Του Γιάννου Νικολάου*
Σε παλιότερό μου άρθρο στην "Αυγή" της Κυριακής με τίτλο "Η Διεθνής του Εθνικισμού" είχα υποστηρίξει ότι οι εθνικιστικές δυνάμεις στις βαλκανικές χώρες αλληλοεπιδρούν ενισχυτικά μεταξύ τους, με σκοπό την πολιτική τους ενδυνάμωση. Σήμερα, η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη δημιουργεί ένα ακόμα πιο πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση ακραίων εθνικιστικών και ξενοφοβικών ιδεολογιών. Σαν αποτέλεσμα, αυτές οι δυνάμεις σήμερα αποτελούν όλο και πιο κεντρικές ιδεολογίες στις χώρες τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Τα αντίστοιχα φαινόμενα που παρατηρούνται στην Δυτική Ευρώπη επαναφέρουν αδιανόητες ως πρόσφατα πολιτικο-κοινωνικές καταστάσεις και θέτουν σε κίνδυνο τα όποια κεκτημένα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους σχετικά με τα δικαιώματα του πολίτη. Το αδιανόητο έχει επιστρέψει στην Ευρώπη του 21ου αιώνα και η πρόκληση για εμάς είναι αυτό το αδιανόητο, που έχει το πρόσωπο του αυταρχισμού, του εθνικισμού και της επιθετικότητας απέναντι στο διαφορετικό, να μην είναι αναπόφευκτο και χωρίς επιστροφή.
Επικεντρώνοντας στη βαλκανική και στις διμερείς μας σχέσεις, παρατηρούμε στις όμορες προς εμάς χώρες, την Αλβανία και την ΠΓΔ της Μακεδονίας, μια εθνικιστική έξαρση. Στην Αλβανία, η ενδυνάμωση της Μαυρο-Κόκκινης Συμμαχίας και η μετάλλαξή της σε κόμμα καθώς επίσης και η συμμετοχή στην κυβέρνηση του Τσάμικου κόμματος, αλλά πολύ περισσότερο η επιρροή που ασκούν στην κοινωνία και την πολιτική ατζέντα της χώρας, ένα μόλις χρόνο πριν τις εκλογές, είναι φαινόμενο ανησυχητικό. Η πολιτική τους επιρροή ενισχύεται από την κομματισμό, τη διαφθορά και την ανεργία και την ανάγκη των νέων της χώρας για κάτι καινούργιο.
Για τη λυπηρή και επικίνδυνη κατάσταση στην ΠΓΔ της Μακεδονίας δεν χρειάζεται να επεκταθούμε ιδιαίτερα. Η εθνικιστική πολιτική αρχαιολαγνείας της κυβέρνησης Γκρουέφσκι οδηγεί στη μετάλλαξη της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, μέσα από κακόγουστες φιέστες. Για την πορεία αυτή των Σλαβομακεδόνων γειτόνων μας θα πρέπει να αναλογιστούμε και τις δικές μας ευθύνες. Ως κάθε εθνικιστική πολιτική, συνδυάζεται με αυταρχικά μέτρα στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως κατά των αντιπολιτευόμενων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, που έχουν καταδικαστεί ήδη από πολλούς διεθνείς οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται τόσο στη Σερβία, όσο και στο Κόσοβο. Οι συντηρητικές και εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις ενισχύθηκαν ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογές στη Σερβία. Ο νέος εθνικιστής πρόεδρος Νίκολιτς και η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσουν τον διάλογο με την Πρίστινα και τις Βρυξέλλες. Είναι κατανοητές οι δυσκολίες που πιθανόν θα προκύψουν. Επίσης στο Κόσοβο, το εθνικιστικό και στην πράξη προκλητικό κίνημα "Αυτοδιάθεση" έχει ιδιαίτερη απήχηση στη νεολαία, όπως και στην Αλβανία. Εκεί που οι κρατικές δομές είναι στα σπάργανα και οι δημοκρατικοί θεσμοί αναιμικοί, τέτοια κινήματα μπορούν να οριοθετήσουν την πολιτική ατζέντα και να επηρεάσουν τις εθνοτικές σχέσεις και εξελίξεις.
Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές για την Ευρώπη και τα Βαλκάνια τι έχει να προτείνει η Ελλάδα; Είναι ατυχές και λυπηρό το γεγονός ότι σε μεγάλες ιστορικές στιγμές στην Ευρώπη η Ελλάδα ήταν απούσα. Το 1989, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο και σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται σε μεγάλη κρίση (το 1989 με το σκάνδαλο Κοσκωτά και σήμερα με την οικονομική κρίση). Η συνεπαγόμενη εσωστρέφεια, δεν έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να ασχοληθεί δημιουργικά, να κατανοήσει και να εκμεταλλευτεί παραγωγικά τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα θα μπορούσε να έχει.
Σήμερα λοιπόν η χρεωκοπημένη οικονομικά και πληγωμένη κοινωνικά Ελλάδα κινδυνεύει να συρθεί στον εθνικισμό, δημιουργώντας νέα (όσο και παλιά) προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις μας. Η άνοδος στην εξουσία μιας συντηρητικής και εθνικιστικής Δεξιάς, υπό την παρούσα ηγεσία και τον ιδεολογικό μανδύα του εθνικιστικού group 21, μόνο οιωνός καλών εξελίξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί. Το ναυάγιο της συμφωνίας με τα Σκόπια το 1992 για την ονομασία "Νέα Μακεδονία" (που τώρα πια είναι μια λύση που η Ελλάδα επιδιώκει), τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, οι προκλήσεις και η στήριξη ακραίων στοιχείων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι αρνητική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Σήμερα η ηγεσία της Δεξιάς αποφεύγει επιμελημένα να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο, αν και το προεκλογικό συνέδριο για τη Βόρειο Ήπειρο που οργάνωσε η Νέα Δημοκρατία τον Απρίλιο και τα πανό που εμφανίστηκαν με το ίδιο περιεχόμενο σε ομιλία του Α. Σαμαρά είναι ενδεικτικά των προθέσεων. Περιορίζεται προς το παρόν μόνο σε μια απόλυτα λαϊκίστικη ξενοφοβική και αντι-μεταναστευτική φρασεολογία (το θέμα της κατάργησης του νόμου περί ιθαγένειας είναι ενδεικτικό των διαθέσεων), που ξέρει ότι σε περίοδο κρίσεως θα προσελκύσει τους τρομοκρατημένους από την ίδια πολίτες.
Ποιος αλήθεια δεν αντιλαμβάνεται ότι οι ακροδεξιές και ρατσιστικές πρακτικές της Χρυσής Αυγής βρίσκουν πολιτική ανοχή και κάλυψη από τη σημερινή ηγεσία της χώρας; Η αστική τάξη δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί από την καταστροφική πολιτική της στην Ευρώπη στη δεκαετία του '30, όταν αφελώς πίστευε ότι τα εθνικοσοσιαλιστικά και φασιστικά κόμματα θα έκαναν ελεγχόμενα απλά τη ʽβρόμικη δουλειάʼ και μετά θα επέστρεφαν στο περιθώριο.
Και ποιος αλήθεια θα αντιπολιτευθεί αυτήν την άκρως επικίνδυνη πολιτική του πιθανού "πολιτικού χειμώνα", που θα δημιουργήσει κοινωνικές εντάσεις στην Ελλάδα και νέες εντάσεις με τις γείτονες χώρες; Η άκρα Δεξιά (Καρατζαφέρης, Χρ.Αυγή, Καμμένος) θα πιέσει περαιτέρω και θα κάνει την πολιτική ατζέντα πιο εθνο-πατριωτική. Το ΠΑΣΟΚ αποφεύγει να τοποθετηθεί ανοιχτά, αφήνοντας ανοιχτές πύλες στη Δεξιά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής ή ακόμα μπορεί και να συρθεί και το ίδιο σε ακραίες απόψεις (όπως με το μεταναστευτικό) προς άγρα υποστήριξης στα πρώτα του (ή τελευταία του) πολιτικά βήματα.
Σε αυτή την εθνικιστική έξαρση, μόνο η Αριστερά μπορεί να αντισταθεί. Και αυτός είναι ο λόγος, μαζί με την αντι-μνημονιακή της στάση, που ελκύει το μένος των δεξιών κομμάτων. Επιπλέον, αυτό το θέμα είναι κάτι που ενώνει τη σε πολλά άλλα διαφωνούσα Αριστερά. Η ελληνική Αριστερά μαζί με την ευρωπαϊκή Αριστερά και τις υγιείς δυνάμεις στις γείτονες χώρες, πρέπει σήμερα να χτίσουν μια ασπίδα στη λαίλαπα του διεθνούς εθνικισμού, που γιγαντώνεται μέσα από την οικονομική κρίση.
Στην γειτονιά μας, η Ελλάδα έχει την κύρια ευθύνη για τον συντονισμό και την καταπολέμηση αυτών των επικίνδυνων τάσεων για την εθνική και περιφερειακή σταθερότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, λόγω της γεωπολιτικής της σημασίας, των μακροχρόνιων και ισχυρών δημοκρατικών δομών και της ύπαρξης μιας Αριστεράς με συγκεκριμένη ιδεολογική βάση και ιστορική πορεία αγώνων και προσφοράς.
Πέρα από την προσπάθεια δημιουργίας αναχώματος στον εθνικο-πατριωτισμό, η συνεργασία της Αριστεράς στη νοτιοανατολική Ευρώπη, θα ενδυναμώσει τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις στη Βαλκανική, οι οποίες 23 χρόνια μετά το τέλος τους ψυχρού πολέμου αδυνατούν ακόμα να αρθρώσουν ιδεολογικό αντιπολιτευτικό λόγο και εναλλακτικές προτάσεις, στις κυβερνήσεις των χωρών τους, που χαρακτηρίζονται από αντι-λαϊκές πολιτικές, διαφθορά και υποτέλεια.
Η Αριστερά δεν έχει πια την πολυτέλεια απλά να περιμένει και να αντιδρά εκ των υστέρων σε αυτά που συμβαίνουν. Πρέπει να έχει μια ενεργή και αποτρεπτική πολιτική παρέμβαση, βασισμένη, μεταξύ άλλων, σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική εθνικών και διεθνών συνεργασιών.
* Ο Γιάννος Νικολάου είναι Πολιτικός Επιστήμονας
Σε παλιότερό μου άρθρο στην "Αυγή" της Κυριακής με τίτλο "Η Διεθνής του Εθνικισμού" είχα υποστηρίξει ότι οι εθνικιστικές δυνάμεις στις βαλκανικές χώρες αλληλοεπιδρούν ενισχυτικά μεταξύ τους, με σκοπό την πολιτική τους ενδυνάμωση. Σήμερα, η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη δημιουργεί ένα ακόμα πιο πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση ακραίων εθνικιστικών και ξενοφοβικών ιδεολογιών. Σαν αποτέλεσμα, αυτές οι δυνάμεις σήμερα αποτελούν όλο και πιο κεντρικές ιδεολογίες στις χώρες τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Ποιος αλήθεια δεν αντιλαμβάνεται ότι οι ακροδεξιές και ρατσιστικές πρακτικές της Χρυσής Αυγής βρίσκουν πολιτική ανοχή και κάλυψη από τη σημερινή ηγεσία της χώρας; Η αστική τάξη δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί από την καταστροφική πολιτική της στην Ευρώπη στη δεκαετία του '30, όταν αφελώς πίστευε ότι τα εθνικοσοσιαλιστικά και φασιστικά κόμματα θα έκαναν ελεγχόμενα απλά τη ʽβρόμικη δουλειάʼ και μετά θα επέστρεφαν στο περιθώριο
Επικεντρώνοντας στη βαλκανική και στις διμερείς μας σχέσεις, παρατηρούμε στις όμορες προς εμάς χώρες, την Αλβανία και την ΠΓΔ της Μακεδονίας, μια εθνικιστική έξαρση. Στην Αλβανία, η ενδυνάμωση της Μαυρο-Κόκκινης Συμμαχίας και η μετάλλαξή της σε κόμμα καθώς επίσης και η συμμετοχή στην κυβέρνηση του Τσάμικου κόμματος, αλλά πολύ περισσότερο η επιρροή που ασκούν στην κοινωνία και την πολιτική ατζέντα της χώρας, ένα μόλις χρόνο πριν τις εκλογές, είναι φαινόμενο ανησυχητικό. Η πολιτική τους επιρροή ενισχύεται από την κομματισμό, τη διαφθορά και την ανεργία και την ανάγκη των νέων της χώρας για κάτι καινούργιο.
Για τη λυπηρή και επικίνδυνη κατάσταση στην ΠΓΔ της Μακεδονίας δεν χρειάζεται να επεκταθούμε ιδιαίτερα. Η εθνικιστική πολιτική αρχαιολαγνείας της κυβέρνησης Γκρουέφσκι οδηγεί στη μετάλλαξη της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, μέσα από κακόγουστες φιέστες. Για την πορεία αυτή των Σλαβομακεδόνων γειτόνων μας θα πρέπει να αναλογιστούμε και τις δικές μας ευθύνες. Ως κάθε εθνικιστική πολιτική, συνδυάζεται με αυταρχικά μέτρα στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως κατά των αντιπολιτευόμενων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, που έχουν καταδικαστεί ήδη από πολλούς διεθνείς οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται τόσο στη Σερβία, όσο και στο Κόσοβο. Οι συντηρητικές και εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις ενισχύθηκαν ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογές στη Σερβία. Ο νέος εθνικιστής πρόεδρος Νίκολιτς και η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσουν τον διάλογο με την Πρίστινα και τις Βρυξέλλες. Είναι κατανοητές οι δυσκολίες που πιθανόν θα προκύψουν. Επίσης στο Κόσοβο, το εθνικιστικό και στην πράξη προκλητικό κίνημα "Αυτοδιάθεση" έχει ιδιαίτερη απήχηση στη νεολαία, όπως και στην Αλβανία. Εκεί που οι κρατικές δομές είναι στα σπάργανα και οι δημοκρατικοί θεσμοί αναιμικοί, τέτοια κινήματα μπορούν να οριοθετήσουν την πολιτική ατζέντα και να επηρεάσουν τις εθνοτικές σχέσεις και εξελίξεις.
Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές για την Ευρώπη και τα Βαλκάνια τι έχει να προτείνει η Ελλάδα; Είναι ατυχές και λυπηρό το γεγονός ότι σε μεγάλες ιστορικές στιγμές στην Ευρώπη η Ελλάδα ήταν απούσα. Το 1989, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο και σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται σε μεγάλη κρίση (το 1989 με το σκάνδαλο Κοσκωτά και σήμερα με την οικονομική κρίση). Η συνεπαγόμενη εσωστρέφεια, δεν έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να ασχοληθεί δημιουργικά, να κατανοήσει και να εκμεταλλευτεί παραγωγικά τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα θα μπορούσε να έχει.
Σήμερα λοιπόν η χρεωκοπημένη οικονομικά και πληγωμένη κοινωνικά Ελλάδα κινδυνεύει να συρθεί στον εθνικισμό, δημιουργώντας νέα (όσο και παλιά) προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις μας. Η άνοδος στην εξουσία μιας συντηρητικής και εθνικιστικής Δεξιάς, υπό την παρούσα ηγεσία και τον ιδεολογικό μανδύα του εθνικιστικού group 21, μόνο οιωνός καλών εξελίξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί. Το ναυάγιο της συμφωνίας με τα Σκόπια το 1992 για την ονομασία "Νέα Μακεδονία" (που τώρα πια είναι μια λύση που η Ελλάδα επιδιώκει), τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, οι προκλήσεις και η στήριξη ακραίων στοιχείων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι αρνητική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Σήμερα η ηγεσία της Δεξιάς αποφεύγει επιμελημένα να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο, αν και το προεκλογικό συνέδριο για τη Βόρειο Ήπειρο που οργάνωσε η Νέα Δημοκρατία τον Απρίλιο και τα πανό που εμφανίστηκαν με το ίδιο περιεχόμενο σε ομιλία του Α. Σαμαρά είναι ενδεικτικά των προθέσεων. Περιορίζεται προς το παρόν μόνο σε μια απόλυτα λαϊκίστικη ξενοφοβική και αντι-μεταναστευτική φρασεολογία (το θέμα της κατάργησης του νόμου περί ιθαγένειας είναι ενδεικτικό των διαθέσεων), που ξέρει ότι σε περίοδο κρίσεως θα προσελκύσει τους τρομοκρατημένους από την ίδια πολίτες.
Ποιος αλήθεια δεν αντιλαμβάνεται ότι οι ακροδεξιές και ρατσιστικές πρακτικές της Χρυσής Αυγής βρίσκουν πολιτική ανοχή και κάλυψη από τη σημερινή ηγεσία της χώρας; Η αστική τάξη δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί από την καταστροφική πολιτική της στην Ευρώπη στη δεκαετία του '30, όταν αφελώς πίστευε ότι τα εθνικοσοσιαλιστικά και φασιστικά κόμματα θα έκαναν ελεγχόμενα απλά τη ʽβρόμικη δουλειάʼ και μετά θα επέστρεφαν στο περιθώριο.
Και ποιος αλήθεια θα αντιπολιτευθεί αυτήν την άκρως επικίνδυνη πολιτική του πιθανού "πολιτικού χειμώνα", που θα δημιουργήσει κοινωνικές εντάσεις στην Ελλάδα και νέες εντάσεις με τις γείτονες χώρες; Η άκρα Δεξιά (Καρατζαφέρης, Χρ.Αυγή, Καμμένος) θα πιέσει περαιτέρω και θα κάνει την πολιτική ατζέντα πιο εθνο-πατριωτική. Το ΠΑΣΟΚ αποφεύγει να τοποθετηθεί ανοιχτά, αφήνοντας ανοιχτές πύλες στη Δεξιά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής ή ακόμα μπορεί και να συρθεί και το ίδιο σε ακραίες απόψεις (όπως με το μεταναστευτικό) προς άγρα υποστήριξης στα πρώτα του (ή τελευταία του) πολιτικά βήματα.
Σε αυτή την εθνικιστική έξαρση, μόνο η Αριστερά μπορεί να αντισταθεί. Και αυτός είναι ο λόγος, μαζί με την αντι-μνημονιακή της στάση, που ελκύει το μένος των δεξιών κομμάτων. Επιπλέον, αυτό το θέμα είναι κάτι που ενώνει τη σε πολλά άλλα διαφωνούσα Αριστερά. Η ελληνική Αριστερά μαζί με την ευρωπαϊκή Αριστερά και τις υγιείς δυνάμεις στις γείτονες χώρες, πρέπει σήμερα να χτίσουν μια ασπίδα στη λαίλαπα του διεθνούς εθνικισμού, που γιγαντώνεται μέσα από την οικονομική κρίση.
Στην γειτονιά μας, η Ελλάδα έχει την κύρια ευθύνη για τον συντονισμό και την καταπολέμηση αυτών των επικίνδυνων τάσεων για την εθνική και περιφερειακή σταθερότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, λόγω της γεωπολιτικής της σημασίας, των μακροχρόνιων και ισχυρών δημοκρατικών δομών και της ύπαρξης μιας Αριστεράς με συγκεκριμένη ιδεολογική βάση και ιστορική πορεία αγώνων και προσφοράς.
Πέρα από την προσπάθεια δημιουργίας αναχώματος στον εθνικο-πατριωτισμό, η συνεργασία της Αριστεράς στη νοτιοανατολική Ευρώπη, θα ενδυναμώσει τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις στη Βαλκανική, οι οποίες 23 χρόνια μετά το τέλος τους ψυχρού πολέμου αδυνατούν ακόμα να αρθρώσουν ιδεολογικό αντιπολιτευτικό λόγο και εναλλακτικές προτάσεις, στις κυβερνήσεις των χωρών τους, που χαρακτηρίζονται από αντι-λαϊκές πολιτικές, διαφθορά και υποτέλεια.
Η Αριστερά δεν έχει πια την πολυτέλεια απλά να περιμένει και να αντιδρά εκ των υστέρων σε αυτά που συμβαίνουν. Πρέπει να έχει μια ενεργή και αποτρεπτική πολιτική παρέμβαση, βασισμένη, μεταξύ άλλων, σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική εθνικών και διεθνών συνεργασιών.
* Ο Γιάννος Νικολάου είναι Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου