Κώστας Κουτσουρέλης
Η βαριά κληροδοσία της Γενιάς του ’30 και η αβάσταχτη ηθικολογία της τρέχουσας κριτικής
Η αναψηλάφηση των πεπραγμένων της Γενιάς του ’30, όπως εντάθηκε τελευταία απ’ αφορμή επετειακές πανηγύρεις και περιοδικά αφιερώματα, είναι από τα φαινόμενα που ο παρατηρητής των λογοτεχνικών μας πραγμάτων δεν μπορεί να παραθεωρήσει. Και τούτο, επειδή η παλινδικία αυτή συδαυλίζεται από έναν αναθεωρητισμό απρόσμενα αψίθυμο και μαχητικό, αν όχι ομολογημένα ειδωλοκλάστη.
Τρεις είναι οι ισχυρισμοί τους οποίους επιστρατεύουν συνήθως όσοι ζητούν να ψαλιδίσουν το ανάστημα της γενιάς αυτής. Ότι η ταύτισή της με τις απαρχές του ελληνικού μοντερνισμού αποτελεί γραμματολογική πλάνη, αφού η τιμή πως εισήγαγαν πρώτοι τα καινά νεωτερικά δαιμόνια ανήκει δικαιωματικά σε άλλους. Ότι οι συγγραφείς που την απαρτίζουν επεσκίασαν εσκεμμένα άλλους νεότερους ή συνηλικιώτες ομοτέχνους τους, των οποίων το έργο υπερέχει κάποτε σε ποιότητα του δικού τους. Ότι, τέλος, ενέδωσαν σε μια στάση ιδεοληπτικά ελληνολατρική, ή και ύποπτα εθνοκεντρική, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον αισθητικό τους κοσμοπολιτισμό.
Οι αιτιάσεις αυτές συγκλίνουν, αφού αντί για έργα και κείμενα αποτιμούν χρονολογίες, αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ωστόσο, κι έτσι ακόμα, θα ήταν ίσως κριτικά γόνιμες, αν οι εμπνευστές τους, πάνω στη βιάση τους ν’ αποκαταστήσουν τις ιστορικές αδικίες, δεν έπεφταν τόσο συχνά στ’ άδοξα δόκανα του ηθικισμού.
Γιατί ασφαλώς αληθεύει ότι η καβαφική ποιητική, το έργο του Καρυωτάκη και τα ελευθερόστιχα ποιήματα του Παπατσώνη προανακρούουν πρώτα αυτά τον ελληνικό μοντερνισμό. Ωστόσο, κανένα μεμονωμένο καλλιτέχνημα, οσοδήποτε πρωτότυπο, δεν δικαιούται τον τίτλο του ιστορικού σταθμού αν δεν επισύρει ή δεν συνεπιφέρει ευρύτερες αισθητικές ανακατατάξεις. Έτσι, ουδόλως ενδιαφέρει αν η "Στροφή" υπήρξε ή όχι τεχνοτροπικά "συντηρητικότερη" από τα "Ελεγεία και Σάτιρες", λ.χ. Σημασία έχει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν ο Σεφέρης και οι συνοδοιπόροι του που επέβαλαν τον ριζικό αναπροσανατολισμό της ελληνικής ποίησης – και όχι άλλοι. Και είναι η πληθύς των de facto επιγόνων τους, εν ολίγοις όλων των μεταγενέστερων ίσαμε σήμερα, που τους καθιστά ιδρυτικές μορφές του ελληνικού μοντερνισμού.
Εξάλλου, δεν είναι μόνο η ιστορική επιρροή της Γενιάς του ’30 που δικαιολογεί την εξέχουσα θέση της. Αλλά προπάντων ο δημόσιος και εξωστρεφής λόγος της. Η απαράμιλλη ανθρωπογνωσία του Καβάφη, λ.χ., ή ο διαπεραστικός σαρκασμός του Καρυωτάκη συνιστούν όψεις ενός κόσμου μονοδιάστατα ιδιωτικού. Όσο κι αν σαγηνεύουν αισθητές, maudits και ειδήμονες· όση πέραση κι αν έχουν σε εποχές γενικευμένου ατομικισμού· όσο κι αν σε "μικρόψυχους καιρούς" υποβαστάζουν την αυτοπεποίθηση του σιναφιού: καθώς δεν έχουν θετικό περιεχόμενο, αδυνατούν να κορέσουν συλλογικότερες ανάγκες, ιδίως σε περιόδους δυναμικών αλλαγών. Και μια ομάδα καινοτόμων συγγραφέων που φιλοδόξησε να δραπετεύσει από τα τείχη όπου ανεπαισθήτως εγκλωβίστηκαν οι πρόδρομοί της, ήταν όχι μόνο επόμενο, αλλά επιβεβλημένο να στρέψει τις πλάτες στους ναρκισσευόμενους θιασώτες του μεσοπολεμικού καρυωτακισμού. Η στάση της Γενιάς του 1880 απέναντι στον πεισιθάνατο ρομαντισμό της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, ή του Σολωμού απέναντι στους σοφολογιότατους του καιρού του δεν υπήρξε διαφορετική.
Ηθικολογικές, και κοινωνιολογικά αφελέστατες, είναι και όσες ενστάσεις τονίζουν τον παραγκωνισμό από τη Γενιά του ’30 ενίων άλλων συγγραφέων, που σήμερα δικαίως αποσπούν την προσοχή μας. Όχι γιατί τάχα δεν συνέβη, αλλά γιατί η λογοτεχνική συντεχνία έχει κι αυτή τους σιδηρούς κανόνες της, που ουδόλως ταυτίζονται βέβαια μ’ εκείνους της κοινωνίας των αγγέλων. Οι συνομαδώσεις, οι αποκλεισμοί, οι παραγοντισμοί δεν αποτελούν, δυστυχώς, προνόμιο μιας ομάδας μοχθηρών αστών λογοτεχνών του Μεσοπολέμου, αλλά σύνηθες μέσο κάθε δημόσιας συμπεριφοράς που αποβλέπει στον πορισμό ισχύος: εν προκειμένω στην εξασφάλιση φήμης και περιωπής.
Όταν επομένως δακτυλοδεικτούμε τις ηγεμονικές βλέψεις των συγγραφέων της Γενιάς του ’30, παραλείποντας αίφνης να τις παραβάλουμε με τις τακτικές άλλων συναδέλφων τους, προγενέστερων ή επιγενομένων, τότε λέμε μισές αλήθειες. Αλλά κι αν ακόμη ο Κατσίμπαλης και η παρέα του ήταν όντως ανυπέρβλητοι μηχανορράφοι, όπως τους περιγράφουμε, και πάλι δεν θα είχαμε το δικαίωμα να πετάξουμε στον Καιάδα το έργο τους, μόνο και μόνο για να τους εκδικηθούμε. Εξόν κι αν η κριτική μας έπαψε πια να σταθμίζει κείμενα και βάλθηκε να περιφρουρεί τη δημοσία αιδώ. Η ρομαντική αγιοποίηση των "ηττημένων" της ιστορίας, που τόση πέραση έχει στις μέρες μας, δεν είναι λιγότερο τυφλή από το άκριτο λιβάνισμα των ενθρονισμένων "νικητών".
Στην πραγματικότητα, για να ηθικολογήσω κι εγώ με τη σειρά μου, το μεγαλύτερο φιλολογικό "σκάνδαλο" του Μεταπολέμου δεν ήταν η παραγνώριση από τους ταγούς της Γενιάς του ’30 κάποιων άξιων συγγραφέων που κινήθηκαν στις παρυφές της. Αλλά η λήθη στην οποία καταδικάστηκε το σύνολο σχεδόν της προνεωτερικής λογοτεχνίας μας. Η υποτίμηση του Κοσμά Πολίτη ή του Νίκου Καρούζου, ας πούμε, αγκαλά και ασύγγνωστη, αποτελεί απλό πλημμέλημα εμπρός στον παραμερισμό ενός Παλαμά ή ενός Σικελιανού. Και είναι ειρωνικό ότι ο παραμερισμός αυτός, που μόλις πρόσφατα έδειξε κάπως να υποχωρεί, δεν βαρύνει τη Γενιά του ’30, αλλά την κριτική ολιγωρία των διαδόχων της. Η πικρή διαπίστωση του Ελύτη ότι η Ελλάδα υπήρξε φιλολογική επαρχία πριν από την έλευση της γενιάς του, για να ξαναγίνει τέτοια αμέσως μετά απ’ αυτήν, διαπίστωση με την οποία υπαινισσόταν ότι οι ορίζοντες των συγγραφέων της μεταπολεμικής περιόδου υπήρξαν χαρακτηριστικά στενοί, ισχύει δυστυχώς και για την αποξένωσή τους από μείζονα επιτεύγματα της λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Δεν θα επιμείνω εδώ σ’ εκείνες τις παράδοξες απόψεις που ψέγουν τους συγγραφείς της Γενιάς του ’30 για την εθνοκεντρική δήθεν ιδεολογία τους. Στην πλειονότητά τους τέτοιες αιτιάσεις σωρεύουν αδιάκριτα όρους όπως "ελληνολατρία", "ελληνικότητα" και "ελληνοκεντρισμός", για να τους ταυτίσουν κατόπιν εκ του ασφαλούς με την εσωστρέφεια, την στενότητα πνεύματος και τον σωβινισμό. Έτσι, πεισματικά παραβλέπεται ότι οι πυκνές αναφορές στον συμβολικό κόσμο της ελληνικής φύσης, γλώσσας, μυθολογίας και ιστορίας αποτελούν κοινό τόπο των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων. Ότι το αίτημα μιας "εθνικής τέχνης", που σε μας σταδιοδρόμησε ως "ελληνικότητα", έχει τις καταβολές του στον γερμανικό ρομαντισμό και επηρέασε πλήθος Ευρωπαίων καλλιτεχνών ώς τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Ότι και αυτός ο εθνικισμός, όσος τέλος πάντων ανιχνεύεται σε κείμενα της γραμματείας μας, αρδεύτηκε ανέκαθεν και από δυτικές πήγες. Με άλλα λόγια, υπήρξε φαινόμενο καθ’ όλα παράλληλο προς τις διεθνείς τάσεις της εποχής του – όπως ακριβώς τα σημερινά αντεθνικιστικά και παγκοσμιωμένα ιδεολογήματα που επείγονται να τον καταγγείλουν.
Για όσους δεν θέλγονται απ’ αυτόν τον αγχωμένο ακτιβισμό, το συμπέρασμα παραμένει αναπόδραστο. Συγγραφείς πιο φιλόξενους και φιλέτερους, πιο ανοιχτούς στα έξωθεν ρεύματα και τις διεθνείς αναζητήσεις από αυτούς του ’30 η λογοτεχνία μας δεν έχει να επιδείξει. Κι αν αναλογιστούμε την ιστορική συγκυρία της εποχής τους, που από μόνη της θα δικαιολογούσε πολύ θυμικότερες στρατεύσεις, θα διαπιστώσουμε πόσο επιτυχημένα αντιστάθηκαν στις σειρήνες της εθνοδοξίας και των κάθε λογής ζηλωτισμών. Αλλά και με πόσο, αξιοσημείωτο για καλλιτέχνες, ρεαλισμό πολιτεύθηκαν. Ισορροπώντας αριστοτεχνικά μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, εντοπιότητας και κοσμοπολιτισμού, του "Εμείς" και του "Εγώ", ζήτησαν να ανακουφίσουν χρόνιες και βασανιστικές αμφιθυμίες του νεότερου ελληνισμού ως προς την ταυτότητά του και τους δεσμούς του με τη Δύση. Η σπουδαιότητα του εγχειρήματός τους αποτυπώθηκε στην απήχησή του. Ξέχωρα από την αναντίρρητη αισθητική του αξία, συνόδευσε τη συλλογική μας αυτοκατανόηση επί μισό και πλέον αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου