Πόσο άραγε θα αντέξει η προσδοκία για ευρωπαϊκή και συνεταιρική διαχείριση στις «επιθέσεις» των κρατών-μελών, στις οποίες το ευρωπαϊκό εγχείρημα εκτίθεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια; Άραγε, το ευρωπαϊκό όραμα δεν ήταν παρά μια ουτοπία, μια ψευδαίσθηση που έδινε την εντύπωση ότι επιτύγχανε όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά, αλλά ξεφουσκώνει όταν αυτά δυσκολεύουν; Πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωζώνης και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ δεν εξέπληξε λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους: η Γερμανία διαχειρίζεται την Ευρωζώνη σαν να πρόκειται για «υποκατάστημά» της. Επιβάλλει στους εταίρους τον «χρυσό κανόνα» περί μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που οδηγεί στην αδρανοποίηση των κυβερνήσεων. Υπαγορεύει τη λιτότητα στην Ευρωζώνη με πρόσχημα την ισοσκέλιση των εθνικών δημοσιονομικών ισοζυγίων και την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια το σύνολο της νομισματικής περιοχής του ευρώ να καταβυθίζεται αθεράπευτα στην κόλαση της ύφεσης και της ανεργίας. Τρέμει σήμερα η «ισχυρή» Γερμανία στο ενδεχόμενο να εκτεθεί ακόμη περισσότερο σε «διασώσεις» των υπερχρεωμένων εταίρων της στο κοινό νόμισμα. Προτιμά να τους καθηλώνει στην ύφεση, εξαποστέλλοντας ταυτόχρονα την ευρωπαϊκή διαχείριση σε «διακοπές».
Στις σημερινές συνθήκες, με την επιλογή της λιτότητας, κάθε χώρα της Ευρωζώνης μεταθέτει το κόστος της εξισορρόπησης στους εταίρους της, ακόμη και εις βάρος της δυνατότητας της Γερμανίας να πραγματοποιεί πλεονάσματα από τις διμερείς εμπορικές σχέσεις με αυτήν. Με την καθήλωση κάθε χώρας σε εθνικολογιστικά κριτήρια και σε εθνική διαχείριση, αναστέλλεται κάθε ευρωπαϊκή διαχείριση. Ωστόσο, τα πλεονάσματα στην Ευρωζώνη, στο μέτρο που απορρέουν από τον μέχρι σήμερα τρόπο λειτουργίας της, πριν από γερμανικά παραμένουν πρωτίστως ευρωπαϊκά και θα νομιμοποιούνταν η Ευρωζώνη να τα αφιερώνει στη σταθεροποίηση του συνόλου, αντί να τα εγκαταλείπει στη μονομερή γερμανική αποταμίευση και θησαυρισμό, αποδυναμώνοντας έτσι μοιραία τη νομισματική περιοχή του ευρώ και εξωθώντας τη σε αποδιάρθρωση και κατάρρευση.
Ακόμη χειρότερα, η γερμανική Δεξιά όχι μόνον απορρίπτει τις «διασώσεις» υπερχρεωμένων χωρών-μελών, αλλά και επαίρεται ότι αποκομίζει οφέλη από την κατολίσθησή τους, στην οποία με κάθε τρόπο συμβάλλει. Η εφημερίδα "Bild" αφενός συνιστά τη συστηματική αποβολή των υπερχρεωμένων χωρών από την Ευρωζώνη, αφετέρου εγκωμιάζει τον χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό κάθε χώρας-μέλους ως ιδιαίτερα αποδοτικό για τη Γερμανία. Ωστόσο, εάν οι ελλειμματικοί εταίροι αποβάλλονται, πώς άραγε οι πλεονασματικοί θα διατηρούν τα πλεονάσματά τους; Ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν θεωρεί αυτονόητη τη γερμανική κηδεμόνευση της Ευρώπης, επικαλούμενος το υψηλό ειδικό βάρος της χώρας του, παρόλο που αυτή δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνον το 25% του συνολικού ευρωπαϊκού δυναμικού. Όλοι μαζί οι Γερμανοί ιθύνοντες επαναλαμβάνουν κατά κόρον το παλαιοφιλελεύθερο δόγμα, το οποίο απορρίπτει τις «διασώσεις» υπερχρεωμένων, στο μέτρο που αυτές ενθαρρύνουν τον «διασωζόμενο» να παραμένει «απείθαρχος και σπάταλος». Με τα σημερινά ύψη χρέους, η Ευρώπη παραμένει αναπότρεπτα στον ορίζοντα της ύφεσης και της ανεργίας, παρόλο που τα ευρωπαϊκά χρέη δεν οφείλονται σε τρίτους, αλλά εκκρεμούν κυρίως μεταξύ Ευρωπαίων.
Παράλληλα, οι πιέσεις για προστασία της απασχόλησης πολλαπλασιάζονται σε κάθε χώρα και αφού αυτό δεν εξασφαλίζεται πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κινδυνεύει να επιδιώκεται σε εθνικό, με όλες τις συνέπειες που εξ αυτού απορρέουν. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγκαταλείψει ατιμωρητί το ζήτημα της απασχόλησης και όποιο αδιαφορήσει γι' αυτήν πληρώνει άμεσα τις συνέπειες. Όλες οι οικονομικές πολιτικές και όλες οι πολιτικές παρατάξεις κρίνονται στο πεδίο της απασχόλησης. Από αυτό πηγάζουν πάντα οι κάθε είδους κίνδυνοι και εξτρεμισμοί, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, και τελικά από αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά ο δρόμος της εξόδου από την κρίση και της σταθεροποίησης που ακολουθεί. Σήμερα στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να στηρίξει την απασχόληση με γαλλικό «δημόσιο χρήμα», μέσω ποιοτικών ελέγχων στις επενδύσεις και στις εισαγωγές, ώστε να διαφυλάσσεται το περιβάλλον, το κοινωνικό κεκτημένο, το ύψος της απασχόλησης, το εισόδημα της εργασίας. Το γαλλικό δημόσιο αναλαμβάνει για τη χώρα του αυτό που θα όφειλαν να εξασφαλίζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για το σύνολο της Ευρωζώνης. Ο σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ διαπιστώνει ότι «με τη μονομερή μέριμνα υπέρ του καταναλωτή, έχουμε καταστρέψει τον εγχώριο παραγωγό».
Ανάλογη ανησυχία διατυπώνεται στην Ιταλία από την Ένωση Ιταλών Βιομηχάνων, την Cofindustria, η οποία διερωτάται εάν η αδήριτη ανάγκη βιομηχανικής πολιτικής και στήριξης της απασχόλησης ωθεί μοιραία τη χώρα εκτός ευρώ. Δεν είναι πλέον δυνατόν να επιδιώκεται η εξισορρόπηση κάθε εθνικής οικονομίας με «συντελεστή προσαρμογής» το κόστος εργασίας και το επίπεδο απασχόλησης. Ο δήθεν «μονόδρομος» της «εσωτερικής υποτίμησης» οδηγεί μοιραία στην κοινωνική μειοδοσία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς από την άλλη πλευρά να βελτιώνει τη θέση της Ευρώπης στον κόσμο. Εφόσον η Ευρώπη αποβλέπει στην οικονομική ενοποίηση της νομισματικής ζώνης της, θα όφειλε το κέντρο να αναλαμβάνει τα ενδεχόμενα ελλείμματα των περιφερειών, ώστε να σταθεροποιείται το σύνολο, όπως ακριβώς συμβαίνει στις ΗΠΑ, αλλά και στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Ενόσω η σημερινή «γερμανική Ευρώπη» απεμπολεί τη λειτουργία σταθεροποιητικών ευρωπαϊκών μηχανισμών και ταυτόχρονα απορρίπτει τη στήριξη της απασχόλησης μέσω ευρωπαϊκών θεσμών, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να προκύψουν εθνικοί μηχανισμοί αναπλήρωσης, προκειμένου να στηρίζουν την απασχόληση και συνεπώς την εθνική παραγωγή σε κάθε χώρα, με αναπόφευκτη συνέπεια την αναβίωση της αντιπαλότητας και των ανταγωνισμών μεταξύ εθνών, που είχαν με γενναιοδωρία αποφασίσει να συγχωρούν το φρικτό παρελθόν τους και να πορεύονται στο εξής μαζί. Στη δήλωσή του, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ επισημαίνει ότι η γερμανική ολιγωρία εξωθεί σήμερα την υπόλοιπη Ευρώπη σε επιλογές που αναβιώνουν μοιραία εθνικές αντιπαλότητες οι οποίες μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεχασμένες. Ασφαλώς, απειλείται ιστορική οπισθοδρόμηση, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Η ανάγκη των πραγμάτων κατισχύει κάθε οικονομικού και πολιτικού δογματισμού. Στο σημερινό υφεσιακό πλαίσιο ενθαρρύνονται, μοιραία και ακαταμάχητα, λύσεις που όχι μόνον δεν προωθούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα, αλλά και επισπεύδουν την απενεργοποίησή του, επαναφέροντας στο προσκήνιο αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς που όφειλαν να έχουν ξεπεραστεί. Παραμένει αξιοσημείωτο ότι η ευρωπαϊκη επιβράδυνση επιβάλλεται σήμερα με ευθύνη όχι αυτών που ζημιώνουν από την Ευρώπη, αλλά αυτών που αποκομίζουν εξ αυτής τα περισσότερα οφέλη.
kvergo@gmail.com
Στις σημερινές συνθήκες, με την επιλογή της λιτότητας, κάθε χώρα της Ευρωζώνης μεταθέτει το κόστος της εξισορρόπησης στους εταίρους της, ακόμη και εις βάρος της δυνατότητας της Γερμανίας να πραγματοποιεί πλεονάσματα από τις διμερείς εμπορικές σχέσεις με αυτήν. Με την καθήλωση κάθε χώρας σε εθνικολογιστικά κριτήρια και σε εθνική διαχείριση, αναστέλλεται κάθε ευρωπαϊκή διαχείριση. Ωστόσο, τα πλεονάσματα στην Ευρωζώνη, στο μέτρο που απορρέουν από τον μέχρι σήμερα τρόπο λειτουργίας της, πριν από γερμανικά παραμένουν πρωτίστως ευρωπαϊκά και θα νομιμοποιούνταν η Ευρωζώνη να τα αφιερώνει στη σταθεροποίηση του συνόλου, αντί να τα εγκαταλείπει στη μονομερή γερμανική αποταμίευση και θησαυρισμό, αποδυναμώνοντας έτσι μοιραία τη νομισματική περιοχή του ευρώ και εξωθώντας τη σε αποδιάρθρωση και κατάρρευση.
Ακόμη χειρότερα, η γερμανική Δεξιά όχι μόνον απορρίπτει τις «διασώσεις» υπερχρεωμένων χωρών-μελών, αλλά και επαίρεται ότι αποκομίζει οφέλη από την κατολίσθησή τους, στην οποία με κάθε τρόπο συμβάλλει. Η εφημερίδα "Bild" αφενός συνιστά τη συστηματική αποβολή των υπερχρεωμένων χωρών από την Ευρωζώνη, αφετέρου εγκωμιάζει τον χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό κάθε χώρας-μέλους ως ιδιαίτερα αποδοτικό για τη Γερμανία. Ωστόσο, εάν οι ελλειμματικοί εταίροι αποβάλλονται, πώς άραγε οι πλεονασματικοί θα διατηρούν τα πλεονάσματά τους; Ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν θεωρεί αυτονόητη τη γερμανική κηδεμόνευση της Ευρώπης, επικαλούμενος το υψηλό ειδικό βάρος της χώρας του, παρόλο που αυτή δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνον το 25% του συνολικού ευρωπαϊκού δυναμικού. Όλοι μαζί οι Γερμανοί ιθύνοντες επαναλαμβάνουν κατά κόρον το παλαιοφιλελεύθερο δόγμα, το οποίο απορρίπτει τις «διασώσεις» υπερχρεωμένων, στο μέτρο που αυτές ενθαρρύνουν τον «διασωζόμενο» να παραμένει «απείθαρχος και σπάταλος». Με τα σημερινά ύψη χρέους, η Ευρώπη παραμένει αναπότρεπτα στον ορίζοντα της ύφεσης και της ανεργίας, παρόλο που τα ευρωπαϊκά χρέη δεν οφείλονται σε τρίτους, αλλά εκκρεμούν κυρίως μεταξύ Ευρωπαίων.
Παράλληλα, οι πιέσεις για προστασία της απασχόλησης πολλαπλασιάζονται σε κάθε χώρα και αφού αυτό δεν εξασφαλίζεται πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κινδυνεύει να επιδιώκεται σε εθνικό, με όλες τις συνέπειες που εξ αυτού απορρέουν. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγκαταλείψει ατιμωρητί το ζήτημα της απασχόλησης και όποιο αδιαφορήσει γι' αυτήν πληρώνει άμεσα τις συνέπειες. Όλες οι οικονομικές πολιτικές και όλες οι πολιτικές παρατάξεις κρίνονται στο πεδίο της απασχόλησης. Από αυτό πηγάζουν πάντα οι κάθε είδους κίνδυνοι και εξτρεμισμοί, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, και τελικά από αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά ο δρόμος της εξόδου από την κρίση και της σταθεροποίησης που ακολουθεί. Σήμερα στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να στηρίξει την απασχόληση με γαλλικό «δημόσιο χρήμα», μέσω ποιοτικών ελέγχων στις επενδύσεις και στις εισαγωγές, ώστε να διαφυλάσσεται το περιβάλλον, το κοινωνικό κεκτημένο, το ύψος της απασχόλησης, το εισόδημα της εργασίας. Το γαλλικό δημόσιο αναλαμβάνει για τη χώρα του αυτό που θα όφειλαν να εξασφαλίζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για το σύνολο της Ευρωζώνης. Ο σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ διαπιστώνει ότι «με τη μονομερή μέριμνα υπέρ του καταναλωτή, έχουμε καταστρέψει τον εγχώριο παραγωγό».
Ανάλογη ανησυχία διατυπώνεται στην Ιταλία από την Ένωση Ιταλών Βιομηχάνων, την Cofindustria, η οποία διερωτάται εάν η αδήριτη ανάγκη βιομηχανικής πολιτικής και στήριξης της απασχόλησης ωθεί μοιραία τη χώρα εκτός ευρώ. Δεν είναι πλέον δυνατόν να επιδιώκεται η εξισορρόπηση κάθε εθνικής οικονομίας με «συντελεστή προσαρμογής» το κόστος εργασίας και το επίπεδο απασχόλησης. Ο δήθεν «μονόδρομος» της «εσωτερικής υποτίμησης» οδηγεί μοιραία στην κοινωνική μειοδοσία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς από την άλλη πλευρά να βελτιώνει τη θέση της Ευρώπης στον κόσμο. Εφόσον η Ευρώπη αποβλέπει στην οικονομική ενοποίηση της νομισματικής ζώνης της, θα όφειλε το κέντρο να αναλαμβάνει τα ενδεχόμενα ελλείμματα των περιφερειών, ώστε να σταθεροποιείται το σύνολο, όπως ακριβώς συμβαίνει στις ΗΠΑ, αλλά και στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Ενόσω η σημερινή «γερμανική Ευρώπη» απεμπολεί τη λειτουργία σταθεροποιητικών ευρωπαϊκών μηχανισμών και ταυτόχρονα απορρίπτει τη στήριξη της απασχόλησης μέσω ευρωπαϊκών θεσμών, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να προκύψουν εθνικοί μηχανισμοί αναπλήρωσης, προκειμένου να στηρίζουν την απασχόληση και συνεπώς την εθνική παραγωγή σε κάθε χώρα, με αναπόφευκτη συνέπεια την αναβίωση της αντιπαλότητας και των ανταγωνισμών μεταξύ εθνών, που είχαν με γενναιοδωρία αποφασίσει να συγχωρούν το φρικτό παρελθόν τους και να πορεύονται στο εξής μαζί. Στη δήλωσή του, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ επισημαίνει ότι η γερμανική ολιγωρία εξωθεί σήμερα την υπόλοιπη Ευρώπη σε επιλογές που αναβιώνουν μοιραία εθνικές αντιπαλότητες οι οποίες μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεχασμένες. Ασφαλώς, απειλείται ιστορική οπισθοδρόμηση, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Η ανάγκη των πραγμάτων κατισχύει κάθε οικονομικού και πολιτικού δογματισμού. Στο σημερινό υφεσιακό πλαίσιο ενθαρρύνονται, μοιραία και ακαταμάχητα, λύσεις που όχι μόνον δεν προωθούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα, αλλά και επισπεύδουν την απενεργοποίησή του, επαναφέροντας στο προσκήνιο αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς που όφειλαν να έχουν ξεπεραστεί. Παραμένει αξιοσημείωτο ότι η ευρωπαϊκη επιβράδυνση επιβάλλεται σήμερα με ευθύνη όχι αυτών που ζημιώνουν από την Ευρώπη, αλλά αυτών που αποκομίζουν εξ αυτής τα περισσότερα οφέλη.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου