Β.Θ.: Το θέατρο του Νέου Κόσμου, το οποίο φέτος συμπλήρωσε τα 15 χρόνια λειτουργίας του, ήταν, για όσους θυμούνται, μια εγκαταλειμμένη αποθήκη του Fix, όπου στα χαλάσματα της αυλής της, κάναμε τα εγκαίνια το 1997, με την παράσταση «Κοινός Λόγος», στην οποία ακούγονταν αφηγήσεις ανωνύμων γυναικών, καταγραμμένες από την Έλλη Παπαδημητρίου, που κάλυπταν χρονικά το διάστημα από τις ειρηνικές μέρες στη Μικρά Ασία, πριν από την Καταστροφή, ως τον Εμφύλιο και τα κατοπινά δύσκολα χρόνια. Ένα έργο που είχε να κάνει πολύ με τη μνήμη, και τα όσα «τράβηξαν» οι έλληνες στον 20ο αιώνα, μέσα από τη γυναικεία ματιά.
Στη συνέχεια, σε αυτό το φυσικά ερειπωμένο σκηνικό, ανεβάσαμε το έργο ενός Αυστριακού συγγραφέα, του Ρόμπερτ Σνάιντερ, με τίτλο «Η Βρωμιά», ένα έργο για ένα μετανάστη στην Ευρώπη (έπαιζε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ο οποίος μιλούσε για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα: Δηλαδή βίαιες ή και δολοφονικές επιθέσεις από φασίστες, που χτυπούσαν ή και χαράκωναν γυναίκες στο δρόμο, όπως και για τα συναισθήματά του: άφησε τον πόλεμο για να ζήσει στον πολιτισμό, για το αδιέξοδο της ζωής του.
Πάνω σε αυτήν, θα έλεγα, τη γραμμή, ως πολιτική σκέψη, ήταν βασισμένο και το υπόλοιπο ρεπερτόριο του θεάτρου του Νέου Κόσμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τελευταία, τα «Ορφανά», του Ντέννις Κέλλυ που έχει να κάνει με το πώς ο φόβος μπορεί να οδηγήσει στο να μεταμορφωθεί σε μίασμα ένας μετανάστης μέσα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, το θέατρο του Νέου Κόσμου, εκτός από τις σκηνοθεσίες μου, έχει και μία κινητή θεατρική μονάδα που λειτουργεί εδώ και 10 χρόνια, ανεβάζοντας παραστάσεις δωρεάν, σε όλα τα νοσοκομεία και τα ιδρύματα για παιδιά, ή σε προσφυγικούς καταυλισμούς, σε ειδικά σχολεία για παιδιά μεταναστών, όπως και σε ταξίδια στην Κύπρο με τους γιατρούς του Κόσμου.
Ακόμη, το βασικό χαρακτηριστικό του θεάτρου του Νέου Κόσμου, είναι ότι δίνει βήμα σε νέους δημιουργούς, σε «άστεγες», δηλαδή, θεατρικές ομάδες, όπως επίσης ότι ανεβάζει παραστάσεις που έχουν γίνει από μετανάστες.
Αυτοί είναι και οι κύριοι άξονες που κινείται το θέατρο όλα αυτά τα χρόνια.
Οπότε, οι «Εκκλησιάζουσες» που ετοιμάζω τώρα, ως επιλογή, δεν θα μπορούσε να είναι έξω από αυτό το πλαίσιο.
Διότι, όταν έγραψε ο Αριστοφάνης αυτό το έργο υπήρχε μια παρόμοια πολιτική παρακμή όπως και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και γι’ αυτό το λόγο, έκανε μία υπόθεση ουτοπική, πώς θα ήταν αν έπαιρναν την εξουσία οι γυναίκες, έτσι ώστε να φέρουν τη γυναικεία ευαισθησία και τρυφερότητα στην εξουσία, αλλά και όλο αυτό το θηλυκό μυαλό που κουβαλάνε, βάζοντας στην άκρη τα παραδοσιακά πρόσωπα και «κόμματα» της εποχής, τα οποία είχαν τα ίδια ακριβώς συμπτώματα με αυτά που έχουν και σήμερα τα παραδοσιακά κόμματα στην Ελλάδα, με την έννοια της διαφθοράς, της δωροδοκίας κλπ., όλα αυτά, με λίγα λόγια, που μας έχουν οδηγήσει, εδώ που μας έχουν οδηγήσει.
Κρ. Π.: Υπάρχει, δηλαδή, πλέον, ανάγκη να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση, στην θηλυκή πλευρά της ανθρώπινης φύσης μας, με την έννοια της φροντίδας της ανθρωπότητας; Ή όπως αυτό που έλεγε και ο Τσε Γκεβάρα, ότι, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά ενός αγωνιστή επαναστάτη θα έπρεπε να έχουν ως βάση κυρίως την αγάπη για τον άνθρωπο;
Β. Θ.: Αυτό είναι μια πολύ ωραία σκέψη, την οποία έχω εκφράσει και στο παρελθόν, ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε, για παράδειγμα, εμείς οι Αριστεροί, γιατί είμαστε αριστεροί, από τί, δηλαδή, ξεκινήσαμε να είμαστε Αριστεροί;
Και δεν είναι κακό, κι ας ακούγεται ακόμα κι ως χριστιανικό, ότι οι λόγοι που κάνουν έναν νέο άνθρωπο να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, και ακόμη περισσότερο με χώρους πολιτικούς, οι οποίοι έχουν ως βάση τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη στους ανθρώπους, είναι κυρίως η αγάπη.
Η αγάπη, με την έννοια ότι αγωνίζομαι, γιατί αγαπάω τον διπλανό μου, αγαπάω τον άνθρωπο, αγαπάω το χώμα που πατάω, τη φύση, τα ζώα…
Κρ. Π. : Τη ζωή δηλαδή…
Ναι, κι αυτά στην πορεία, λίγο τα ξεχνάμε, γιατί χανόμαστε μέσα στα μικροκομματικά ή τα στενά προσωπικά μας συμφέροντα. Και καλό είναι σε αυτή την εποχή που υπάρχει κρίση, να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, όπως και το «γιατί» πρέπει να μας ενδιαφέρουν τα κοινά.
Διότι, δεν υπάρχει μόνο η αρνητική πλευρά της κρίσης, αλλά και η δημιουργική της πλευρά: το να επανεξετάσω δηλαδή, το γιατί, για παράδειγμα, εγώ, κάνω θέατρο, μόνο από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή είναι το επάγγελμά μου; Τί έργα επιλέγω, με ποιους ανθρώπους δουλεύω, κάτω από ποιες συνθήκες γίνονται οι συνεργασίες, κλπ. Όχι, βέβαια να χαθώ σε μία αυτοκριτική και μόνο, αλλά στοχεύοντας σε μία επανατοποθέτηση με αφορμή τέτοια βασικά ερωτήματα…
Κρ. Π.: Για να επαναπροσδιοριστεί προς το καλύτερο, για παράδειγμα, μία σχέση, όμως, δεν θα πρέπει να αλλάξουν και εκείνοι που έχουν αυτή τη σχέση, όπως, αναπόφευκτα και η ίδια η σχέση τους;
Β. Θ.: Βλέπουμε, όμως, τα κόμματα, και κυρίως τα παραδοσιακά, επειδή είναι κομμάτι της κοινωνίας, πόσο, με νύχια και με δόντια, δεν θέλουν να κουνηθεί και να αλλάξει τίποτα. Οτιδήποτε προοδευτικό πάει να γίνει αυτή τη στιγμή, με λύσσα, οι πάντες, σχεδόν, του επιτίθενται.
Κρ. Π.: Όσο μεγαλύτερη, άλλωστε, είναι μία αλλαγή, τόσο μεγαλύτερη δεν είναι και η αντίσταση απέναντί σε αυτή την αλλαγή;
Β. Θ.: Σήμερα, όμως, υπάρχει ένας απίστευτος πόλεμος. Δεν το έχω ξαναζήσει.
Από το 1974 και μετά, που ως έφηβος άρχισα να ασχολούμαι με αυτά τα θέματα και να συμμετέχω στα κοινά, χωρίς απαραίτητα να είμαι σε κάποιο κόμμα, τέτοιο πόλεμο και τέτοια λύσσα, σε οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να προκύψει, με αφορμή την κρίση, σήμερα στην Ελλάδα, δεν έχω ξαναδεί.
Και από δίπλα, πάνε σε αυτόν τον πόλεμο, όχι μόνο τα κόμματα αλλά και όλοι εκείνοι που παίζουν ρόλο στην εξουσία, είτε λέγονται εκδότες, είτε λέγονται μεγάλο κεφάλαιο, είτε λέγονται ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Ένωση, και πάει λέγοντας…
Και με πληγώνει ακόμη πιο πολύ, το ότι, προκειμένου να διαβάλουν και να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να σταθούν σε οποιοδήποτε λάθος μπορεί να κάνει κάποιος που παλεύει αυτή την περίοδο, ενώ αντίθετα, οι ίδιοι «καθαρίζουν» για όλη αυτή τη καταστροφή που έχουν προκαλέσει, στην καλύτερη περίπτωση με μία "συγγνώμη", μόνο στα λόγια, για να ξανακάνουν από το επόμενο δευτερόλεπτο, ακριβώς το ίδιο!
Αλλά η συγγνώμη, μετά από τέτοια καταστροφή που έχουν προκαλέσει στη χώρα, δύο μορφές μπορεί να λάβει:
Η μία να πηδήξεις από την ταράτσα του γραφείου του κόμματός σου. Και η δεύτερη, να αποσυρθείς.
Δεν μπορεί να έχεις οδηγήσει έναν λαό στην ανέχεια και στην ταπείνωση, και εσύ να λες «μα ζητήσαμε συγγνώμη, και πάμε παραπέρα».
Κρ. Π.: Μα, η συγγνώμη δεν έχει νόημα, μόνο, όταν έμπρακτα παίρνει την ευθύνη της αυτός που την εκφράζει, και όχι μόνο στα λόγια;
Β. Θ.: Ούτε και τα λόγια τους έχουν κάτι ουσιαστικό. Τα λένε μόνο για να συνεχίσουν ανενόχλητοι να επαναλαμβάνουν την ίδια πολιτική που τους οδήγησε σε αυτή την υποκριτική συγγνώμη. Για να αποφύγουν την ευθύνη τους, δηλαδή.
Ακόμα και οι μετακινήσεις που γίνονται, από πολιτικούς χώρους, με το πώς ξαναεπιστρέφουν στο μαντρί οι πολιτικοί, γίνονται για ένα καί μόνο λόγο; Για την «καρέκλα».
Κρ. Π.: Τι είναι αυτό που σε ανησυχεί αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, πριν από αυτές τις κρίσιμες εκλογές;
Β. Θ.: Θεωρώ πάρα πολύ σοβαρό στοιχείο αυτή την ταπείνωση και την προσβολή της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού. Και από την άλλη, λένε ότι δεν πρέπει να ψηφίσεις θυμωμένα! Θυμωμένα πρέπει να ψηφίσεις! Εγώ, πιστεύω ότι ο θυμός είναι κάτι δημιουργικό.
Γιατί να μην έχουμε θυμό; Μην τυχόν δεν ψηφίσουμε τους ίδιους; Τι, δηλαδή, να γυρίσουμε και το μάγουλό μας; Εντάξει, εννοείται ότι ο θυμός δεν είναι το μοναδικό κίνητρο. Και βέβαια σκεφτόμαστε. Αλλά δεν μπορείς να ξεριζώσεις από έναν άνθρωπο τα συναισθήματά του.
Κρ. Π. : Μου θυμίζεις αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης, έχει πει, ότι, αν θέλεις να αγωνιστείς για την ελευθερία, το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις είναι να έχεις επαφή με τα συναισθήματά σου… Διότι τα συναισθήματα προσανατολίζουν, και αυτά μας ωθούν να διαχειριστούμε σε συνεργασία με τη λογική τις επιλογές μας.
Β. Θ.: Από το συναίσθημα περνάς στη λογική. Και στην τέχνη, στο θέατρο, αυτό το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Από το συναίσθημα πας στη λογική και όχι από τη λογική στο συναίσθημα. Κι αυτό πάνε να το μπλοκάρουν, σήμερα, με το να λένε ότι πρέπει να απαξιώσουν οι άνθρωποι τον θυμό τους.
Γι’ αυτούς το μόνο χρήσιμο συναίσθημα, τώρα και πάντα, είναι ο φόβος! Και τρελαίνομαι με τον «πατριωτισμό» των Ελλήνων, όταν έχει καταστραφεί, σε τέτοιο βαθμό αυτός ο τόπος, να το παίζουν και πατριώτες!
Κάποιοι άλλοι, λοιπόν, απέναντι σε όλα αυτά, θυμώνουν. Και ο θυμός, είναι πολύ καλό πράγμα. Γιατί με το θυμό αντιδράς. Με το θυμό μπορείς να διεκδικήσεις. Με το θυμό μπορείς να σκεφτείς.
Κρ. Π.: Ο κόσμος με τις επιλογές που φάνηκε να κάνει, από την αποχή του 35% των προηγούμενων εκλογών, μέχρι τα ποσοστά που είδαμε, όπως και το ότι δεν έγινε κυβέρνηση, δεν δείχνει να πιέζει για ουσιαστικές αλλαγές, και να είναι πιο μπροστά από τις κομματικές ηγεσίες;
Β. Θ.: Αυτό που λένε τα παραδοσιακά κόμματα αυτή τη στιγμή, ερμηνεύοντας το γεγονός ότι πολύς κόσμος τους γύρισε την πλάτη, αφού κατάλαβε ότι αυτά τον οδήγησαν στην καταστροφή, είναι ότι ο κόσμος ζητάει να γίνουν κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλά να παραμείνουν στην εξουσία, σε συνεργασία η ΝΔ και το Πασόκ. Αυτό μεταφράσανε, διότι αυτό τους συμφέρει.
Κρ. Π.: Αλλά; Στην ουσία, ποιο ήταν, νομίζεις το μήνυμα. Τι έχει γίνει;
Β. Θ.: Ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου, απομακρύνθηκε από τα κόμματα που μοιραζόντουσαν την εξουσία τα τελευταία 38 χρόνια. Επίσης, ο κόσμος, ανέβασε τα ποσοστά σε κόμματα, όπως ο Σύριζα, έδωσε ένα καλό ποσοστό στη ΔΗΜΑΡ, κλπ. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα δείγμα, όχι απλώς μιας μετακίνησης, αλλά μιας βαθύτερης αλλαγής.
Τώρα, βέβαια, τα μεγάλα κόμματα, καλλιεργούν το φόβο, για να μην μπορέσουν να ανεβάσουν περισσότερο, τα ποσοστά τους ειδικά τα αριστερά κόμματα.
Και για να το συνδέσω, πάλι με τις «Εκκλησιάζουσες», όπου μια νέα γυναίκα, η Πραξαγόρα, βάζει την ιδέα στις άλλες γυναίκες να πάρουν την εξουσία για να σώσουν την πόλη. Αυτό που με απασχολούσε πολύ σε αυτό το έργο, είναι πως ο Αριστοφάνης, αν ζούσε στον 21ο αιώνα, θα είχε πάρει υπόψιν του τη θέση της γυναίκας, που απόκτησε δικαιώματα στη διάρκεια των αιώνων. Γιατί στην εποχή του, οι γυναίκες, δεν συμμετείχαν στα κοινά. Αντίθετα, η γυναίκα, ιδιαίτερα από τον 20ο αιώνα, έχει θέση στην κοινωνία, έχει θέση στην εργασία, στον έρωτα, και έχει θέση και στην εξουσία.
Στη δικιά μας παράσταση, ακριβώς επειδή ο Αριστοφάνης όταν το έγραφε, δεν φανταζόταν ότι τον 20ο οι γυναίκες θα μπορούσαν να είναι στην εξουσία, η δικιά μας η παράσταση, μέσα από το κείμενο αλλά και μέσα από τη σκηνοθεσία, μετατρέπει σε κάποιες στιγμές την Πραξαγόρα σε προφήτισσα, μια Κασσάνδρα, η οποία κινείται ελεύθερα μέσα στους αιώνες, βλέπει το μέλλον της γυναίκας, και αυτό το μεταφέρει στις συμπολίτισσές της, για να τους πει να μην την… πατήσουν, όπως οι γυναίκες σήμερα, στην εποχή μας, που προκειμένου να βρεθούν σε θέση εξουσίας, μεταμφιέζονται εσωτερικά σε άντρες.
Με αυτόν τον τρόπο παρεμβαίνει η συγκεκριμένη παράσταση στο κείμενο του Αριστοφάνη, τα έργα του οποίου είναι ούτως ή άλλως ανοιχτά σε παρεμβάσεις, για να μεταφερθούν στο κοινό με σύγχρονη και επίκαιρη οπτική. Γι’ αυτόν τον σκοπό συνεργάστηκα με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, έτσι ώστε η απόδοση του κειμένου του Αριστοφάνη να είναι πιστή στο πνεύμα του, αξιοποιώντας όμως το κείμενό του σε θέματα που μας απασχολούν σήμερα.
Κρ. Π.: Στη σημερινή κοινωνία που δεν υπάρχουν πια συγκεκριμένοι ρόλοι για να καθορίζουν την ταυτότητα των δύο φύλων, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουν και τα δύο φύλα τη διττή τους φύση, τόσο την ανδρική όσο και την θηλυκή, για να επικοινωνήσουν σε μια άλλη βάση από αυτή των απαρχαιωμένων πλέον ρόλων τους;
Β. Θ.: ναι, μιλούσαμε για την κρίση, που είναι αλλαγή, άλλωστε, και αφορμή να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα. Μέσα από αυτό το έργο, λοιπόν, οι γυναίκες μπορούν να ξανασκεφτούν ποια είναι τα θετικά χαρακτηριστικά που δεν πρέπει να τα χάσουν, μιμούμενες τους άντρες…
Κρ. Π.: Βέβαια, αγωνιζόμενες να επιβιώσουν και αυτές…;
Β. Θ. : Το ζήτημα είναι να αναπτύξουν αυτό που πραγματικά είναι η φύση τους και το μυαλό τους και όχι να λειτουργούν μιμούμενες τους άντρες και πνίγοντας μέσα τους τα πιο ωραία πράγματα.
Κρ. Π.: Αλλά οι άντρες, και αυτή η «αντρική» λογική της εξουσίας τους, πότε θα αλλάξουν; Θυμίζουν τα μεγάλα κόμματα, που μένουν αμετακίνητα στις καρέκλες τους, χωρίς να θέλουν να χάσουν κανένα προνόμιό τους, για χάρη οποιασδήποτε αλλαγής προς το καλύτερο.
Β. Θ.: Βεβαίως και πρέπει. Αλλά, θεωρώ ότι πιο εύκολα μπορούν να μετακινηθούν οι γυναίκες. Η εξουσία, δυστυχώς, είναι ταυτισμένη με τους άντρες, με ό,τι αρνητικό κουβαλάει αυτό. Κι αυτό, είναι ακόμα πιο δύσκολο.
Κρ. Π.: Στις Εκκλησιάζουσες, οι γυναίκες, παίρνουν την εξουσία για να μιμηθούν τους άντρες;
Β.Θ.: Μεταμφιεσμένες σε άντρες, προσπαθούν να πάρουν την εξουσία, έτσι ώστε να βάλουν στην υπηρεσία της όλα τα θετικά στοιχεία της γυναικείας τους φύσης. Δεν προσπαθούν να γίνουν εσωτερικά άντρες. Επειδή δεν είχαν δικαίωμα να πάνε να ψηφίσουν τότε, μεταμφιέζονται σε άντρες και πάνε και κλέβουν ψήφους. Και εκεί ακριβώς είναι και η δικιά μας η παρέμβαση, που η Πραξαγόρα, συμβουλεύει τις γυναίκες να μην την πατήσουνε, να μη γίνουν, τελικά, κακέκτυπα των ανδρών, ειδικά μέσω και της εξουσίας.
Κρ. Π.: Και τι άλλο σε προβληματίζει καθώς το σκηνοθετείς; Πώς, ίσως, σε έχει επηρεάσει, εσένα τον ίδιο, η δημιουργική διαδικασία αυτής της παράστασης;
Β.Θ.: Δεν ξέρω πώς επηρεάζουν, πράγματα που κουβαλάμε σαν σκέψεις, ως καλλιτέχνες μέσα μας, και όλα αυτά τα πράγματα προσπαθούμε να τα εκφράσουμε με κάποιο τρόπο, μέσα από αυτά που δημιουργούμε, αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι, το πώς μπορούμε να λειτουργούμε σαν ομάδα, πώς μπορούμε να λειτουργούμε συλλογικά, και το θέατρο μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα, αφού, για να ανεβεί μία παράσταση, χρειάζεται να λειτουργήσουμε συλλογικά, να δώσουμε χώρο ο ένας στον άλλον, πρέπει ο ένας να ακούσει τον άλλον.
Πράγματα, για μένα, πολύ ουσιαστικά, στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν αυτό το πετυχαίνουμε σε μία παράσταση, είναι ένα μικρό παράδειγμα, πώς μπορούμε να λειτουργούμε σαν άνθρωποι, μέσα στην κοινωνία.
Γιατί, στην τέχνη μπορείς να συνεργάζεσαι με έναν ξένο, χωρίς φόβο και χωρίς μίσος.
Κι αυτό το βλέπουμε όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στο ποδόσφαιρο. Δεν καταλαβαίνω, παρεμπιπτόντως, γιατί η Χρυσή Αυγή, με τη λογική που έχει, δεν πάει να πλακώσει στο ξύλο και τους μαύρους που παίζουν στις ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες. Επειδή εκεί, υπάρχει χρήμα; Άρα, λοιπόν, επιλεκτικός είναι ο ρατσισμός. Μάλλον είναι ρατσισμός απέναντι, ουσιαστικά, στον πιο αδύναμο. Χτυπάμε, λοιπόν, εκεί που είναι εύκολο να χτυπήσουμε, προβάλλοντας και μεταθέτοντας, όλα τα κακά που μας… δέρνουν εμάς του ίδιους.
Όλες οι κουβέντες, όχι τυχαία, καταλήγουν σήμερα στην κρίση, και μας κάνουν να διαμαρτυρόμαστε και να συγκρουόμαστε, αλλά υπάρχει ένα δημιουργικό κομμάτι που θα πρέπει να μην το παραβλέπουμε, μένοντας συνεχώς στο «φταίνε οι άλλοι».
Κρ. Π.: Ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Ελλάδας, ποιά είναι η γνώμη σου για το γεγονός, ότι παρόλο που εμείς οι άνθρωποι, κάνουμε έργο (και εν δυνάμει τέχνη) μόνο ότι δεν απωθούμε (δημιουργούμε δηλαδή, με ότι συνειδητοποιούμε περισσότερο ή λιγότερο), φαίνεται να φοβόμαστε τόσο πολύ την αυτογνωσία;
Β. Θ.: Χωρίς να είναι καθόλου ιδανικοί, ως άνθρωποι, οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, είναι δηλ. όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, έχουν την πολυτέλεια, ή την ευαισθησία, να μπορούν να σκύβουν μέσα τους, ή μέσα στα κείμενα άλλων, ή τα δικά τους, και να βλέπουν τις θετικές ή αρνητικές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μετατρέποντάς τα όλα αυτά σε έργο. Αυτό είναι άσχετο με το τι μπορούν οι ίδιοι να εφαρμόσουν στη ζωή τους και τι όχι.
Κρ. Π. : Σε σχέση με τις εκλογές που έρχονται, τι έχεις να πεις;
Β. Θ. : Έχω αποφύγει να παρασυρθώ από όλον αυτόν τον τρόμο και τον φόβο που πάνε να μας δημιουργήσουν πολύ έντεχνα, έτσι ώστε να παραμείνουμε στα ίδια.
Έχω αποφύγει να παρασυρθώ από όλα αυτά τα διλλήματα που βάζουν, είτε λέγονται μνημόνιο, είτε αντιμνημόνιο, είτε λέγονται ευρώ, είτε δραχμή, με μια καταστροφολογία που προσπαθούν να μας την επιβάλλουν μέσα μας.
Εγώ, αντίθετα, νιώθω ότι είναι μια ιστορική στιγμή, όχι στα χαρτιά αλλά ζωντανή ιστορική στιγμή, που με ωθεί σε δημιουργικότητα, αισιοδοξία και όχι τρόμο.
Και νιώθω να χαμογελάω, έχω ανάγκη να χαμογελάω, και αυτό δεν θα μου το στερήσει κανείς.
Στη συνέχεια, σε αυτό το φυσικά ερειπωμένο σκηνικό, ανεβάσαμε το έργο ενός Αυστριακού συγγραφέα, του Ρόμπερτ Σνάιντερ, με τίτλο «Η Βρωμιά», ένα έργο για ένα μετανάστη στην Ευρώπη (έπαιζε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ο οποίος μιλούσε για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα: Δηλαδή βίαιες ή και δολοφονικές επιθέσεις από φασίστες, που χτυπούσαν ή και χαράκωναν γυναίκες στο δρόμο, όπως και για τα συναισθήματά του: άφησε τον πόλεμο για να ζήσει στον πολιτισμό, για το αδιέξοδο της ζωής του.
Πάνω σε αυτήν, θα έλεγα, τη γραμμή, ως πολιτική σκέψη, ήταν βασισμένο και το υπόλοιπο ρεπερτόριο του θεάτρου του Νέου Κόσμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τελευταία, τα «Ορφανά», του Ντέννις Κέλλυ που έχει να κάνει με το πώς ο φόβος μπορεί να οδηγήσει στο να μεταμορφωθεί σε μίασμα ένας μετανάστης μέσα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, το θέατρο του Νέου Κόσμου, εκτός από τις σκηνοθεσίες μου, έχει και μία κινητή θεατρική μονάδα που λειτουργεί εδώ και 10 χρόνια, ανεβάζοντας παραστάσεις δωρεάν, σε όλα τα νοσοκομεία και τα ιδρύματα για παιδιά, ή σε προσφυγικούς καταυλισμούς, σε ειδικά σχολεία για παιδιά μεταναστών, όπως και σε ταξίδια στην Κύπρο με τους γιατρούς του Κόσμου.
Ακόμη, το βασικό χαρακτηριστικό του θεάτρου του Νέου Κόσμου, είναι ότι δίνει βήμα σε νέους δημιουργούς, σε «άστεγες», δηλαδή, θεατρικές ομάδες, όπως επίσης ότι ανεβάζει παραστάσεις που έχουν γίνει από μετανάστες.
Αυτοί είναι και οι κύριοι άξονες που κινείται το θέατρο όλα αυτά τα χρόνια.
Οπότε, οι «Εκκλησιάζουσες» που ετοιμάζω τώρα, ως επιλογή, δεν θα μπορούσε να είναι έξω από αυτό το πλαίσιο.
Διότι, όταν έγραψε ο Αριστοφάνης αυτό το έργο υπήρχε μια παρόμοια πολιτική παρακμή όπως και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και γι’ αυτό το λόγο, έκανε μία υπόθεση ουτοπική, πώς θα ήταν αν έπαιρναν την εξουσία οι γυναίκες, έτσι ώστε να φέρουν τη γυναικεία ευαισθησία και τρυφερότητα στην εξουσία, αλλά και όλο αυτό το θηλυκό μυαλό που κουβαλάνε, βάζοντας στην άκρη τα παραδοσιακά πρόσωπα και «κόμματα» της εποχής, τα οποία είχαν τα ίδια ακριβώς συμπτώματα με αυτά που έχουν και σήμερα τα παραδοσιακά κόμματα στην Ελλάδα, με την έννοια της διαφθοράς, της δωροδοκίας κλπ., όλα αυτά, με λίγα λόγια, που μας έχουν οδηγήσει, εδώ που μας έχουν οδηγήσει.
Κρ. Π.: Υπάρχει, δηλαδή, πλέον, ανάγκη να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση, στην θηλυκή πλευρά της ανθρώπινης φύσης μας, με την έννοια της φροντίδας της ανθρωπότητας; Ή όπως αυτό που έλεγε και ο Τσε Γκεβάρα, ότι, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά ενός αγωνιστή επαναστάτη θα έπρεπε να έχουν ως βάση κυρίως την αγάπη για τον άνθρωπο;
Β. Θ.: Αυτό είναι μια πολύ ωραία σκέψη, την οποία έχω εκφράσει και στο παρελθόν, ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε, για παράδειγμα, εμείς οι Αριστεροί, γιατί είμαστε αριστεροί, από τί, δηλαδή, ξεκινήσαμε να είμαστε Αριστεροί;
Και δεν είναι κακό, κι ας ακούγεται ακόμα κι ως χριστιανικό, ότι οι λόγοι που κάνουν έναν νέο άνθρωπο να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, και ακόμη περισσότερο με χώρους πολιτικούς, οι οποίοι έχουν ως βάση τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη στους ανθρώπους, είναι κυρίως η αγάπη.
Η αγάπη, με την έννοια ότι αγωνίζομαι, γιατί αγαπάω τον διπλανό μου, αγαπάω τον άνθρωπο, αγαπάω το χώμα που πατάω, τη φύση, τα ζώα…
Κρ. Π. : Τη ζωή δηλαδή…
Ναι, κι αυτά στην πορεία, λίγο τα ξεχνάμε, γιατί χανόμαστε μέσα στα μικροκομματικά ή τα στενά προσωπικά μας συμφέροντα. Και καλό είναι σε αυτή την εποχή που υπάρχει κρίση, να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, όπως και το «γιατί» πρέπει να μας ενδιαφέρουν τα κοινά.
Διότι, δεν υπάρχει μόνο η αρνητική πλευρά της κρίσης, αλλά και η δημιουργική της πλευρά: το να επανεξετάσω δηλαδή, το γιατί, για παράδειγμα, εγώ, κάνω θέατρο, μόνο από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή είναι το επάγγελμά μου; Τί έργα επιλέγω, με ποιους ανθρώπους δουλεύω, κάτω από ποιες συνθήκες γίνονται οι συνεργασίες, κλπ. Όχι, βέβαια να χαθώ σε μία αυτοκριτική και μόνο, αλλά στοχεύοντας σε μία επανατοποθέτηση με αφορμή τέτοια βασικά ερωτήματα…
Κρ. Π.: Για να επαναπροσδιοριστεί προς το καλύτερο, για παράδειγμα, μία σχέση, όμως, δεν θα πρέπει να αλλάξουν και εκείνοι που έχουν αυτή τη σχέση, όπως, αναπόφευκτα και η ίδια η σχέση τους;
Β. Θ.: Βλέπουμε, όμως, τα κόμματα, και κυρίως τα παραδοσιακά, επειδή είναι κομμάτι της κοινωνίας, πόσο, με νύχια και με δόντια, δεν θέλουν να κουνηθεί και να αλλάξει τίποτα. Οτιδήποτε προοδευτικό πάει να γίνει αυτή τη στιγμή, με λύσσα, οι πάντες, σχεδόν, του επιτίθενται.
Κρ. Π.: Όσο μεγαλύτερη, άλλωστε, είναι μία αλλαγή, τόσο μεγαλύτερη δεν είναι και η αντίσταση απέναντί σε αυτή την αλλαγή;
Β. Θ.: Σήμερα, όμως, υπάρχει ένας απίστευτος πόλεμος. Δεν το έχω ξαναζήσει.
Από το 1974 και μετά, που ως έφηβος άρχισα να ασχολούμαι με αυτά τα θέματα και να συμμετέχω στα κοινά, χωρίς απαραίτητα να είμαι σε κάποιο κόμμα, τέτοιο πόλεμο και τέτοια λύσσα, σε οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να προκύψει, με αφορμή την κρίση, σήμερα στην Ελλάδα, δεν έχω ξαναδεί.
Και από δίπλα, πάνε σε αυτόν τον πόλεμο, όχι μόνο τα κόμματα αλλά και όλοι εκείνοι που παίζουν ρόλο στην εξουσία, είτε λέγονται εκδότες, είτε λέγονται μεγάλο κεφάλαιο, είτε λέγονται ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Ένωση, και πάει λέγοντας…
Και με πληγώνει ακόμη πιο πολύ, το ότι, προκειμένου να διαβάλουν και να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να σταθούν σε οποιοδήποτε λάθος μπορεί να κάνει κάποιος που παλεύει αυτή την περίοδο, ενώ αντίθετα, οι ίδιοι «καθαρίζουν» για όλη αυτή τη καταστροφή που έχουν προκαλέσει, στην καλύτερη περίπτωση με μία "συγγνώμη", μόνο στα λόγια, για να ξανακάνουν από το επόμενο δευτερόλεπτο, ακριβώς το ίδιο!
Αλλά η συγγνώμη, μετά από τέτοια καταστροφή που έχουν προκαλέσει στη χώρα, δύο μορφές μπορεί να λάβει:
Η μία να πηδήξεις από την ταράτσα του γραφείου του κόμματός σου. Και η δεύτερη, να αποσυρθείς.
Δεν μπορεί να έχεις οδηγήσει έναν λαό στην ανέχεια και στην ταπείνωση, και εσύ να λες «μα ζητήσαμε συγγνώμη, και πάμε παραπέρα».
Κρ. Π.: Μα, η συγγνώμη δεν έχει νόημα, μόνο, όταν έμπρακτα παίρνει την ευθύνη της αυτός που την εκφράζει, και όχι μόνο στα λόγια;
Β. Θ.: Ούτε και τα λόγια τους έχουν κάτι ουσιαστικό. Τα λένε μόνο για να συνεχίσουν ανενόχλητοι να επαναλαμβάνουν την ίδια πολιτική που τους οδήγησε σε αυτή την υποκριτική συγγνώμη. Για να αποφύγουν την ευθύνη τους, δηλαδή.
Ακόμα και οι μετακινήσεις που γίνονται, από πολιτικούς χώρους, με το πώς ξαναεπιστρέφουν στο μαντρί οι πολιτικοί, γίνονται για ένα καί μόνο λόγο; Για την «καρέκλα».
Κρ. Π.: Τι είναι αυτό που σε ανησυχεί αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, πριν από αυτές τις κρίσιμες εκλογές;
Β. Θ.: Θεωρώ πάρα πολύ σοβαρό στοιχείο αυτή την ταπείνωση και την προσβολή της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού. Και από την άλλη, λένε ότι δεν πρέπει να ψηφίσεις θυμωμένα! Θυμωμένα πρέπει να ψηφίσεις! Εγώ, πιστεύω ότι ο θυμός είναι κάτι δημιουργικό.
Γιατί να μην έχουμε θυμό; Μην τυχόν δεν ψηφίσουμε τους ίδιους; Τι, δηλαδή, να γυρίσουμε και το μάγουλό μας; Εντάξει, εννοείται ότι ο θυμός δεν είναι το μοναδικό κίνητρο. Και βέβαια σκεφτόμαστε. Αλλά δεν μπορείς να ξεριζώσεις από έναν άνθρωπο τα συναισθήματά του.
Κρ. Π. : Μου θυμίζεις αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης, έχει πει, ότι, αν θέλεις να αγωνιστείς για την ελευθερία, το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις είναι να έχεις επαφή με τα συναισθήματά σου… Διότι τα συναισθήματα προσανατολίζουν, και αυτά μας ωθούν να διαχειριστούμε σε συνεργασία με τη λογική τις επιλογές μας.
Β. Θ.: Από το συναίσθημα περνάς στη λογική. Και στην τέχνη, στο θέατρο, αυτό το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Από το συναίσθημα πας στη λογική και όχι από τη λογική στο συναίσθημα. Κι αυτό πάνε να το μπλοκάρουν, σήμερα, με το να λένε ότι πρέπει να απαξιώσουν οι άνθρωποι τον θυμό τους.
Γι’ αυτούς το μόνο χρήσιμο συναίσθημα, τώρα και πάντα, είναι ο φόβος! Και τρελαίνομαι με τον «πατριωτισμό» των Ελλήνων, όταν έχει καταστραφεί, σε τέτοιο βαθμό αυτός ο τόπος, να το παίζουν και πατριώτες!
Κάποιοι άλλοι, λοιπόν, απέναντι σε όλα αυτά, θυμώνουν. Και ο θυμός, είναι πολύ καλό πράγμα. Γιατί με το θυμό αντιδράς. Με το θυμό μπορείς να διεκδικήσεις. Με το θυμό μπορείς να σκεφτείς.
Κρ. Π.: Ο κόσμος με τις επιλογές που φάνηκε να κάνει, από την αποχή του 35% των προηγούμενων εκλογών, μέχρι τα ποσοστά που είδαμε, όπως και το ότι δεν έγινε κυβέρνηση, δεν δείχνει να πιέζει για ουσιαστικές αλλαγές, και να είναι πιο μπροστά από τις κομματικές ηγεσίες;
Β. Θ.: Αυτό που λένε τα παραδοσιακά κόμματα αυτή τη στιγμή, ερμηνεύοντας το γεγονός ότι πολύς κόσμος τους γύρισε την πλάτη, αφού κατάλαβε ότι αυτά τον οδήγησαν στην καταστροφή, είναι ότι ο κόσμος ζητάει να γίνουν κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλά να παραμείνουν στην εξουσία, σε συνεργασία η ΝΔ και το Πασόκ. Αυτό μεταφράσανε, διότι αυτό τους συμφέρει.
Κρ. Π.: Αλλά; Στην ουσία, ποιο ήταν, νομίζεις το μήνυμα. Τι έχει γίνει;
Β. Θ.: Ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου, απομακρύνθηκε από τα κόμματα που μοιραζόντουσαν την εξουσία τα τελευταία 38 χρόνια. Επίσης, ο κόσμος, ανέβασε τα ποσοστά σε κόμματα, όπως ο Σύριζα, έδωσε ένα καλό ποσοστό στη ΔΗΜΑΡ, κλπ. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα δείγμα, όχι απλώς μιας μετακίνησης, αλλά μιας βαθύτερης αλλαγής.
Τώρα, βέβαια, τα μεγάλα κόμματα, καλλιεργούν το φόβο, για να μην μπορέσουν να ανεβάσουν περισσότερο, τα ποσοστά τους ειδικά τα αριστερά κόμματα.
Και για να το συνδέσω, πάλι με τις «Εκκλησιάζουσες», όπου μια νέα γυναίκα, η Πραξαγόρα, βάζει την ιδέα στις άλλες γυναίκες να πάρουν την εξουσία για να σώσουν την πόλη. Αυτό που με απασχολούσε πολύ σε αυτό το έργο, είναι πως ο Αριστοφάνης, αν ζούσε στον 21ο αιώνα, θα είχε πάρει υπόψιν του τη θέση της γυναίκας, που απόκτησε δικαιώματα στη διάρκεια των αιώνων. Γιατί στην εποχή του, οι γυναίκες, δεν συμμετείχαν στα κοινά. Αντίθετα, η γυναίκα, ιδιαίτερα από τον 20ο αιώνα, έχει θέση στην κοινωνία, έχει θέση στην εργασία, στον έρωτα, και έχει θέση και στην εξουσία.
Στη δικιά μας παράσταση, ακριβώς επειδή ο Αριστοφάνης όταν το έγραφε, δεν φανταζόταν ότι τον 20ο οι γυναίκες θα μπορούσαν να είναι στην εξουσία, η δικιά μας η παράσταση, μέσα από το κείμενο αλλά και μέσα από τη σκηνοθεσία, μετατρέπει σε κάποιες στιγμές την Πραξαγόρα σε προφήτισσα, μια Κασσάνδρα, η οποία κινείται ελεύθερα μέσα στους αιώνες, βλέπει το μέλλον της γυναίκας, και αυτό το μεταφέρει στις συμπολίτισσές της, για να τους πει να μην την… πατήσουν, όπως οι γυναίκες σήμερα, στην εποχή μας, που προκειμένου να βρεθούν σε θέση εξουσίας, μεταμφιέζονται εσωτερικά σε άντρες.
Με αυτόν τον τρόπο παρεμβαίνει η συγκεκριμένη παράσταση στο κείμενο του Αριστοφάνη, τα έργα του οποίου είναι ούτως ή άλλως ανοιχτά σε παρεμβάσεις, για να μεταφερθούν στο κοινό με σύγχρονη και επίκαιρη οπτική. Γι’ αυτόν τον σκοπό συνεργάστηκα με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, έτσι ώστε η απόδοση του κειμένου του Αριστοφάνη να είναι πιστή στο πνεύμα του, αξιοποιώντας όμως το κείμενό του σε θέματα που μας απασχολούν σήμερα.
Κρ. Π.: Στη σημερινή κοινωνία που δεν υπάρχουν πια συγκεκριμένοι ρόλοι για να καθορίζουν την ταυτότητα των δύο φύλων, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουν και τα δύο φύλα τη διττή τους φύση, τόσο την ανδρική όσο και την θηλυκή, για να επικοινωνήσουν σε μια άλλη βάση από αυτή των απαρχαιωμένων πλέον ρόλων τους;
Β. Θ.: ναι, μιλούσαμε για την κρίση, που είναι αλλαγή, άλλωστε, και αφορμή να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα. Μέσα από αυτό το έργο, λοιπόν, οι γυναίκες μπορούν να ξανασκεφτούν ποια είναι τα θετικά χαρακτηριστικά που δεν πρέπει να τα χάσουν, μιμούμενες τους άντρες…
Κρ. Π.: Βέβαια, αγωνιζόμενες να επιβιώσουν και αυτές…;
Β. Θ. : Το ζήτημα είναι να αναπτύξουν αυτό που πραγματικά είναι η φύση τους και το μυαλό τους και όχι να λειτουργούν μιμούμενες τους άντρες και πνίγοντας μέσα τους τα πιο ωραία πράγματα.
Κρ. Π.: Αλλά οι άντρες, και αυτή η «αντρική» λογική της εξουσίας τους, πότε θα αλλάξουν; Θυμίζουν τα μεγάλα κόμματα, που μένουν αμετακίνητα στις καρέκλες τους, χωρίς να θέλουν να χάσουν κανένα προνόμιό τους, για χάρη οποιασδήποτε αλλαγής προς το καλύτερο.
Β. Θ.: Βεβαίως και πρέπει. Αλλά, θεωρώ ότι πιο εύκολα μπορούν να μετακινηθούν οι γυναίκες. Η εξουσία, δυστυχώς, είναι ταυτισμένη με τους άντρες, με ό,τι αρνητικό κουβαλάει αυτό. Κι αυτό, είναι ακόμα πιο δύσκολο.
Κρ. Π.: Στις Εκκλησιάζουσες, οι γυναίκες, παίρνουν την εξουσία για να μιμηθούν τους άντρες;
Β.Θ.: Μεταμφιεσμένες σε άντρες, προσπαθούν να πάρουν την εξουσία, έτσι ώστε να βάλουν στην υπηρεσία της όλα τα θετικά στοιχεία της γυναικείας τους φύσης. Δεν προσπαθούν να γίνουν εσωτερικά άντρες. Επειδή δεν είχαν δικαίωμα να πάνε να ψηφίσουν τότε, μεταμφιέζονται σε άντρες και πάνε και κλέβουν ψήφους. Και εκεί ακριβώς είναι και η δικιά μας η παρέμβαση, που η Πραξαγόρα, συμβουλεύει τις γυναίκες να μην την πατήσουνε, να μη γίνουν, τελικά, κακέκτυπα των ανδρών, ειδικά μέσω και της εξουσίας.
Κρ. Π.: Και τι άλλο σε προβληματίζει καθώς το σκηνοθετείς; Πώς, ίσως, σε έχει επηρεάσει, εσένα τον ίδιο, η δημιουργική διαδικασία αυτής της παράστασης;
Β.Θ.: Δεν ξέρω πώς επηρεάζουν, πράγματα που κουβαλάμε σαν σκέψεις, ως καλλιτέχνες μέσα μας, και όλα αυτά τα πράγματα προσπαθούμε να τα εκφράσουμε με κάποιο τρόπο, μέσα από αυτά που δημιουργούμε, αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι, το πώς μπορούμε να λειτουργούμε σαν ομάδα, πώς μπορούμε να λειτουργούμε συλλογικά, και το θέατρο μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα, αφού, για να ανεβεί μία παράσταση, χρειάζεται να λειτουργήσουμε συλλογικά, να δώσουμε χώρο ο ένας στον άλλον, πρέπει ο ένας να ακούσει τον άλλον.
Πράγματα, για μένα, πολύ ουσιαστικά, στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν αυτό το πετυχαίνουμε σε μία παράσταση, είναι ένα μικρό παράδειγμα, πώς μπορούμε να λειτουργούμε σαν άνθρωποι, μέσα στην κοινωνία.
Γιατί, στην τέχνη μπορείς να συνεργάζεσαι με έναν ξένο, χωρίς φόβο και χωρίς μίσος.
Κι αυτό το βλέπουμε όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στο ποδόσφαιρο. Δεν καταλαβαίνω, παρεμπιπτόντως, γιατί η Χρυσή Αυγή, με τη λογική που έχει, δεν πάει να πλακώσει στο ξύλο και τους μαύρους που παίζουν στις ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες. Επειδή εκεί, υπάρχει χρήμα; Άρα, λοιπόν, επιλεκτικός είναι ο ρατσισμός. Μάλλον είναι ρατσισμός απέναντι, ουσιαστικά, στον πιο αδύναμο. Χτυπάμε, λοιπόν, εκεί που είναι εύκολο να χτυπήσουμε, προβάλλοντας και μεταθέτοντας, όλα τα κακά που μας… δέρνουν εμάς του ίδιους.
Όλες οι κουβέντες, όχι τυχαία, καταλήγουν σήμερα στην κρίση, και μας κάνουν να διαμαρτυρόμαστε και να συγκρουόμαστε, αλλά υπάρχει ένα δημιουργικό κομμάτι που θα πρέπει να μην το παραβλέπουμε, μένοντας συνεχώς στο «φταίνε οι άλλοι».
Κρ. Π.: Ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Ελλάδας, ποιά είναι η γνώμη σου για το γεγονός, ότι παρόλο που εμείς οι άνθρωποι, κάνουμε έργο (και εν δυνάμει τέχνη) μόνο ότι δεν απωθούμε (δημιουργούμε δηλαδή, με ότι συνειδητοποιούμε περισσότερο ή λιγότερο), φαίνεται να φοβόμαστε τόσο πολύ την αυτογνωσία;
Β. Θ.: Χωρίς να είναι καθόλου ιδανικοί, ως άνθρωποι, οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, είναι δηλ. όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, έχουν την πολυτέλεια, ή την ευαισθησία, να μπορούν να σκύβουν μέσα τους, ή μέσα στα κείμενα άλλων, ή τα δικά τους, και να βλέπουν τις θετικές ή αρνητικές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μετατρέποντάς τα όλα αυτά σε έργο. Αυτό είναι άσχετο με το τι μπορούν οι ίδιοι να εφαρμόσουν στη ζωή τους και τι όχι.
Κρ. Π. : Σε σχέση με τις εκλογές που έρχονται, τι έχεις να πεις;
Β. Θ. : Έχω αποφύγει να παρασυρθώ από όλον αυτόν τον τρόμο και τον φόβο που πάνε να μας δημιουργήσουν πολύ έντεχνα, έτσι ώστε να παραμείνουμε στα ίδια.
Έχω αποφύγει να παρασυρθώ από όλα αυτά τα διλλήματα που βάζουν, είτε λέγονται μνημόνιο, είτε αντιμνημόνιο, είτε λέγονται ευρώ, είτε δραχμή, με μια καταστροφολογία που προσπαθούν να μας την επιβάλλουν μέσα μας.
Εγώ, αντίθετα, νιώθω ότι είναι μια ιστορική στιγμή, όχι στα χαρτιά αλλά ζωντανή ιστορική στιγμή, που με ωθεί σε δημιουργικότητα, αισιοδοξία και όχι τρόμο.
Και νιώθω να χαμογελάω, έχω ανάγκη να χαμογελάω, και αυτό δεν θα μου το στερήσει κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου