Του Θέμη Δημητρακόπουλου*
Η -απρόσμενη(;)- εκλογική καταγραφή της φασιστικής, νεοναζιστικής ακροδεξιάς στις δημοτικές εκλογές της Κυριακής 7 Νοεμβρίου με ένα άκρως ανησυχητικό 5,3% και την εκλογή του γνωστού νεοναζί Ν. Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο του πρώτου δήμου της χώρας, με διψήφια μάλιστα ποσοστά στο προβληματικό, από κάθε άποψη, κέντρο της Αθήνας, δεν χτυπάει απλώς το καμπανάκι: σημαίνει συναγερμό για μια ανίκανη, αδιάφορη και ουσιαστικά ηττημένη κρατική μηχανή, ανάβει κόκκινο φως για μια παραδομένη, αμήχανη, αφυδατωμένη από κάθε αλληλεγγύη και συνοχή κοινωνία - μια κοινωνία δίχως πρόσωπο και δίχως πολιτικό, και συνεπώς ανθρώπινο, έρμα.
Οι 10.000 και πλέον μαύρες ψήφοι ενός «κόμματος» που κινείται στις ακρότατες παρυφές της δημοκρατικής νομιμότητας (κατά τη γνώμη μου εγείρεται σοβαρό το συνταγματικό και πολιτικό ερώτημα: η Χρυσή Αυγή να τεθεί επιτέλους εκτός νόμου), ενός «κόμματος» που εκμεταλλεύεται μια πολύ δύσκολη, πρωτόφαντη και στενάχωρη κατάσταση στις γειτονιές του κέντρου όπου, με την ανοχή και την αδιαφορία των όποιων αρμόδιων, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, στοιβάζονται σε συνθήκες γκέτο άλλων εποχών χιλιάδες εξαθλιωμένοι, καταδιωγμένοι, πάμφτωχοι και ανέστιοι μετανάστες -η λέξη «λαθρομετανάστες» δεν υπάρχει στο προσωπικό μου λεξιλόγιο, έτσι κι αλλιώς πρόκειται για λαθρεπιβάτες της ίδιας τους της ζωής, για δραπέτες ενός δυσβάσταχτου, αβίωτου παρελθόντος, για επαίτες ενός αβέβαιου και τις περισσότερες φορές προδιαγεγραμμένου μέλλοντος- αυτά τα 10.000 καρφιά που μπήχτηκαν στο σμπαραλιασμένο σώμα της ήδη ανάπηρης Δημοκρατίας μας, φανερώνουν αυτό που όλοι φοβόμασταν να κατονομάσουμε, αν και το βλέπαμε (και από ιστορική εμπειρία) να έρχεται: το αβγό του φιδιού έχει κιόλας εκκολαφθεί.
Αυτοί που κραύγαζαν, χρόνια τώρα, -και με την ανοχή πολλών θεσμικών, κοσμικών τε και εκκλησιαστικών- Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι (το μότο των Χρυσαυγιτών και των ποικιλώνυμων συνοδοιπόρων τους), βλέπουν τώρα την ψυχοπαθολογική εξαλλοσύνη τους να αποδίδει τους πρώτους καρπούς. Το κήρυγμα μίσους και μισαλλοδοξίας, το παραλήρημα άκριτης εθνικοφροσύνης, η μονοπώληση ενός αρρωστημένου, κομπλεξικού πατριωτισμού στη γραμμή του αλήστου μνήμης γελοίου χουντικού προτάγματος (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών) βρίσκει ακροατήριο - και το χειρότερο, το βρίσκει σε νέους ανθρώπους, της γενιάς των (μείον) 700 ευρώ, με το φάσμα της ανεργίας και της έλλειψης κάθε κοινωνικής αλληλεγγύης να κρέμεται δαμόκλειος σπάθη πάνω από το παρόν και το μέλλον τους. Ουσιαστικά απολίτικοι και αποξενωμένοι, αυτοί οι νέοι δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί βρίσκουν εύκολο καταφύγιο στην αγκαλιά μιας νεοναζιστικής οργάνωσης που, αν μη τι άλλο, τους προσφέρει την αναγνώριση και τη συνοχή, την ψευδαίσθηση μιας θαλπωρής και μιας «οικογένειας» που ολοφάνερα στερούνται «εκεί έξω» (ακούγεται ίσως αιρετικό, όμως όλοι μας τελικά έχουμε ανάγκη από ανθρώπινη ζεστασιά, αναγνώριση -ακόμη, ακόμη και τρυφερότητα- και στην πολιτική μας ένταξη και δράση). Μόνο που αυτή η αγκαλιά, αυτό το διαστροφικό, υποκατάστατο μητρικό στήθος που θηλάζουν όλα αυτά τα απολωλότα μαύρα πρόβατα μιας κοινωνίας-κακιάς μητριάς, στάζει χολή και μίσος. Μίσος που πρέπει να εκτονωθεί και που οδηγεί αναπόφευκτα στη βία - κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα.
Το πολιτικό σύστημα στέκει μάλλον αμήχανο απέναντι σε μια κατάσταση που δεν ξέρει από πού και πώς να τη μαζέψει. Ιδιαίτερα από την αριστερά, θα περίμενε κανείς μια πιο υπεύθυνη, μελετημένη, δυναμική και δημιουργική παρέμβαση, πέρα από τις συμβολικές παρουσίες των επικεφαλής κάποιων αριστερών δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων στην πολύπαθη πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί, λίγο-πολύ αναμενόμενα και ασυζητητί καταδικαστέα, με τα γιαουρτώματα και τους πετροβολισμούς, μπορεί να φαντάζουν κωμικοτραγικά από μια σκοπιά, όμως φοβάμαι ότι αποτελούν προανάκρουσμα, το πρελούδιο μιας επερχόμενης «Όπερας του κακού», με πολλές πράξεις, άγνωστη διάρκεια και αβέβαιο φινάλε. Τι θα κάνει άραγε ο μαέστρος - και ο μαέστρος εν προκειμένω είναι η κοινωνία των πολιτών, όλοι εμείς δηλαδή;
Ας απαντήσει ο καθένας και η καθεμιά μας, με ειλικρίνεια και αυτοκριτική διάθεση. Ας μπει στη θέση και των μεταναστών, και των κατοίκων -η ικανότητα της «εμπάθειας» που ολοένα πιο πολύ μας λείπει- ας πασχίσει να μπει στο πετσί ακόμη κι αυτών των νέων με τα μαύρα ρούχα και τα σιδερικά στα χέρια, που νομίζουν ότι ανήκουν στην υπέρτατη φυλή του σύμπαντος (για να θυμηθούμε και την ομάδα Έψιλον, αυτούς τους εξωγήινους προγόνους των σημερινών υπερήφανων Ελληναράδων, για τους οποίους πλασάριζε, τηλεοπτικά, βιβλία γνωστός μας life-style βουλευτής...). Κι ας προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε με περισσότερη ευαισθησία και λιγότερη επιθετικότητα τους περίοικους των «επικίνδυνων» περιοχών, ανθρώπους που μες στη δίνη μιας μίζερης, ακόμη κι εφιαλτικής καθημερινότητας, είναι πιθανόν να έδωσαν ψήφο αγανάκτησης και απόγνωσης εκεί όπου δεν έπρεπε ούτε καν να το σκέφτονταν: στη Χρυσή Αυγή, ένα «πολιτικό» και όχι μόνο μόρφωμα, που δεν μπορεί να δώσει λύσεις και διεξόδους ούτε στα δικά του, προβληματικά παιδιά...
Ποιος να το 'λεγε ότι μετά από 2.500 χρόνια από τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή, η δύσμοιρη Αθήνα θα κινδύνευε να βιώσει τον Αιώνα του ζόφου της Χρυσής Αυγής...
Ας βάλουμε πλάτη, και νου και καρδιά, όλοι οι δημοκράτες, όλοι οι αριστεροί, για να μην συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
(ή το ανατριχιαστικό πρελούδιο μιας "Όπερας του κακού")
Η -απρόσμενη(;)- εκλογική καταγραφή της φασιστικής, νεοναζιστικής ακροδεξιάς στις δημοτικές εκλογές της Κυριακής 7 Νοεμβρίου με ένα άκρως ανησυχητικό 5,3% και την εκλογή του γνωστού νεοναζί Ν. Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο του πρώτου δήμου της χώρας, με διψήφια μάλιστα ποσοστά στο προβληματικό, από κάθε άποψη, κέντρο της Αθήνας, δεν χτυπάει απλώς το καμπανάκι: σημαίνει συναγερμό για μια ανίκανη, αδιάφορη και ουσιαστικά ηττημένη κρατική μηχανή, ανάβει κόκκινο φως για μια παραδομένη, αμήχανη, αφυδατωμένη από κάθε αλληλεγγύη και συνοχή κοινωνία - μια κοινωνία δίχως πρόσωπο και δίχως πολιτικό, και συνεπώς ανθρώπινο, έρμα.
Οι 10.000 και πλέον μαύρες ψήφοι ενός «κόμματος» που κινείται στις ακρότατες παρυφές της δημοκρατικής νομιμότητας (κατά τη γνώμη μου εγείρεται σοβαρό το συνταγματικό και πολιτικό ερώτημα: η Χρυσή Αυγή να τεθεί επιτέλους εκτός νόμου), ενός «κόμματος» που εκμεταλλεύεται μια πολύ δύσκολη, πρωτόφαντη και στενάχωρη κατάσταση στις γειτονιές του κέντρου όπου, με την ανοχή και την αδιαφορία των όποιων αρμόδιων, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, στοιβάζονται σε συνθήκες γκέτο άλλων εποχών χιλιάδες εξαθλιωμένοι, καταδιωγμένοι, πάμφτωχοι και ανέστιοι μετανάστες -η λέξη «λαθρομετανάστες» δεν υπάρχει στο προσωπικό μου λεξιλόγιο, έτσι κι αλλιώς πρόκειται για λαθρεπιβάτες της ίδιας τους της ζωής, για δραπέτες ενός δυσβάσταχτου, αβίωτου παρελθόντος, για επαίτες ενός αβέβαιου και τις περισσότερες φορές προδιαγεγραμμένου μέλλοντος- αυτά τα 10.000 καρφιά που μπήχτηκαν στο σμπαραλιασμένο σώμα της ήδη ανάπηρης Δημοκρατίας μας, φανερώνουν αυτό που όλοι φοβόμασταν να κατονομάσουμε, αν και το βλέπαμε (και από ιστορική εμπειρία) να έρχεται: το αβγό του φιδιού έχει κιόλας εκκολαφθεί.
Αυτοί που κραύγαζαν, χρόνια τώρα, -και με την ανοχή πολλών θεσμικών, κοσμικών τε και εκκλησιαστικών- Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι (το μότο των Χρυσαυγιτών και των ποικιλώνυμων συνοδοιπόρων τους), βλέπουν τώρα την ψυχοπαθολογική εξαλλοσύνη τους να αποδίδει τους πρώτους καρπούς. Το κήρυγμα μίσους και μισαλλοδοξίας, το παραλήρημα άκριτης εθνικοφροσύνης, η μονοπώληση ενός αρρωστημένου, κομπλεξικού πατριωτισμού στη γραμμή του αλήστου μνήμης γελοίου χουντικού προτάγματος (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών) βρίσκει ακροατήριο - και το χειρότερο, το βρίσκει σε νέους ανθρώπους, της γενιάς των (μείον) 700 ευρώ, με το φάσμα της ανεργίας και της έλλειψης κάθε κοινωνικής αλληλεγγύης να κρέμεται δαμόκλειος σπάθη πάνω από το παρόν και το μέλλον τους. Ουσιαστικά απολίτικοι και αποξενωμένοι, αυτοί οι νέοι δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί βρίσκουν εύκολο καταφύγιο στην αγκαλιά μιας νεοναζιστικής οργάνωσης που, αν μη τι άλλο, τους προσφέρει την αναγνώριση και τη συνοχή, την ψευδαίσθηση μιας θαλπωρής και μιας «οικογένειας» που ολοφάνερα στερούνται «εκεί έξω» (ακούγεται ίσως αιρετικό, όμως όλοι μας τελικά έχουμε ανάγκη από ανθρώπινη ζεστασιά, αναγνώριση -ακόμη, ακόμη και τρυφερότητα- και στην πολιτική μας ένταξη και δράση). Μόνο που αυτή η αγκαλιά, αυτό το διαστροφικό, υποκατάστατο μητρικό στήθος που θηλάζουν όλα αυτά τα απολωλότα μαύρα πρόβατα μιας κοινωνίας-κακιάς μητριάς, στάζει χολή και μίσος. Μίσος που πρέπει να εκτονωθεί και που οδηγεί αναπόφευκτα στη βία - κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα.
Το πολιτικό σύστημα στέκει μάλλον αμήχανο απέναντι σε μια κατάσταση που δεν ξέρει από πού και πώς να τη μαζέψει. Ιδιαίτερα από την αριστερά, θα περίμενε κανείς μια πιο υπεύθυνη, μελετημένη, δυναμική και δημιουργική παρέμβαση, πέρα από τις συμβολικές παρουσίες των επικεφαλής κάποιων αριστερών δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων στην πολύπαθη πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί, λίγο-πολύ αναμενόμενα και ασυζητητί καταδικαστέα, με τα γιαουρτώματα και τους πετροβολισμούς, μπορεί να φαντάζουν κωμικοτραγικά από μια σκοπιά, όμως φοβάμαι ότι αποτελούν προανάκρουσμα, το πρελούδιο μιας επερχόμενης «Όπερας του κακού», με πολλές πράξεις, άγνωστη διάρκεια και αβέβαιο φινάλε. Τι θα κάνει άραγε ο μαέστρος - και ο μαέστρος εν προκειμένω είναι η κοινωνία των πολιτών, όλοι εμείς δηλαδή;
Ας απαντήσει ο καθένας και η καθεμιά μας, με ειλικρίνεια και αυτοκριτική διάθεση. Ας μπει στη θέση και των μεταναστών, και των κατοίκων -η ικανότητα της «εμπάθειας» που ολοένα πιο πολύ μας λείπει- ας πασχίσει να μπει στο πετσί ακόμη κι αυτών των νέων με τα μαύρα ρούχα και τα σιδερικά στα χέρια, που νομίζουν ότι ανήκουν στην υπέρτατη φυλή του σύμπαντος (για να θυμηθούμε και την ομάδα Έψιλον, αυτούς τους εξωγήινους προγόνους των σημερινών υπερήφανων Ελληναράδων, για τους οποίους πλασάριζε, τηλεοπτικά, βιβλία γνωστός μας life-style βουλευτής...). Κι ας προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε με περισσότερη ευαισθησία και λιγότερη επιθετικότητα τους περίοικους των «επικίνδυνων» περιοχών, ανθρώπους που μες στη δίνη μιας μίζερης, ακόμη κι εφιαλτικής καθημερινότητας, είναι πιθανόν να έδωσαν ψήφο αγανάκτησης και απόγνωσης εκεί όπου δεν έπρεπε ούτε καν να το σκέφτονταν: στη Χρυσή Αυγή, ένα «πολιτικό» και όχι μόνο μόρφωμα, που δεν μπορεί να δώσει λύσεις και διεξόδους ούτε στα δικά του, προβληματικά παιδιά...
Ποιος να το 'λεγε ότι μετά από 2.500 χρόνια από τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή, η δύσμοιρη Αθήνα θα κινδύνευε να βιώσει τον Αιώνα του ζόφου της Χρυσής Αυγής...
Ας βάλουμε πλάτη, και νου και καρδιά, όλοι οι δημοκράτες, όλοι οι αριστεροί, για να μην συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου