ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ*
Ένα από τα άμεσα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση που θα προκύψει την επομένη των εκλογών είναι η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, μια και όλο το κύκλωμα των συμμετεχόντων βρίσκεται στα όρια της χρεωκοπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βασικότερος παίκτης της, η ΔΕΗ, μπήκε ήδη σε ζημιογόνες χρήσεις, χωρίς προοπτική ανάκαμψης, έχοντας καθαρό χρέος που φτάνει στα 5 δισ. ευρώ, ενώ λίγο έλειψε να τιναχτεί στον αέρα αν δεν ενισχυόταν πρόσφατα από το Δημόσιο με 350 εκατ. ευρώ.
Η βασική αιτία αυτής της κατάστασης εδράζεται στην απελευθέρωση της αγοράς (σημειώνω ότι ο ΣΥΝ είχε αντιδράσει έντονα τότε) και στις συνθήκες ανταγωνισμού που επιβλήθηκαν σε βάρος της ΔΕΗ. Και μόνον η υιοθέτηση ενός εγγυημένου εσόδου στους ιδιώτες που έμπαιναν στο σύστημα ήταν αρκετό για να οδηγήσει πολλές εταιρείες σε επενδύσεις με μηδενικό ρίσκο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει εταιρεία που προμηθεύει τη ΔΕΗ με ενέργεια σε τιμή τετραπλάσια αυτής που η ίδια πληρώνει στη δεύτερη για τη λειτουργία της ηλεκτροπαραγωγικής της μονάδας.
Εκεί όμως που έγινε κυριολεκτικά πάρτι ήταν στην υλοποίηση του εθνικού στόχου «20-20-20» που υπηρετήθηκε μέσα από εγγυημένες τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ιδιαίτερα των φωτοβολταϊκών, όπου το κόστος αγοράς για τη ΔΕΗ φτάνει σήμερα μέχρι τα 0,49 ευρώ/ KWH, ενώ την ίδια στιγμή η τιμή πώλησης μπορεί να φτάσει μέχρι τα 0,20 λεπτά. Και βέβαια ένα μέρος αυτής της διαφοράς τελικά μεταφέρεται στον καταναλωτή με το τέλος των ανανεώσιμων πηγών να έχει πρόσφατα αυξηθεί κατά 2000%, από 0,30 ευρώ /MWH έγινε 6,00 ευρώ.
Όσοι πουν ότι το μεγάλο επενδυτικό κόστος έχει οδηγήσει σ' αυτές τις τιμές, πρέπει να αναρωτηθούν γιατί υπάρχει ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία στο συνολικό κόστος τους. Όλοι γνωρίζουν ότι οι καθρέπτες των φωτοβολταϊκών, που αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της επένδυσης, εισάγονται, ενώ θα μπορούσε, όταν γινόταν ο σχετικός σχεδιασμός, να είχαν προβλεφθεί και αντίστοιχες μονάδες, ώστε η πράσινη ανάπτυξη να συμβάλει ουσιαστικά και στην αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της απασχόλησης.
Βέβαια η οικονομική δυσπραγία της ΔΕΗ έχει συνδεθεί τελευταία και με τις πολιτικές που υλοποιούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η οικονομική αφαίμαξη των καταναλωτών έχει οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια στην αντίστοιχη μείωση των εσόδων, ενώ η λειτουργία της ως φοροεισπράκτορα του χαρατσιού ακινήτων έχει οδηγήσει πολλούς καταναλωτές στην άρνηση πληρωμής του συνόλου του λογαριασμού.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το ίδιο όμως πρέπει να συμβεί και με τη δημόσια λειτουργία της ΔΕΗ. Όμως, με βάση αυτές τις παραδοχές, πρέπει να απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα:
Θα συνεχίσει η ΔΕΗ να αγοράζει ενέργεια τρίτων ακριβή και να πληρώνεται από τους καταναλωτές της σε τιμές φθηνότερες;
Πρέπει άμεσα να επανεξεταστούν με βάση τα καινούρια δεδομένα οι σχετικές συμβάσεις γιατί δεν μπορεί ο ελληνικός λαός να πληρώνει τέτοια βάρη σε μια περίοδο που έχει οδηγηθεί σε εξαθλίωση.
Θα συνεχίσει να επιτρέπεται η είσοδος στην αγορά ενέργειας αεριτζήδων, όπως έγινε με τις δύο εταιρείες διανομής που πρόσφατα χρεωκόπησαν, αφού βέβαια πρώτα φρόντισαν για τα του οίκου τους;
Ασφαλώς όχι, αφού η προσφορά τους δεν είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος.
Τι θα γίνει με την καινούργια μονάδα 330 MWH Μελίτης της Φλώρινας που εδώ και καιρό παραμένει σε «καραντίνα - συντήρηση»;
Να λειτουργήσει άμεσα, γιατί το κόστος ηλεκτροπαραγωγής της δεν ξεπερνά τα 4 έως 5 λεπτά / KWH τη στιγμή που αγοράζεται ενέργεια με τιμές έως και δεκαπλάσιες.
Υπάρχουν πολλά κι άλλα ζητήματα στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτά της εκμετάλλευσης των υπαρχόντων υδροηλεκτρικών έργων και της δημιουργίας νέων αλλά και της επαναπροσέγγισης του αιολικού δυναμικού της χώρας, τα οποία θα βρεθούν αναγκαστικά στο τραπέζι των αποφάσεων.
* Ο Βαγγέλης Αποστόλου είναι υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον Νομό Εύβοιας
Ένα από τα άμεσα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση που θα προκύψει την επομένη των εκλογών είναι η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, μια και όλο το κύκλωμα των συμμετεχόντων βρίσκεται στα όρια της χρεωκοπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βασικότερος παίκτης της, η ΔΕΗ, μπήκε ήδη σε ζημιογόνες χρήσεις, χωρίς προοπτική ανάκαμψης, έχοντας καθαρό χρέος που φτάνει στα 5 δισ. ευρώ, ενώ λίγο έλειψε να τιναχτεί στον αέρα αν δεν ενισχυόταν πρόσφατα από το Δημόσιο με 350 εκατ. ευρώ.
Η βασική αιτία αυτής της κατάστασης εδράζεται στην απελευθέρωση της αγοράς (σημειώνω ότι ο ΣΥΝ είχε αντιδράσει έντονα τότε) και στις συνθήκες ανταγωνισμού που επιβλήθηκαν σε βάρος της ΔΕΗ. Και μόνον η υιοθέτηση ενός εγγυημένου εσόδου στους ιδιώτες που έμπαιναν στο σύστημα ήταν αρκετό για να οδηγήσει πολλές εταιρείες σε επενδύσεις με μηδενικό ρίσκο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει εταιρεία που προμηθεύει τη ΔΕΗ με ενέργεια σε τιμή τετραπλάσια αυτής που η ίδια πληρώνει στη δεύτερη για τη λειτουργία της ηλεκτροπαραγωγικής της μονάδας.
Εκεί όμως που έγινε κυριολεκτικά πάρτι ήταν στην υλοποίηση του εθνικού στόχου «20-20-20» που υπηρετήθηκε μέσα από εγγυημένες τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ιδιαίτερα των φωτοβολταϊκών, όπου το κόστος αγοράς για τη ΔΕΗ φτάνει σήμερα μέχρι τα 0,49 ευρώ/ KWH, ενώ την ίδια στιγμή η τιμή πώλησης μπορεί να φτάσει μέχρι τα 0,20 λεπτά. Και βέβαια ένα μέρος αυτής της διαφοράς τελικά μεταφέρεται στον καταναλωτή με το τέλος των ανανεώσιμων πηγών να έχει πρόσφατα αυξηθεί κατά 2000%, από 0,30 ευρώ /MWH έγινε 6,00 ευρώ.
Όσοι πουν ότι το μεγάλο επενδυτικό κόστος έχει οδηγήσει σ' αυτές τις τιμές, πρέπει να αναρωτηθούν γιατί υπάρχει ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία στο συνολικό κόστος τους. Όλοι γνωρίζουν ότι οι καθρέπτες των φωτοβολταϊκών, που αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της επένδυσης, εισάγονται, ενώ θα μπορούσε, όταν γινόταν ο σχετικός σχεδιασμός, να είχαν προβλεφθεί και αντίστοιχες μονάδες, ώστε η πράσινη ανάπτυξη να συμβάλει ουσιαστικά και στην αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της απασχόλησης.
Βέβαια η οικονομική δυσπραγία της ΔΕΗ έχει συνδεθεί τελευταία και με τις πολιτικές που υλοποιούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η οικονομική αφαίμαξη των καταναλωτών έχει οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια στην αντίστοιχη μείωση των εσόδων, ενώ η λειτουργία της ως φοροεισπράκτορα του χαρατσιού ακινήτων έχει οδηγήσει πολλούς καταναλωτές στην άρνηση πληρωμής του συνόλου του λογαριασμού.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το ίδιο όμως πρέπει να συμβεί και με τη δημόσια λειτουργία της ΔΕΗ. Όμως, με βάση αυτές τις παραδοχές, πρέπει να απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα:
Θα συνεχίσει η ΔΕΗ να αγοράζει ενέργεια τρίτων ακριβή και να πληρώνεται από τους καταναλωτές της σε τιμές φθηνότερες;
Πρέπει άμεσα να επανεξεταστούν με βάση τα καινούρια δεδομένα οι σχετικές συμβάσεις γιατί δεν μπορεί ο ελληνικός λαός να πληρώνει τέτοια βάρη σε μια περίοδο που έχει οδηγηθεί σε εξαθλίωση.
Θα συνεχίσει να επιτρέπεται η είσοδος στην αγορά ενέργειας αεριτζήδων, όπως έγινε με τις δύο εταιρείες διανομής που πρόσφατα χρεωκόπησαν, αφού βέβαια πρώτα φρόντισαν για τα του οίκου τους;
Ασφαλώς όχι, αφού η προσφορά τους δεν είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος.
Τι θα γίνει με την καινούργια μονάδα 330 MWH Μελίτης της Φλώρινας που εδώ και καιρό παραμένει σε «καραντίνα - συντήρηση»;
Να λειτουργήσει άμεσα, γιατί το κόστος ηλεκτροπαραγωγής της δεν ξεπερνά τα 4 έως 5 λεπτά / KWH τη στιγμή που αγοράζεται ενέργεια με τιμές έως και δεκαπλάσιες.
Υπάρχουν πολλά κι άλλα ζητήματα στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτά της εκμετάλλευσης των υπαρχόντων υδροηλεκτρικών έργων και της δημιουργίας νέων αλλά και της επαναπροσέγγισης του αιολικού δυναμικού της χώρας, τα οποία θα βρεθούν αναγκαστικά στο τραπέζι των αποφάσεων.
* Ο Βαγγέλης Αποστόλου είναι υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον Νομό Εύβοιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου