of Nyssa (Paderborn, 14-18 September, 1998), Leiden, Brill, σειρά: Supplements to Vigiliae Christianae, ἀρ. 52, 2000, σ. 569-580.
[xxv] Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 113a10-12: «…καὶ ἡ προαίρεσις ἂν εἴη βουλευτικὴ ὄρεξις τῶν ἐφ’ ἡμῖν· ἐκ τοῦ βουλεύσασθαι γὰρ κρίναντες ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν», πρβλ. Σκαλτσᾶς Θεόδωρος, Ὁ Χρυσοῦς αἰὼν τῆς ἀρετῆς. Ἀριστοτελικὴ ἠθική, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, σειρά: Ἀρχαῖος Κόσμος, 1993, σ. 37, πρβλ. Ross W. D., Ἀριστοτέλης, Ἀθήνα, ἔκδοση Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 20013, (19911), μτφρ. Μήτσου Μαριλίζα, σ. 281-287. Ὁ ὅρος ἀπαντᾶται καὶ στὸν Πλάτωνα [Παρμενίδης, 143c] χωρὶς ὅμως νὰ ἀποτελεῖ ἐπιστημονικὸ ὅρο.
[xxvi] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 185A, πρβλ. Σκαλτσᾶς Γεώργιος, «Ἡ ἐσχατολογία ὡς δυναμικὴ κοινωνικὴ ὀντολογία. Ἡ πρόταση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιὰ μία νέα Ὀντολογία» στό: Καλαϊντζίδης Παντελῆς [Ἐπιμέλεια]: Ἐκκλησία καὶ Ἐσχατολογία, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Καστανιώτης, 2003, σ. 263-337, ἰδ. 267-273.
[xxvii] Γιὰ τὸν αὐτεξούσιο καὶ ἀδέσποτο, ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος, χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης προαίρεσης βλ. Waren J. Smith, Passion and Paradise, ὅ.π., σ. 232-233, σημ. 6 καὶ 7, Swinburne Richard, Providence and the Problem of Evil, ὅ.π., σ. 106.
[xxviii] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 189B: «…προεῖδε [ἐνν. ὁ Θεός] τῇ ὁρατικῇ δυνάμει μὴ εὐθυποροῦσαν πρὸς τὸ καλὸν τὴν προαίρεσιν…» καὶ 185Α: «…προκατανοήσας τῇ προγνωστικῇ δυνάμει, πρὸς ὅ,τι ῥέπει κατὰ τὸ αὐτοκρατὲς καὶ αὐτεξούσιον τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως ἡ κίνησις, ἐπειδὴ τὸ ἐσόμενον εἶδεν, ἐπιτεχνᾶται τῇ εἰκόνι τὴν περὶ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ διαφοράν…», πρβλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κατὰ Μανιχαίων, §79.1-5, Kotter IV: «Προειδὼς οὖν ὁ Θεὸς τὰ ἐσόμενα ὑφ’ ἡμῶν ἑκουσίως ἤγουν τὰ ἐφ’ ἡμῖν, ἀρετήν φημι καὶ κακίαν, προορίζει τὰ οὐκ ἐφ’ ἡμῖν. Καὶ ἡ μὲν προγνωστικὴ δύναμις τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐξ ἡμῶν ἔχει τὴν αἰτίαν, τὸ δὲ προγνῶναι, ἃ μέλλομεν ποιεῖν, ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ μὴ ἐμέλλομεν ποιεῖν, οὐδὲ αὐτὸς προεγίνωσκε τὸ μὴ ἐσόμενον».
[xxix] Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 24D: «…ἐμφύεταί πως τὸ κακὸν ἔνδοθεν, τῇ προαιρέσει τότε συνιστάμενον…», Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικός, G.N.O. III.1, σ. 164.27-28: «Κακία δὲ προαιρέσεως αἶσχός ἐστι…», Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 129.21-22: «Αὐτὸ δὲ ἐφ’ ἑαυτοῦ κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν ἔξω προαιρέσεως οὐδαμοῦ τὸ κακὸν εὑρίσκεται κείμενον», Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 58.7-8: «…ἡ προαίρεσις [ἐστίν] ἡ δημιουργοῦσα τὰ πάθη».
[xxx] Σημειώνουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ἐνῶ ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς βούλησης τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀποτελέσματα φύσεως, βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, §8.67-72, Kotter II: «Ἡ μὲν γέννησις ἄναρχος καὶ ἀΐδιος, φύσεως ἔργον οὖσα…ἡ δὲ κτίσις ἐπὶ θεοῦ θελήσεως ἔργον οὖσα, οὐ συναΐδιος ἔστι τῷ θεῷ…». Βλ. τὰ ὅσα ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Feuerbach, Feuerbach Ludwig, The Essence of Religion, ὅ.π., σ. 13-14.
[xxxi] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 439.19-20, 440.1: «Οὕτω καὶ τὰ ἄλλα πάντα, ὅσα παρὰ τοῦ θεοῦ ἔχει ἡ φύσις, ἐν τῇ προαιρέσει τῶν κεχρημένων κεῖται ἢ καλῶν ἢ κακῶν ὕλη γενέσθαι» καὶ σ. 407.8-10: «…τότε ἡ ἀνύπαρκτος τῆς κακίας φύσις ἐν τοῖς ἀπορρυεῖσι τοῦ ἀγαθοῦ οὐσιώθη…».
[xxxii] Ricoeur Paul, Τὸ κακό. Μια πρόκληση γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία, ὅ.π., σ. 43.
[xxxiii] Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ΄, G.N.O. II, σ. 214.4-6: «Ἡ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πάροδος τὸ τρεπτὸν καταμηνύει τῆς φύσεως. ᾯ δὲ συγγενὴς ἡ ἀλλοίωσις…», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 40AB: «…ὅσα παρὰ τῆς ἀκτίστου φύσεως ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπέστη, εὐθὺς ἀπὸ τροπῆς τοῦ εἶναι ἀρξάμενα, πάντοτε δι’ ἀλλοιώσεως πρόεισιν».
[xxxiv] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184D: «Ἐπειδὴ τοίνυν τὸ μὲν ὡσαύτως ἔχει, καὶ ἀεί [ἐνν. ὁ Θεός], τὸ δὲ διὰ κτίσεως γεγενημένον ἀπ’ ἀλλοιώσεως τοῦ εἶναι ἤρξατο, καὶ συγγενῶς πρὸς τὴν τοιαύτην ἔχει τροπήν» καὶ 129C: «Τῆς γὰρ κινήσεως οὐ μόνον κατὰ τὴν τοπικὴν μετάστασιν νοουμένης, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ τροπῇ καὶ ἀλλοιώσει θεωρουμένης», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 28CD: «Ἐπειδὴ τοίνυν ἡ ἄκτιστος φύσις, τῆς κινήσεως τῆς κατὰ τροπὴν καὶ μεταβολὴν καὶ ἀλλοίωσιν ἔστιν ἀνεπίδεκτος· πᾶν δὲ τὸ διὰ κτίσεως ὑποστάν, συγγενῶς πρὸς τὴν ἀλλοίωσιν ἔχει» καὶ 57D: «Τρεπτῆς δὲ φύσεως ὢν κατ’ ἀνάγκην· οὐ γὰρ ἐνεδέχετο τὸν ἐξ ἀλλοιώσεως τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι ἔχοντα, μὴ τρεπτὸν εἶναι πάντως», Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, P.G. 46, 92A: «Ἄνθρωποι μὲν γάρ, διὰ τὸ ἀεὶ πάντως ἐν κινήσει τὴν φύσιν εἶναι, καθάπερ ἂν ἡ ὁρμὴ τῆς προαιρέσεως γένηται, κατ’ ἐκεῖνο φερόμεθα».
[xxxv] Florovsky George, Δημιουργία καὶ ἀπολύτρωση, ὅ.π., σ. 97: «Στὴ φύση πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, μπορεῖ κανεὶς ἴσως νὰ μιλᾶ γιὰ ἔλλειψη καὶ ἐλαττώματα. Ἀλλὰ στὸν ‘πεπτωκότα’ κόσμο ὑπάρχει κάτι περισσότερο-μία διαστροφή, μία ἐπανάσταση, μία βλασφημία ποὺ προκαλεῖ ἴλιγγο, μία βιαιότητα. Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ σφετερισμοῦ».
[xxxvi] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 46.2-4: «Ἐν τροπῇ καὶ ἀλλοιώσει τὸ ἀνθρώπινον κείμενον μηδέποτε ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένειν, μήτε εἰ πρὸς τὸ κρεῖττον ἀνίοι, μήτε εἰ ἐκπίπτοι τῆς μετουσίας τοῦ κρείττονος», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 60AB: «Ἐπειδὴ τοίνυν κατὰ τὴν τρεπτήν τε καὶ ἀλλοιωτὴν ὁρμήν τε καὶ κίνησιν, οὐκ ἐνδέχεται τὴν φύσιν ἀφ’ ἑαυτῆς μένειν ἀκίνητον».
[xxxvii] Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ΄, G.N.O. II, σ. 43.20-21: «..πρὸς ἑκάτερον ἐπιρρεπῶς τὸ ἀνθρώπινον ἔχειν, πρὸς κακίαν λέγω καὶ ἀρετήν», Γρηγόριος Νύσσης, Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45 60A: «Δύο λέγει τῆς τοιαύτης εἴδη κινήσεως· τὸ μὲν πρὸς ἀγαθόν…τὸ δὲ πρὸς τὸ ἐναντίον», Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 74.12-14: «Ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι ἐν τροπῇ τε καὶ ἀλλοιώσει κείμενοι κατ’ ἀμφότερα διὰ τῆς ἀλλοιωτικῆς ἐνεργείας ἢ χείρους ἢ βελτίους γινόμεθα».
[xxxviii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸ τότε ὑποταγήσεται, G.N.O. ΙII.2, σ. 9.21-22: «Τὸ γὰρ μετὰ ταῦτά τι γινόμενον νῦν δὲ μὴ ὂν ἴδιον τῆς τρεπτῆς ἔστι φύσεως».
[xxxix] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, P.G. 46, 105BC.
[xl] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 95.6-8: «Διπλῆ τῆς ἑκάστου προαιρέσεως ἔστιν ἡ κίνησις, κατ’ ἐξουσίαν πρὸς τὸ δοκοῦν προϊοῦσα, ἔνθεν πρὸς σωφροσύνην, ἐκεῖθεν πρὸς τὸ ἀκόλαστον».
[xli] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 164.16-17: «…ἐπειδὴ γὰρ ἐν μεθορίῳ κεῖται τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ χείρονος ἡ ἀνθρώπινη ζωή…», Κατὰ Ευνομίου, Λόγος Α΄, G.N.O. Ι, σ. 106.23-25: «…τῆς γὰρ φύσεως τῆς ἐν τῇ κτίσει νοουμένης ἐν μεθορίῳ τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν ἐναντίων ἑστώσης…», Περὶ τελειότητος, G.N.O. VIII.1, σ. 213.11-26, 214.1-4.
[xlii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 80.26, 81.1-2: «Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, εἰκὼν οὖσα τῆς ὑπερκειμένης μακαριότητος, καὶ αὐτὴ τῷ ἀγαθῷ κάλλει χαρακτηρίζεται…», Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184B: «…παντὸς ἀγαθοῦ μέτοχον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐποίησεν [ἐνν. ὁ Θεός]», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 24A: «…ἀγαθῆς τε καὶ ἐν ἀγαθοῖς οὔσης καταρχὰς τῆς φύσεως» καὶ 21C: «Εἰ τοίνυν ἐπὶ τούτοις ὁ ἄνθρωπος εἰς γένεσιν ἔρχεται, ἐφ’ ᾧ μέτοχος τῶν θείων ἀγαθῶν γενέσθαι…».
[xliii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωυσέως, G.N.O. VII.1, σ. 108.15-17: «Φυσικῶς ἡμῖν ἐγκειμένου τοῦ κατὰ νόμον βουλήματος ἐν τῇ ἀποστροφῇ τοῦ κακοῦ καὶ ἐν τῇ τοῦ θείου τιμῇ», Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 427.15-17: «…ἐκ παρόδου δόγμα ἐμάθομεν, ὅτι πᾶσα τῆς ψυχῆς κίνησις ἐπ’ ἀγαθῷ παρὰ τοῦ δημιουργήσαντος τὴν φύσιν ἡμῶν κατεσκευάσθη», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 60B: «…ἀλλ’ ἐπί τι πάντως ἡ προαίρεσις ἵεται, τῆς πρὸς τὸ καλὸν ἐπιθυμίας αὐτὴν ἐφελκομένης φυσικῶς εἰς κίνησιν».
[xliv] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 26.12-14: «Ἐπεὶ οὖν τὸ ἀληθῶς ἀγαθὸν ἤτοι τὸ ἐπέκεινα τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦτο μόνον ἐστὶ καὶ μακάριον καὶ ὀρεκτὸν τῇ φύσει, οὐ πᾶν τὸ μετέχον μακάριον γίνεται».
[xlv] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, G.N.O. VII.2, σ. 94.16-18: «…πολλὴ πρὸς τὴν κακίαν ἐστὶν ἡ εὐκολία καὶ ὀξύρροπον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἡ φύσις…», Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικός, G.N.O. III.1, σ. 133.8-9: «…τὴν ἡμετέραν πρὸς τὸ κακὸν τροπήν…», Εἰς τὸ πάτερ ἡμῶν, G.N.O. VII.2, σ. 47.17-18: «…ἀσθενὴς ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἔστιν…», Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 46.14-16: «…τὸ δὲ ἀνθρώπινον τῷ τρεπτῷ τῆς φύσεως ἐκ τοῦ ὕψους τῶν ἀγαθῶν πρὸς τὸ ταπεινόν τε καὶ ὀλισθηρὸν τῆς ἁμαρτίας κατενεχθὲν κατεσύρη».
[xlvi] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ παρθενίας, G.N.O. VIII.1, σ. 300.20-23: «Τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν…οὐ διώρισται τῆς φύσεως ἡμῶν οὐδὲ πόρρωθέν που τῶν ζητεῖν αὐτὸ προαιρουμένων ἀπῴκισται, ἀλλ’ ἀεὶ ἐν ἑκάστῳ ἔστιν, ἀγνοούμενον μὲν καὶ λανθάνον…».
[xlvii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 56.14-16: «…πάντων δὲ τούτων ὑπόθεσις ἦν ἡ τοῦ θείου νόμου παρακοὴ καὶ ἡ τῆς βουλῆς τοῦ ὑψίστου ἀθέτησις». Γιὰ τὸν Νύσσης, τὸ ἠθικὸ κακό, ἡ παραβίαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὀντολογικὲς συνέπειες. Ὁ ἄνθρωπος παραβαίνοντας τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ ἐπιλέγει ἕναν διαφορετικὸ τρόπο ὕπαρξης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ Θεός, διακόπτοντας ἔτσι κάθε δεσμὸ μὲ τὸ ζωοπάροχο μητρικὸ σῶμα.
[xlviii] Pelikan Jaroslav, The Christian Tradition. A History of the Development of Doctrine, vol. 1. The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), Chicago, The University of Chicago Press, 19752, (19711), σ. 279-284, ὅπου ὁ συγγραφέας ἀντιδιαστέλλει τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν εἱμαρμένη.
[xlix] Ὁ ὅρος ἐξωκεντρικὴ τοποθετικότητα [Exzentrische Positionalität] χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Helmuth Plessner γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ ρήξη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση του, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ τοποθετεῖται μέσα σὲ ἕνα ὅριο, ζεῖ ὑπεράνω τούτου, βλ. Plessner Helmuth, Κείμενα φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας, Πρέβεζα, 2004, μτφρ. Θεοδωρόπουλος Ἰωάννης, σ. 97-102.
[l] Kant Immanuel, Ἡ θρησκεία ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Λόγου καὶ μόνο, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Πόλις, 2007, μτφρ. Ἀνδρουλιδάκης Κώστας, σ. 85-87: «…ἡ προέλευση τῆς ροπῆς αὐτῆς γιὰ τὸ κακό, παραμένει γιὰ μᾶς ἀνεξερεύνητη…δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς ἕνας κατανοητὸς λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἦλθε σὲ μᾶς γιὰ πρώτη φορὰ τὸ κακό. Τὸ ἀκατανόητο τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸν ἀκριβέστερο προσδιορισμὸ τῆς κακοήθειας τοῦ γένους μας, τὸ ἐκφράζει ἡ Γραφὴ στὴν ἀφήγηση τῆς ἱστορίας μὲ τὸ νὰ τοποθετεῖ μὲν τὸ κακὸ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ὄχι ὅμως ἀκόμη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προηγουμένως σὲ ἕνα πνεῦμα μὲ ἀρχικῶς ὑψηλότερο προορισμό· ὁπότε, λοιπόν, ἡ πρώτη ἔναρξη κάθε κακοῦ ἐν γένει παριστάνεται ὡς ἀκατανόητη γιὰ μᾶς (διότι ἀπὸ ποῦ προέρχεται τὸ κακὸ στὸ πνεῦμα ἐκεῖνο;)», πρβλ. Γιανναρᾶς Χρῆστος, Τὸ ρητὸ καὶ τὸ Ἂρρητο. Τὰ γλωσσικὰ ὅρια ρεαλισμοῦ τῆς μεταφυσικῆς, Αθήνα, ἐκδόσεις Ἲκαρος, 1999, σ. 100: «Δὲν ἔχουμε πειστικὴ ἑρμηνεία γιὰ τὸν παραλογισμὸ τοῦ κακοῦ…».
[li] James Susan, Passion and Action. The Emotions in Seventeenth Century Philosophy, New York, Oxford University Press, 1997, σ. 239, ὅπου παρουσιάζεται ἡ κριτικὴ τοῦ Pascal στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ κακοῦ.
[lii] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.I, σ. 54.13-16: «…ἵνα γευσάμενος τῶν κακῶν ὧν ἐπεθύμησεν καὶ τῇ πείρᾳ μαθὼν οἷα ἀνθ’ οἵων ἠλλάξατο, παλινδρομήσῃ διὰ τῆς ἐπιθυμίας ἑκουσίως πρὸς τὴν πρώτην μακαριότητα…», Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, G.N.O. V, σ. 50.5-7: «…γνώρισον ἡμῖν τὴν δεξιάν σου, ὡς χωρῆσαι δυνάμεθα ἐν σοφίᾳ, οὐκ ἐν τιμωρίᾳ, παρὰ σοῦ τῆς παιδεύσεως ἡμῖν ἐνεργουμένης».
πηγή: antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου