Γιάννης Κιουρτσάκης
Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα το όραμα του Ελληνισμού που έθρεψε ο Σεφέρης, σε μιαν Ελλάδα όπου κόμματα, οικονομικά συγκροτήματα, συντεχνίες και παρέες καβγαδίζουν για το πάπλωμα, χωρίς κανείς ν’ ακούει τον άλλον και όλοι μαζί ψελλίζοντας έναν ξύλινο μονόλογο, που μας βυθίζει όλο και πιο φανερά σε ένα κενό συλλογικού νοήματος;
πηγή: Αντίφωνο
Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα το όραμα του Ελληνισμού που έθρεψε ο Σεφέρης, σε μιαν Ελλάδα όπου κόμματα, οικονομικά συγκροτήματα, συντεχνίες και παρέες καβγαδίζουν για το πάπλωμα, χωρίς κανείς ν’ ακούει τον άλλον και όλοι μαζί ψελλίζοντας έναν ξύλινο μονόλογο, που μας βυθίζει όλο και πιο φανερά σε ένα κενό συλλογικού νοήματος;
Ίσως τα λόγια μου να ηχούν υπερβολικά. Δεν κερδίσαμε, εδώ και 35 χρόνια, για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, έναν ομαλό κοινοβουλευτικό βίο και μιαν –έστω επισφαλή και μονίμως ετοιμόρροπη– οικονομική ευημερία που ούτε μπορούσαμε να ονειρευτούμε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60; Ασφαλώς. Κι όμως νιώθουμε στην καρδιά της δημοκρατίας μας ένα έλλειμμα που απέχει παρασάγγας απ’ όσα οραματιζόμασταν όταν προσφέραμε αυτή τη λέξη στα 1960 ή στα 1970. Γιατί; Σίγουρα όχι από κορεσμό. Αλλά γιατί έχουμε βρεθεί σ’ έναν άλλον κόσμο όπου πράγματα, έννοιες και λέξεις δεν έχουν πια τη σημασία που είχαν.
Ξαναλέω την απορία μου. Με ποιους όρους μπορούμε να προσλάβουμε σήμερα το σεφερικό όραμα για τον Ελληνισμό; Νομίζω με όρους μιας ριζικής απώλειας, που θα τη συνόψιζα σε τρία σημεία.
Το πρώτο είναι η ολοένα αυξανόμενη μόνωση του σκεπτόμενου Έλληνα –θέλω να πω εκείνου που έχει όχι απλώς τη μέριμνα του τόπου του, αλλά και την οικουμενική συνείδηση του διαχρονικού Ελληνισμού– μέσα στην αυτοκαταστρεφόμενη σημερινή Ελλάδα· μόνωση που είναι εξορία στην ίδια του τη χώρα. Αν συλλογιστούμε και τη συλλογική απομόνωση της Ελλάδας, που σήμερα μοιάζει παραδόξως μεγαλύτερη απ’ ό,τι στα ’60 ή στα ’70, όταν δεν ήμασταν και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναρωτιέμαι μήπως γλιστράμε προς ένα όλο και πιο βαθύ επαρχιωτισμό, βαθύτερο από εκείνον που έβλεπε στα χρόνια του ο Σεφέρης. Αυτός ο επαρχιωτισμός μολύνει, φοβάμαι, και τον καθένα από εμάς.
Δεύτερο σημείο: η αποσάθρωση του λαϊκού πολιτισμού και της κοινωνίας που τον δημιούργησε. Αυτός ο πολιτισμός –το πιο στέρεο πιστεύω, νήμα της όποιας ελληνικής συνέχειας– δεν μπορεί πια να θρέψει τον στοχαστή, τον ποιητή, τον καλλιτέχνη όπως (και όσο) τους έτρεφε το ’30 ή το ’40. Αρκεί να προσέξουμε ότι η καθημερινή μας γλώσσα παράγεται όλο και περισσότερο από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας –που θα πει όλο και λιγότερο απ’ όλους μας– όπως το διαπιστώνουμε, λ.χ., όταν ο άνθρωπος, τον οποίο ονομάζαμε κάποτε «λαϊκό», μιλάει για debate, αντί να λέει συζήτηση ή διάλογος (ίσως και επειδή διαισθάνεται ότι αυτό που ακούει στην τηλεόραση μόνο συζήτηση ή διάλογος δεν είναι). Αποτέλεσμα: η «καταπληκτική διαφορά του λαού και της συντεχνίας των αρχόντων του» που παρατηρούσε το 1941 ο Σεφέρης1, έχει πάψει να ισχύει. Σήμερα, η κρίσιμη διαφορά εντοπίζεται όχι ανάμεσα σε «άρχοντες» και «λαό» (που λίγο απέχει από το να γίνει ένα κούφιο σύνθημα ή μια αφηρημένη νομικοπολιτική έννοια), αλλά ανάμεσα στα ζωντανά ανθρώπινα πρόσωπα που συναντάμε ακόμα στην Ελλάδα, όποια και αν είναι η κοινωνική τους τάξη, και στον μαζικοδημοκρατικό χυλό όλων των άλλων.
Τρίτο σημείο: η επιταχυνόμενη παρακμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε μιαν Ευρώπη κι έναν κόσμο που ρέπουν συνεχώς προς τον αποανθρωπισμό και τον μηδενισμό. Αυτός ο κόσμος, όσο κι αν εκδηλώνει σποραδικά την επιθυμία να χτίσει το δυνητικό ακόμα οικουμενικό χωριό μας, θυμίζει μάλλον για την ώρα μιαν αχανή, παγκόσμια επαρχία δίχως κέντρο. Ένας γενικευμένος επαρχιωτισμός που κάνει, θαρρώ, πιο έντονο και τον δικό μας. Και δεν ξέρω αν έχουμε συνειδητοποιήσει αρκετά ότι η σημερινή ελληνική παθογένεια δεν είναι παρά μια τοπική εκδοχή –ασφαλώς πολύ ιδιόμορφη– της συνολικής κρίσης μιας Δύσης που δεν έχει πια να μας προτείνει κάποιο ζηλευτό πρότυπο, πέρα από την –διόλου ευκαταφρόνητη, αλλά και τόσο δύσκολα κατορθωτή– ορθολογική διαχείριση του καθημερινού μας βίου. Ίσως, σκέφτομαι ακόμα, η ελληνική ιδιαιτερότητα να έγκειται στη δυσανεξία του Νεοέλληνα απέναντι στη λογική της Νεωτερικότητας που την έχει γνωρίσει πάντα έμμεσα και από δεύτερο χέρι και, γι’ αυτό, δεν κατάφερε να την εσωτερικεύσει. Εξού και τα όρια των κάθε λογής «εκσυγχρονιστικών» πειραμάτων που επιχειρούνται σε αυτή τη χώρα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι αναμενόμενο όλα τα οράματα που έπλασαν οι παλαιότεροι για την Ελλάδα να φαίνονται, στα σημερινά μας μάτια, ελληνοκεντρικά ιδεολογήματα, που προσφέρονται εύκολα σε αποδόμηση. Και κατανοώ ότι η μπάλα παίρνει για πολλούς και τον Σεφέρη που, όσο διορατικά και αν έκρινε την Ελλάδα του καιρού του, είναι για μας ζυμωμένος με εκείνον τον καιρό, που του επέτρεψε να δημιουργήσει μέσα σε συνθήκες πολύ πιο ευνοϊκές από τις δικές μας.
Ας ακούσουμε όμως τον ίδιον:
5 Ιανουαρίου 1938, Αθήνα. Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ότι από την Ελλάδα με εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός (αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα)2.
Σχολιάζω με δύο ερωτήματα: άραγε στη σημερινή Ελλάδα, πολύ περισσότερα πράγματα δεν μας εμποδίζουν να σκεφτούμε τούτη την «ιδέα»; Και ο Σεφέρης έσπρωξε ως τις ύστατες συνέπειες την «ιδέα» του; Ίσως όχι, καθώς, όντας υπηρέτης του ελληνικού κράτους, δυσκολευόταν να αποδεσμευτεί δραστικά από τα πλαίσια που επέβαλλε εκείνο στον καθημερινό του βίο.
Το θέμα μου είναι λοιπόν ετούτο: μήπως εμείς πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σάμπως η καταστροφή να έχει ήδη επέλθει; Υπόθεση –το εύχομαι– ακραία, αλλά και αναγκαία για να λογαριάσουμε τι μπορούμε να διασώσουμε από αυτό που είμαστε σε συνθήκες ναυαγίου.
Εξηγούμαι. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να στοχαστούμε, μέσα στα παρόντα τοπικά και παγκόσμια συμφραζόμενα, τον διαχρονικό Ελληνισμό, χωρίς ίχνος εθνικής υπερηφάνειας, όπως εκείνης που διακατείχε, κάποιες στιγμές, και τον Σεφέρη· χωρίς αναφορά στην τρέχουσα ελληνική πολιτική που δεν έχει, πνευματικά, τίποτα να μας προσφέρει· ξεχνώντας, προς στιγμήν, ακόμα και την αυτονόητη φιλοπατρία μας· αφήνοντας, τέλος, κατά μέρος τις ιδεολογικές κατασκευές που έχουν θεμελιωθεί πάνω στην έννοια του ελληνικού έθνους. Να τολμήσουμε, με άλλα λόγια, ακόμα πιο αλύπητα την απογύμνωση της σκέψης μας από τα κάθε λογής «μαλάματα» που την έχουμε φορτώσει, όπως μας δίδαξε πρώτος ο Σεφέρης. Και, έτσι, να δούμε την ποιητική και δοκιμιακή δημιουργία του, όχι ως διαθήκη ενός εθνικού ποιητή, αλλά ως απόσταγμα της εμπειρίας του πάσχοντος σημερινού ανθρώπου, όπως αυτή διυλίζεται μέσ’ από την ελληνική παράδοση και γλώσσα.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Διαβάζω κάποιους στίχους από το ποίημα «Λεπτομέρειες στην Κύπρο»:
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο – τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πως βόγγηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’τα παλιά νεύρα του ξύλου
Γιατί την είπες φωνή πατρίδας;3
Ποια είναι τούτη η φωνή; Όχι ένα πατριωτικό κήρυγμα, αλλά ένα βογγητό, μια «κραυγή βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου» που ακούει απρόσμενα μέσα του ο ποιητής· φωνή πριν από τη γλώσσα, μα που γίνεται γλώσσα, γλώσσα ελληνική, στο ποίημα που ξεκινάει να γράψει. Φωνή ελληνικής πατρίδας, αλλά και κάθε ανθρώπινης πατρίδας, αν είναι αλήθεια ότι η πατρίδα είναι για κάθε άνθρωπο ο βυθισμένος στην ύλη των πραγμάτων πρώτος του εαυτός, το φως και το σκοτάδι που πρωτοαντίκρισε ανοίγοντας τα μάτια, οι πρώτοι φθόγγοι της γλώσσας που άγγιξαν τα αυτιά του. Μονάχα ενσαρκωμένη έτσι, όποια πατρίδα μπορεί να φορτιστεί με την οικουμενική αξία που εμπεριέχει δυνάμει εξαρχής.
Αυτόν τον διπλό δεσμό –με τον μικρό τόπο, από τη μια, και τον μεγάλο κόσμο, από την άλλη– ξαναβρίσκω σε αρκετά «κυπριακά» ποιήματα του Σεφέρη, που ο ίδιος χαιρόταν να τα λέει «επαρχιακά», μα που ηχούν σήμερα οικουμενικά στ’ αυτιά μου· ακούστε:
Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο και αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δεν θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.4
Τι ακούμε εδώ; Υπάρχει η ποιητική μαρτυρία για των αγώνα των Κυπρίων ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία, στη δεκαετία του ’50. Υπάρχει η απόγνωση ενός Έλληνα που είναι και Ευρωπαίος για την αλαζονεία μιας Ευρώπης που πασχίζει να «ξεκάμει» την παράδοση και την βαθιά, υποσυνείδητη παιδεία των λαών που εξουσιάζει. Ακόμα, όμως, πιο βαθιά ακούμε την κραυγή ενός ανθρώπου απέναντι στην ύβρη ενός πολιτισμού που «μαζεύει σύνεργα» για να αλλάξει τις ψυχές· για να κάνει τον άνθρωπο πραμάτεια. Και αυτή η τραγωδία δεν είναι άλλη από εκείνη που παίχτηκε και παίζεται, σε αναρίθμητες παραλλαγές, σε όλον τον νεωτερικό μας κόσμο.
Κάτι όχι λιγότερο αξιοπρόσεχτο: αυτός ο Ευρωπαίος μιλάει όχι με τον τρόπο ενός Σαρτρ ή ενός Φανόν, αλλά σαν μαθητής του Μακρυγιάννη (η φωνή του οποίου μόλις ακούστηκε πιο πάνω) και του Αισχύλου· και να τι λέει στους δυνατούς του κόσμου, σήμερα όπως και τότε, κι ας άλλαξαν στο μεταξύ τόσα πολλά:
– Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.5
Εδώ μαντεύω αμέσως την ένσταση: ιδού που εμφιλοχωρεί το εθνικό ιδεολόγημα. Τι σχέση μπορεί να έχει ο κόσμος του Αισχύλου που δημιούργησε την αθηναϊκή δημοκρατία με την οθωμανική κοινωνία όπου γεννιέται ο αγράμματος Μακρυγιάννης; Πιθανότατα καμία. Αλλά ο Σεφέρης δεν είναι ούτε Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος ούτε Νικόλαος Πολίτης (όσο κι αν φοίτησε στο σχολειό τους). Θέλω να πω: αν η ιδέα της ελληνικής συνέχειας που αυτοί θέλησαν να τεκμηριώσουν είναι όντως (όσο είναι) μια ιδεολογική κατασκευή, η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας αποτελεί, αντίθετα, μιαν ακουστή πραγματικότητα (και όσοι δεν την ακούνε, δεν έχουν παρά να φυλλομετρήσουν ένα αρχαίο ελληνικό λεξικό, χαζεύοντας απλώς τα λήμματα στις κεφαλίδες). Ή αλλιώς: αν το νεοελληνικό έθνος-κράτος που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα, αποτελεί εν μέρει μια νεωτερική κατασκευή (λέω εν μέρει, γιατί δεν νομίζω ότι τα έθνη θα ζούσαν για πολύ αν δεν είχαν βαθύτερες ρίζες στον χρόνο), αυτό δεν μπορεί να ισχύει για τη γλώσσα. Όχι πως η γλώσσα δεν είναι όχημα ιδεολογίας. Όμως στον πυρήνα της, είναι κάτι πριν και πέρα από αυτό: όχι μια «εθνική αφήγηση», αλλά η μακραίωνη ασυνείδητη δημιουργία πολλών ανθρώπινων φυλών, γενεών και ομάδων, η καθεμία από τις οποίες την παραλαμβάνει από την προηγούμενη και την παραδίδει στην επόμενη – που τη ζωντανεύει πάλι.
Αυτή τη θεμελιακή διαφορά παραγνωρίζει, μου φαίνεται, το «αποδομητικό» επιχείρημα: ότι ο ποιητής δεν μιλάει για έθνος (κι όταν το κάνει, δεν είναι αυτή η όψη της δουλειάς του που κυρίως μας ενδιαφέρει)· μιλάει για γλώσσα· ακριβέστερα: μιλάει τη γλώσσα. Που σημαίνει ότι ακούει γύρω του και μέσα του τη φωνή των ανθρώπων του τόπου του, ζωντανών και πεθαμένων, και με τη γύρη που συλλέγει, φτιάχνει το δικό του μέλι· ποιεί κυριολεκτικά τον γλωσσικό κόσμο του έργου του, συνεχίζοντας με τον προσωπικό του τρόπο μια δουλειά που ξεκίνησαν πριν από χιλιάδες χρόνια άλλοι άνθρωποι και που συνεχίζουμε (όσο τη συνεχίζουμε) όλοι: να αναδημιουργούμε ακατάπαυστα τη γλώσσα μας, δηλαδή να τη δημιουργούμε κάθε στιγμή που τη μιλούμε. Ένα έργο, τολμώ να πω, πιο «αντικειμενικό» από εκείνο του ιστορικού ή του λαογράφου. Κι αν αυτή η άποψη ξενίζει (πώς μπορεί ο ποιητής να θεωρείται αντικειμενικότερος από τον επιστήμονα;), δεν είναι, θαρρώ, αβάσιμη. Ο Αριστοτέλης δεν μας είπε ότι η ποίησις είναι «φιλοσοφώτερη» από την ιστορία, καθώς ετούτη λέγει τα καθόλου, ενώ εκείνη τα καθ’ έκαστον;
Όπως κι αν είναι, η γλώσσα κουβαλάει διαχρονικές αξίες, που πλουτίζονται, φτωχαίνουν ή πεθαίνουν από τον τρόπο που τη μιλάμε και τη γράφουμε εμείς. Και ο Σεφέρης συγκαταλέγεται σ’εκείνους που τις πλούτισαν με τις εμπειρίες του τόπου, του κόσμου και του καιρού του.
Καρπός αυτής της φόρτισης είναι τούτη η φωνή – ακούστε πάλι:
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
Ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.6
Ή:
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.7
Ή ακόμα:
Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.8
Ίσως αυτή η φωνή, η τόσο ανεπανάληπτα σεφερική και τόσο αναγνωρίσιμα ελληνική (τόσο που τέτοιοι στίχοι μοιάζουν απλοϊκοί όταν μεταφέρονται σε άλλη γλώσσα) να οδήγησε τον Λάκη Προγκίδη να απαντήσει κάποτε σε γράμμα του σ’ έναν ξένο φίλο πως, στα δικά του μάτια, το αίσθημα του τέλους ενός κόσμου, που ο Σεφέρης μοιραζόταν με συγκαιρινούς του Ευρωπαίους ποιητές, δεν ήταν στο έργο του η τελευταία λέξη, δεν ήταν η ελιοτική «στέρφα γη», αλλά και ένα καινούργιο άνοιγμα στο θαύμα της δημιουργίας που ρίζωνε βαθιά στο παρελθόν. «Ο Σεφέρης», έγραφε, «είναι το κλειδί της πύλης που ανοίγει στον Όμηρο. Κι όταν ο Όμηρος επιστρέφει, ο κόσμος μας ξαναγυρίζει στην κοίτη του και ξαναβρίσκει τον προσανατολισμό του».9
Κάτι παρόμοιο αισθάνομαι κι εγώ, κάθε φορά που ξαναδιαβάζω τον Σεφέρη· μια αλλόκοτη πίστη, ανεξήγητη λογικά όπως κάθε πίστη, μα όλο και πιο στέρεα, όσο περνούν τα χρόνια: η πίστη πως αν δεν φοβηθώ, αν εμπιστευτώ το κενό της σημερινής Ελλάδας (για να γενικεύσω έναν άλλο στίχο του), μπορώ να ακούσω μέσα μου, μέσα στο παρόν μου, πέρα από τις δραματικές ασυνέχειες και τις βαθιές ρωγμές του ιστορικού Ελληνισμού, την προαιώνια πνοή του, την πάντα ζωντανή φωνή του· και ότι αυτό το άκουσμα μου ανοίγει, ναι, στο αφανισμένο τούτο το παρόν τον δρόμο μιας μελλοντικής δημιουργίας, γονιμοποιώντας αισθήματα και σκέψεις που δεν είναι μοναχά δικά μου. Μια πίστη που πήρε δεκαετίες για να στεριώσει – θαρρώ δεν την είχα ακόμα στα 1979, όταν έγραφα το δοκίμιό μου για τον Σεφέρη, κι ας μην ήταν εκείνη η δουλειά παρά μια ψηλαφητή πορεία προς τα εκεί. Χωρίς άλλο γιατί, για να φτάσω εκεί, έπρεπε να αφήσω τον Σεφέρη για να τον ξαναβρώ μέσα στον δικό μου λόγο.
Ιδού πώς ο Σεφέρης έγινε για έναν άνθρωπο με ελάχιστη αρχαιογνωσία όπως εγώ, ο κρίκος που με συνέδεσε με τον καταποντισμένο αρχαίο κόσμο, κάνοντάς με να αισθανθώ πως η αλυσίδα, όσο αδιόρατη κι αν είναι, δεν έχει σπάσει. Δωρεά ανεκτίμητη, καθώς σήμερα λίγοι είμαστε ακόμα ικανοί να ακούσουμε τη φωνή του στο δημοτικό τραγούδι ή στον Μακρυγιάννη, όπως την άκουγε στα χρόνια του ο Σεφέρης· κάτι για το οποίο προειδοποιούσε ο ίδιος.10
Ωστόσο στα δικά μας χρόνια, μπορούμε ίσως να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα: σήμερα έχουμε, θαρρώ, τη δυνατότητα να δουλέψουμε δημιουργικά τη γλώσσα μας, εξερευνώντας ως τον πανάρχαιο πυρήνα τους όχι μόνο τις λέξεις που ονομάζουν πράγματα, όπως αυτές που απαντούν συνηθέστερα στην ποίηση, αλλά και λέξεις που ονομάζουν έννοιες, όπως λ.χ. ιδέα, ωραίο, όμορφος, άσχημος, αισθητική, συζήτηση, απαντώ, δημοκρατία, δημιουργία, οικονομία και αμέτρητες άλλες. Και όχι γιατί ωρίμασε τάχα η γλώσσα ή η κοινωνία μας (μακάρι να ήταν έτσι!), αλλά γιατί εμείς, ζώντας όλο και περισσότερο σ’ έναν κόσμο αφηρημένων εννοιών που, από την πλευρά τους, κλονίζονται συθέμελα παντού στον κόσμο, θα μπορούσαμε ίσως να αντλήσουμε από τις λέξεις μας μια βοήθεια για να σκεφτούμε πιο καλά τις πληγές και τα αδιέξοδα αυτής εδώ της εποχής, αναβαπτιζόμενοι στην πρωταρχική τους ποίηση. Το ζητούμενο (ίσως ανέφικτο στις σημερινές συνθήκες), θα ήταν όχι απλώς να φωτίσουμε θεωρητικά τις ανθρώπινες αξίες που έχουν θησαυριστεί σε τέτοιες λέξεις (αυτό το έχουν κάνει καλύτερα από εμάς οι ξένοι), αλλά να τις ζωντανέψουμε ποιητικά, στον τρόπο που μιλάμε και γράφουμε τη γλώσσα μας – πάει να πει στον τρόπο που ζούμε τη ζωή μας.
Και τότε ίσως θα καταλαβαίναμε, όπως δεν καταφέραμε να καταλάβουμε ποτέ, τι σημαίνει το δώρο που έχει δοθεί σ’ εμάς τους Νεοέλληνες να μιλάμε ελληνικά: όχι τη νεκροφιλική χίμαιρα να μιλήσουμε ξανά σαν τους αρχαίους (αυτή η μίμηση του αμίμητου, ήταν εθνική κατάρα)· αλλά την εγγενή μας ικανότητα να δίνουμε νέες σύγχρονες σημασίες στις παμπάλαιες, και πάντα ζωντανές στο στόμα μας, λέξεις που μας παραδόθηκαν. Τη δυνατότητα να αφουγκραστούμε το κάλεσμα που μας απευθύνουν από την πρώτη τους αρχή να νιώσουμε στο παρόν το πιο βαθύ τους νόημα και ίσως να το ενσαρκώσουμε στο μέλλον, όπως δεν ενσαρκώθηκε ποτέ στο παρελθόν. Να ξαναδούμε λ.χ. την ιδέα ως ορατή μορφή· το ωραίο ως αυτό που έρχεται στην ώρα του, έχοντας ωριμάσει· την αισθητική ως τον καρπό μιας σωματικής αίσθησης του κόσμου· τη συζήτηση ως ζήτηση από κοινού· την απάντηση στον άλλον ως συνάντηση με τον άλλον, με τη συνείδηση ότι αυτές οι πάντα λανθάνουσες στη σημερινή μας γλώσσα σημασίες είναι σήμερα ζωτικές για την προσωπική και τη συλλογική μας ύπαρξη, στην Ελλάδα και στον κόσμο. Και παραπέρα να αναρωτηθούμε μέσ’ από ποιους καινούργιους δρόμους θα μπορούσαμε να εγκαταστήσουμε στις μέρες μας τον δήμο στην καρδιά του κράτους, ανταποκρινόμενοι στο εσαεί ανεκπλήρωτο αίτημα που φωλιάζει εξαρχής στη λέξη δημοκρατία· ή πώς θα μπορούσαμε να φυτέψουμε τα έργα μας στην καρδιά του δήμου, όπως μας καλεί να το πράξουμε από τότε που πρωτοπροφέρθηκε η λέξη δημιουργία. Και ακόμα παραπέρα, να ακούσουμε στη λέξη οικονομία την επιταγή να ξαναφτιάξουμε την επιταγή από την αρχή τον νόμο του σπιτιού μας, σήμερα που το σπίτι μας έγινε, θέλουμε δεν θέλουμε, όλος ο κόσμος κι εκείνο που καταχρηστικά ονομάζουμε οικονομία αχαλίνωτη ανομία.
Ξαναγυρίζω στον τόπο του «εμείς» –εμείς οι Έλληνες, εμείς οι άνθρωποι– που, όπως έλεγα το 1991, είναι «το πιο σημαντικό πράγμα που μας έμαθε ο Σεφέρης»,11 αχώριστα από το όραμά του μιας Ελλάδας που την έβλεπε ως «πετροκαλαμήθρα». Και ξεκινώντας από αυτή τη λέξη, που σημαίνει, θυμίζω, πυξίδα, μπορώ τώρα να διευκρινίσω κάπως πώς εγώ προσλαμβάνω σήμερα αυτό το όραμα.
Όχι, ο Ελληνισμός δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν ή μ’ εκείνην ή και με όλες μαζί τις ιστορικές του περιόδους – κι ας είναι αδιανόητος χωρίς τη ρηγματωμένη ιστορία του· ούτε μπορεί να χωρέσει σε οποιαδήποτε εδαφική επικράτεια, κι ας είναι αδιανόητος χωρίς τους τόπους που τον γέννησαν και τον σάρκωσαν. Όπως δεν είναι μόνο η ελληνική γλώσσα, κι ας είναι επίσης αδιανόητος χωρίς αυτήν, με τον ίδιο τρόπο που μια ζωντανή γλώσσα είναι αδιανόητη χωρίς τους ανθρώπους που τη μιλούν. Αλλά είναι ίσως μια φωνή που αντηχεί ακόμα, και στην ιστορία, και στον τόπο και στη γλώσσα, και στις ανθρώπινες ψυχές· που έρχεται από μακριά και προχωράει δειλά μ’ εμάς (όσο προχωράει)· που άλλοτε ενσαρκώνεται και άλλοτε εξευτελίζεται στην Ελλάδα – μα που, όσο κι αν μοιάζει να ψυχορραγεί, δεν έχει σβήσει.
Σ’ αυτήν την αποφατική, θα έλεγα προσέγγιση με οδηγεί το σύγχρονο κενό μας που, όπως ωστόσο δοκίμασα να δείξω, μπορεί να γίνει γόνιμο. Ή καταπώς λέει ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος «[δεν έχουμε] κάπου να επιστρέψουμε», αλλά «ενδέχεται», υπερβαίνοντας «το φαύλο δίλημμα μεταξύ κυνισμού και νοσταλγίας […] να έχουμε κάπου όπου μπορούμε να πάμε, σ’ ένα άγνωστο ακόμα πεδίο», που μας ανοίγει σε μια άλλη νοσταλγία: «μια νοσταλγία του μέλλοντος» ως «νοηματικής πληρότητας του παρόντος».12
Με όλα τούτα δεν εννοώ διόλου να κατακεραυνώσω τους Νεοέλληνες – ένας από αυτούς είμαι κι εγώ. Αρκετά ακριβά πλήρωσαν την όψιμη και ευάλωτη ευημερία τους με μια ανθρωπολογική μετάλλαξη χωρίς προηγούμενο, που μάλλον δεν μπορούσαν να αποφύγουν, αν αναλογιστούμε τις εθνικές και παγκόσμιες συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκαν να πορευτούν σε όλο τον 20ό αιώνα για να χορτάσουν στοιχειωδώς την πείνα τους και να σταθούν στα πόδια τους. Θα παρακαλούσα μόνο τους ελάχιστους ανάμεσά τους, που μου κάνουν την τιμή να με ακούνε, να προσπαθήσουν να νιώσουν, μαζί με τη βαθιά συμπόνια μου –συμπόνια για τον εαυτό μου– και την αδελφική μου κριτική – που είναι πρώτα αυτοκριτική, εμένα, του, υποτίθεται, «διανοούμενου» και της συνομοταξίας μου. Να κλείσουν, για μια στιγμή, τα μάτια μπροστά στην Ελλάδα που φτιάχνεται κάθε μέρα γύρω τους με τη συνέργεια ή τη συνενοχή τους, για να ακούσουν μέσα τους την Ελλάδα που κουβαλούν στο σώμα τους και στην ψυχή τους, ακόμα και αν δεν το ξέρουν, ψάχνοντας προς τα πού δείχνει αυτή η «πετροκαλαμήθρα». Και να συλλογιστούν πως αυτή η Ελλάδα έχει πάντα κάτι να πει στον σύγχρονο κόσμο.
Έτσι μπορούμε ίσως να διαβάσουμε σήμερα τους σεφερικούς στίχους – αν έχουμε ακόμα τη δύναμη να πιστεύουμε στο θαύμα:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορεί να γίνω αυτό που θέλεις».13
Σημειώσεις
1. Χειρόγραφο Σεπ. ’41, Ίκαρος, 1972, σ. 61-62.
2. Μέρες Γ, Ίκαρος, 1977, σ. 95.
3. «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» (Από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ).
4. «Σαλαμίνα της Κύπρου» (ό.π.).
5. Ό.π.
6. «Επί σκηνής, στ» (Από τα Τρία κρυφά ποιήματα).
7. «Θερινό ηλιοστάσι, ζ» (ό.π.).
8. «Θερινό ηλιοστάσι, θ» (ό.π.).
9. «Lakis Proguidis et François Ricard, Sur Georges Séféris» L’ Inconvénient, no. 29, και 2007, Montréal, σ. 84-86.
10. Δες, π.χ. «Ελληνική γλώσσα», Δοκιμές, πρώτος τόμος, Ίκαρος, 1974, σ. 68.
11. «Το όραμα του Ελληνισμού στη ζωή και στο έργο του Γιώργου Σεφέρη» στον τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Επιμέλεια Δ. Δασκαλόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996, σ. 429-453.
12. Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, «Η ανθρωπιά του ανύπαρκτου και το παράδοξο της θεραπείας», Ψυχανεμίσματα, τεύχος 4, άνοιξη 2008, σ. 54
13. «Επί σκηνής, δ» (Τρία κρυφά ποιήματα).
* Ανακοίνωση στο Συνέδριο Καβάφεια 2009, με θέμα «Όψεις του Ελληνισμού στη λογοτεχνία 1880-1940» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 8 Νοεμβρίου 2009).πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου