Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ μπορεί να κριθεί στις επόμενες 45 ημέρες. Του Πάνου Παναγιώτου

Μετά από τρεις και πλέον μήνες προεκλογικής περιόδου και ύστερα από δύο εκλογικές αναμετρήσεις οι εκλογές, επιτέλους, ολοκληρώθηκαν. Τα προβλήματα στο διάστημα αυτό, όμως, μεγάλωσαν και μόνο στην αγορά εργασίας προστέθηκαν περίπου 50 χιλιάδες νέοι άνεργοι.
Το δίλημμα ευρώ ή δραχμή απαντήθηκε για άλλη μια φορά, με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να κλίνουν προς το ενιαίο νόμισμα. Στο δίλημμα, καταγγελία ή αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου η ψήφος μοιράστηκε. Περίπου το 55% των Ελλήνων ψήφισαν για αναδιαπραγμάτευση με το 45% να ψηφίζει καταγγελία.
Τα ποσοστά αυτά είναι τόσο κοντά που μπορούν πολύ εύκολα να εξισωθούν ή και να ανατραπούν προς τη θέση της καταγγελίας. Αυτό, ιδιαίτερα αν η αναδιαπραγμάτευση μείνει στα λόγια και δεν πάρει ποτέ σάρκα και οστά.

Η φαινομενικά αδιάλλακτη θέση της Γερμανίας θα αποτελέσει το μεγαλύτερο πρόβλημα στην όποια προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης. Η σκληρή Γερμανική Κεντρική Τράπεζα και το λόμπι της δεν επιθυμούν να γίνει καμία απολύτως υποχώρηση προς την Ελλάδα ενώ με το 80% των Γερμανών πολιτών να θέλουν τη χώρα έξω απ΄ το ευρώ φαίνεται πολύ δελεαστικό, πολιτικά, για τη Μέρκελ να διατηρήσει τη σκληρή της στάση παρά τις πιέσεις που δέχεται διεθνώς για το αντίθετο.
Όλα αυτά ήταν γνωστά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και δεν εμπόδισαν κάποια από τα κόμματα να στηρίξουν την εκλογή τους υποσχόμενα την αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Μέχρι στιγμής, όμως, είναι μόνο ο πρόεδρος ενός, πρώην μεγάλου κόμματος, που έχει δώσει ένα σχετικά σαφές και στα πλαίσια του ρεαλισμού δείγμα γραφής ως προς το πώς αντιλαμβάνεται την αναδιαπραγμάτευση, έχοντας φροντίσει να λάβει μία, μικρή, έστω στήριξη από τους Ολλάντ και Μόντι στις απόψεις του αλλά όχι και απ' τη Μέρκελ. Κανένας, ωστόσο, δεν έχει χαράξει τις κόκκινες γραμμές πέρα απ' τις οποίες θα θεωρήσει πως το Μνημόνιο δε μπορεί να εφαρμοστεί.
Η Ελλάδα έχει ένα περιθώριο περίπου 45 ημερών για να ολοκληρώσει και να φέρει σε πέρας την πιο σκληρή και απαραίτητη για την επιβίωση της διαπραγμάτευση στη μοντέρνα ιστορία της. Ο χρόνος κυλά αντιστρόφως ανάλογα των ταμειακών της διαθεσίμων.
Τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν πρέπει να θέσουν ως προτεραιότητα τους τη συμφωνία σε μία εθνική πρόταση αναδιαπραγμάτευσης, η οποία δεν πρέπει να προκύψει από τις επιθυμίες, τα συμφέροντα ή τους φόβους τους αλλά από τις πραγματικές ανάγκες και αντοχές της χώρας και τις νέες διεθνείς και ευρωπαϊκές ισορροπίες. Η αναζήτηση συμμαχιών πρέπει να ολοκληρωθεί με ταχύτατες διαδικασίες και να βοηθήσει στην οριστικοποίηση της πρότασης αναδιαπραγμάτευσης.
Αν η νέα κυβέρνηση κάνει το λάθος να προσπαθήσει να σπρώξει το πρόβλημα λίγο πιο πέρα χρονικά υπαναχωρώντας από τις προεκλογικές υποσχέσεις, υποχωρώντας αμαχητί στις γερμανικές, τις ολλανδικές, τις φινλανδικές και άλλες πιέσεις και επιτρέποντας η περιβόητη αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου να εκφυλιστεί σε μία απλή επιμήκυνση του με την προσθήκη αναπτυξιακών μέτρων λάιτ, τότε μέσα σε λίγους μήνες είναι πιθανό από τη μία η ίδια να μην υπάρχει και από την άλλη να έχει, τελικά, χάσει την τελευταία, ίσως, ευκαιρία να αλλάξει πορεία η χώρα.
Η καταστροφή που έχει υποστεί η Ελλάδα από τις πολιτικές δεκαετιών που πολλαπλασιάστηκαν σε αρνητική ισχύ και μετατράπηκαν σε πυρηνική βόμβα εξαιτίας των επιλογών Παπανδρέου είναι άνευ προηγουμένου. Όποια κυβέρνηση αναλάβει την εξουσία σήμερα θα πρέπει να κυβερνήσει σε μία χώρα που αντιμετωπίζει την 5η μεγαλύτερη και με το ταχύτερο ρυθμό καλπάζουσα ανεργία στον κόσμο, τη μεγαλύτερη ύφεση διεθνώς, το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, τα μεγαλύτερα ποσοστά κοινωνικού πόνου και απαισιοδοξίας μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών, τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στον κλάδο οικοδομής διεθνώς, ένα εξουθενωμένο τραπεζικό σύστημα που προσπαθεί να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση του, ταμεία συντετριμμένα από την αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα διαφθοράς μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών, ένα άδικο και αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και έναν πληγωμένο, απογοητευμένο και οικονομικά εξαθλιωμένο λαό.
Είτε θα καταφέρει η νέα κυβέρνηση να κάνει μία ουσιαστική αναδιαπραγμάτευση μέσα στις επόμενες 45 ημέρες εκπονώντας ένα εθνικό σχέδιο είτε το ευρώ μπορεί να ξαναρχίσει να ετοιμάζει τις βαλίτσες του καθώς μόνο με θαύμα θα πετύχει το Μνημόνιο με την τρέχουσα δομή του.
Δεδομένου ότι η αποτυχία του Μνημονίου και της πολιτικής εξαντλητικής λιτότητας έχει αναγνωριστεί διεθνώς, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να οργανώσει άμεσα ένα κοινό μέτωπο ακαδημαϊκών, οικονομολόγων, πολιτικών και τεχνοκρατών για να βοηθηθεί στην προετοιμασία μίας πρότασης αναδιαπραγμάτευσης η οποία θα στηρίζεται απ' όλους και θα απαντά στο ερώτημα πώς πρέπει να υλοποιηθεί η δημοσιονομική εξυγίανση έτσι ώστε να μην καταστραφεί στο μεταξύ η χώρα. Αρωγός πρέπει να είναι και πρόσφατη μελέτη του ίδιου του ΔΝΤ η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα πως η καλύτερη λύση είναι το κράτος να δεσμεύεται εξ αρχής για τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά η εφαρμογή τους να ξεκινά αφού η οικονομία έχει αναρρώσει σε σημαντικό βαθμό.
Γερμανία και Πολιτική Ένωση της Ευρώπης
Καίρια, επίσης, είναι η κατανόηση του τρόπου σκέψης του βασικότερου αντιπάλου, σε αυτή τη φάση, της Ελλάδας, δηλαδή της Γερμανίας. Όπως κάθε άλλη χώρα έτσι και η Γερμανία έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τα δυνατά και τα τρωτά της σημεία, τους στόχους και τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί.
Εν προκειμένω, ένα από τα βασικά της πλεονεκτήματα της είναι το μέγεθος και η ηγετική θέση της οικονομίας της μέσα στην ΕΕ που την καθιστά εγγυητή της ίδιας της ύπαρξης του ευρώ και τη φέρνει στο ρόλο του δανειστή και άρα αυτού που θέτει τους όρους για τους δανειολήπτες. Μερικά από τα τρωτά της σημεία είναι ότι έχει αποτύχει να σταματήσει την κρίση χάνοντας την αξιοπιστία της, ότι έχει απομονωθεί και απειλείται να μείνει χωρίς δυνατούς συμμάχους και ότι κινδυνεύει να δει το όραμα της για δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση της ΕΕ να καταρρέει μαζί με το ευρώ.
Αν, λοιπόν, η Ελλάδα συμφωνεί με την ιδέα μίας μορφής Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και θέλει, πράγματι, να αποτελέσει μέλος μίας τέτοιας μελλοντικής Ένωσης, τότε μπορεί να κάνει τη διπλωματική έκπληξη προτείνοντας τη δέσμευση και στήριξη απ' την πλευρά της στο γερμανικό όραμα με αντάλλαγμα την ουσιαστική τροποποίηση όρων του Μνημονίου έτσι ώστε να έχει πραγματικές ελπίδες να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία.

Αν, όμως, δεν επιθυμεί η Ελλάδα να αποτελέσει μέλος μίας τέτοιας Ένωσης, τότε είναι καλό να επανατοποθετήσει τις επιλογές και τις προτεραιότητες της γιατί αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία κινείται η Ευρώπη ή τουλάχιστον προς την οποία την σπρώχνει η Γερμανία και μάλιστα χωρίς να το κρύβει σε αυτούς που θέλουν, όντως, να το δουν.
Το πραγματικό δίλημμα για τη Γερμανία είναι διαφορετικό απ' αυτά που προτάσσονται ως κυρίαρχα στην Ελλάδα και μετουσιώνεται στο ερώτημα Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή όχι. Η νέα ελληνική κυβέρνηση αναμένεται, προσεχώς, να βρεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απέναντι στη Γερμανία και είναι απαραίτητο να γνωρίζει πώς σκέφτεται.
Κατ' αρχήν, πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, το λόμπι που ενστερνίζεται τις απόψεις της, ο Σόιμπλε, ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού συστήματος της χώρας και το 80% του γερμανικού λαού δε θα λυπηθούν να δουν την Ελλάδα να αποχωρεί απ' το ευρώ (εκτός ίσως, μόνο εκ των υστέρων, αν οι συνέπειες μίας ελληνικής αποχώρησης αποδειχτούν μεγαλύτερες απ' αυτές που ανέμεναν). Επιπλέον, η βασική γραμμή της Γερμανίας είναι η προώθηση της δημοσιονομικής και πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει αλλά μόνο να ισχυροποιηθεί εξαιτίας της κρίσης.
Ελπίζω, για το καλό της Ελλάδας, τα κόμματα που θα απαρτίσουν τη νέα ελληνική κυβέρνηση και τα οποία προεκλογικά δεσμεύτηκαν για αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου να έχουν αντιληφθεί τί πρόκειται να αντιμετωπίσουν και να είναι πιο ώριμα, πιο ικανά, πιο ευφυή, πιο προετοιμασμένα και πιο αποτελεσματικά από ποτέ, έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι πρέπει να πετύχουν γρήγορα και με πολύ συγκεκριμένες πράξεις ότι, με αόριστα λόγια, τουλάχιστον τα περισσότερα, υποσχέθηκαν το τελευταίο διάστημα.
Εύχομαι η αναδιαπραγμάτευση να μην καταλήξει σε μία συμφωνία για μία στείρα και αναποτελεσματική επιμήκυνση και μάλιστα με νέα ανταλλάγματα και δεσμεύσεις απ' την ελληνική πλευρά αλλά αυτοί που την υποσχέθηκαν και ιδιαίτερα το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές κάνοντας την σύνθημα του, να κατανοήσει πως αυτή είναι, πιθανόν, η τελευταία ευκαιρία για αλλαγή των τιμωριτικών όρων ενός Μνημονίου που εξυπηρέτησε πολλά συμφέροντα πέρα απ' τα ελληνικά.
Και εφόσον μία τέτοια ιστορική αναδιαπραγμάτευση ξεκινήσει, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να τη στηρίξουν, επιδεικνύοντας τη μέγιστη εθνική ευθύνη. Δεν υπάρχει δικαιολογία για άρνηση στήριξης.
Στις τελευταίες εκλογές ζητήθηκε απ' τον ελληνικό λαό να ψηφίσει φορές για την αναδιαπραγμάτευση ή την καταγγελία του Μνημονίου. Με μία μικρή διαφορά, ψήφισε την αναδιαπραγμάτευση. Αυτοί που την υποσχέθηκαν πρέπει τώρα να την υλοποιήσουν. Αυτοί που ήταν αντίθετοι, έχουν υποχρέωση ακόμη και αν σταθούν με κριτικό και συμβουλευτικό βλέμμα απέναντι στη νέα κυβέρνηση, να τη στηρίξουν αν και εφόσον κάνει πράξει τις δεσμεύσεις της.
Ο Πάνος Παναγιώτου είναι Χρηματιστηριακός Τεχνικός Αναλυτής, Διευθυντής WTAEC Ltd, GSTA Ltd

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου