Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
ΤΟ ΧΑΣΜΑ METAΞΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Eνας από τους μύθους της νεοελληνικής ιδεολογίας είναι η περιβόητη συνέχεια αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και βυζαντινού χριστιανισμού. Oμως τέτοια συνέχεια δεν υπήρξε, αλλά αντιθέτως μεταξύ των δύο κόσμων υπήρξε ρήγμα, τομή, χάσμα, το οποίο ήλθε ως αποτέλεσμα δύο προηγούμενων ιστορικών πολιτισμικών και πολιτικών αλλαγών.
Η πρώτη ιστορική ρήξη ήταν η ήττα της αθηναϊκής δημοκρατίας από τις μακεδονικές φάλαγγες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. και η τελική κυριαρχία τους το 322 π.Χ. Μετά την ήττα αυτή και το τέλος του δημοκρατικού πολιτισμού, μετά την απώλεια της ελευθερίας, της ισότητας, της κυριαρχίας του νόμου και της συμμετοχής του δήμου στη λήψη των αποφάσεων και στην εξουσία, οι ελληνικές πόλεις βυθίζονται σε ανελεύθερα ολιγαρχικά και μοναρχικά καθεστώτα. Ετσι τελειώνει το μοναδικό φαινόμενο της πόλεως, που έδωσε τις εκπληκτικές δημιουργίες σε όλους τους τομείς: πολιτική, ρητορική, δίκαιο, φιλοσοφία, πολιτικό στοχασμό, τραγωδία, κωμωδία, γλυπτική... Εν τούτοις και στα ελληνιστικά χρόνια οι Ελληνες παρήγαγαν πολιτισμό (φιλοσοφία, τέχνες, μαθηματικά, επιστήμη) στα κέντρα της αυτοκρατορίας.
Η δεύτερη ρήξη επέρχεται με την υποδούλωση στους Ρωμαίους από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Όμως και πάλι οι κατακτητές όχι μόνο σεβάσθηκαν τον πολιτισμό που βρήκαν αλλά ανεγνώρισαν την αξία και την ανωτερότητά του. Τον δέχθηκαν ως δικό τους, καλλιέργησαν τη φιλοσοφία, τις τέχνες και φοίτησαν στις ελληνικές σχολές και, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν εκπολιτίσθηκαν από αυτόν. Οι Ελληνες διατηρούν τους θεούς τους και τη γλώσσα τους, την οποία χρησιμοποιούν και τα ανώτερα μορφωμένα στρώματα των Ρωμαίων. Σημειωτέον ότι ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το φιλοσοφικό έργο του Τα εις εαυτόν στην ελληνική.
Η τρίτη και σημαντικώτερη ρήξη επιτελείται με την επικράτηση του χριστιανισμού στο δυτικό και ανατολικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό που χαρακτηρίζει τον βυζαντινό χριστιανισμό είναι η αντιπαλότητα και η εχθρότητα κατά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του, όπως υποστηρίξαμε αλλού[1]. Ο μύθος αυτός της συνέχειας είναι απλώς ένα ιδεολόγημα που κατασκεύασαν εκ των υστέρων οι νεοέλληνες χριστιανοί και εθνικιστές για να συγκαλύψουν την ιστορική αλήθεια και για να εξωραΐσουν την Εκκλησία από τον αρνητικό και υπονομευτικό ρόλο της κατά την Επανάσταση του 1821. Ετσι το αποτέλεσμα ήταν το περιβόητο τερατούρημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» της μεταξικής δικτατορίας και το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της παπαδοπουλικής. Στη συντήρηση αυτού του μύθου συνέβαλαν με φιλοσοφίζοντα ιδεολογήματα οι παλαιότεροι διανοούμενοι Κ. Τσάτσος, Π. Κανελλόπουλος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Ε. Παπανούτσος, αλλά και οι νεώτεροι βυζαντινολάτρες θεολόγοι Χ. Γιανναράς και Σ. Ράμφος (με δασεία). Ολοι αυτοί συγκαλύπτουν επί πλέον το γεγονός ότι το Βυζάντιο αποτελεί τον ανατολικό μεσαίωνα Αντιθέτως, οι ίδιοι οι βυζαντινοί χριστιανοί είναι ειλικρινείς, και το δηλώνουν σαφώς και ευθαρσώς: η αρχαιοελληνική παιδεία δεν αποτελεί συνέχεια της δικής τους αλλά είναι κάτι το ξένο γι’αυτούς, κάτι το εξωτερικό (ἔξωθεν ἢ θύραθεν). Είναι όμως αναγκασμένοι να την αντιμετωπίζουν αφ’ενός μεν διότι είναι η μοναδική παιδεία που υπάρχει και από αυτήν μαθαίνουν γράμματα και αφ’ετέρου τήν χρησιμοποιούν ως εργαλείο, ως θεραπαινίδα της θεολογίας, αφυδατωμένη από τα ουσιαστικά μηνύματα της ισότητας, της ελευθερίας, της αμφισβήτησης, της πολιτικής δικαιοσύνης, της φιλοσοφικής διερώτησης, της πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατίας.[2]
Το ανησυχητικό με το ρεύμα των νεοορθόδοξων εθνικιστών είναι ότι εμπορεύονται και ιδεολογικοποιούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τις διαφημίζουν παντοίω τρόπω και τις θεωρούν τις μόνες σωστές, τη μοναδική Αλήθεια. Και το επικίνδυνο είναι όταν τις πολιτικοποιούν παρουσιάζοντάς τες ακόμη και ως πολιτική σωτηριολογική πρόταση, καλλιεργώντας έτσι τον δογματισμό, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Αυτό παρατηρούμε κατά καιρούς, και εσχάτως με αφορμή το πασίγνωστο πλέον βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, στις παντός είδους εθνικιστικο-χριστιανικές εκδηλώσεις, πρωτοστατούντος του βυζαντινολάτρη θεολόγου Χ. Γιαννναρά, του χουντικού υβρεολόγου Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη και όλου του εθνο-θρησκευτικού λόμπυ.
Ο τόπος έχει ανάγκη από ανεκτικότητα, νηφαλιότητα, έλλογη συζήτηση και διάλογο, δηλαδή τις αρετές του αρχαιοελληνικού δημοκρατικού πολιτισμού. Δεν έχει ανάγκη από δογματικά κηρύγματα μίσους, κινδυνολογίας, ύβρεων και ψευδολογιών, δηλαδή από τον βυζαντινό χριστιανισμό. Ο τελευταίος έχει σημαντικές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση του νεοελληνικού εθνικού και κρατικού κατασκευάσματος, το οποίο είναι από ιστορική άποψη ουσιαστικώς νεκρό, όπως έχουν επισημάνει οι στοχαστές Κ. Καστοριάδης και Π. Κονδύλης.
[1] Βλ. Γ Ν. Οικονόμου, «Το χριστιανικό βυζάντιο κατά των Ελλήνων», Ελευθεροτυπία, 4 Απριλίου 2007, σελ. 46 και «Ο μύθος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», Αυγή 15 Απριλίου 2007.
[2] Περισσότερα για τις διαφορές ανάμεσα στο βυζαντινό χριστιανικό Μεσαίωνα και στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, καθώς και για τις τραγελαφικές συνέπειες του ιδεολογήματος της «ελληνοχριστιανικής διασταύρωσης», βλ. το σύντομο εξαίρετο κείμενο του Κ. Καστοριάδη, «Οι μύθοι της παράδοσής μας»,
Δρ Φιλοσοφίας
ΤΟ ΧΑΣΜΑ METAΞΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Eνας από τους μύθους της νεοελληνικής ιδεολογίας είναι η περιβόητη συνέχεια αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και βυζαντινού χριστιανισμού. Oμως τέτοια συνέχεια δεν υπήρξε, αλλά αντιθέτως μεταξύ των δύο κόσμων υπήρξε ρήγμα, τομή, χάσμα, το οποίο ήλθε ως αποτέλεσμα δύο προηγούμενων ιστορικών πολιτισμικών και πολιτικών αλλαγών.
Η πρώτη ιστορική ρήξη ήταν η ήττα της αθηναϊκής δημοκρατίας από τις μακεδονικές φάλαγγες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. και η τελική κυριαρχία τους το 322 π.Χ. Μετά την ήττα αυτή και το τέλος του δημοκρατικού πολιτισμού, μετά την απώλεια της ελευθερίας, της ισότητας, της κυριαρχίας του νόμου και της συμμετοχής του δήμου στη λήψη των αποφάσεων και στην εξουσία, οι ελληνικές πόλεις βυθίζονται σε ανελεύθερα ολιγαρχικά και μοναρχικά καθεστώτα. Ετσι τελειώνει το μοναδικό φαινόμενο της πόλεως, που έδωσε τις εκπληκτικές δημιουργίες σε όλους τους τομείς: πολιτική, ρητορική, δίκαιο, φιλοσοφία, πολιτικό στοχασμό, τραγωδία, κωμωδία, γλυπτική... Εν τούτοις και στα ελληνιστικά χρόνια οι Ελληνες παρήγαγαν πολιτισμό (φιλοσοφία, τέχνες, μαθηματικά, επιστήμη) στα κέντρα της αυτοκρατορίας.
Η δεύτερη ρήξη επέρχεται με την υποδούλωση στους Ρωμαίους από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Όμως και πάλι οι κατακτητές όχι μόνο σεβάσθηκαν τον πολιτισμό που βρήκαν αλλά ανεγνώρισαν την αξία και την ανωτερότητά του. Τον δέχθηκαν ως δικό τους, καλλιέργησαν τη φιλοσοφία, τις τέχνες και φοίτησαν στις ελληνικές σχολές και, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν εκπολιτίσθηκαν από αυτόν. Οι Ελληνες διατηρούν τους θεούς τους και τη γλώσσα τους, την οποία χρησιμοποιούν και τα ανώτερα μορφωμένα στρώματα των Ρωμαίων. Σημειωτέον ότι ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το φιλοσοφικό έργο του Τα εις εαυτόν στην ελληνική.
Η τρίτη και σημαντικώτερη ρήξη επιτελείται με την επικράτηση του χριστιανισμού στο δυτικό και ανατολικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό που χαρακτηρίζει τον βυζαντινό χριστιανισμό είναι η αντιπαλότητα και η εχθρότητα κατά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του, όπως υποστηρίξαμε αλλού[1]. Ο μύθος αυτός της συνέχειας είναι απλώς ένα ιδεολόγημα που κατασκεύασαν εκ των υστέρων οι νεοέλληνες χριστιανοί και εθνικιστές για να συγκαλύψουν την ιστορική αλήθεια και για να εξωραΐσουν την Εκκλησία από τον αρνητικό και υπονομευτικό ρόλο της κατά την Επανάσταση του 1821. Ετσι το αποτέλεσμα ήταν το περιβόητο τερατούρημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» της μεταξικής δικτατορίας και το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της παπαδοπουλικής. Στη συντήρηση αυτού του μύθου συνέβαλαν με φιλοσοφίζοντα ιδεολογήματα οι παλαιότεροι διανοούμενοι Κ. Τσάτσος, Π. Κανελλόπουλος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Ε. Παπανούτσος, αλλά και οι νεώτεροι βυζαντινολάτρες θεολόγοι Χ. Γιανναράς και Σ. Ράμφος (με δασεία). Ολοι αυτοί συγκαλύπτουν επί πλέον το γεγονός ότι το Βυζάντιο αποτελεί τον ανατολικό μεσαίωνα Αντιθέτως, οι ίδιοι οι βυζαντινοί χριστιανοί είναι ειλικρινείς, και το δηλώνουν σαφώς και ευθαρσώς: η αρχαιοελληνική παιδεία δεν αποτελεί συνέχεια της δικής τους αλλά είναι κάτι το ξένο γι’αυτούς, κάτι το εξωτερικό (ἔξωθεν ἢ θύραθεν). Είναι όμως αναγκασμένοι να την αντιμετωπίζουν αφ’ενός μεν διότι είναι η μοναδική παιδεία που υπάρχει και από αυτήν μαθαίνουν γράμματα και αφ’ετέρου τήν χρησιμοποιούν ως εργαλείο, ως θεραπαινίδα της θεολογίας, αφυδατωμένη από τα ουσιαστικά μηνύματα της ισότητας, της ελευθερίας, της αμφισβήτησης, της πολιτικής δικαιοσύνης, της φιλοσοφικής διερώτησης, της πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατίας.[2]
Το ανησυχητικό με το ρεύμα των νεοορθόδοξων εθνικιστών είναι ότι εμπορεύονται και ιδεολογικοποιούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τις διαφημίζουν παντοίω τρόπω και τις θεωρούν τις μόνες σωστές, τη μοναδική Αλήθεια. Και το επικίνδυνο είναι όταν τις πολιτικοποιούν παρουσιάζοντάς τες ακόμη και ως πολιτική σωτηριολογική πρόταση, καλλιεργώντας έτσι τον δογματισμό, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Αυτό παρατηρούμε κατά καιρούς, και εσχάτως με αφορμή το πασίγνωστο πλέον βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, στις παντός είδους εθνικιστικο-χριστιανικές εκδηλώσεις, πρωτοστατούντος του βυζαντινολάτρη θεολόγου Χ. Γιαννναρά, του χουντικού υβρεολόγου Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη και όλου του εθνο-θρησκευτικού λόμπυ.
Ο τόπος έχει ανάγκη από ανεκτικότητα, νηφαλιότητα, έλλογη συζήτηση και διάλογο, δηλαδή τις αρετές του αρχαιοελληνικού δημοκρατικού πολιτισμού. Δεν έχει ανάγκη από δογματικά κηρύγματα μίσους, κινδυνολογίας, ύβρεων και ψευδολογιών, δηλαδή από τον βυζαντινό χριστιανισμό. Ο τελευταίος έχει σημαντικές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση του νεοελληνικού εθνικού και κρατικού κατασκευάσματος, το οποίο είναι από ιστορική άποψη ουσιαστικώς νεκρό, όπως έχουν επισημάνει οι στοχαστές Κ. Καστοριάδης και Π. Κονδύλης.
[1] Βλ. Γ Ν. Οικονόμου, «Το χριστιανικό βυζάντιο κατά των Ελλήνων», Ελευθεροτυπία, 4 Απριλίου 2007, σελ. 46 και «Ο μύθος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», Αυγή 15 Απριλίου 2007.
[2] Περισσότερα για τις διαφορές ανάμεσα στο βυζαντινό χριστιανικό Μεσαίωνα και στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, καθώς και για τις τραγελαφικές συνέπειες του ιδεολογήματος της «ελληνοχριστιανικής διασταύρωσης», βλ. το σύντομο εξαίρετο κείμενο του Κ. Καστοριάδη, «Οι μύθοι της παράδοσής μας»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου